Τρίτη 28 Οκτωβρίου 2025

"Ζήτω το Έθνος- ζήτω η Πατρίδα" 28η Οκτωβρίου στην Κάρυστο.

Με καλοκαιρινό καιρό έγινε η μαθητική παρέλαση στην Κάρυστο με την συμμετοχή των Φιλίππων και επισκεπτών συλλόγου Κριτών με στρατιωτικές στολές του πολέμου.
Τα σχολεία την προηγούμενη μέρα έκαναν εκδηλώσεις μνήμης με γιορτές και τα τύμπανα ξύπνησαν την πόλη με τον Εωθινό. 

Ο ηρωισμός εκείνων των ημερών της έναρξης και της συνέχειας του πολέμου όπου η Ελλάδα πολέμησε όχι μία αλλά 3 δυνάμεις με τα ελάχιστα εφόδια του στρατού αλλά με τεράστιο απόθεμα ψυχής του πληθυσμού.   Γιορτάζουμε την έναρξη του πολέμου γιατί ειπώθηκε ένα απρόσμενο Όχι από μια φίλια ιδεολογία και το μεγαλείο του πατριωτισμού που ξεπήδησε από κάθε Ελληνική ψυχή. 
Όπως λέει ο ποιητής Γιώργος Κοτζιούλας :
Γεια σου, ήρωα στρατέ, γεια σου λαέ πατριώτη,
που ενώ στην άκρη σ’ είχαν φέρει του γκρεμού,
στερεώθηκες στη γη και τίναξες την πρώτη
κλωτσιά του απάνθρωπου, υπερόπτη Φασισμού.


 
 

Ήταν ωραίο παιδί. Την πρώτη μέρα που γεννήθηκε
Σκύψανε τα βουνά της Θράκης να φανεί
Στους ώμους της στεριάς το στάρι που αναγάλλιαζε·
Σκύψανε τα βουνά της Θράκης και το φτύσανε
Μια στο κεφάλι, μια στον κόρφο, μια μέσα στο κλάμα του·
Βγήκαν Ρωμιοί με μπράτσα φοβερά
Και το σηκώσαν στου βοριά τα σπάργανα…
Ύστερα οι μέρες τρέξανε, παράβγαν στο λιθάρι
Καβάλα σε φοραδοπούλες χοροπήδηξαν
Ύστερα κύλησαν Στρυμόνες πρωινοί
Ώσπου κουδούνισαν παντού οι τσιγγάνες ανεμώνες
Κι ήρθαν από της γης τα πέρατα
Οι πελαγίτες οι βοσκοί να παν των φλόκων τα κοπάδια
Εκεί που βαθιανάσαινε μια θαλασσοσπηλιά,
Εκεί που μια μεγάλη πέτρα εστέναζε!

Ήταν γενναίο παιδί.
Με τα θαμπόχρυσα κουμπιά και το πιστόλι του,
Με τον αέρα του άντρα στην περπατηξιά,
Και με το κράνος του – γυαλιστερό σημάδι
(Φτάσανε τόσο εύκολα μεσ’ στο μυαλό
που δεν γνώρισε κακό ποτέ του)
Με τους στρατιώτες του ζερβά δεξιά
Και την εκδίκηση της αδικίας μπροστά του.
-Φωτιά στην άνομη, φωτιά!
Με το αίμα πάνω από τα φρύδια
Τα βουνά της Αλβανίας βροντήξανε

 

Ύστερα λυώσαν χιόνι να ξεπλύνουν
Το κορμί του, σιωπηλό ναυάγιο της αυγής
Και το στόμα του, μικρό πουλί ακελάηδιστο,
Και τα χέρια του, ανοιχτές πλατείες της ερημίας.
Βρόντηξαν τα βουνά της Αλβανίας
Δεν έκλαψαν.
Γιατί να κλάψουν
Ήταν γενναίο παιδί!



2. Οκτώβρης 1940, του Γιάννη Ρίτσου

Ανοίγουν τα παράθυρα
κι όσοι μένουν χαιρετούν αυτούς που φεύγουν
και φεύγουν όλοι.
Γέμισαν οι πόλεις τύμπανα και σημαίες.
Ορθή η αυγή σημαιοστολίζει τα όνειρά μας
κι η Ελλάδα λάμπει μες στα φώτα των ονείρων μας .
Ο ήλιος πλυμένος
με το καθάριο πρόσωπο στραμμένο στον άνθρωπο,
χαιρετάει τους δρόμους που τραβούν στη μάχη.
Αυτοκίνητα περνούν γεμάτα πλήθος.
Αποχαιρετιούνται στις πόρτες και γελάνε
ύστερα ακούγονται τ’ άρβυλα στην άσφαλτο,
το μεγάλο τραγούδι των αντρίκιων βημάτων
που μακραίνει και σβήνει στο βάθος του δρόμου,
ως το βραδινό σταθμό με τα χαμηλωμένα φώτα.
Εκεί τα τρένα περιμένουνε
σφυρίζουν για λίγο έξω από την πόλη,
ακούγονται οι αποχαιρετιστήριοι πυροβολισμοί
κι ύστερα όλα σωπαίνουν και περιμένουν.
Διαβάζουμε τα τελευταία παραρτήματα:
Νικούμε. Νικούμε.
Πάντα νικάει το δίκιο!
Μια μέρα θα νικήσει ο άνθρωπος.
Μια μέρα η λευτεριά θα νικήσει τον πόλεμο.
Μια μέρα θα νικήσουμε για πάντα.”

