Γεννήθηκα στο 1962 και στην δεκαετία του 70 άρχισα την εκπαίδευση της καλής νοικοκυράς. Όπως όλα τα Καρυστινά κορίτσια, έπρεπε να μάθουμε τα μυστικά της νοικοκυροσύνης και να βοηθάμε στο σπίτι όπου και όπως μπορούσαμε. Φυσικά, το κάθε μάθημα είχε το θεωρητικό και το πρακτικό μέρος.
Στο πρακτικό μέρος, το σφουγγαρόπανο αν είχε φωνή, θα φώναζε γιατί το τρίβαμε με ζήλο πάνω στα μωσαικά και στα πατώματα. Όχι σφουγγαρίστρες! Αυτές ήταν για τις τεμπέλες. Κανένα πάτωμα δεν γυαλίστηκε ποτέ καλύτερα από εκείνες τις δεκαετίες του 70 και του 80. Αργότερα, ακόμα και οι παραδουλεύτρες αρνιόντουσαν να συμμετέχουν σε τέτοιες εξαντλητικές πρακτικές καθαριότητας. Μαθαίναμε να μαγειρεύουμε και με προσοχή να περιμένουμε την επιθεώρηση μαζί με την θεωρία για το τι κάναμε σωστό και τι θα έπρεπε να προσέξουμε την επόμενη φορά. Όχι μόνο το φαγητό αλλά απαραίτητο ήταν να μάθει η κάθε μέλλουσα νοικοκυρά και τα βασικά παραδοσιακά γλυκά. Όπως επίσης, μεγαλώνοντας έπρεπε να μάθει να κάνει γλυκά του κουταλιού όπως κυδώνι, βύσινο, σταφύλι, μελιτζανάκι και άλλα.
Εννοείται ότι η μύηση για την παρασκευή των ζυμαρικών άρχιζε και αυτή νωρίς.Μαζί με τις μητέρες, τις γιαγιές, τις θείες η τις γειτόνισες, άπλωναν τον τραχανά, έκοβαν τις χυλοπίτες, έτριβαν τον φιδέ, και ανάμεσα σε καφέδες ,γέλια και κουτσομπολιά, οι ώρες περνούσαν όπως θα έλεγαν σήμερα, κάνοντας bonding.
"Η καλή νοικοκυρά φαίνεται από την απλωσταριά", ήταν το πιο συνηθισμένο μοτό και φροντίζαμε να απλώνουμε τα ρούχα στο σύρμα της αυλής τακτοποιημένα και με την σειρά. "Της καλής νοικοκυράς το σπίτι στράφτει" ..
Όλα έπρεπε να στράφτουν ειδικά στις γιορτές. Ολόκληρα νοικοκυριά έβγαιναν στις αυλές για να ασπριστεί το σπίτι, η να πλυθεί από το πάτωμα μέχρι το ταβάνι. Να μεταφερθούν στην αποθήκη τα καθημερινά για να μείνει χώρος για να υποδεχθεί η νοικοκυρά τους συγγενείς και τους καλεσμένους. Να στρώσει το τραπέζι , να απλώσει το καινούργιο ντρομίδι που ίσα ίσα είχε προλάβει η γιαγιά να τελειώσει στον εργαλιό.
Κόκκινες και μαύρες ρίγες στο πάτωμα, άσπρες πλεκτές στο χέρι κουβέρτες στα κρεβάτια και στα ντιβανομπάουλα που στολιζόντουσαν για την ημέρα.
Ήταν οι κουβέρτες της "μόστρας", που έδεναν με τις κοφτές κουρτίνες, τα καινούργια κεντήματα και ανάμεσα στα παινέματα για όλα αυτά, ερχόντουσαν καλοδεχούμενα και τα κοπλιμέντα για το νέο φουστάνι που ραβόταν ειδικά για την γιορτή του αντρός της κάθε νοικοκυράς.
Η κόρη φυσικά στον νεροχύτη να ετοιμάζει τον δίσκο, να πλένει τα ποτήρια και τα πιατέλα, και να ετοιμάζει τον δίσκο για τους νέους καλεσμένους. Το ντρομίδι αντικαταστάθηκε με χαλί στην δεκαετία του 70 και η γυαλιστερή τρανταφυλλί φορμάικα μαζί με τα ολοκαίνουργια μωσαικά έμοιαζαν να υπόσχονται ένα αισιόδοξο μέλλον που άφηνε πίσω τις δυσκολίες της νοικοκυροσύνης και γέμιζε την νοικοκυρά με νέα εργαλεία που θα έκαναν την ζωή της πιο εύκολη.
|
κουβέρτες πλεκτές από την γιαγιά Κούλα. |
Είναι απίστευτο το πόσο γρήγορα άλλαζαν όλα! Μπήκε στην ζωή μας η τηλεόραση και η τζαμαρία γέμιζε καρέκλες για τον απογευματινό σινεμά..Η γειτονιά έπαιζε πάρα πολύ σημαντικό ρόλο στην καθημερινή ζωή και ήμουν τυχερή, πάρα πολύ τυχερή που μεγάλωσα σε μια γειτονιά με τόσο καλούς ανθρώπους που τους αγαπούσα πάρα πολύ. Γέλια, καφέδες , κεράσματα και απόλυτη ησυχία όταν ήταν η ώρα του Άγνωστου Πόλεμου. Η νοικοκυρά άρχιζε σιγά σιγά να βρήσκει χρόνο για τον εαυτό της, να ξεκουραστεί από το να ανάβει το καζάνι για να πλύνει. Στο πατρικό μου ακόμα θυμάμαι το τζάκι, το βαρέλι με το νερό και το βαρέλι για το πετρέλαιο για την ξυλόσομπα. Ποιος να μας το έλεγε ότι είμαστε στο τσακ να την ξαναβάλουμε!!
Όσο πιο πολύ ελευθερωνόταν η νοικοκυρά, τόσο πιο πολύ έβρισκε δουλειά εκτός σπιτιού και όλο και περισσότερες γυναίκες άρχισαν να έχουν κάποια επαγγελματική ιδιότητα. Τα νέα κορίτσια, που ακόμα και στην δεκαετία του 70 κάθε καλοκαίρι πήγαιναν μαθητευόμενες σε κάποια μοδίστρα η αναλάμβαναν τις δουλειές -μιας οι μητέρες εργαζόντουσαν κάπου αλλού- η ασχολούνταν με τα περιβόλια η τα ζώα τους, άρχισαν να αμφισβητούν τον πατροπαράδοτο ρόλο τους και πολύ πολύ γρήγορα, ούτε καν σε μια δεκαετία τα πράγματα άλλαξαν τελείως. Τα περιβόλια χάθηκαν και τα δυόροφα του 70 γέμισαν τους δρόμους πριν παραδοθεί η πόλη στις άσχημες πολυκατοικίες.
Δεν χρειάστηκε παρά να φτάσουμε τα πρώτα χρόνια του 90 για να εγκαταλήψουν οποιαδήποτε υποχρεωτική ενασχόληση με το νοικοκυριό, αρκεί να διαβάζουν για μια ποθητή θέση σε κάποια υπηρεσία η το όνειρο μιας μεγάλης καριέρας.
Όμως η γενιά η δική μου ,που μεγάλωσε στην γειτονιά μου και στις μικρές γειτονιές της τότε Καρύστου με τις μονοκατοικίες τα νεοκλασσικά και τους κατοίκους που πιστεύαμε ήταν εκεί από πάντα, ακόμα έρχονται στιγμές που νιώθουμε ενοχές αν καθόμαστε και δεν κάνουμε κάτι παραγωγικό, ακόμα αντηχεί στο μυαλό μας η φωνή της γιαγιάς, 'Τι κάθεσαι σαν την αποζυμώστρα! Δουλειά δεν έχεις να κάνεις?" Για να ακολουθήσει η σειρά των αναμνήσεων του πόσο μακριά ήταν το πηγάδι, που φύλαγαν την στάμνα δίπλα στο τζάκι, πότε φούρνιζαν το ψωμί και πότε έκαναν μπάνιο στην σκάφη στο κατώι... "Τώρα! Όλα τα έχετε είστε και κουρασμένες!"
Η αλήθεια είναι ότι δεν είχες και πολλά να πεις σε μια γυναίκα που δεν την προλάβαινε κανείς στις δουλειές γιατί η κυρά Κούλα η Σαραβανάκαινα ήταν μεγάλη μορφή.
Η ζωή της νοικοκυράς έχει αλλάξει αλλά η αλλαγή σε εκείνες τις δεκαετίες του 70 και του 80 ήταν καταιγιστικές . Το να σε αποκαλούν "Καλή νοικοκυρά" ήταν τίτλος τιμής που αντιστοιχούσε σε δεξιότητες αλλά και συμπεριφορά. Τήρηση κανόνων συμπεριφοράς προς την οικογένεια και την μικρή κοινότητα της γειτονιάς όπως και της ευρύτερης οικογένειας. Η νοικοκυρά, είχε την δική της ξεχωριστή υψηλή θέση στο σπιτικό της και σε καμιά περίπτωση δεν ήταν "δούλα" .
Μπορεί να έλεγε ότι "Αυτές είναι υποθέσεις των αντρόνε" αλλά ήταν μέρος των διακριτών ρόλων και αν το καλοσκεφτεί κανείς, πραγματικά δεν προλάβαινε να ασχοληθεί με τίποτα άλλο από όλες αυτές τις υποχρεώσεις.
"Άλλαξε ο κόσμος παιδάκι μου και πια δεν τον γνωρίζω" συνήθιζε να λέει η γιαγιά μου όταν ήταν κοντά στα 90 και αναρωτιέμαι αν φτάσω ποτέ στην ηλικία της , αν θα έχει μείνει τίποτα να αναγνωρίζω..