Πέμπτη 30 Ιουνίου 2022

Στίχοι και τραγούδια της Χαλκίδας και από τις Γούβες Βόρειας Εύβοιας.

 ΔΟΚΙΜΙΟΝ ΤΟΥ ΓΛΩΣΣΙΚΟΥ ΙΔΙΩΜΑΤΟΣ ΚΑΡΥΣΤΟΥ ΚΑΙ ΤΩΝ ΠΕΡΙΞ.-ΕΥΑΓΓΕΛΟΣ ΠΑΠΑΧΑΤΖΗΣ-1915,

ΧΑΛΚΙΔΑ



Στίχοι και τραγούδια της Χαλκίδας


 

Έχεις τα μάτια του λαγού, τα φρύδια της καμήλας,

Έχεις το κατοσάγωνο της παλιοπροβατίνας.

 

Τα μάτια σ΄είναι σαν αυγά, η μύτη σαν αγκύστρι,

Σένα που πρέπει φίλε μου, σαμάρι και καπίστρι.

 

Το στρίβω το μουστάκι μου, χτυπώ και το πουγγί μου

Και αυτό που σου χρειάζεται, τώχω μες΄το βρακί μου.

 

Το στρίβεις το μουστάκι σου, το κάνεις σαν αγκίστρι,

Εγώ δε σε χρειάζομαι του γαϊδουριού καπίστρι.

 

Ο πλάτανος πίνει νερό, κι΄αποθυμεί τη βρύση,

Έτσι αποθυμώ κ΄εγώ το όμορφο κορίτσι.

 

Η Κατάρα. (Τραγούδι στα χωριά της Χαλκίδας)

Μάνα του καταριέτανε του πικρο- Κωσταντάκη,

-Γιόκα μ΄τάρκούδια να σε φάν΄μαζί με τα λιοντάρια.

Κι΄ο Κωσταντής σαν τ΄άκουσε, πολύ του κακοφάνει.

Σηκώνεται πολύ πρωί, διώρες να ξημερώσει,

Παίρνιε νερό και νίβεται, τη μπόλια και σφυγγιέται.

Και ζώνει τάλαφρό σπαθί και το βαρύ ντουφέκι

Και παίρνει δίπλα τα βουνά, ψηλά τα κορφοβούνια.

Σαράντα αρκούδια σκότωσε κ΄εξήντα δυο λιοντάρια.

Ούλο της γλώσσας διάλεγε, στη χάρμπα της περνάει

Της μάνας του της πήγαινε να πάρει την ευχή της.

Μ΄αυτή τον καταριέτανε πικρά φαρμακεμένα,

-Γιόκα μ΄τα΄αρκούδ΄που θα σε φάει , στραβό ΄ναι μ΄ένα μάτι.

Και ζώνει το βαρύ σπαθί και τα΄λαφρό τουφέκι.

Και παίρνει δίπλα τα βουνά, ψηλά τα κορφοβούνια,

Ακούει τα πεύκια και βροντούν και τα έλατα που τρίζουν.

Το είδε και ξαγνάντεψε σε μια ψηλή ραχούλα-

Εστήσανε τον πόλεμο τρεις μέρες και τρεις νύχτες.

Πάει τα΄αρκούδι για νερό, κι΄ο νιός για λίγο ύπνο.

Τα΄αρκούδι πήγε , γύρισε, κι΄ο νιός αποκοιμήθει.

Το ΄να του πόδι τούφαγε, και τ΄άλλο αρχινάει.

Τότε ξυπνάει ο νιούτσικος και το δοξολογάει.

«Τρώγε αρκούδι, τρώγε με, τρώγε με να με τρώεις,

Μήτε απ΄το θειό είναι αυτό, μήτ΄απ΄τους αγίους όλους,

Γονιού κατάρα είν΄αυτή, μ΄έχει καταραμένο»

 

Ο αντρειωμένος Κωσταντής. ( Αυτό το τραγούδι  επί Τουρκοκρατίας  υπήρχε στα περίχωρα και χωριά της Χαλκίδας)

 

Καλόγρια γκαστρώθηκε και έκαμ΄αντρειωμένο.

Στο μήνα βγαίνει με σπαθί, στο χρόνο με ντουφέκι,

Και στα εφτά και στα οχτώ, βγαίνει αντρειωμένος.