Αθήνα, Νοέμβριος 1940, Γιάννης Ρίτσος

3. Μάνα και Γιος του Νικηφόρου Βρεττάκου

Στης ιστορίας το διάσελο όρθιος ο γιος πολέμαγε
κι η μάνα κράταε τα βουνά, όρθιος να στέκει ο γιος της,
μπρούντζος, χιόνι και σύννεφο. Κι αχολόγαγε η Πίνδος
σαν να ‘χε ο Διόνυσος γιορτή. Τα φαράγγια κατέβαζαν
τραγούδια κι αναπήδαγαν τα έλατα και χορεύαν
οι πέτρες. Κι όλα φώναζαν: “Ίτε παίδες Ελλήνων …”
Φωτεινές σπάθες οι ψυχές σταύρωναν στον ορίζοντα,
ποτάμια πισωδρόμιζαν, τάφοι μετακινιόνταν.

Κι οι μάνες τα κοφτά γκρεμνά σαν Παναγιές τ’ ανέβαιναν
Με τη ευκή στον ώμο τους κατά το γιο παγαίναν
και τις αεροτραμπάλιζε ο άνεμος φορτωμένες
κι έλυνε τα τσεμπέρια τους κι έπαιρνε τα μαλλιά τους
κι έδερνε τα φουστάνια τους και τις σπαθοκοπούσε,
μ’ αυτές αντροπατάγανε, ψηλά, πέτρα την πέτρα,
κι ανηφορίζαν στη γραμμή, όσο που μες στα σύννεφα
χάνονταν ορθομέτωπες η μια πίσω απ’ την άλλη.


 4. Ελλάδα 1940, του Ηλία Σιμόπουλου

Τι εποχή εκείνη του Σαράντα!

Έβρεχαν άστρα οι ουρανοί
και χύνονταν από χιλιάδες στόματα
το χρυσάφι των λέξεων

Τα παλικάρια γράφανε στα μέτωπα
τα πιο ωραία ποιήματα

Δεν υποτεύονταν
πως ήταν μια παρένθεση
ένα παιχνίδι στον καθρέφτη των νερών
μια λάμψη μόνο που άλλαζε
τα βάτα σε σμαράγδια και τριαντάφυλλα
Ασύνορη ήταν η ζωή
Ουρανοδρόμοι της ελπίδας
σημαδεύαν όνειρα
γράφαν πρωτάκουστα ποιήματα
με λέξεις βόλια λέξεις πυρκαγιές
λέξεις φιτίλια στους αστερισμούς
του στίχου.

5. 28 Οκτωβρίου, του Γιώργου Κοτζιούλα

Σειρήνα που στριγγά σκούζεις, σκληρίζεις πάλι,
σαν κουκουβάγιας θρήνος λάλησες αυγή.
Σ’ ενός πρωινού σε πρωτακούσαμε τη ζάλη
και πέντε χρόνια ακέρια έχουν βγει.

Κίνησαν τότε κατ’ εμάς τα εκατομμύρια
κι οι λόγχες που θα μας τσακίζαν τα πλευρά,
μα δεν αργήσαν ν’ ακουστούν τα νικητήρια
με το δικό μας τον «αέρα!» βροντερά.

Γεια σας, της Αλβανίας απλόκαρδοι φαντάροι,
που ανήξεροι νικήσατε όλα τα στοιχειά
και που χωρίς νεφέλη δόξας να σας πάρει
δε θα ’χετε ποτέ απ’ το έθνος αστοχιά.

Γεια σας κι οι κουβαλήτρες, οι παλληκαρούδες
γυναίκες απ’ την Πίνδο, η ρίζα κι η ψυχή,
θα’ χουν να λεν οι νιοι σα γίνουνε παπούδες
για κείνο το κατόρθωμά σας στην αρχή.

Γεια σου, ήρωα στρατέ, γεια σου λαέ πατριώτη,
που ενώ στην άκρη σ’ είχαν φέρει του γκρεμού,
στερεώθηκες στη γη και τίναξες την πρώτη
κλωτσιά του απάνθρωπου, υπερόπτη Φασισμού.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου