Κατανοώντας τη θέση του ασθενή
Από τη Μένη Κουτσοσίμου, Μεταδιδάκτωρ Ιατρικής Σχολής, Υπεύθυνη Αξιολόγησης Προσωπικού, Επιστημονικός Συνεργάτης Ε.Π.Α.Ψ.Υ.
‘Το γεγονός ότι τον ακούω, με κάνει να νιώθω άσχημα, άβολα… Δεν ξέρω αν είμαι τόσο ευαίσθητος. Ίσως γι’ αυτό το λόγο οι γιατροί δεν ακούν’ (Μαρτυρία φοιτητή Ιατρικής).
Πρωταρχικό στοιχείο στη θεραπεία αποτελεί η κατανόηση της οπτικής του ασθενή, δηλαδή οι σκέψεις, οι ιδέες, οι ανησυχίες, τα συναισθήματα και οι προσδοκίες του. Όπως διατυπώνεται από τον Eric Cassell (1976, σελ. 62): ‘το να ακούει κανείς δεν σημαίνει ότι εστιάζει μόνο στα συμπτώματα που αναφέρονται, αλλά στο πώς αυτά ερμηνεύονται από τον ίδιο τον ασθενή’.
Ή όπως αλλιώς παραθέτουν οι Kidd και Rose (1991) στο βιβλίο τους An Introduction to Consulting Skills: ‘Δεν ακούει κανείς μόνο με τ’ αυτιά του, αλλά και με τα μάτια του και την αφή του. Ακούει έχοντας επίγνωση των συναισθημάτων που βιώνει, ως αντίδραση στην επαφή του με τους άλλους, ακούει με το μυαλό του, την καρδιά του και τη φαντασία του. Ακούει τα λόγια των άλλων, αλλά και τα μηνύματα που κρύβονται στα λόγια ή σε ό,τι τα λόγια συμπυκνώνουν. Ακούει τη φωνή, το φέρσιμο, το λεξιλόγιο και τις χειρονομίες του άλλου… Ακούει τους ήχους και τις σιωπές’.
Αλλά και από τον Rogers (2006, σελ. 23): ‘Όταν αναλαμβάνω να ακούσω τον άλλο, εννοείται φυσικά ότι το κάνω εις βάθος. Εννοώ ότι ακούω τα λόγια, τις σκέψεις, τη διαβάθμιση των συναισθημάτων, το προσωπικό νόημα, ακόμη και το νόημα που βρίσκεται πίσω από τη συνειδητή πρόθεση του ομιλητή. Μερικές φορές επίσης, σε ένα μήνυμα που επιφανειακά δεν είναι πολύ σημαντικό, ακούω μια βαθιά ανθρώπινη κραυγή που βρίσκεται θαμμένη κι άγνωστη, πολύ βαθιά κάτω από την επιφάνεια του προσώπου’.
Η αποκάλυψη του νοήματος των προηγούμενων διαπιστώσεων θα βοηθούσε στην αποδοχή τους από την πλευρά των γιατρών. Ο ασθενής αποκτά οντότητα όταν παύει να αντιμετωπίζεται ως περιστατικό που νοσηλεύεται στο ‘Θάλαμο 103’ (Keene, 1998) ή είναι ‘η κωλονοσκόπηση’, όπως παρατίθεται με αριστουργηματικό τρόπο στο σκίτσο των Vård, Vårdare και Vårdad – όπως αυτό παρατίθεται στο σύγγραμμα με τίτλο Health Professional and Patient Interaction, των Purtilo και Haddad (2002, σελ. 191).
Πιθανόν ένα περιστατικό όπως περιγράφεται στις συναντήσεις των γιατρών να συγκεντρώνει το ενδιαφέρον και να αποτελεί μία σπάνια περίπτωση. Αυτό όμως δεν σχετίζεται σε καμία περίπτωση με τους ασθενείς που φέρουν την ασθένεια, γιατί εκείνοι δεν επιδέχονται ανάλογους προσδιορισμούς. Ο Fred (2003, σελ. 34) αναφέρεται σε μία πραγματική στιχομυθία μεταξύ του ιδίου και των φοιτητών του σε ιατρική επίσκεψη, με ιδιαίτερο χιούμορ: ‘Να μας συγχωρείτε Γιατρέ, αλλά σήμερα δεν έχουμε κάποιον ασθενή που να συγκεντρώνει ιδιαίτερο ενδιαφέρον’… ‘Συγχωρείστε και μένα, αλλά ούτε εγώ βλέπω ενδιαφέροντες γιατρούς σήμερα’.
Η διαπίστωση αυτή αποδίδεται με ιδιαίτερα παραστατικό τρόπο από έναν φοιτητή ιατρικής, που κατά τη διάρκεια των σπουδών του χρειάστηκε να υποβληθεί σε μία σειρά επίπονων εξετάσεων για δύο φορές, αφού την πρώτη φορά, τα δείγματα βγήκαν άκυρα λόγω του μεγάλου χρόνου παραμονής σε συνθήκες μη αποδεκτές. Ο γιατρός που τον ανέλαβε, τον αντιμετώπισε ως ιδιαίτερα ενδιαφέρον περιστατικό, στη συνέχεια όμως έχασε την όρεξη και την περιέργειά του, όταν διαπίστωσε ότι πρόκειται για κάτι συνηθισμένο. Το γεγονός αυτό προκάλεσε τη δυσαρέσκεια και την απέχθεια του φοιτητή.
Το ‘κλειδί’ της επικοινωνίας είναι η διατήρηση του δικαιώματος που έχει ο ασθενής να υποστηρίζει και να εμμένει στις ιδέες και στα πιστεύω του, κάτι που θα τον οδηγήσει στην έκφραση των συναισθημάτων, των φόβων και των προσδοκιών του, δίνοντας κατ’ αυτό τον τρόπο την πληροφορία στο γιατρό να αντιληφθεί την ιδιαιτερότητα και τη μοναδικότητα του κάθε ασθενή, ακόμη κι όταν όλα τα παραπάνω δεν συμβαδίζουν με τις στάσεις και τις αντιλήψεις του γιατρού. Υπό το πρίσμα αυτό, η άνευ όρων αποδοχή των διαστάσεων του ρόλου που φέρει ο ασθενής, αποδεικνύεται ιδιαίτερα αποτελεσματική στην εδραίωση της σχέσης, δεδομένου ότι δημιουργείται ένα κοινό έδαφος μεταξύ γιατρού και ασθενή. Η αποδοχή αποτελεί την πηγή της εμπιστοσύνης ενώ η εμπιστοσύνη αποτελεί τον ακρογωνιαίο λίθο της επιτυχημένης θεραπευτικής σχέσης.
Είναι ωστόσο απαραίτητο να διαχωριστεί η έννοια της αποδοχής της συνθήκης από τη συμφωνία με το προσληφθέν μήνυμα. Οι ερευνητές διακρίνουν τρία στάδια στο σχηματισμό της αντίδρασης: την αναγνώριση, την αποδοχή και την εξήγηση. Όπως τονίζουν, η αναγνώριση από μόνη της δεν είναι προάγγελος μιας αποτελεσματικής υποστηρικτικής αντίδρασης, κυρίως λόγω του ότι η ανάπτυξη επαφής με τον ασθενή θα του επιτρέψει να εκφραστεί ελεύθερα μέσω της αποδοχής.
Σε άλλα πάλι σημεία γίνεται λόγος για την αποδοχή και την εξασφάλιση της συμπάθειας του ασθενή, σαν να πρόκειται για την εμπιστοσύνη ενός φίλου, που ο γιατρός οφείλει να κερδίσει, ως εν δυνάμει φίλος του. Η ακρόαση που αποπνέει συμπάθεια, βρίσκει έκφραση σε μία διατύπωση που έρχεται από το μακρινό παρελθόν (Campbell, 1891, σελ. 308): ‘για να είσαι καλός γιατρός, πρέπει πάνω απ’ όλα να έχεις τη συμπάθεια του ασθενή’.
Η παραπάνω διαπίστωση δεν είναι δυνατό να αποδοθεί σχηματικά σ’ ένα έργο του Picasso ‘Επιστήμη και Ευσπλαχνία’, που το έκανε στην ηλικία των δεκαέξι ετών, όπου απεικονίζονται η άρρωστη, ξαπλωμένη, ο γιατρός που της ψηλαφίζει το σφυγμό από τη μία πλευρά του κρεβατιού και από την άλλη μία καθολική μοναχή που κρατά στην αγκαλιά της το παιδί της ασθενούς ενώ με το άλλο χέρι, της προσφέρει κάτι για να πιει. Όπως γίνεται αντιληπτό για το ζωγράφο, οι έννοιες της ‘ευσπλαχνίας’ και της ‘επιστήμης’ δεν είναι ‘ταυτόσημες’.
Ο Arthur Smith (Petit-Zeman, 2005, σελ. 8), συγγραφέας και ηθοποιός, βρισκόμενος στη θέση του ασθενή, περιγράφει την καθημερινότητά του όπως αναφέρει, ‘ξαπλωμένος στο κρεβάτι όλη μέρα… παρατηρώντας τους (τους γιατρούς) στο φυσικό τους περιβάλλον’. Η πρώτη του διαπίστωση έγκειται στο γεγονός ότι ‘οι γιατροί δεν ασχολούνται μαζί σου, εκτός αν έρθει η σειρά σου’. Και προσθέτει χαριτολογώντας: ‘Επιτρέψτε μου να ζητήσω συγνώμη από όλους εσάς τους γιατρούς, εκ μέρους των ασθενών. Δεν είμαστε τέλειοι, όπως και εσείς, εσείς όμως πληρώνεστε γι’ αυτό κι εμείς όχι. Θεωρώ ότι είναι η δουλειά σας να κάνετε καλύτερο έναν ασθενή, καθώς και να τον κάνετε να νιώσει καλύτερα’, ενώ στη συνέχεια του κειμένου του παραθέτει ορισμένους κανόνες για να τους βοηθήσει με τον καυστικό τρόπο του στο να αλλάξουν συμπεριφορά, όπως είναι οι παρακάτω:
ü ‘Να μη διστάζετε να παραδέχεστε ότι δεν γνωρίζετε κάτι.
ü Υιοθετείστε μία ασθένεια το χρόνο και υποβάλετε τον εαυτό σας στη δοκιμασία της παραμονής σας στο νοσοκομείο για μία εβδομάδα.
ü Διατηρείστε την περιέργειά σας.
ü Να γνωρίζετε τα όρια σας. Αν νιώσετε ότι τα ξεπερνάτε, συμβουλευτείτε έναν ειδικό.
ü Εάν είστε άντρας, καλό θα ήταν να είστε σε επαφή με το γυναικείο τρόπο σκέψης. Εάν είστε γυναίκα, ισχύει το αντίθετο’.
Όλα τα παραπάνω επιδέχονται προσεκτικής εξέτασης και ερμηνείας στο βιβλίο της Petit-Zeman με τίτλο Doctor, what’s wrong? – Making the NHS human again, μέσω της παράθεσης προσωπικών ιστοριών που συγκεντρώνει από το βρετανικό τύπο. Σε άλλο σημείο της περιγραφής της αναφέρει επίσης τη διαπίστωση που καταλήγει ο ψυχίατρος Raj Persaud (Petit–Zeman, 2005): ‘Προφανώς ένα από τα μεγαλύτερα θέματα εκπαίδευσης των γιατρών είναι η γνώση τους για τον τρόπο που νιώθει ο ασθενής, κάτι που μας φέρνει κοντά στη θεωρία του Freud, σύμφωνα με τον οποίο, κάθε κλινικός οφείλει να έχει το δικό του αναλυτή. Εάν οι γιατροί και οι ασθενείς πρόκειται να ζήσουν ένα δεύτερο μήνα του μέλιτος στη σχέση τους, τότε και οι δύο πλευρές οφείλουν να κατανοήσουν τις θυσίες που απαιτούνται για τη συνέχιση της σχέσης’. Τόσο οι γιατροί όσο και οι ασθενείς έχουν τις καλές και τις κακές στιγμές τους. Δεν παύουν όμως να είναι άνθρωποι, ενώ το μεγάλο ζητούμενο είναι το είδος και η ποιότητα της θεραπείας που επιζητά ο καθένας που θα βρεθεί στη θέση του ασθενή ή αντίστοιχα για τους δικούς του ανθρώπους.
Προς την ίδια κατεύθυνση, μεγάλο ενδιαφέρον για τους μελετητές του θέματος, παρουσιάζουν τα βιβλία εκείνα, συγγραφείς των οποίων είναι οι ίδιοι οι ασθενείς. Άλλοτε με το να κατέχουν και τους δύο ρόλους, του γιατρού και του ασθενή κι άλλοτε δίνοντας απλά φωνή στον ανθρώπινο πόνο που τους εμπιστεύθηκαν οι συνάνθρωποί τους. Η επιχειρηματολογία της συγγραφής αυτών των βιβλίων έγκειται στη δυνατότητα κατανόησης της ιατρικής επιστήμης μέσω της αφηγηματικής διαδικασίας και στην αμεσότητα της περιγραφής, εστιάζοντας στην ερμηνεία της υποκειμενικής εμπειρίας και όχι στο περιεχόμενο με όρους ιατρικής συμπτωματολογίας.
Βιβλιογραφία:
Κουτσοσίμου Μ. Η Πρόκληση του Θεραπευτικού Δεσμού. Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων, Ιατρική Σχολή, 2007