Έχετε αναρωτηθεί τι διάβαζαν οι κυρίες και οι κοπέλλες της εποχής όπως σήμερα τα αισθηματικά αναγνώσματα? Γεμάτα λυρισμό, με μεγάλες ακαδημαικές απαιτήσεις, τα αναγνώσματα το μόνο που έχουν ίδιο, είναι οι γνωστές παρεξηγήσεις, τα μεγάλα αισθήματα και τα μπλεξίματα της μοίρας που οδηγούν τους "εραστάς" σε άλλα μονοπάτια ..
Από το ημερολόγιον της Φύσεως του 1899!!! αντιγράφουμε ...
Το κείμενο είναι πολυτονικό.. βεβαίως βεβαίως.
Μικρά, πλάσματα αθώα εισέτι, έπαιζον ανέφελα εν μέσω της χαράς των γονέων των μακράν πάσης πονηρίας και υστεροβουλίας,ανερχόμενα εις τους αιθέρας ως χρυσαυγείς νεφέλαι ωθούμεναι υπό του πνέοντος βορρά.
Η Φύη, δεκαέτις μόλις, και ο Επίλαος κατά δυο Ανοίξεις υπερτερών αυτήν, εθεωρούντο ευτυχείς περί ουδενός εισέτι φροντίζοντες ,ειμί πως να κατακλιθώσιν ενωρίτερα και να εγερθώσι λίαν πρωί, να μελετήσωσι το μάθημά των και κατόπιν να παίξωσι τα παιδιά εκείνα παίγνια , την αθωότητα ταύτην των μικρών αμερίμνων, την ευτυχίαν.
Η μικρά ηλικία είναι αληθής ευτυχία. Η προκεχωρηκύια καθίσταται ολονέν δυστυχία , μη δυναμένη να εξαγοράση την μικράν ατί πάσης θυσίας , παντός αγαθού , παντός πολυτίμου. Εμεγάλωναν και τα δύο. Πάντοτε ηγαπώντο αγνώς , παιδικώς. Η Φύη λευκή, ως η χιών, λευκή ως μυρόεις κρίνος , όστις τέρπει την όρασιν δια του παρθενικού χρωματισμού του και την όσφρησιν δια της ευωδίας , ολονέν καθίστατο ωραιοτέρα. Ημιλλάτο προς τους μικρούς εκείνους αγγέλους του ουρανού. Η πρώτη της Ηούς χροιά, τα πρώτα του αγρού άνθη, η καλλίφωνος ακανθυλλίς την Φύην μόνην και ανέμενον, όπως χαιρετίσωσι και είτα την εορτάζουσαν φύσιν. Οι χρυσόπλεκτοι βόστρυχοί της , τοσούτον αρμονικώς κυματίζοντες επί των αλαβαστρίνων και τετο ρνευμένων ώμων της και αυτής της Ροδοδακτύλου Ηούς τας ακτίνας απέσβυνεν. Ήτο ότι αποτύπωσις αγγέλου κατελθόντος του ουρανού Αληθές δημιούργημα του Πλάστου.
Μετά παρέλευσιν τετραετίας τόσον είχον αναπλασθή , ώστε, έλεγε τις υπερηφάνως , ότι ήσαν αδάμαντες ακτινοβολούντες , θέλγοντες, θαμβούντες τα όμματα και αυτού του Νάρκισσου. Το άλλοτε παιδικόν εκείνον αίσθημα τόσον είχε τραφεί εκχειλίση, τόσον έλαβεν άλλην διεύθυνσιν, ώστε απέβη λεπτόν αίσθημα, αφοσιώσις διηνεκής , πραγματική λατρεία. Ο εις ανέπνεε δια του άλλου. Και όμως ηγνόουν το τόσω στενώς συνδέον αυτούς κρύφιον και αόρατον αίσθημα. Όταν ο έρως πλήξη....
Όσοι εκ του χωρίου εγνώριζον το μυστικόν των τον έρωτα των , τον οποίον και οι ίδιοι ηγνόουν , ησθάνοντο όμως ότι κάτι προσφιλές τους συνέδεεν , εμακάριζον και εζήλουν την ευτυχίαν των και προ πάντων του Επιλάου , όστις καίπερ πτωχός , κατώρθωσε να απολαύση τοσαύτης ευτυχίας , να έχη εις τας χείρας του το κλυκύ μήλον της έριδος. Και μήπως δεν ήτον ευτυχής? Δεν ίπτατο και αυτός φια των αυτών της Φύης πτερύγων? Μη δεν την ηγάπα? Δεν ελατρεύετο επίσης παρά την πτωχείαν του απέναντι της χρυσοπτέρου Φύης? Τη αληθεία ο έρως είνε ρακοφόρος και χρυσήλατος!
Συν τω χρόνω, ο μικρός εκείνος νόθος, φια του αυθάδου τρόπου του ,ορμητικώτερος των κυμμάτων, διημεκώς εφορμών, κατώρθωσε να γίνει κύριος του πεδίου της μήχης, να τους πλήξη δια του δολοφονικού του βέλους κυρίως. Αμφότεροι ήσαν υπό την κυριαρχίαν του μικρού χρυσάσπιδος πτερωτού!
Αφ ενός εγνώριζον, ότι ο έρως είναι γλυκύς καρπός, αφ ετέρου όμως ηγνόουν ότι ο μελισήεις ούτος καθίσταται συν τω χρόνω πικρός σαπρίας!
Την πυράν όσω πλησιάζει τις τάσω καίεται!
Οι δυο ερασταί ήσον πληγωμένοι. Έπασχον εξ ίσου. Ορθώς λέγει ο Άγιος Γεράσιμος. Οι ερασταί ομοιάζουσι προς παιδία, άτινα παίζοντα με τας μαχαίρας , πληγόνονται πάντοτε.
Το βέλος είχεν ανοίξει δυο πληγάς ισομεγέθεις. Και ο εις είχε πληγήν και ο έτερος. Που? Εις την καρδίαν! Φευ! Είνε σκληρόν το μάλλον ευαίσθητον μέρος του σώματος να πληγωθή. Ό πειναλέος έρως πάντοτε θίγει ελαφρώς όπως καταβροχθίση τον καρπόν εξ ολοκλήρου . Πάντοτε περιτρώγει τα εκλεκτότερα άνθη.
Το δάσος έκτοτε του Αγ. Διονυσίου τους εφιλοξένει. Υπό το φύλλωμα των σκιερών δένδρων εύρισκον άσυλον οι δυο ερασταί. Πριν έτι αναφανή ο Φοίβος, τα μελιτώδη έπη του συνόδευεν ο ήχος του κώδωνος του Αγ Διονυσίου και το λεπτόν άσμα της υπολαίδος. Ήσαν ποιηταί. Ηγάπων την φύσιν, ήτις απέστελλε ταχείαν την πρωίαν , όπως αρωματίση, όχι πλέον δου καρδίας, αλλά μιαν. Η Φύη , και ο Επίλαος ανέπνεεον αγγελικίτιδα. Έζων δια της πνοής του έρωτος των κα ιετρέφοντο από ανωτέρας δυνάμεως. Υπό του αισθήματος της αγνότητος και αφοσιώσεως
Μιαν των ημερών, κατόπιν πενταετούς έρωτος, η Φύη, τις είχε πόθεν ορμώμενη, ίσως υπό της προαισθήσεως , εν μέσω της πρωινής αρμονίας, ενώ το παν περί εαυτούς εμειδία , θωπεύουσα τον Επίλαον τω λέγει χαμηλοφώνως.
Πως δύναμαι να εννοήσω ότι λατρεύομαι εξ ίσου? αν και το εγνώρισα προ πολλού..αλλά ...και διεκόπη.
Ο Επίλαος ηρυθρία , έρριπε χαμοί το βλέμμα κοι διωλίσθαινε δια της σιωπής.
-Πως δεν αποκρίνεσαι? επανέλαβε δειλώς η Φύη.
- Η άφιξη της αηδόνος θα σε πείση περί τούτου εντός ολίγου....
ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ....
Και μετά αυτός αρρώστησε και δεν πήγαινε στο ραντεβού που είχαν ..Που λέτε παιδιά, τηλέφωνο δεν είχαν, άνθρωπο να μιλήσουν δεν είχαν γιατί κανονικά αυτά ήταν ντροπής πράματα, χώρισαν...
Εκείνη παντρεύτηκε ένα καλό παιδί, και μετά από χρόνια έτυχε να μάθει ότι ο καλός της έπασχε από καρδιά και ήτο κλινήρης επί μακρόν και μετά πέθανε..
(Τι ωραία που είναι τα ελληνικά σε όλες τους τις μορφές!)
Στην συνέχεια πέθανε και ο άλλος και αφού κλείστηκε σε μοναστήρι για μια δεαετία πέθανε και η καλή μας Φύη....
Δράμα και κλάμα!