ΦΙΛΑΓΡΑ
Ο Καραλής στην θάλασσα έριξε την άγκυρα. Η βάρκα με το σπρώξιμο των κουπιών άραξε στην αμμουδιά κι΄η πλώρη της καρφώθηκε στ’ άσπρα αμμοχάλικα.
Πρώτος πήδηξα στην αμμουδιά. Το ψάρεμα είχε τελειώσει πια. Οι συναγρίδες κοίτονταν στο πανέρι άφθονες. Ο ήλιος παιγνιδιάρης χρύσιζε και ροδόβαφε τα λέπια των. Στο μικρό λιμανάκι που σχημάτιζε η ρεμματιά του Γιαννιτσιού, η βάρκα μας, πάπια του γυαλού λικνιζότανε στ’ απαλό ανάσασμα της θάλασσας.
Κι’ ο Καραλής κι’ εγώ, τα σύνεργα του φαγητού ετοιμάσαμε. Λεβέτι βγάλθηκε απ΄την ψαρόβαρκα και στις μικρές τις ξέρες που νότιζαν απ’ του κύματος τη δροσιά, φωτιά πυρόγλωσση ανάψαμε. Δυο συναγρίδες. Φρεσκοξυσμένες βάρθηκαν να σιγοβράσουν στο λεβέτι…
Ο Καραλής το μουστερή του για να βρη κίνησε κατά το Γιαννίτσι. Τα χαμόσπιτα ξυφύτρωναν πιο ψηλά προς τα ζερβά και στα δεξιά μας πιο ξέμακρα στο διπλανό τον κάβο το κάστρο της Φιλάγρας ορθόστεκο φάνταζε. Γιαλός, από βότσαλο διαλεχτό, λουζόταν στο φως του καλοκαιριάτικου ήλιου. Στ’ αμμοχάλικα το κορμί μου ξάπλωσα. Απ’ το κουπί είχα μουδιάσει. Πίσω μου στο λεβέτι σιγόβραζαν οι συναγρίδες. Πλάι η θάλασσα καταγάλανη με τα’ ασημιά της ρέμματα ξαπλωνόταν άπειρη και μπρος μου η Φιλάγρα κατσουφιασμένη πάντα ορθόστεκε.
Γοργόφτερος ο ύπνος πάνω μου πέταξε και γρήγορα αποκοιμήθηκα βαθειά και ωνειρεύτηκα.
Γιαλός απέραντος , πλατύς, μπροστά μου ξαπλωνόταν ήσυχος. Στις ξέρες γύρω, καλύβες μικρές, χαμήγειες κι’ άπειρες σκηνές στρατιωτικές ύψωναν το κεφάλι τους. Άνθρωποι μύριοι, στα βράχια τριγυρνούσαν και στράτευμα σε κατασκήνωση έμοιαζε. Είχαν όλοι κορμί χυτό και λιγερό, σιδεροντυμένο. Στο στήθος τους, θωράκι σιδερόπλεχτο, πρόβαλλε πλατύ από τους ώμους και το κεφάλι ήταν κρυμμένο και αυτό σε χαλκομπρούτζινη περικεφαλαία. Κοντάρια μακριά στην άκρη σήκωναν λεπίδι κοφτερό που ξέσχιζε τα στήθεια.
Και στο γιαλό , ξυλάρμενα καράβια χρυσοστόλιστα αναπαύονταν στην θάλασσας τα’ απαλό στρωσίδι. Είχαν τη πλώρη σκαλιστή από χρυσάφι κι’ έβενο και ο σταυρός στη πρύμνα τους ήταν το μόνο σύμβολο.
Στον κάβο το μικρό πιο πέρα απ’ τη ρεμματιά κάστρο πελώριο χτιζόντανε . Κόσμος πολύς με γρηγοράδα δούλευε κι’ οι σκλάβοι , μέρμυγκες σωστοί, ολονυχτίς κι’ ολημερίς τα υλικά μάζευαν. Οι τοίχοι ψήλωναν πελώριοι κι’ οι πύργοι με τα πυργόφρυδα μάτια στη θάλασσα εστήλωναν.
Στην αμμουδιά την αμμοχάλικη θωρακοφόροι αρχηγοί έκαναν σουλάτσο. Το θωράκι τους ασημόπλεχτο, με το χρυσό σταυρό ζωγραφισμένο στην καρδιάς το μέρος, στου κάστρου τα πελώρια ντουβάρια έρριχναν συχνές ματιές. Το κύτταζαν και το καμάρωναν, λες κι’ ήθελαν να τελειώση μονομιάς και να το πάρουν.
‘Αξαφνα δυο απ’ αυτούς φιλονεικεία έπιασαν. Τα σιδεροντυμένα στέρνα τους φούσκωσαν μονομιάς και τα κοντάρια σείστηκαν στην κίνηση των χεριών την βίαιη. Μέσα τους σιγόβραζε ο θυμός. Κι’ οι δυο μαζί συμφώνησαν το κάστρο το πελώριο να χτίσουνε. Τους κόπους τους χωρίσανε διπλούς. Τα υλικά το ίδιο. Ντουβάρια ο ένας βάκανε κι’ ο δεύτερος νερό τρεχάμενο μες’ την δεξαμενή θενάφερνε. Κι΄οι δυο τους στο όνομα του κάστρου τα χαλάσανε. Το όνομα τους ήθελε να μπη του καθενός ξεχωριστά. Μα δε συμφώνησαν.
Και τα κοντάρια κίνησαν γοργά κι΄άστραψαν οι λεπίδες τους ψηλά στου ήλιου τις αχτίδες. Βρόντηξαν δυνατά τα σίδερα κι’ οι περικεφαλαίες έσεισαν τα λοφία τους. Βλαστήμιες πέσανε απανωτά. Κι’ η πάλη άρχισε.
Ο ένας στον άλλον ρίχτηκαν μ’ ορμή και ο ίδρως πηχτός από το φαρδύ μέτωπο στα στήθια έπεφτε. Λαμποκοπούσαν οι σταυροί στο μέρος της καρδιάς και τα κοντάρια μέρος γυμνό πάσχιζαν να βρουν για να τρυπήσουν.
Σε κάποια βίαιη κίνηση τους ενός το στήθος απροφύλαχτο στον άλλον έδειξε. Σαν αστραπή του μπήχτηκε μισή οργία στα στήθη το κοντάρι. Τα χέρια του παράλυσαν, τα γόνατα λύγισαν και βαρύς σωριάστηκε στην αμμουδιά με το κοντάρι καρφωμένο στην καρδιά του.
Ξύπνησα,! Ο ήλιος έτσουζε φοβερά και στα μισόκλειστα μάτια μου τ’ όνειρο ζωντανό βαστούσε ακόμη. Το λεβέτι έβραζε και πλάι μου η θάλασσα το ολογάλανο στρωσίδι της άπλωνε.
Δεύτερος ύπνος έκλεισε τα μάτια μου και δεύτερο όνειρο η φαντασία μου έπλεξε.
Καράβια αμέτρητα στη ρίζα του κάστρου είχαν ρίξει άγκυρα . Είχαν τις σταύρωσες ψηλές και τα πανιά γερά καινούργια. Απ’ τα πλευρά τους έχασκαν των κανονιών τα στόματα και στο πρυμιό κατάρτι κίτρινο μισοφέγγαρο αντιφέγγιζε σε κόκκινη παντιέρα.
Στου κάστρου τα πυργόφρυδα τα καρυοφίλλια πρόβαλλαν δειλά των κανονιών ‘ αναμετρήσουνε τη δύναμη. Κόσμος πολύς, θεόκλειστος στου φρούριου τους πύργους του Τούρκου το λεπίδι έφευγε. Μάταια ο γεννίτσαρος το χριστιανόκοσμο που στης Φιλάγρας το κάστρο ζήτησε καταφύγιο να σφάξει θέλει. Μέρες τώρα προσπαθή με ξέγυμνο σπαθί το κάστρο να ρίξη, μα κείνο ατάραχο γεροθέμελο σε όλες τις φουρτούνες αντιστέκεται. Μπείγκο καταντά των κανονιών το αδιάκοπο πύρινο ξέρασμα και των Γεννίτσαρων τα θαρρετά γουρούσια.
Ξάφνου εκεί στ’ ασκέρια της αρβανιτιάς αντάρα γίνεται. Σον αρχηγό πασσά γρηούλα λιπόσαρκη εμπρός φέρνουνε σούρνωντας. Δυο αραπάδες κατάμαυροι την κρατούνε και με σπρωξιές την αναγκάζουνε να γονατίση.
- Ποια είν’ αυτή? Ρωτά ο αρχηγός πασσάς.
- -Αφέντη , δώσε προσταγές , οι αραπάδες κράζουν. Σου φρούριου την δροσερή πηγή την πιάσαμε. Να τηνε κρίνεις σου την φέραμε.
Το γένι του χαιδεύει ο πασσάς. Χαμογελάει πονηρά και παίζει τα ματόφρυδα.
-Πως βρέθηκες στο ριζιμιό τους κάστρου εσύ? Ποιος δρόμος σ’ ‘εφερε στην ρεμματικά δίχως οι Αρβανίτες να σε δουν?
Η γρηά αποσβολωμένη βουβή στέκει.
Ρωτά πάλι ο πασσάς.
- Πως παίρνεται το κάστρο? Μίλα! Θα σου χαρίσω την ζωή.
Η γρηά τον κόμπο λύνει από την γλώσσας της το δέσιμο. Γοναστή παρακαλεί και κλαίει.
- Αφέντη μου…πασσά μου…. Λυπήσου με…..
- -Το κάστρο παίρνεται και πως!?
- -Θα σου το πώ το μυστικό. Λυπήσσου με ..
Κι΄η γρηά τρεμμάμενη να σηκωθεί πασχίζει. Οι Αρβανίτες την κρατούν.
- Εμπρός πάμε! Της λέει ο πασσάς.
- Μπροστά παν οι Αρβανίτες με την γρηά και πίσω ακολουθεί όλο το ασκέρι. Πειό κάτω από του κάστρου το ριζιμιό σπηλιά βαθειά χάσκει στα θαμνόκλαδα.
- - Το σπήλαιο τούτο πάρτε το βαθύ…αρχίζει η γρηά να λέη…και μες΄του κάστρου την απλόχωρη αυλή σας βγάζει…Αυτό είναι το μυστικό. Πασσά μου.
Κι’ η γρηούλα η λιπόσαρκη χάμω σωριάζεται.
Σαν τα θεριά χύμηξαν οι Γεννίτσαροι. Κουβάρι πήραν κι’ έδεσαν στο έμπα του βαθειού του σπήλαιου και μέσα ένας ένας με ξέγυμνο σπαθί ετρύπωνε.
Το κάστρο έτσι πάρθηκε. Και μέσα στην κοσμοχαλασιά τη γρηά προδότρα την κακούργα ψάχνω για να βρω. Τα δάχτυλα να σφίξω θέλω , στο ρέπιο το λαιμό της ολόγυρα , τη βρώμικη ψυχή να παραδώση στον τρισκατάρατο .
Κουνώ τα χέρια μάταια, μα νιώθω ένα σπρώξιμο γερό.
Τα μάτια μου ανοίγω . Πάνω μου ορθός ο Καραλής φωνάζει..
- Τι διάβολο στον ύπνο σου ζητάς? Τα ψάρια? Έτοιμα σε καρτερούν.
Κι’ η αλήθεια. Η μυρουδιά της κακαβιάς κορώνει και λιγώνει ολόγυρα.
Τρώμε και φεύγουμε γρήγορα.
Τη βάρκα πάλι τραβάμε στα βαθειά και πάλι την άγκυρα σηκώνουμε. Χουφτώνουμε κι’ οι δυο μας τα κουπιά και λάμνουμε με ρυθμό. Η βάρκα μας θαλασσοπούλι στα διάφανα νερά πετάει.
Το λιμανάκι του Γιαννιτσιού πίσω τα’ αφήνουμε. Και πιο πέρα η Φιλάγρα στο διπλανό το Κάβο ορθή στέκει, κατσουφιασμένη πάντα.
-
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου