Κυριακή 3 Οκτωβρίου 2021

ΣΑΝ ΧΡΟΝΟΓΡΑΦΗΜΑ «Το πεταμένο χτένι» Αγγελικής Κυριαζή-Μπουρνέλου .


ΚΑΡΥΣΤΙΝΗ ΤΕΥΧΟΣ 1083- Ιούνιος 1996




 

ΣΑΝ ΧΡΟΝΟΓΡΑΦΗΜΑ

«Το πεταμένο χτένι»

Γλυκό μαγιάτικο πρωινό, ο ήλιος χαμογελαστός μόλις είχε σκαρφαλώσει πάνω στα κορφοβούνια πίσω από το Μετόχι και πασπάλιζε με το χρυσάφι του την Κάρυστο. Έκανε τους δρόμους ν΄αστράφτουν σαν καθρέπτες και τα σπίτια να βάφονται τριανταφυλλιά. Ο νέος διαβάτης , φρέσκος και κεφάτος, περπατούσε γρήγορα να φτάσει στην δουλειά του και να αρχίσει το καθημερινό του έργο. Χαρούμενο το βήμα του αντηχούσε στους τοίχους δεξιά και αριστερά στον ίσιο δρόμο.

Στην άκρη έστεκε το δοχείο απορριμάτων. Ήταν νωρίς και το αυτοκίνητο της καθαριότητας δεν είχε περάσει ακόμη. Το δοχείο ήταν γεμάτο. Περνώντας πλάι του ο  διαβάτης κάτι σαν ψίθυρος ,σαν παράπονο άκουσε νάρχεται από κει. Κοιτάζει περίεργος, μην ήταν κανένα ζωντανό, στριμωγμένο που κλαψούριζε. Όχι, δεν ήταν κανένα ζωντανό. Αυτό όμως που τον εντυπωσίασε ήταν κάτι, σαν σανίδα στενή, σαν καλαμένιο χέρι που εξείχε πάνω από τον κάδο. Του φάνηκε σαν χέρι ανθρώπου που κινδυνεύει να πνιγεί μέσα στ άγρια κύματα και γυρεύει με αγωνία βοήθεια.

Έσκυψε, άπλωσε το χέρι του το έπιασε και το τράβηξε έξω. Περίεργο! Το σιγαλό κλαψούρισμα το άκουσε τώρα καθαρά, ερχόταν απ αυτό το μακρόστενο πράγμα που μόλις είχε ανασύρει από τα σκουπίδια. Μα τι ήταν αυτό? Ο νέος άνθρωπος δεν  είχε ξαναδεί κάτι παρόμοιο. Τι να ήταν λοιπόν?  Άρχισε να το εξετάζει. Να το περιεργάζεται με προσοχή. Είχε μάκρος ως ένα μέτρο περίπου. Το πλάτος ήταν λίγο περισσότερο από δέκα πόντους. Ήταν φτιαγμένο από ψιλά πελεκημένα καλοδουλεμένα καλαμάκια, πιο λεπτά και πιο μακριά από τα συνηθισμένα σπίρτα, δεμένα και πλεγμένα καλλιτεχνικά και στέρεα στις άκρες, το ένα με το άλλο, με γερή και χοντρή άσπρη κλωστή έτσι που να φαίνεται σαν ένα μεγάλο-μεγάλο χτένι.

-Αυτό είναι « Έργο χειρών ανθρώπων», ψιθύρισε μέσα του.

Σε τι χρησίμευε όμως και ποιος μάστορας το κατασκεύασε τόσο τεχνικά και τόσο όμορφα? Γιατί και ποιος το πέταξε τώρα, ενώ φαινόταν καινούργιο ακόμα, αν και σκονισμένο πια από την αχρησία? Από τη στιγμή που το πήρε στα χέρια, κάτι του θύμισε την γιαγιά του, πότε να κρατά ένα τέτοιο πράγμα, πότε να κάνει κάποια δουλειά κοντά του. Τότε η σιγανή φωνούλα ακούστηκε να φτάνει πάλι στ αυτιά του. – Ναι, καλά σκέπτεσαι. Και βέβαια θυμίσω την γιαγιά σου. Γιατί βρισκόμουν στα χέρια της και κοντά της σχεδόν κάθε μέρα. Είμαι ένα χτένι, όμως όχι για να χτενίζουν μ΄εμένα τα κορίτσια τα ωραία τους μαλλιά. Εγώ είμαι για να βοηθώ τις κλωστές του στημονιού στον αργαλιό της γιαγιά σου και των άλλων γυναικών της παλαιότερης γενιάς, να κρατιούνται ίσιες, τεντωμένες και χωρίς μπερδέματα για να μπορούν να περνούν ανάμεσα τους οι υφάντρες τη σαίτα με το υφάδι και να φτιάχνουν τα πανέμορφα υφαντά. Ζεστά, πλουμιστά κιλίμια, πολύχρωμες μπατανίες,βαμβακερά και νταμωτά σεντόνια, τραπεζομάντηλα και πετσέτες, όλα με σχέδια και γούστο, λεπτά και ολόλευκα ουγίτιγκα ,ακόμη και αραχνοούφαντα μεταξωτά, μα και χοντρές κουρελούδες για καθημερινή χρήση. Θυμάσαι το απαλό σου παιδικό σεντονάκι που σε τύλιγε ευχάριστα και τα αγαπούσες τόσο? Θυμάσαι το καλό τραπεζομάντηλο που έστρωνε η γιαγιά όταν πηγαίνατε την Κυριακή και σας τραπέζωνε χαρούμενη όλους, παιδιά και εγγόνια? Θυμάσαι το χαλί με τα λουλούδια και τα πουλιά, το υφαντό που στόλιζε τη μεγάλη σάλα του σπιτιού σας? Όλα αυτά και λογής λογής άλλα ρούχα και προικιά, ενώ βοηθούσα τις νοικοκυρές και τις λεύτερες κοπέλλες να τα υφάνουν τόσο όμορφα. Ήμουν τότε απαραίτητο για κάθε νοικοκυριό. Τώρα έγινα άχρηστο.Τώρα δεν σας εξυπηρετώ πια. Τώρα τα χαλιά, τις κουβέρτες τα σεντόνια τα τραπεζομάντηλα και τις πετσέτες τις αγοράζετε έτοιμα από τα καταστήματα, κατασκευασμένα μαζικά στα εργοστάσια χωρίς το προσωπικό γούστο της υφάντρας, χωρίς το τραγούδι του εργαλιού. Γι αυτό δεν ξέρετε εσείς οι νεότεροι ούτε και τι είμαι ούτε σε τι χρησίμεψα κάποτε. Με βρίσκετε λοιπόν σκονισμένο και ξεχασμένο  σε μια γωνιά της αποθήκης και με πετάτε χωρίς σκέψη και χωρίς λύπηση. Να μην πιάνω και τον τόπο. Όμως εγώ έχω την δική μου ψυχή. Την ψυχή που μου έδωσε η αγάπη της υφάντρας και το μεράκι κι η τέχνη του μάστορη, του δημιουργού μου.

Αλήθεια, ξέρεις ποιος ήταν αυτός? Μήπως έχεις ακουστά το όνομα του μπάρμπα-Γιάννη του χτενά? Ήταν ένας αγαθός γεράκος, αγαπητός από όλους τους Καρυστινούς που τον φρόντιζε ξεχωριστά ο αλησμόνητος παπά Σίλας. Αυτός μ είχε φτιάξει μαζί με ένα πλήθος αδέλφια του. Θεός σχωρέστον. Ήταν από την Κυνουρία. Κάθε τέλος της άνοιξης ξεκινούσε από τον τόπο του μαζί με άλλους ομότεχνους του και πήγαιναν σ΄όλα τα μέρη της Ελλάδας δουλεύοντας την τέχνη του χτενά. Νοικοκυραίοι άνθρωποι, ήσυχοι και εργατικοί ,αγαπητοί σε όλους.  Ιδιαίτερα οι νοικοκυρές, οι χρυσοχέρες υφάντρες τους περίμεναν πως και πως, να έρθουν στον τόπο τους να τους φτιάξουν καινούργα χτένια και να τους επιδιορθώσουν τα παλιά, για να μπορέσουν να υφάνουν ξανά ξεχωριστά υφαντά, τέτοια που να μην τα έχει άλλη καμιά, πανέμορφα και μοναδικά. Ο μπάρμπα Γιάννης δεν είχε οικογένεια πια στον τόπο του κι έτσι έμεινε εδώ, ώσπου τον πήρε ο Θεός στον αληθινό κόσμο.

Καλέ μου διαβάτη, μη με ξαναρίξεις στα σκουπίδια.

Σώστε με εσύ. Πάρε με και φύλαξε με με στοργή. Κάπου θα βρεθεί μια θέση και για μένα. Κι ακόμη πρόσεξε τι θα σου πω. Μην πετάτε τίποτα από τα παλιά πράγματα που βρέθηκαν από τους προγόνους σας. Διατηρήστε τα και φροντίστε τα. Αγαπήστε τα σαν να είναι κάτι από τα γονικά σας που δεν ζουν πια. Νιώστε υπερήφανοι γι αυτά. Καμαρώστε για αυτά και δώστε τους κάποια θέση στο σπίτι σας κάποια γωνιά στην καρδιά σας.

 Ο πρωινός διαβάτης αισθάνθηκε κάτι υγρό να κυλάει από τ’ αυλάκια των ματιών του στα δροσερά του μάγουλα κι ένα κόμπο στο λαιμό να του κόβει τη μιλιά. Ασυναίσθητα έφερε το παλιό, σκονισμένο χτένι το εργαλιού στο στήθος του. Το πήγε σπίτι του, το έπλυνε προσεχτικά και το τοποθέτησε ευλαβικά και στοργικά πλάι στο εικονοστάσι.

Κάθε πρωί όπως κάνει το σταυρό του στην Παναγία, λέει μια καλημέρα στον παλιό αυτό φίλο που δεν τον έχει αφήσει μόνο του. Γιατί ψάχνοντας βρίσκει κι άλλα κι άλλα πράγματα του σπιτιού παλιά κληρονομιά, που τα τοποθετεί κοντά του , τ’ αγαπά τα εκτιμά και τα καμαρώνει.

Κάρυστος –Μάιος 1996

Αγγελική Κυριαζή- Μπουρνέλου.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου