ΑΠΟ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ , ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΝΗΣΟΥ ΕΥΒΟΙΑΣ ΤΟΥ ΚΩΣΤΑΝΤΙΝΟΥ ΓΟΥΝΑΡΟΠΟΥΛΟΥ σε απλή μετάφραση.
ΝΙΚΟΛΑΟΣ
ΚΡΙΕΖΩΤΗΣ.
Αυτός ο
ήρωας της νεότερης Ελλάδας γεννήθηκε το 1785 στο χωριό Βήρα της Καρυστίας.
Πατέρας του
ήταν ο τσομπάνης Ισίδωρος Χαραχλιάνος
και την μητέρα του την έλεγαν Χρυσή.
Ανατράφηκε
στο χωριό Κριεζά όπου μετακόμισε ο πατέρας του απότο χωριό Βίρα το σημερινό Αργυρό. Δυστυχώς ο πατέρας του
δολοφονήθηκε η δηλητηριάσθηκε από τον διοικητή της Καρύστου Μουσταφά Αγά,
πατέρα του Ομέρ πασά και η επιμέλεια του Νικόλαου πέρασε στον παππού του Νικόλαο
Χαραχλιάνη που ζούσε στον Δύστο. Ο
Νικόλαος είχε πέντε αδέλφια. Ο
Κωσταντίνος, ο Γρηγόριος, τρίτος ο Νικόλαος και μετά ήταν η Σοφία και η Καλή. Το
όνομα ΚΡΙΕΖΩΤΗΣ, το πήρε στο στρατόπεδο των Βρυσακίων, μετά από ανάκριση των
Τούρκων όταν τον είχαν δει να φορά τούρκικα ρούχα. Τους είχε απαντήσει ότι ήταν
από τα Κριεζά και είχε έρθει από την Ασία να επισκεφθεί στον αδελφό του
Κωσταντίνο ο οποίος ζούσε τότε στα Κριεζά.
Όταν ήταν
παιδί στον είχαν στείλει να μάθει γράμματα στο μοναστήρι των Λευκών. Όμως δεν του
άρεσαν και αντί να διαβάζει, ασχολούνταν με την κατασκευή ξύλινων μαχαιριών και
πυροβόλων. Μετά τον θάνατο του πατέρα του έφυγε από το μοναστήρι και πήγε στο
χωριό Λάτα με την θεία του, την αδελφή της μητέρας του σύζυγο του Αντωνίου
Μπάνου. Εκεί, έμεινε αρκετό καιρό αλλά ήταν ανήσυχος και ατίθασος και έδερνε τα
άλλα παιδιά. Για αυτόν τον λόγο τον πήρε
η θεία του και τον πήγε στην Χαλκίδα. Δεν πέρασε πολύς καιρός και ο Νικόλαος
χαστούκισε το παιδί κάποιου επίσημου Τούρκου. Αμέσως έφυγε από την Χαλκίδα και
γύρισε στην Λάτα. Στην αρχή δεν έλεγε τον λόγο της επιστροφής του αλλά μετά το
είπε στην θεία του . Τον μάλωσαν, προσπάθησαν να τον συναιτίσουν και να του
δείξουν το λάθος του αλλά μάταια. Εκείνη την ώρα, φάνηκαν τρεις ιππείς
στρατιώτες και τον έψαχναν. Παρότι τους είπαν ότι δεν ήταν εκεί, εκείνοι τον
περίμεναν. Οι συγγενείς του τον έκρυψαν και περίμεναν την νύχτα. Την ίδια νύχτα
λοιπόν, ο θείος του ο Αντώνης παρέλαβε τον Νικόλαο και πήγε στην Κύμη στον φίλο
του πατέρα του Κωσταντίνο Κυπαρισσό. Από αυτόν, φυγαδεύτηκε στην Μικρά Ασία.
Όταν έφτασε
στην Ασία στην αρχή έμεινε στην Πέργαμο όπου δούλεψε σαν τσομπάνης και εκεί
έμεινε εργαζόμενος για τρία χρόνια.
Εκεί υπήρχε
η συνήθεια να μοιράζουν την βοσκή και κανένας ποιμένας να μην μπαίνει στις βοσκές
των άλλων. Δύο όμως ποιμένες άλλου κοπαδιού έφεραν ένα βράδυ στο κοπάδι τους στα
χωράφια του Νικόλαου και ο Νικόλαος το έμαθε από έναν άλλον βοσκό των κοπαδιών τους.
Τότε ο
Νικόλαος έκανε το εξής τέχνασμα. Είπε στον συνάδελφο βοσκό να αλλάξουν το
κοπάδι τους και να αναλάβει αυτός το δικό του και ο Νικόλαος να πάρει το άλλο.
Τότε ξεχώρισαν τα κοπάδια από τα κουδούνια των ζώων και ο Νικόλαος οδήγησε το
κοπάδι μέσα στις βοσκές των άλλων. Οι άλλοι άρχισαν να φωνάζουν και να απειλούν
αλλά ο Νικόλαος δεν μιλούσε για να μην τον γνωρίσουν από την φωνή.
Αυτοί
πλησίασαν με φωνές και απειλές για να τον κτυπήσουν επειδή νόμιζαν ότι ήταν ο
συνάδελφος του Νικόλαου τον οποίον δεν τον φοβόντουσαν. Τον Νικόλαο όμως τον
φοβόντουσαν πολύ και για αυτό τον έλεγαν Δελή Νικόλαο.
Όταν έφτασαν
κοντά, ο Νικόλαος όρμησε με το σπαθί του και τους έτρεψε σε φυγή. Οι
τσομπάνηδες άφησαν τα κοπάδια τους και πήγαν στον επιστάτη τους – τον Κεχαγιά-
και του είπαν ότι τους είχε κάνει ο Δελής Νικόλας. Ο επιστάτης μετέφερε το
γεγονός στον Καραοσμάνογλου τον τοπάρχη Μαγνησίας.
Αυτός έστειλε
τέσσερις στρατιώτες να συλλάβουν τον Νικόλαο όπως και έγινε. Όμως βρέθηκε
Χριστιανός που υποστήριξε τον δίκαιο λόγο της πράξης του Νικολάου και έτσι ο
τοπάρχης τον άφησε ελεύθερο.
Μετά λίγες
μέρες έγινε το ίδιο με έναν τρομερό Αιθίοπα επειδή πήγε να ποτίσει το κοπάδι
του στα μέρη του Νικόλαου. Και πάλι τον πήγαν μπροστά στον Καραοσμάνογλου ο
οποίος αμέσως τον δικαίωσε.
Από τότε
ήταν ένοπλος και αφού κέρδισε την εμπιστοσύνη του κυρίου των κοπαδιών με την
τιμιότητα και την τόλμη του, έγινε επιστάτης και με τον καιρό, απέκτησε δικά
του κοπάδια και χρήματα.
Η αρχή της Επανάστασης τον βρίσκει άρρωστο
στην Πέργαμο. Επειδή οι Τούρκοι έσφαζαν τους
Χριστιανούς ο αδελφός του Γρηγόριος , ο οποίος ήταν εφημέριος εν Κυδωνίαις,
πήγε στην Πέργαμο για να τον πάρει και να επιστρέψουν στην Εύβοια.
Εκεί πήγαν
στο νησί Χηλή της Κύμης όπου κατέφευγαν για προστασία από τον Ομέρ οι καταδιωγθέντες
Κυμαίοι και μετά πήγαν στην Κύμη.
Εκεί ο
Γρηγόριος τον προέτρεψε να πάνε μαζί στο μοναστήρι Μάντζαρη όμως ο Νικόλαος
είπε ότι θα πάει στο Ελληνικό στρατόπεδο και αφού φίλησε τον αδελφό του,
χώρισαν οι δρόμοι τους.
Ο Κριεζώτης
πήγε στο χωριό Καστροβαλά του δήμου Κοτυλαίων . Στον δρόμο συνάντησε κάποιον
που είχε ένα παλιό πυροβόλο και του ζήτησε να το αγοράσει. Ό άνθρωπος όμως τον
έβρισε και δεν δεχόταν να το πουλήσει. Τότε ο Νικόλαος το πήρε με την βία και
του έριξε τα χρήματα στο χώμα.
Έτσι οπλίστηκε
και πήγε στο στρατόπεδο των Βρυσακίων όπου άλλαξε και το όνομα του σε Κριεζότη
για να ξεκινήσει η ηρωική του απελευθερωτική δράση και να φτάσει με το σπαθί
και τον χαρακτήρα του , να πάρει την θέση του ήρωα στην ιστορία και στην
συνείδηση του λαού.
https://www.triadaevias.gr/index.php/oikogeneia-kriezwrh/kriezwth-family
https://eviaportal.gr/nikolaos-kriezotis-o-eyboiotis-oplarchigos-tis-epanastasis-toy-1821/