Τρίτη 14 Σεπτεμβρίου 2021

Νοέμβριος 2000- Ο Μπαστούρας. Χρονογράφημα Α.Κ. στην Καρυστινή

 

Νοέμβριος 2000- Ο Μπαστούρας

H καημένη η Βαγγελίτσα! Λίτσα την λέγανε τώρα. Θυμούτανε με νοσταλγία τη νονά της που συχνά πυκνά της φώναζε. Έλα παδά Βαγγελιώ! Έλα κορικάτσι μου, έλα μαναράτσι μου να βοηθήξεις να μπαστουρώσω τις κατσίκες. Πάγαινε η Λίτσα κοντά, κράταε την κατσίκα από τα κέρατα και η γιαγιά της έδενε τα πόδια ένα μπροστά και ένα πισινό με ένα σκοινάκι για να μην αλαργεύουνε. Το έλεγε αυτό, μπαστούρωμα.

 Τη βαριότανε η Βαγγελίτσα τέτοια ζωή και πότε πότε με κάτι κατσάρια στα ποδαράκια της, πότε ξυπόλητη ερχούτανε δω κάτου στο σκολείο να μάθει γράμματα να ξεστραβωθεί , να γένει άνθρωπος.

Τέλειωσε άξια και καλά και με κάτι κατουρημένες ποδιές που φίλησε, κατάφερε και μπήκε σε μια υπηρεσία που είχε πάρε δώσε με λεφτά και με οξωτάρηδες. Στρώθηκε καμαρωτή σε ένα γραφείο πρώτα, αλλά επειδή ήταν καλή και τίμια, την βάλανε στο ταμείο. Τι ωραία που είχε περάσει τότε! Ερχούντανε οι άνθρωποι, αγροτικοί οι πιο πολλοί και πότε δίνανε και τις πιο πολλές φορές πέρνανε χρήματα. Θυμάται μια φορά,ένας χωρικός της έφερε δώρο μια γυαλίτσα μέλι, άλλος ένα σακούλι καρύδια, ένα κεφάλι τυρί, και μια φορά, Χριστούγεννα ήτανε, της έφερε ένας Καβοντορίτης ένα λοκάνικο δυο μέτρα μακρύ. Και κάτι άλλα, και κάτι άλλα, που να τα θυμηθεί όλα με μιας. Θυμούντανε όμως και ανατρίχιαζε με τον κόκορα. Ένας οξωτάρης που είχε αμπέλια, όταν πήρε την επιδότηση της έχωσε με την χερούκλα του  μένα πεντοχίλιαρο μέσα στον κόρφο της και την άλλη μέρα ήρχε πάλι κεφάτος και γελαστός φέρνοντας ένα κόκορα. Αυτό για σένα! Της είπε, και τον άφησε πάνου στο γκισέ.  Ξαφτούρισε ολοίσα το πουλί, στάθηκε για λίγο στον ώμο της και μετά άρχισε να πηδάει από δω και από κει, σαν τρελό. Έκραζε σαν τον άρχοντα της κόλασης και λέρωσε και το πάτωμε σε δυο τρεις μεριές.  Κιτρίνησε η κυρά Σοφία η καθαρίστρια από το κακό της και τον βούτηξε και τούκοψε το κεφάλι επί τόπου. Ύστερα τον θέρμησε , τονε μάδησε  και ο άλλο βράδυ ούλοι μαζί παρέα, τον φάγανε σε μια ταβέρνα όπου γλεντήσανε του καλού καιρού. Ο διευθυντής της ήτανε καλός άνθρωπος.  Τις πιο πολλές ώρες μάλιστα έλειπε από κει μέσα στο απέναντι καφενείο. Ερχότανε μόνο για υπογραφές και τους είχε αφήσει αλιμπερτά. Επειδή όμως το αναγνωρίζανε που τους είχε ελευθερίες , κάνανε τα αδύνατα δυνατά και η δουλειά πήγαινε ρολόι. Παράπονο κανένα και από πουθενά. Στον επόμενο διευθυντή ακόμα πιο καλά. Μέχρι και ράδιο ακούγανε , εφαρμόζοντας το , εργασία και μουσική.

Και πάλι καλά πηγαίνανε όλα. Ώσπου μαύρη ώρα και άραχνη. Ο τρίτος διευθυντής ήτανε πολύ τυπικός. Μη τούτο, μη κείνο. Όχι όξω από το γραφείο, όχι πολύ ώρα στην τουαλέτα, όχι ψου ψου ψου  μεταξύ σας! Και στο ωράριο, κέρβερος!

Τότε θυμήθηκε η Λίτσα την συγχωρεμένη τη γιαγιά της . Και θυμήθηκε ακόμα ότι άμα οι κατσίκες ήτανε λεύτερες βγάζανε πιο πολύ γάλα, ενώ μπαστουρωμένες το γάλα τους λιγόστευε και τρομάζανε να μαζέψουνε για να κάνουνε τον τραχανά και τους φιδέδες τους. Ζητάγανε δανεικό από τη γειτονιά.

Σε μια δόση λοιπόν που εκείνος έλειπε, τους μάζεψε όλους και τους το είπε. Και κατέληξε.

«Θα κάνουμε ότι και οι κατσίκες. Όσο είμαστε μπαστουρωμένοι θα αποδίδουμε λιγότερο στη δουλειά. Λέω μάλιστα, όσο καιρό θα είναι εδώ τούτος ο κύριος, να τον λέμε μεταξύ μας ο μπαστούρας!» Έτσι και έγινε. Από τότε περάσανε καιροί και καιροί. Ο διευθυντής πήρε κάποτε μετάθεση. Οι άλλοι πίσω, ξεχάσανε και το όνομα του. Όποτε όμως τον θυμούνταν, τον έλεγαν με το παρατσούκλι του. Ο μπαστούρας.

 

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου