Δευτέρα 23 Ιουνίου 2025

"Η ΓΡΗΑ" Διήγημα του Γιώργου Σακκά 1933

 


Η ΓΡΗΑ.

Εκείνη η χρονιά ήρθε δύστυχη για τους Αρβανίτες. Χιόνια πολλά πλακώσανε κι’οι δρόμοι κλείστηκαν μονομιάς. Κι’ από στερηά και από θάλασσα. Έπαψε πια κάθε συγκοινωνία ανθρώπων  και όλη η Αρβανιτιά ήταν αιχμάλωτη της παγωνιάς.

Η Όχη, λευκή κατάλευκη, σαν τούφα από μαλλιά στην ρόκα της Αρβανίτισσας κι’ οι ρεμματιές άσπρες μπαμπακερές, ροβολούσαν και γκραμίζονταν απότομα στη θάλασσα.

Το χιόνι εξακολουθούσε να πέφτη άφτονο. Πότε σαν μπαμπαθήθρα και πότε σαν ζάχαρη ψιλή που την στροβίλιζε –σιφούνι τρομερό- τα’ αγέρι.

Τα καράβια, κάτω στο γυαλό της Καρύστου δεμένα πρύμνα πλώρη κρύωναν κι’ αυτά και λούφαζαν. Τα ξάρτια  μόνο άφηναν να φαντάζουν σύγκξυλα στο μουντόχρωμο φως της ημέρας. Τα μαγαζιά κι’ οι καφενέδες έρημα, θεόκλειστα. Κι’ ‘εμοιαζε το τσάφι κείνο κι’ ο χιονιάς θεική εκδίκηση στον κόσμο που αλλαξοπίστησε και τώρριχνε σε άδικους και δίκηους.

Εκείνη η χρονιά είχε ρθή δύστυχη για τους Αρβανίτες. Τα πράμματα τους λιγοστά. Όσα απόμειναν από της πείνας το θέρισμα ψύφισαν με το τελευταίο λούτριμο του χειμώνα. Τα χιλιοκόπαδα θερίστηκαν. Πολλοί νοικοκυραίοι έχασαν το βιός. Και οι τσομπάνηδες στα τσέπια και στα χειμαδιά τραβούσαν τα μαλλιά τους.

Το χιόνι ωστόσο εξακολουθούσε να πέφτη μέρες τώρα , άφτονο, πότε μπαμπακήθρα και πότε ψιλό σαν ζάχαρη, που το στροβίλιζε σε σίφουνα φοβαρό τ’ αγέρι.

-Καιρός π’ ανάθεμα τονε, μουρμούριζε ο νοικοκύρης που με φιλοξενούσε σπίτι του. Πήρε τον κόσμο στο λαιμό του φέτο. Και άπλωσε στην πυρόγλωσση φωτιά τα ξυλιασμένα του χέρια.

-Μα τι καιρός είναι κι’ αυτός!? Ξεβγάλματα Μάρτη και να κάνη έτσι? Είπα κι’ εγώ.

-Χμμ! Έκαμε κείνος. Τώρα θαρρώ πως είναι ο καιρός του. Εδώ και μπρός αρχίζουνε τα τσάφια . Το είπε με παράπονο μεγάλο.

-Περίεργο φαίνεται, ξαναείπα για να πιάσω λίγη κουβέντα.

-Δεν είναι περίεργο δα. Οι κακοσημαδιές φάνηκαν πως ο Μάρτης θα τα βάλη πάλι με την γρηά του.

-Μπα! Ποια γρηά? Ρώτησα τώρα περίεργος.

- Να! Τη γρηά που κυνηγάει. Πως? Δεν την ξέρεις συ?

-Όχι, του είπα και έσυρα  το σκαμνί του πιο κοντά του και κατά το τζάκι.

Ο φίλος μου έρριξε ξύλα στην φωτιά, ανάδεψε τη χόβολη. Σπίθες και σκλήθρες ξεπεράχθηκαν με τριζοβόλημα δαιμονισμένο.

-Εκεί κάτω στον κάμπο, άρχισε αργά αργά, μια γρηά κακόγρηα ζούσε. Η καλύβα της ήταν χτισμένη αγνάτια στο γιαλό. Ο λιακός μισογκρεμισμένος άφηνε να φαίνονται τα κοντάρια σαν δόντια από ορθάνοιχτο στόμα ξεδοντιάρικο.

Καλομοίρα, κακομοίρα ήταν, δεν ξέρω να σου πω. Είχε όμως το κουμάντο της. Πεντέξι αρνοκάτσικα και λίγα σύνεργα σπιτικά. Λεβέτι, σκαφίδι, σοφρά, και από τάλλα. Στον κόρφο της πάντα τη ρόκα έχωνε γεμάτη μαλλί από των προβάτων το κούρεμα κι’ αδιάκοπα έγνεθε΄. Ήτανε όμως κακιά, πολύ κακιά η παληόγρηα. Κανένα δεν άφηνε να πλησιάσει στη καλύβα της και τα παιδιά τα έδερνε που σίμωναν καμμιά φορά. Κανένας καλημέρα δεν της έλεγε κι΄ήταν μονάχη, άκληρη , μαγκούφα. Τριγύριζε σαν τη ζουρλή τον κάμπο με τα’ αρνοκάτσικα της. Φάντασμα σωστό του κάμπου ήταν λάμια ζωντανή. Πούθε κρατούσε η σκούφια της κανείς δεν ήξερε. Σταμάτησε.

Το τσίπουρο πήρε από το χέρι της μικρής του δυχατέρας και κέρασε στα ρακοπότηρα. Το ρούφηξε μονομιάς το ποτήρι του. Συνταύλισε πάλι τη φωτιά και πάλι εξακολούθησε.

-Του Μάρτη όλοι ξεύρουμε τις καλοσημαδιές. Και τις κακοσημαδιές το ίδιο. Πεζογελάει τρεις μέρες? Όλος ο άλλος, θυμός άγριος τα στήθια του θα πλακώνη. Θυμώνει τρεις μπροστά? Πεζογελάει τις άλλες. Η γρηά την καλοσημαδιά του Μάρτη είδε και ευχαριστήθηκε. Πάει πια ο φόβος κι’ η τρομάρα. Το άχτι του στις τρεις μπροστά το ξόγλησε και έπαψε ευθύς. Ήλιος λαμπερός έλουζε τα χωράφια στις στεριές και άνοιξη χαρούμενη μύριζε παντού.

 Τα χελιδόνια ήρθανε από μακρυά. Πετούσαν χαμηλά θεότρελλα και σύναζαν πηλό να χτίσουν τις φωλιές τους.

Παντού θεού χαρά. Και τα κοπάδια χαίρονται κι’ έβοσκαν χαρούμενα κάτω στα τσέπια που θάφιναν σε λίγο. Τα αρνάκια βέλαζαν και πηδούσανε και ο τσομπάνης το ξύλο του ξανάπιασε.

-Κι΄ηγρηά? Τόνε διέκοψα. Τι έγινε η γρηά η κακόψυχη?

-Τα’ αρνιά της έβοσκε κι’ αυτή σαν όλους. Χαιρότανε κι’ αυτή στις καλωσύνες του Θεού. Ο Μάρτης ήταν καλόβολος.

Σε λίγο τη θέση του θ’ άφηνε στ’αδέλφι του, τον Απρίλη. Είχε περάσει το κακό. Κι’ η γρηά κακόψυχη όπως ήταν, για να γελάση θέλησε. Και πείραγμα του Μάρτη από το λειβάδι άρχισε. Γυρίζοντας προς τη δύση απ’ ‘οπου ο Μάρτης έφευγε η γρηά του φώναξε αφίνοντας τη ρόκα της.

-Ε…Μάρτη γδάρτη και παλουκοκαύτη. Μ’ ακούς? Πριτς! Κι΄έδειξε τον  πισινό της. Τα ξεχειμώνιασα τα’ αρνοκάτσικα μου.

Ο ήλιος έλαμπε στον ουρανό. Τα χελιδόνια χαμηλοπετούσαν και σύναζαν πηλό για τη φωληά. Οι προβατίνες βέλαζαν και τ’ αρνάκια πηδούσαν χαρούμενα.

Η γρηά ξεθάρεψε πιότερο. Το καλοκαίρι έμπαινε γοργά. Ο Μάρτης είχε φύγει. Τι ανάγκη πειά τον είχε? Και γυρίζοντας πάλι κατά τη δύση που ο Μάρτης έφευγε , του φώναξε πάλι εμπαιχτικά.

-Ε! Μάρτη, γδάρτη και παλουκοκαύτη. Φεύγεις? Δεν ακούς? Πριτς! Τα ξεχειμώνιασα τα αρνοκατσικάκια μου.

Δεν πρόλαβε ωστόσο να τριτώση την κοροιδία της. Τάκουσε ο Μάρτης και ωργίστηκε . Καλά κακά δεν ξέυρω. Θύμωσε πολύ και άναψε.

-Στάσου παλιόγρηα, της φώναξε από ψηλά. Στάσου και σου δείχνω γω. Και βάζοντας όλη του τη δύναμη βορριά και χιονιά απ’ τα πλεμόνια του κατέβασε.

Τη γρηά απ΄το πολύ το τσάφι, στο χαρανί της κάτω την τρύπωσε. Και κει που χοροπηδούσε και τουρτούριζε στο χαρανί από κάτω, ο Μάρτης της εφώναξε!

-ΕΕ! Μάρτη γδάρτη και παλουκοκαύτη, Πριτσς….! Ξεχειμώνιασα τα’ αρνοκατσικάκια μου. Σου άρεσε γρηά?

Μα η γρηά δεν τ’ άκουσε. Κάτω από το χαρανί τα πέταλα είχε τινάξει.

-Γι’ αυτό λοιπόν χιονίζει τώρα ο Μάρτης? Τον ρώτησα.

-Αμέ!? Θέλει και ρώτημα? Καλά κακά κάνει, δεν ξέρω.

Η φωτιά έκαιγε πολύ. Τριζοβολούσε και σπιθίριζε. Γλώσσες πύρινες έγλυφαν του τζακιού τα τοιχώματα.Λάμια αχόρταγη τα κούτσουρα ήθελε να ταπιή σύγκορμα.

Έξω το κρύο και το χιόνι κόρωνε. Ο Άι- Λιάς φορτωμένος από χιόνι ,οι ρεμματιές το ίδιο. Έπεφτε πότε μπαμπακήθρα και πότε ζάχαρη ψιλή σε σίφουνα φοβερό τ’ αγέρι.

-Καιρός π΄αναθέμά τον! Μουρμούριζε κάθε τόσο ο νοικοκύρης που με φιλοξενούσε. Πήρε τον κόσμο στο λαιμό του φέτο!



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου