«Μα που είναι? Μα που είναι?» αναρωτιόταν το ξωτικό στην μονάδα διανομής ψάχνοντας το δώρο που προοριζόταν για τον μικρό Θανάση μη μπορώντας να το βρει πουθενά.
Έψαξε πίσω από τα κουτιά, ανάμεσα στους φακέλους, έψαξε κάτι από τα ράφια και πίσω από τα συρτάρια. Τίποτα. Πουθενά το μικρό δέμα που προοριζόταν για τον Θανασάκη στην μακρινή Κάρυστο σε ένα νησί, εκεί μακριά στην Ελλάδα, που το λένε Εύβοια.
Ήταν πολύ καλό παιδάκι όλη την χρονιά και άξιζε το δώρο του, και να μην μπορεί να το βρει πουθενά!? Κόντευε να σκάσει, χώρια που θα έλειπε από την λίστα του Άγιου Βασίλη και ποιος τον άκουγε μετά την μεγάλη του βόλτα στον κόσμο, αν ανακάλυπτε ότι είχε αφήσει ένα καλό παιδάκι χωρίς δώρο.
Το Ξωτικό στο τέλος, πήρε το θάρρος και έβγαλε όλα τα παιχνίδια που ήδη ήταν μέσα στον μεγάλο σάκο. Ξενύχτησε να τα τακτοποιεί μην κάνει κάποιο λάθος για να βάλει πάλι σωστά και με την σειρά τους μέσα, και άρχισε να ψηλαφίζει όλο το ύφασμα προσεχτικά..και πράγματι, σε ένα σημείο ο σάκος είχε ξηλώσει λίγο και εκεί ανάμεσα στο ύφασμα και την φόδρα, είχε χωθεί το μικρούλι –το τόσο μικρούλι δωράκι που είχε ζητήσει ο Θανασάκης. Ένας μεγάλος αναστεναγμός ανακούφισης ξέφυγε από το στόμα του ξωτικού που μόνο τα κλάματα δεν έβαλε από την ταραχή και την ανακούφιση. Το πήρε προσεχτικά προσεχτικά και το τοποθέτησε στην σωστή σειρά του ανάλογα με την λίστα, και τακτοποίησε πάλι όλα τα πακέτα όπως ήταν. Ήταν πια πρωί όταν κατάκοπος, σύρθηκε στην καλύβα του να ξεκουραστεί λίγες ώρες πριν ο Άγιος Βασίλης αρχίσει τις τελευταίες ετοιμασίες για την διανομή.
Στην άλλη άκρη του κόσμου ο Θανασάκης σκυμμένος πάνω στα βιβλία του διάβαζε τα μαθήματα του αλλά το μυαλό του ήταν στο γράμμα που είχε γράψει στον Άγιο Βασίλη. Αμφέβαλε αν θα τον έπαιρνε στα σοβαρά, αν αυτό που ζητούσε μπορούσε καν θα θεωρηθεί δώρο Πρωτοχρονιάς, αλλά δεν μπορούσε να σκεφτεί τίποτα άλλο που να ήθελε πιο πολύ. Σήκωσε τα μάτια του και κοίταξε το μισοτελειωμένο ρομποτάκι που είχε φτιάξει μόνος του. Εντελώς μόνος του. Ο δάσκαλος είχε πει ότι είναι «συλλογική δουλειά», και ότι έπρεπε να παιδιά « να μάθουν να συνεργάζονται» γιατί αυτό θα τους αναπτύξει «το πνεύμα συνεργασίας , την εμπιστοσύνη και την εκτίμηση σε όλους όσους συμμετέχουν». Με χαρά τα παιδιά είχαν κάνει ομάδες και είχαν αρχίσει να κάνουν χαρούμενες κουβέντες για το πώς θα ήταν το δικό τους ρομποτάκι και το τι θα έκανε. Ο διαγωνισμός μετά τις γιορτές των Χριστουγέννων με όλα τα σχολεία της χώρας, ήταν ο τελικός τους στόχος και το βραβείο ένιωθαν ότι ήταν εκεί στην άκρη των δακτύλων τους, αρκεί να ήταν οι καλύτεροι.
Ο κύριος Χρήστος ήταν πιο ενθουσιασμένος από τα παιδιά. Σπίθες χαράς πεταγόντουσαν από τα μάτια του ενώ πήγαινε από θρανίο σε θρανίο και άκουγε τις ιδέες των παιδιών. «Μα τι έξυπνα παιδιά είναι αυτά! Μόνο 10 χρονών και έχουν τέτοιες ιδέες και τόσο όρεξη!» σκεφτόταν και ονειρευόταν και αυτός την χαρά του βραβείου.
Πράγματι, ο Οκτώβρης κύλησε όπως όλοι το περίμεναν. Οι ομάδες αποφάσισαν το τι θα κάνουν, τα κατσαβίδια και τα εργαλεία απλώθηκαν στα θρανία, ο προγραμματισμός τους είχε ήδη αρχίσει , και εκεί που όλοι πίστευαν ότι τίποτα δεν θα τους σταματούσε, άρχισαν ένας ένας να αρρωσταίνουν.
Μια γρίπη βαριά και δύσκολη με πολύ υψηλό πυρετό, βήχα, πόνους παντού, πήγαινε από το ένα παιδί στο άλλο και στο τέλος η τάξη τους είχε μείνει μόνο με πέντε παιδιά από τα είκοσι. Όσα γινόντουσαν μετά από πολλές μέρες καλά, ήταν τόσο αδύναμα που δεν μπορούσαν να ασχοληθούν με τίποτα πάρα πάνω από τα εντελώς βασικά και οι εντολές του γιατρού ήταν, «αποφυγή συνωστισμού και ξεκούραση για να μην έχουμε άλλα». Και τα άλλα, ήταν να ξανακυλήσουν στην γρίπη που έφερνε μαζί της ωτίτιδες, ιγμορίτιδες και πολλά άλλα ακόμα χειρότερα.
Η τάξη της ρομποτικής είχε αδειάσει και ο κύριος Χρήστος είχε κολλήσει κόβιτ . Ακόμα και ο Θανασάκης με άλλα παιδιά να ήθελε να συνεχίσουν, δεν θα μπορούσαν γιατί όχι μόνο έλειπαν μέλη της ομάδας τους, αλλά και ο ίδιος ο δάσκαλος.
Μέχρι να γίνουν επιτέλους όλοι καλά, είχε μπει ήδη ο Νοέμβρης αλλά ο αγαπημένος τους δάσκαλος δεν είχε προλάβει να γίνει καλά από την μια αρρώστια και κόλλησε την άλλη.
Μια γρίπη βαριά που τον έστειλε ακόμα και στον νοσοκομείο και ακολούθησαν πολλές μέρες στο σπίτι. Τα παιδιά ήταν περίλυπα και σκεπτικά. Έβλεπαν τις μισοτελειωμένες τους κατασκευές και δεν ήξεραν τι να πρωτοσκεφτούν..Ένα φορτηγάκι , ένα έντομο, ένα ανθρωπάκι, με λειψά μέλη , πήραν την θέση τους στο τέλος σε μια μεγάλη κούτα στο γραφείο των καθηγητών κάτω από ένα τραπέζι και η διευθύντρια με λύπη της ανακοίνωσε στα παιδιά ότι «λόγω των συνθηκών φέτος ματαιώνεται η συμμετοχή μας στον διαγωνισμό. Προέχει η υγεία όλων και τα μαθήματα μας», και έτσι τα παιδιά με σκυμμένο το κεφάλι ,αμίλητα και έτοιμα να κλάψουν βγήκαν στο προαύλιο.
Ο Θανασάκης όμως αντί να ακολουθήσει τα άλλα παιδιά, στάθηκε δίπλα στην πόρτα, και έκανε ότι έδενε τα κορδόνια του. Όταν κτύπησε το κουδούνι για την τάξη και όλοι οι δάσκαλοι πήγαν στις τάξεις τους, όρμησε στο γραφείο πήρε την κούτα , άδειασε το περιεχόμενο της στις τσέπες του, τύλιξε τα υπόλοιπα στο μπουφάν του, έβαλε την κούτα στην θέση της και εξαφανίστηκε όσο μπορούσε πιο γρήγορα για να πάει στην τάξη του. Μπήκε μέσα, ζήτησε συγγνώμη στην κυρία του που το, αγριοκοίταξε, «καφενείο το περάσαμε το μάθημα να ερχόμαστε όποτε θέλουμε»? του είπε για να μην πάρει απάντηση και ο Θανασάκης έχωσε βιαστικά τον μικρό του θησαυρό στην μεγάλη του τσάντα.
Δεν είπε τίποτα σε κανέναν. Δεν ήθελε να τους μπλέξει και να τιμωρηθούν αν κάτι πήγαινε στραβά. Έτσι άρχισε να βάζει το σχέδιο του σε πράξη. Στο σπίτι του, τα άπλωσε όλα πάνω στο γραφείο του, και άρχισε να διαλύει και να συνθέτει τα μέλη των ρομπότ, μέχρι που άρχισε να παίρνει μορφή ένα ανθρωποειδές αλλά αντί για παλάμη είχε τσουγκράνα στο ένα και κουβά στο άλλο. Το μόνο που του έλειπε ήταν μια βίδα, μια μικρούλα τόση δα βίδα μαζί με ρουλεμάν για την βάση του αυχένα. Οι μέρες περνούσαν γρήγορα και ο προγραμματισμός του βγήκε πολύ καλά. Μπορεί να πήγαινε αδιάβαστος στο σχολείο και η δασκάλα όλο να του λέει « Είπαμε να δείξουμε κατανόηση για όσα περνάτε αλλά μην το παρατραβάτε» την μια και την άλλη, « Θα φωνάξω την μητέρα σου Θανάση! Τι πράγματα είναι αυτά και έρχεσαι αδιάβαστος τελευταία!» . Εκείνος κατέβαζε το κεφάλι και κοκκίνιζε μέχρι τα αυτιά..Τι να πει? Ότι προσπαθούσε να μάθει μόνος του πώς να προγραμματίσει το ρομποτάκι?
«Γράψατε γράμμα στον Άγιο Βασίλη?» ρώτησε περιπαιχτικά η κυρία των καλλιτεχνικών..
«Να γράψω γράμμα !» σκέφτηκε ο Θανασάκης και αμέσως μετά το σχολείο, πήρε φάκελο , έγραψε δυο γραμμές και έτρεξε στο ταχυδρομείο να το στείλει.. « Μα γιατί δεν έχει ακόμα μέιλ» σκέφτηκε εκνευρισμένος αλλά του πέρασε γρήγορα με την προσμονή να τον κάνει να νιώθει πεταλούδες στο στομάχι.
«Καλέ μου κύριε Άγιε Βασίλη, σας παρακαλώ θα ήθελα μια βίδα με ρουλεμάν για την βάση του αυχένα του ρομπότ μου. Είναι το μόνο που λείπει. Περιμένω με αγωνία νέα σας»
Στον δρόμο για το σπίτι, μια το μετάνιωνε, μια ήταν σίγουρος για την απόφαση του. Αν πράγματι του έφερνε το εξάρτημα που του έλειπε, το ρομποτάκι του θα αποκτούσε μια εντελώς φυσιολογική κίνηση, πολύ καλύτερη από την μαμάς του που όλο λέει ότι έχει πιαστεί και της πονά ο αυχένας. Θα παίζουν μαζί με την άμμο στην θάλασσα, θα κάνουν κάστρα και γλυπτά, θα κάνουν πολιτείες και πάρκα. Μετά την ρομποτική, αυτό του άρεσε του Θανασάκη πιο πολύ. Να περνά ατέλειωτες ώρες στην παραλία και να δημιουργεί έναν δικό του κόσμο, και μοναδικά πλάσματα , σε γλυπτά από άμμο.
Οι μέρες πέρασαν γρήγορα και η αγωνία του τον κρατούσε ξύπνιο την νύχτα. Την ημέρα με δυσκολία τα έβγαζε πέρα αλλά όλοι ήταν τόσο απορροφημένοι με τις υποχρεώσεις τους που δεν είχαν καταλάβει τίποτα. Η μαμά του είχε στολίσει το δέντρο τους με τις χρυσές και πράσινες μπάλες και με όμορφα μπλε και ροζ φωτάκια. Τα βάζα ήταν γεμάτα με γκυ, τα στολίδια και οι γιρλάντες που έμοιαζαν με κλαδιά από έλατο ομόρφαιναν το σπίτι, τα γλυκά πάνω στο τραπέζι της τραπεζαρίας τον καλούσαν κάθε φορά, αλλά αντιστεκόταν όσο μπορούσε. Επιτέλους έφτασε το βράδυ της πρωτοχρονιάς και η βροχή κτυπούσε αλύπητα το σπίτι.
« Θάρθει? Δεν θάρθει?» σκεφτόταν ξανά και ξανά ο Θανασάκης μέχρι που θες η κούραση, θες η βροχή, τον βύθισαν σε έναν ύπνο χωρίς όνειρα, για να ξυπνήσει πρώτος πρώτος και να τρέξει να δει κάτω από το δέντρο.
« Δεν το πιστεύω!» είπε με απίστευτη έκπληξη βρίσκοντας το μικροσκοπικό πακετάκι . Το άνοιξε βιαστικά και εκεί μέσα δεν ήταν άλλο παρά αυτό που είχε ζητήσει. Έτρεξε στο δωμάτιο του και άρχισε αμέσως να συναρμολογεί το ρομποτάκι..»Γεια σου Βασίλη!» του είπε όταν το τελείωσε και εκείνο γύρισε το κεφάλι του και με μια φωνή που δεν έμοιαζε και τόσο πολύ μηχανική του απάντησε, «Γειά σου και σένα Θανάση».
Δάκρυα χαράς , ανακούφισης και περηφάνιας κύλησαν στα μάγουλα του και μια προσευχή ευχαριστίας υψώθηκε μέχρι το έλκηθρο του Άγιου Βασίλη που συνέχιζε το μοίρασμα δώρων όσων ήταν καλά παιδιά όλη την χρονιά και όσων πίστευαν σε ένα θαύμα.
Οι γιορτές πέρασαν σαν σε όνειρο, και η τάξη γέμισε πάλι με τις χαρούμενες φωνές των παιδιών. Το ρομπότ Βασίλης, καμάρωνε πάνω στην έδρα όταν ο κ.Χρήστος μπήκε στην τάξη. Το βραβείο δεν ήταν πια άπιαστο όνειρο και ο Θανασάκης είχε γίνει ήδη, ο ήρωας της τάξης.
Οι σκανταλιές του Ρούντολφ.
Οι σκανταλιές του Ρούντολφ.
Μια φορά και ένα καιρό ενώ οι δουλειές ήταν τόσες πολλές όσο το παγόβουνο που έκλεινε την είσοδο του χωριού του Αγίου Βασίλη, συνέβη κάτι το αναπάντεχο και όλα τα ξωτικά άφησαν τις δουλειές τους και έτρεχαν πανικόβλητα γύρω γύρω.
Ο Ρούντολφ το ελαφάκι είχε χαθεί ενώ έπαιζε με το να δοκιμάζει την αντανάκλαση της λαμπερής του μύτης πάνω στο χιόνι.
Ο Άγιος Βασίλης φυσούσε ξεφυσούσε και έπινε το ένα γάλα μετά το άλλο, η κυρία Βασίλη έψαχνε τα υπογλώσσια με γεύση μπισκότου ,ενώ ειδική ομάδα στελεχώθηκε από ξωτικά που ήταν εκπαιδευμένα να βρίσκουν χαμένους ταράνδους και άτακτα ελαφάκια.
Αφού με τα πολλά τα ξωτικά ηρέμησαν και συνέχισαν τις δουλειές τους , με το ένα μάτι στα παιχνίδια ,- με το ένα μάτι στα παιχνίδια και το άλλο έξω από το παράθυρο , με το ένα αυτί στις οδηγίες του αρχιξωτικού και το άλλο στα καμπανάκια των ταράνδων – ο Άγιος Βασίλης χαλάρωσε με το χάπι του και η ομάδα ξεκίνησε να βρει τον άτακτο Ρούντολφ , και όλοι περίμεναν από ώρα σε ώρα να γυρίσουν όλοι μαζί για να συνεχίσουν τις ετοιμασίες για το μοίρασμα των δώρων.
Βλέπετε, τα παιδιά περίμεναν τα δώρα τους, και δεν θα δικαιολογούσαν με τίποτα κάποια καθυστέρηση. Μέσα στην ταραχή τους όμως δεν πρόσεξαν ότι έλειπε και το πιο αφηρημένο ξωτικό από όλα όσα δούλευαν στο εργαστήρι , ο πάντα αφηρημένος αλλά πολύ γλυκούλης Φτούλης, από το Κρυφτούλης, μιας και τρελαινόταν για αυτό το παιχνίδι και δεν έχανε ευκαιρία να το παίξει, ακόμα και μόνος του.
Χωρίς λοιπόν να ξέρει ο Φτούλης ότι ο Ρούντολφ έχει χαθεί, περιπλανιόταν ανάμεσα στα σπιτάκια του χωριού, και έπλαθε φανταστικούς φίλους που τον ψάχνουν και τον βρίσκουν κρυμμένο πίσω από τους φράχτες , ανάμεσα στα ψηλά δέντρα και κάτω από τις μύτες των πάγων.
Οι ώρες περνούσαν και το μουντό βαρύ γκρι του χειμωνιάτικου απογεύματος άρχισε να σκεπάζει πρώτα τα ψηλά δέντρα , μετά τις καμινάδες των σπιτιών μετά τους φράχτες και τέλος τον χαμένο Ρούντολφ τον Φτούλη και όλους όσους έψαχναν ακόμα, κατάκοποι μετά από την πολύωρη αναζήτηση.
Ο Ρούντολφ ήταν πολύ χαρούμενος γιατί το σκοτάδι έκανε το παιχνίδι του πιο ευχάριστο μιας και το φως της μύτης του γινόταν πιο λαμπερό. Έτρεχε από δω και από κει, έκρυβε το κεφαλάκι του μέσα στον πάγο και ξαφνικά πεταγόταν για να φωτίσει κάτι τυχαίο, δίνοντας του μεγάλη χαρά. Ο Φτούλης, ήταν και αυτός χαρούμενος γιατί μπορούσε να κρυφτεί πιο εύκολα από τους φανταστικούς του φίλους, ενώ τα ξωτικά που έψαχναν , άρχισαν πραγματικά να αγωνιούν για την τύχη, όχι μόνο του Ρούντολφ αλλά και όλης της επιχείρησης παράδοσης των δώρων την πρωτοχρονιά. Μάλιστα έψαχναν στις τσέπες τους να σιγουρευτούν ότι είναι εκεί, ακόμα και για τα νέα δοντάκια που είχαν ζητήσει μερικά παιδάκια.
Έτσι τα έφερε η τύχη και πίσω από ένα σωρό κομμένα ξύλα συναντήθηκαν ο Ρούντολφ και ο Φτούλης. Τρόμαξαν και οι δυο γιατί δεν περίμεναν να συναντηθούν πάνω στο παιχνίδι τους αλλά μετά γέλασαν πολύ και αποφάσισαν να γυρίσουν πίσω στο εργαστήρι μιας και η συνάντηση τους επανέφερε στην πραγματικότητα, μακριά από τον φανταστικό κόσμο του παιχνιδιού.
Χοροπηδώντας χαρούμενα γύρισαν πίσω εντελώς ανίδεοι για την ταραχή που επικρατούσε στο χωριό. Μόλις τα ξωτικά τους είδαν πρώτα χάρηκαν πάρα πολύ αλλά μετά αμέσως, θύμωσαν. Άλλοι φώναζαν στον Φτούλη ότι έφταιγε αυτός που έλειπε όλη μέρα ο Ρούντολφ και ο καημένος ο Φτούλης έβαλε τα κλάματα γιατί κανείς δεν τον πίστευε ότι έπαιζαν διαφορετικά παιχνίδια και αν δεν ήταν αυτός, ο Ρούντολφ πιθανότατα ακόμα θα δοκίμαζε το φως της μύτης του μέσα στις καμινάδες.
Ο Ρούντολφ πάλι, είχε γίνει τόσο κόκκινος από την ντροπή του όσο και η μύτη του. Είχε σκύψει το κεφαλάκι του και ζητούσε συγνώμη από τα ξωτικά, από τον Άγιο Βασίλη , από τους άλλους ταράνδους ακόμα και από το έλκηθρο , αλλά ήταν τόσο μεγάλη η φασαρία που δεν τον άκουγε κανείς.
Μέσα στην γενική αναταραχή κάποιος θυμήθηκε την ομάδα που έψαχνε και πήγε να τους ειδοποιήσει και μέχρι να γυρίσουν όλοι είχαν κουραστεί από τις φωνές, ο Φτούλης είχε σταλεί να διπλώσει δώρα και ο Ρούντολφ στην γωνιά του να σκεφτεί το τι είχε προκαλέσει.
Μετά την επιστροφή της ομάδας ο αρχηγός τους επισκέφθηκε τον Άγιο Βασίλη για να συμπληρώσουν το βιβλίο συμβάντων του χωριού. Ο Άγιος κάθισε στο μεγάλο του γραφείο , βρήκε το βιβλίο κάτω από μια στοίβα από γράμματα παιδιών και άρχισε να γράφει το συμβάν. Όταν όμως έφτασε στο σημείο του πως ο Ρούντολφ γύρισε στο χωριό, το ξωτικό άρχισε να ξεροβήχει. «Θέλεις λόγο γάλα?» τον ρώτησε ο Άγιος Βασίλης γιατί νόμιζε ότι μπορεί να είχε αρρωστήσει τόσες ώρες έξω το πολικό κρύο .
«Όχι, όχι..» μάσησε τα λόγια του το ξωτικό… «Μόνο σε παρακαλώ, μπορείς να πεις ότι τον βρήκαμε εμείς? …τόσες ώρες ψάχναμε και κάποια στιγμή σίγουρα θα τον βρίσκαμε .. να μην γραφεί ότι δεν μπορέσαμε να τον βρούμε και τον βρήκε ο αφηρημένος ο Φτούλης που δεν βρίσκει ούτε τον εαυτό του όταν παίζει κρυφτό!»
«ΑΑΑΑ! Να πούμε ψέματα λοιπόν! Ξέχασες καλέ μου βοηθέ ότι είμαι άγιος και δεν λέω ψέματα? Τι θα κάνουν τα παιδάκια αν και αργώ αρχίσω να λέω ψέματα? Τι παράδειγμα θα πάρουν? Και τι λίστα θα μπορώ να κάνω μετά?»
Το ξωτικό ντράπηκε και φεύγοντας αποφάσισε να ξεκινήσει νέα πιο εντατική εκπαίδευση στην ομάδα γιατί το καταλάβαινε και ο ίδιος ότι η πιο σκληρή αλήθεια είναι πάντα προτιμότερη από το πιο όμορφο ψέμα.