Μετάφραση από το βιβλίο του Κωσταντίνου Γουναρόπουλου σελ 279-284 ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΝΗΣΟΥ ΕΥΒΟΙΑΣ
ΠΟΛΙΟΡΚΙΑ
ΚΑΡΥΣΤΟΥ ΤΟΝ ΜΑΙΟ 1823 – ΑΡΧΗΓΟΣ ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΚΡΙΕΖΩΤΗΣ
Ο ατρόμητος Κριεζώτης νίκησε τους Τούρκους στο
χωριό Βατίσι που απέχει τρεις ώρες από το Καστέλλο Ρόσσο. Την επόμενη της μάχης και συγκεκριμένα στις 7 Μάη , άρχισε να εκστρατεύει κατά του κάστρου και έμεινε δυο
μέρες στο βουνό Καμπιά και τα διπλανά χωριά
Κατσαρόνι και Μαμαλιά.
Οι Τούρκοι,
είχαν φοβηθεί πάρα πολύ από την πρόσφατη ήττα τους και δεν τολμούσαν να βγουν
έξω. Είχαν κλειστεί στο κάστρο και προετοιμαζόντουσαν για νέα μάχη .
Οι
Χριστιανοί των οικισμών γύρω από το κάστρο, πήραν θάρρος από την ήττα των
Τούρκων και αποφάσισαν να επαναστατήσουν.
Οι πρόκριτοι
των Μύλων αδελφοί Γεώργιος και Χρήστος Ρεγκούγκος
και ο ιερέας Νικόλαος Ρεγκούκος πήγαν
στο Βατίσι μια νύχτα και προσκάλεσαν τον Κριεζώτη στην Κάρυστο ο οποίος
ευχαριστήθηκε πάρα πολύ από αυτήν την πρόσκληση.
Μετά, άλλη
μια νύχτα, οι αδελφοί Αντώνιος και
Δημήτριος Γουναρόπουλος από την Μεκουνίδα,
πήγαν στην Καμπιά και προέτρεπαν τον αρχηγό να αρχίσει όσο το δυνατόν πιο
γρήγορα την πολιορκία του κάστρου.
Μετά από
αυτό, ο Κριεζώτης μια νύχτα, παίρνει τον δρόμο πάνω από τα Πλακωτά και φτάνει
στην θέση Καγιαλή με τις οδηγίες των Καρυστινών.
Οι Καρυστινοί
τον προέτρεπαν να στρατοπεδεύσει εκεί και να καταστρέψει το υδραγωγείο που πάει νερό στο κάστρο το οποίο εκείνες τις μέρες είχε 1200 στρατιώτες
σύμφωνα με τον Αυστριακό Αντώνη Πρόκενς Όστεν .
Ο Κριεζώτης
όμως δεν ενέκρινε το μέρος αυτό κατάλληλο για να στρατοπεδεύσουν , κατέβηκε
μέσω της Μεκουνίδας και Βρύσεως στον Άγιο Βλάση περνώντας πάνω από την γέφυρα
στους Βαρδιάνους κοντά στο Χαρτζάνι και
τρία τέταρτα μακριά από το Φρούριο.
Στις 10
Μαίου περίπου στρατοπέδευσε δίπλα σε παρακείμενα ερείπια ναού και σε ψηλούς
βράχους. Έκαναν επίσης οχυρώματα και καλύβες από κλαδιά, μιας και οι
επαναστατημένοι Έλληνες, δεν είχαν σκηνές όπως και άλλα αναγκαία στην διάρκεια
του αγώνα.
Αφού
τακτοποίησε τα πάντα μέχρι το πρωί, κατέλαβε με αποσπάσματα τις υψηλές θέσεις
γύρω από το Φρούριο, όπως τους λόφους
Ακανθωνίας η Αγίου Νικολάου,
Αγίας Μαρίνας και Μεκουνίδας. Ο
δε, Καζάνης και Βαλτινός, κατέλαβαν την θέση Λοίτρα που βρίσκεται ανατολικά του
κάστρου και είναι ψηλή και βραχώδης. Μέχρι και σήμερα, μπορεί κάποιος να δει τα
οχυρώματα. Με αυτόν τον τρόπο όλη την
νύχτα και με άγνοια των Τούρκων, ετοιμάστηκαν για την πολιορκία.
Το πρωί
ξεκίνησαν οι Έλληνες με τυμπανοκρουσίες και σαλπίσματα να καταλαμβάνουν
κοντινές θέσεις στο Κάστρο και οι Τούρκοι ταράχθηκαν βλέποντας ξαφνικά τον εχθρό να φτάνει μπρος
τις πύλες του. Οι δε Τουρκάλες με φρίκη είδαν τους Έλληνες να πλησιάζουν και
άρχισαν να σκορπούν στάχτη στον
αέρα και να ρίχνουν κατάρες. Οι Τούρκοι
της Καρύστου έβριζαν τους Έλληνες ΜΠΑΡΜΠΑΤΣΗ, από το μπάρμπα, ενώ οι Έλληνες,
έβριζαν τους Τούρκος ΜΟΥΡΤΑΡΗ, δηλ Μιξόπιστο και γνήσιο.
Οι
πολιορκημένοι Τούρκοι άρχισαν τους κανιοβολισμούς για να φοβίσουν τους
Έλληνες αλλά πήγαν άδικα γιατί δεν ήταν
τόσο κοντά για να τους φτάσουν. Μάλιστα ο τηλεβολητής στο τείχος του Γραμπιά Δεμήρ Αλής
χρησιμοποιούσε με τόση επιτυχία το τηλεβόλο που έριξε προς το στρατόπεδο των
Ελλήνων και η πρώτη του σφαίρα έπεσε μπροστά στον Κριεζώτη. Αλλά αυτός απτόητος
στεκόταν πάνω σε ένα βράχο και εθαύμαζε τον τηλεβολητή, όπως μου είπε ο πατέρας
μου Αντώνιος Γουναρόπουλος . Οι δε Έλληνες, αδιαφορούσαν για τις βολές και
όρμησαν προς στο φρούριο και ενίσχυσαν τα φυλάκια γύρω από αυτό. Στο τέλος
γύρισαν στο στρατόπεδο.
Ήταν τόσο
στενή η πολιορκία των Τούρκων που δεν μπορούσαν να κάνουν βήμα έξω από το Φρούριο
και χωρίς αποτέλεσμα πυροβολούσαν από μακριά.
Οι δεν
πολιορκητές , θέρισαν και αλώνισαν τον κάμπο για τις ανάγκες του στρατού. Οι
κάτοικοι των χωριών και των οικισμών, αυτομόλησαν προς το στρατόπεδο και
πολεμούσαν με ότι είχε και μπορούσε ο καθένας. Οι οικογένειες τους ταυτόχρονα,
εγκατέλειψαν τα σπίτια τους και πήγαν στα χωριά Κατσαρώνι, Φρύγανι και
Μελισσώνα. Τότε ήταν που ο διοικητής Ομέρ
διέταξε τον όμηρο Χατζή Κωσταντίνο, να στείλει τους γιούς του να κατασκοπεύσουν
τους Έλληνες στο στρατόπεδο τους . Από ανάγκη αυτός έστειλε τον γιο του
Πολυχρόνη ο οποίος δεν γύρισε και έμεινε
να πολεμήσει με τους Έλληνες, όπως και έκανε πολλές φορές.
Οι
Χριστιανοί μπήκαν σκοποί στις θέσεις γύρω από το κάστρο όπως Βίγλα, Άγιο
Αντώνιο, και πιο μακριά προς τον Μπούρο και το λιμάνι στην Γεραιστό, δηλ, το
Καστρί. Είχαν σαν καθήκον να ανάψουν πυρσούς την νύχτα σαν ένδειξη ότι
επαγρυπνούν στις σκοπιές.
Σε αυτή την
εκστρατεία ο Κριεζώτης ζήτησε βοήθεια από την Άνδρο . Ο Πρόκριτος Δημήτρος Γιαννούλης στο Γαύριο, δημιούργησε
σώμα με μισθοφόρους από 70 Γαυριώτας και με σημαιοφόρο τον Πέτρο Ιωάννου
Λουκίσαν από το χωριό Βίταλο, και αξιωματικούς τον Παναγιώτη Ταράση και τον
Φραγκούλη Βαβούση από το Βαρείδιο. Το σώμα πήγε στην Κάρυστο με το καράβι του
Δημητρίου Κοκκίνου από την Άνδρο, μόλις τρεις μέρες από την στρατοπέδευση του
Κριεζώτη.
Αφού
αποβιβάστηκαν στο νησάκι της Άγιας Πελαγίτισσας πέρασαν στην στεριά και
οχυρώθηκαν μέσα σε ένα βουστάσιο στην θέση Λαλαρώνια και περίπου μια ώρα και
ένα τέταρτο μακριά του στρατοπέδου.. Οι δε Τούρκοι όταν είδαν τους Ανδρείους να
είναι μόνοι τους έκαναν επίθεση εναντίον τους και τους έτρεψαν σε φυγή
παίρνοντας τους όλον τον εξοπλισμό. Οι δε, Ανδρείοι, πήγαν στον Κριεζώτη αφού
κατάφεραν να αντιμετωπίσουν τους Τούρκους. Αξίζει να αναφερθεί εδώ ότι από το
νησί της Άνδρου, μόνο όσοι ήταν από την Γαύρο έκαναν εκστρατεία στην Εύβοια
κατά την επανάσταση και ότι τώρα
ακολουθεί τον Κριεζώτη ο ανδρείος αξιωματικός Γεώργιος Φούντας από τον χωριό
Μένιδαις της Άνδρου.
Η πολιορκία
προχωρούσε καλά αλλά δυστυχώς, συνέβη στον στρατό, ότι είχε συμβεί και στο
Άρμενο και αυτό δεν είναι άλλο, παρά ενέργειες εναντίον του αρχηγού, δηλ του
Κριεζώτη.
Η δε
Επαρχιακή Εφορία ήρθε μέσω Στύρων στο Μαρμάρι μιας και ήταν πιο εύκολο από εκεί
να δώσει ότι χρειάζεται το στράτευμα και ο στολίσκος παρέπλεε μεταξύ Μαρμαρίου
και Καρύστου για να ενισχύσει την πολιορκία.
Ο δε πρόεδρος της Εφορίας , που κρατούσε και
την σφραγίδα, Κωσταντίνος Αστέρης, μαζί με τον αδελφό του Σταμάτη πλαστογραφεί επιστολή ότι δήθεν έγινε με την
σύμφωνη γνώμη όλων των μελών της Εφορίας, την οποία την σφράγισε και την
έστειλε στην Κυβέρνηση ζητώντας να
αλλάξουν τον αρχηγό της εκστρατείας και να ορίσουν τον Βάσον αντί του Κριεζώτη.
Αυτήν την πλαστογραφία είναι σίγουρο ότι την έκανε μόνος του γιατί στο έγγραφο
υπάρχει η σφραγίδα και η υπογραφή, «Οι έφοροι Καρύστου» . Αλλά, ο Γεώργιος
Κονιστριάτης βουλευτής της επαρχίας, μόλις το έμαθε κατέδειξε την πλαστογραφία
στην Κυβέρνηση και διέλυσε την σκευωρία.
Ταυτόχρονα έγραψε πικρότατη επιστολή προς τους Εφόρους.
Όταν έμαθε
τις δολοπλοκίες και τις σκευωρίες ο Κριεζώτης τους προσκάλεσε στο Μαρμάρι και
μακριά από το στρατόπεδο σε ένα μπακακοχώραφο, τους μάλωσε πολύ. Οι έφοροι
αρνήθηκαν ότι είχαν γνώση της επιστολής αλλά ο Νικόλαος Γεωργίου από την Κύμη
και ο Αναστάσιος από τα Κριεζά, αλλά διωρίσθηκαν με σύμφωνο ανακριτές μιας και
είχαν ανακαλύψει την σκευωρία. Ο Κριεζώτης όμως δεν κράτησε κακία και
συμβούλευσε όλους να έχουν αγάπη και ομόνοια για χάρη της Πατρίδας .
Από την άλλη μεριά τώρα, ο Ομέρ επειδή είχε
προνοήσει την πολιορκία, έγκαιρα πήρε τα μέτρα του για να υπερασπιστεί το
Φρούριο.
Βρήκε
πρόθυμους συνεργούς τους Φραγκοσύριους αδελφούς Σαλάχα Αντώνιο και Φραγκίσκο οι
οποίοι βοηθούσαν τους Τούρκους της Καρύστου κατά την περίοδο του αγώνα. Αυτό το
μαρτυρά και ο Τρικούπης ο οποίος γράφει, «Εφάνη κατά την περίσταση ταύτη υπό
την μορφήν του Δόγματος (Δυτικού) όλη η ασχημοσύνη του φανατισμού,
προτιμήσαντος την ημισέλινον του σταυρού
και την δουλείαν της Ελευθερίας». Μάταια ο ιστοριογράφος της Σύρου
δικηγόρος Τιμολέων Αμπελάς προσπαθεί να αθωώσει αυτούς τους προδότες (σελ 482)
οι οποίοι πράγματι ήταν διώκτες του Ελληνισμού και οι Τούρκοι της Καρύστου μαρτυρούν
τα έργα τους .
Ο Ομέρ
λοιπόν στέλνει τρεις Τούρκους προς τους Σαλάχας, οι οποίοι τους έστειλαν στην
Χίο όπου ήταν ο Τουρκικός στόλος υπό τον αρχιναύαρχο Χορσέφ Πασά ο οποίος πήγε
στην Χίο από την Πάτρα. Οι δε Καρύστιοι Τούρκοι αφού παρέδωσαν τις επιστολές ,τόνισαν
και δια ζώσης την ανάγκη της βοήθειας που έπρεπε να σταλεί. Οι Σαλάχαι έστειλαν
με πλοίο τον Κοσμέτο Κεφαλλήνα να πληροφορήσουν τον Ομέρ για την βοήθεια που θα
πήγαινε . Ο Ομέρ αναζωπύρωσε την ελπίδα για σωτηρία τους μιας και ήταν έτοιμος
να παραδώσει το Κάστρο εξ αιτίας της πείνας .
Όμως, ένα
Καρυστινός που έμενε στην Σύρο έμαθε τον σκοπό της επίσκεψης των τριών Τούρκων
και αφού πήγε στην Κάρυστο για να παραλάβει την οικογένεια του, ενημέρωσε τον
Κριεζώτη ο οποίος ήταν τότε στο Άρμενο
για το τι είχε μάθει. Ο Κριεζώτης τον διέταξε να μην πει τίποτα πουθενά με την
ποινή του θανάτου!
Αφού έμαθε αυτά τα νέα ο Κριεζώτης, έστειλε
δυο Καρυστινούς ναυτικούς στην Όχη να παρατηρήσουν τις κινήσεις του Τουρκικού
στόλου και με την χρήση τηλεσκοπίου, δηλ με κιάλια, είδαν τον στόλο στον
Καφηρέα και αμέσως ειδοποίησαν τον αρχηγό και αυτός με την σειρά του ενημέρωσε
με άκρα μυστικότητα τους εφόρους.
Όμως και οι Τούρκοι έμαθαν τα νέα για τον
στόλο γιατί μια γυναίκα από τον Πλατανιστό με το όνομα Βάρσα σύζυγος του Μιχαήλ
Σπανού το άκουσε ,πήγε στην Κάρυστο και το ανάγγειλε στον Ομέρ. Με το που
φάνηκε ο στόλος στον κόλπο της Καρύστου , ο Ομέρ μαζί με τους επίσημους Αχμέτ
Εφέντη και Ισμαήλ Εφέντη, πήγε στην νησίδα Γεραιστός. Εκεί περιέγραψε στον
Χορσέφ την πολύ άσχημη θέση του φρουρίου ζητώντας βοήθεια και τρόφιμα. Ο Χορσέφ
πείστηκε και πλησίασε την Κάρυστο με 103 η 124 πλοία πολεμικά και φορτηγά, και
προμηθεύει τους Τούρκους με τρεις χιλιάδες κιλά σιτάρι και πολύ δίπυρο. Την δε
25 Μαίου αποβιβάζει στο λιμάνι, όχι 10 χιλιάδες κατά μερικούς, αλλά τέσσερις
χιλιάδες περίπου Γενίτσαρους Ασιανούς
και μερικούς από την Κρήτη με 500 ιππείς, σύμφωνα με αξιόπιστες μαρτυρίες
Καρυστινών Τούρκων.
Οι
πολιορκούμενοι όπως ήταν φυσικό αναθάρρησαν από την βοήθεια και άρχισαν να
πυροβολούν από την χαρά τους κατά του Ελληνικού στρατοπέδου, όπου δυστυχώς μια
σφαίρα πέτυχε τον ικανό υπαρχηγό Νικόλαο Καρυστινό κάτοικο Κύμης καταγόμενος
από το Φρύγανι Καρύστου , και του έκοψε τους μηρούς.
Αυτό στην
αρχή φόβισε τους Έλληνες γιατί λόγω της συνωνυμίας νόμιζαν ότι ήταν ο αρχηγός
που πληγώθηκε . Οι δε βάρβαροι που αποβιβάστηκαν ήταν ακάθεκτοι και με μεγάλη
αγριότητα στο δρόμο για το Κάστρο λεηλάτησαν τα σπίτια των Χριστιανών. Μετά, με
την βοήθεια σκύλων γύριζαν στα βουνά και στα χωριά και ανακάλυπταν όσους είχαν
κρυφτεί στα δάση και ακόμα και ανάμεσα στους βάτους. Με αυτόν τον τρόπο
συνέλαβαν, άνδρες, γυναίκες και παιδιά, και τους πήγαν σαν τα ζώα στο Φρούριο
και τους κτυπούσαν χωρίς λόγο. Ακόμα και ο Ομέρ δεν μπόρεσε να ηρεμήσει την
ορμή των ανθρωπόμορφων θηρίων . Για αυτό και έκρυψε πολλούς Χριστιανούς στον
Γυναικωνίτη και μετά λίγες μέρες μπόρεσαν να φύγουν μυστικά από το κάστρο.
Τότε εκτός των
άλλων δεινών, υπήρχε επιδημία Πανώλης . Πάνω από δυο χιλιάδες άνθρωποι, Χριστιανοί και Τούρκοι, είχαν πεθάνει από την
φοβερή αυτή αρρώστια. Οι βάρβαροι αυτοί από την Ασία, σαν άλλοτε οι Πέρσες του
Δάτιδος, πέρασαν από όλη την επαρχία και
έσχιζαν τις κοιλιές των γυναικών και τους έπαιρναν τα μωρά, τις βίαζαν και τις ανάγκαζαν
να χορεύουν μαζί τους μπροστά στα μάτια των συζύγων τους. Δεν υπάρχει αγριότητα
που δεν διέπραξαν αυτοί οι Ασιανοί και ήταν τόση μεγάλη η κτηνωδία τους που
ακόμα και οι Τούρκοι Καρυστινοί φοβήθηκαν και βοήθησαν πολλούς Χριστιανούς να
σωθούν από την μανία τους. Ακόμα και ο Ομέρ για να σώσει όσους μπορούσε,
έστειλε τον Μεσοχωρίτη ιερέα Ιωάννη στα χωριά Φρύγανι, Στουπαίους, Στύρα και
λοιπά χωριά της επαρχίας , σαν άλλος Στέντωρ με μεγάλες κραυγές να προαγγείλει
την διάβαση των βαρβάρων για να προλάβουν να σωθούν αν γίνεται.
Με αυτόν τον
τρόπο , αν και η πολιορκία πήγαινε καλά, ματαιώθηκε εξ αιτίας της απόβασης των Ασιανών. Λέγεται δε
ότι ο Κριεζώτης ήρθε σε συνεννόηση με Τουρκαλβανούς στρατιώτες για να αφήσουν
ανοιχτές τις πύλες του φρουρίου στους πολιορκητές κατά την έξοδο που την
υπολόγιζαν στις 26 Μαίου. Την ημέρα της αποβίβασης
των Ασιανών, είχε γίνει μεγάλο συμβούλιο στο στρατόπεδο και αυτός ο αρχηγός
Κριεζώτης και μεγάλοι και μικροί , ήθελαν να παραμείνουν και να πολεμήσουν. Όμως
μερικοί αντιστάθηκαν και μάλιστα ο ηγούμενος Καλλίνικος με πολλούς κατοίκους
έφυγαν και σιγά σιγά διαλύθηκε ο στρατός. Βλέποντας όλα αυτά ο Κριεζώτης με
μεγάλη στενοχώρια αποφάσισε να καταλάβει το Διακωφτό και να κόψει τον δρόμο των
Ασιανών εκεί. Από ανάγκη λοιπόν εγκατέλειψε την Κάρυστο και στην υψηλή και
παρόδιο κλεισώρεια της Ρούγας, προστάτευσε τις οικογένειες που εγκατέλειπαν τις
οικίες και τα χωριά τους.
Ήταν ένα
σπαρακτικό θέαμα να παρακολουθεί κάποιος τους κατοίκους της Καρύστου και των
χωριών και εγκαταλείπουν τα σπίτια και ότι ότι είχαν και άλλοι δια ξηράς με τον στρατό και άλλοι δια θαλάσσης έφευγαν μέσω Μαρμαρίου και Στύρων. Άνδρες
γυναίκες παιδιά και οικιακά ζώα έτρεχαν στα παράλια για να επιβιβαστούν σε
Υδραικά και Ερμιονικά πλοιάρια που επί
πληρωμή μαζικά μεταφέρθηκαν στα απέναντι
παράλια της Αττικής , στην Κέα στην Αίγινα και αλλού.
Το ίδιο
έκαναν και τα πλοία από την Κύμη τα οποία έφυγαν μέσω του λιμένα Μαρμαρίου μόλις
έφτασε ο Τούρκικος στόλος. Ο πλοίαρχος Σταμάτιος Αστέρης έδειξε ηρωισμό και
αυταπάρνηση βοηθώντας τις οικογένειες να περάσουν μέσω του Μαρμαρίου στον Μαραθώνα
,αν και τούρκικα πλοία προσπάθησαν να τον εμποδίσουν. Με ηρωισμό διέφυγε αφού
βύθισε το ένα και διέφυγε από το άλλο.
Ο πλοίαρχος
Γεώργιος Ιαννάκης υπηρέτησε στον αποκλεισμό και μεταβίβασε οκογένειες με το
πλοίο του το οποίο αναγκάσθηκε να το καταβυθίσει στον Αρμυροπόταμο για να μην
πέσει στα χέρια των εχθρών.
Μέσα στην
σύγχυση μητέρες χωριζόντουσαν από τα
παιδιά τους , γυναίκες από τους άνδρες τους , κλάματα και οδυρμοί αντηχούσαν κατά την επιβίβαση και αποβίβαση
και όσοι έμεινα στην στεριά έκλαιγαν γιατί δεν είχαν ούτε ψωμί να φάνε, ούτε
ρούχα να ντυθούν ούτε σπίτι να μείνουν παρά κοιμόντουσαν σε αυτοσχέδια
χορταρένια στρώματα.
Πολλοί από αυτούς
κατέφυγαν στο βουνό και στα δάση και άλλη βρήκαν μια κάποια προστασία στις μικρές
σπηλιές μένοντας πολλές μέρες νηστικοί και δεν βγήκαν παρά μόνο μετά από την
πρόσκληση του Ομέρ και την αναχώρηση των Ασιανών. Πολλοί άλλοι δε, πέθαναν από
την πανώλη.
Ο δε
Κριζώτης μετά την αναχώρηση των οικογενειών πήγε στα Στύρα μέσω της δημοσίας
οδού και αφού οχηρώθηκε κάποιο καιρό στο Άρμενο πήγε στην Κύμη με μόλις 150
άνδρες.