Κ΄η μάνα του του έλεγε, κ΄η μάνα του του λέγει.

« Κάτσε καλά , βρε Κωσταντή, κάτσε καλά βρε Κώτσο,

Να μη το μάθ΄ο βασιλιάς και στείλει να σε πάρει.»

«Εγώ μάνα μ΄το βασιλιά, γαϊδούρι τον φωνάζω.»

Σαν το ΄μαθε ο βασιλιάς, πολύ του κακοφάνει.

Ευθύς ντελάλη έβγαλε σ΄όλα τα βιλαέτια –

Κανείς δεν αποκρίθηκε από τα παλληκάρια.

Μόν΄έν μικρό κλεφτόπουλο, μικρό διαβολεμένο.

-Εγώ είμ΄άξιος , δυνατός τον Κωσταντή να φέρω.

Δώσε μου χίλιους από΄μπρος και χίλιους από πίσω.

Βάνε και στα πλευράκια μου όλο καπεταναίους.

Στον δρόμο που πηγαίνανε το θειό παρακαλούσε.

«Θέ μου να βρώ τον Κωσταντή στο σπίτι να κοιμάται»

Καθώς τα ομιλούσανε , έτσι πήγαν και τον ηύραν.

-Ώρα καλή σου Κωσταντή- Καλώς το παλληκάρι.

Μάνα ψωμί, μάνα κρασί, δώσε στα παλληκάρια.

-Εμείς εδώ δεν ήρθαμε να φάμε και να πιούμε,

Ο βασιλιάς μας έστειλε, δεμένο να σε πάμε.

Τον πιάσανε , τον δέσανε μ΄έξήντα παλαμάρια.

Του ράψαν΄τα ματάκια του με σύρμα, με μπρισίμι.

Στον δρόμο που πηγαίνανε τούτον τον λόγον είπε.

«Σ΄όλα τα κάστρα σύρτε με, στην Κρήτης μη με πάτε.

Γιατ΄έχω αρραβωνιαστική μην πέσει κι΄αποθάνει»

Ευτύς αυτοί οι παράνομοι στην Κρήτη τονε πάνε.

Τούτος είν΄ο Κωσταντής, ο δόλιος ΄παινεμένος,

Που παινευόταν κι΄έλεγε, πως είν΄αντρειωμένος.

Σαν τα΄άκουσε ο Κωσταντής, πολύ του κακοφάνει,

Αναταράζ’ ο Κωσταντής, κόβει τα παλαμάρια.

Στο έμπα χίλιους έκοψε, στο έβγα δυο χιλιάδες,

Και στον καλό του γυρισμό, κόβει εφτά χιλιάδες.

Πιάνει και το κλεφτόπουλο, πισθάγκωνα το δένει,

Του κόβει μύτη και αυτιά, στο βασιλιά το στέλνει.

«Σύρε να πεις στον βασιλιά, αν έχ΄άλλους να στείλει.

Κι΄ο Κωσταντής είν΄άξιος, κομμάτια να τους κάμει.»

 

Τραγούδι από το Αφράτι Χαλκίδας.

 

Λεβέντης εροβόλαε ‘ πο μια ψηλή ραχούλα,

Είχε το φέσι του στραβά, τη γρούντα του σαρίκι,

Από τα πρόβατ΄έρχεται, στο σπίτι του πηγαίνει.

Πάει να πάρει το ψωμί, και πίσω να γυρίσει.

Κι΄ο Χάρος τον αγνάντευε κάτου στο σταυροδρόμι.

Μάυρος είναι, μαύρα ΄φόρει, μαύρα είν΄στα άλογα του.

Μαύρα και τα σακκούλια του και ούλ΄η συντροφιά του.

-Ώρα καλή , λεβέντη μου. –Καλώς το Χάρο πούρχε.

-Μέν΄ο Θεός με έστειλε να πάρω την ψυχή σου.

-Άσε με Χάρε μ ΄ άσεμε  ΄κόμα πεντέξι χρόνια,

Τα΄έχω παιδιά κ΄είναι μικρά, και στράτες δεν ηξέρουν

Έχω γυναίκα κ΄έιναι νειά, και χήρεια δεν της πρέπει.

Αν περβατήσει σιγανά, της λεν πως καμαρώνει,

Αν περβατήσει γλήγορα, της λεν πως θέλει άντρα.

-Μέν΄ο θεός με έστειλε ψυχή σου για να πάρω.

-Χωρίς ανάγκη κι΄αρρωστιά, ψυχή δεν παραδίνω.

Μόν ΄έβγα να πηδήσωμε στα μαρμαρέν΄αλώνια,

Κι΄όποιος περάς΄τον άλλονε, ας πάρει τη ψυχή του.

Πηδάει ο χάρος τρεις φορές πάει εκατό ποδάρια.

Πηδάει ο λεβέντης μια φορά, πάει εκατόπενήντα.

Του χάρου ΄κακοφάνηκε, του Χάρου κακοφάνει.

Απ΄τα μαλλιά τον έπιασε και χάμου τον τινάζει.

-Άσε με Χάρ΄απ΄τα μαλλιά, και πιάσε μ΄από το χέρι.

-Αν ίσως σ΄αφής΄απ΄τα μαλλιά, γένεσαι περιστέρι.

 


Τραγούδια του χωριού Γούβες , βόρειας Εύβοιας


 


Ο Κωσταντίνος και το βουβάλι.


Τον Κωσταντίνο ζέψανε με τα΄αγριο βουβάλι

Να κουβαλήσουν μάρμαρα ΄πο το μαυροβούνι,

Να φκειάσουν την Αγιά Σοφιά, το μέγα μοναστήρι,

Με τετρακόσα δυο κελλιά, μ΄εξήντα δυο καμπάνες.

Κάθε κελί και σήμαντρο, κάθε κελί και διάκος

Αγάλ΄αγάλι Κωσταντή, μη σκάσεις το βουβάλι.

Τι το βουβάλ΄έχει φλουριά, κ΄εσύ δεν έχεις γρόσα.

Όπου λάσπες και νερά, να πάει το βουβάλι,

Κι΄όπου ΄ναι τόπος πετρωτός να πάει ο Κωσταντής.

 


 

Η Παλιοβάρκα.

Θελά κατέβω στο γιαλό, κάτω στο περιγιάλι,

Που κάνουν το μεσαφερέ, και την γλυκιά κουβέντα,

Κάϊκια ψάχνουν για να βρουν, πέρα για να περάσουν

Παίρνουν την άκρη το γιαλό, την άκρη το θαλάσσι,

Και βρίσκουν μια παλιόβαρκα και καλιοχαλασμένη.

Και όλοι μέσα μπήκανε, πέρα για να περάσουν

Στην μέση απ΄τη θάλασσα, στη μέση του πελάγου,

Τους παίρνει αέρας ΄πο μπροστά, σπιλάδα από πίσω,

Σπιλάδ΄από τα δυο πλευρά, μπαίνει το κύμα μέσα.

Γιομίζ΄η θάλασσα πανιά, κ΄η άκρη παλαμάρια,

Και όλα τα ριζόσπηλα γιομίζουν παλληκάρια.

 

Η Δήμαινα

Βουνά να μη χιονίσετε, κάμποι μη παχνισθήτε

Και σεις κρυοβρυσούλες μου, να μη κρουσταλλιαστείτε

Και σεις παλληκαράκια μου, ζωστήτ΄αρματωθήτε.

Βάλτε τα φέσια ρούχινα και τα σπαθιά ΄σημένια,

Να πάμε να πατήσουμε το Δήμο τον Τσελέπη.

Να πάρουμ΄άσπρ΄αμέτρητα, φλουριά με το λιτσέκι.

Δήμαινα, πουν ο άντρας σου  και πουν ο καπετάνιος?

Δήμος, παιδιάμ, δεν είν΄εδώ , πάει να τραγομαζώξει.

Βάλε τα ξύλα στην φωτιά, το λάζο στο τηγάνι,

Να κάψωμε τη Δήμαινα να μαρτυρής΄το  Δήμο.


Τ΄αντρειοχόρταρο.

Όντας να βρέξει την αυγή, χορτάρι δε φυτρώνει,

Φωτρώνει τ΄αντρειοχόρταρο, το τρων αντρειωμένοι,

Το τρων τα ΄λάφια και ψοφούν, τ΄αρκούδια και ΄μερεύουν

Και όσες μανάδες τώφαγαν, καμιά παιδί δεν κάνει.

Αν τώτρωε κ΄η μάνα μου ήθελε μη με κάνει.

Σα μ΄ έκανε τι μ΄ήθελε? Σαν μ΄έχει τι με θέλει?

Ξένοι πλένουν τα ρούχα μου ξένοι τη φορεσιά μου,

Τα πλένουν μια, τα πλένουν δυο, τα πλένουν τρεις και πέντε,

Από τις πέντε κι΄ύστερα τα ρίχνουν στο σοκάκι.

Πάρε, ξένε μ΄τα ρούχα σου, πάρε τη φορεσιά σου.

 

Ο Γιάννης.

Γιάννης φυλάει τα πρόβατα, Γιάννης φυλάει τα γίδια,

Κ΄εκεί π΄τα καλοβόσκαε σ΄ένα κοντό λακκάκι

Οι κλέφτες τον εβίγλαιναν από το καραούλι

Ψιλή φωνή του δώκανε όσο κι΄αν εμπορούσαν.

Γιάννη μου, δέσε τα σκυλιά και δέσε τα λιοντάρια.

Μα ο Γιάννης επιστεύτηκε σαν Χριστιανός οπούνε.

Πιάνει και δένει τα σκυλιά, δένει και τα λιοντάρια,

Κ΄οι κλέφτες τον επιάσανε, στη γης τον γονατίζουν,

Γιάννη , μαρτύρα τα φλουριά, Γιάννη μαρτύρα τα΄άστρα.

 

Ο Δήμος.

Αυτά τα μάτια σ΄όμορφα, μωρ’ Δήμο μου,

Τα φρύδια τα γραμμένα,

Αυτά με κάνουν κι΄αρρωστώ, μωρ Δήμο μου,

Με κάνουν και πεθαίνω,

Πάρε το τουφεκάκι σου μωρ΄Δήμο μου,

Και σύρε στο κυνήγι

Κι΄αν βρεις περδίκια σκότως΄τα , μωρ Δήμο μου,

Τρυγόνια βάρεσε τα.

Αν εύρεις και τον άντρα μου, μωρ Δήμο μου,

Ρίξε και σκότωσε τον.

 

 

Τετάρτη 29 Ιουνίου 2022

Αινίγματα της Καρυστίας.

 Αρβανίτης με το σκιάδη, / τσαι με το μονό ποδάρι. ( Αμανίτης λευκός)


Πέρδικα, κουβά κουβάει / παίρνει τον τοίχο τσαι γεννάει. / Κάν΄αυγά, κάνει πουλιά / κάνει περδικόπουλα. (Κολοκυνθέα)



Πάνου πλάκα, κάτου πλάκα / και στη μέσ' η μαυρομάττα. (χελώνα)


Εξηπόδης τεσσαραύτης / Δίκωλος τσαι μονοράφτης. ( Ιππέας)


Πράσινος κάμπος, κόκκινα τα μεντέρια του,/ μαύρ΄οι αραπάδες του. ( υδροπέπονο)


Γιατρός υδραίος είμαι / όντας διψώ πίνω / τσ΄όντας πίνω και χορταίνω / άρρωστο ξαρωσταίνω. (Βδέλλα)


Κανάτι πήλινο / πήλινο τριπήλινο / πιο γκρεμνό γκρεμνίζεται / τέλεια σε ραϊζεται.

Είναι ένα βαρελάτσι / τσ΄'εχει δυο λογιού κρασάτσι. (Αυγό)


Τρίτη 28 Ιουνίου 2022

Τραγούδια και ποιήματα από την εποχή της Τουρκοκρατίας στην Καρυστία.

 

Η Αβλαχιώτισσα

 


Μια κόρη Αβλαχιότισσα, μια μικροπαντρεμένη,

Πούχ΄ασημένιο τα΄αργαλειό, και φιλτισένιο χτένι,

Από το βρόντο τα΄αργαλειού και το ψιλό τραγούδι,

Πραματευτής επέρασε στο μαύρο καβαλλάρης.

Κόρη μ΄αν είσαι λεύτερη, γυναίκα να σε πάρω.

Άντρα έχω στην ξενιτειά, τώρα δώδεκα χρόνους,

Και  άλλους δυο τον καρτερώ, καλόγρια θα γένω.

Κόρημ΄ο άντρας σ΄πέθανε, ο άντρας σου εχάθη,

Και τον εδάνεισα κερί, κ΄ήρχανα μου το δώσεις.

Κι΄αν τον εδάνεισες κερί, διπλό να σου το δώσω.

Και αν τον εδάνεισα φιλί, κ΄ήρχα να μου το δώσεις.

Κι΄αν τον εδάνεισες φιλί, σύρε να σου το δώσει.

Κόρη μ΄εγώ είμ΄ο άντρας σου, εδώ είμ΄ο καλός σου.

Αν είσαι εσύ ο άντρας μου, αν είσαι κι΄ο καλός μου,

Πες μου σημάδια του σπιτιού, ίσως να σε πιστέψω.

Έχεις ελιά στην πόρτα σου,και κλήμα στην αυλή σου,

Και μές΄την μέση του σπιτιού χρυσό καντήλι ανάβει.

Πραματευτής που πέρασες, ίσως και να τα είδες.

Πες μου σημάδια του κορμιού, ίσως να σε πιστέψω.

Έχεις ελιά στο μάγουλο, κ΄ελιά στην αμασχάλη.

Κι΄ανάμεσα στο στήθος δυο τ΄άστρο και το φεγγάρι.

----------------------------------------------------

Το στόμα σου ΄ναι Τζίτζιφο, το μάγουλο σου μήλο,

Το στήθος σου παράδεισος και το κορμί σου κρίνο.

Να φίλεα το τζίτζιφο, να δάγκανα το μήλο,

Ν΄άνοιγα τον παράδεισο, ν΄αγκάλιαζα τον κρίνο.

 

Η Λυγερή.

Μια λιγερή τραγούδαε στης τρίχας το γεφύρι

Και το γιοφύρι τράνταξε και το ποτάμι στάθη,

Και τα πουλάκια στα κλαδιά, στέκουν, δεν κελαϊδούνε,

Και τα καράβια στο γιαλό στέκουν, δεν αρμενούνε.

Κι΄ο ήλιος στο βασίλεμα στάθη και αφηγκράσθη.

Κ΄η μάνα του τον απάντεχε στην ώρα του να πάει.

Ήλιε μου και πως άργησες ν΄άρχεις να βασιλέψεις?

Κάνε με τ΄άστρα μάλωνες, κάνε μη το φεγγάρι?   (κάνε = μήπως)

Κάνε με τον Αυγερινό, που είναι παλληκάρι?

Μήτε με τ΄άστρα μάλωνα, μήτε με το φεγγάρι.

Μήτε με τον Αυγερινό, που είναι παλληκάρι.

Μια λιγερή τραγούδαε στης τρίχας το γιοφύρι.

Άλλαξε κόρη μ΄το χαβά, άλλαξε το τραγούδι.    (χαβάς = κάτι που κάνουμε επίμονα)

Για να κινής΄ο ποταμός , να βγάλ΄η γη αέρα,

Να κελαϊδήσουν τα πουλιά, να ξημερώς΄η μέρα.

Και πως ν΄άλλάξω τον χαβά, ν΄αλλάξω το τραγούδι?

Η αγάπη μου αρρώστησε τώρα δώδεκα χρόνους

Ξαρρωστικά που γύρεψε, στον κόσμο που δεν είναι.

Γύρεψε του λαγού τυρί και της λαφίνας γάλα.

Ως που να πήξω το τυρί ν΄αρμέξω το λαφίνι,

Αρρώστησε ξαρρώστησε, κι΄άλλη γυναίκα παίρνει.

Όλον τον κόσμο κάλεσε, κι΄όλητην οικουμένη,

Εμένα την αγάπη του γιατί δεν με καλαίνει?

Παραθυράκι βορεινό, δείξε μου την κυρά σου,

Ασήμι κι΄όλο μάλαμα, να φτειάσω τα καρφιά σου.

Θέλεις κουμπάρα να γενείς τα στέφανα να πιάσεις?

Θέλεις περέτρια να γενείς να μας υπηρετήσεις?

Μπήκε και στολιζότανε τρεις μέρες και τρεις νύχτες,

Βάζει τον ήλιο πρόσωπο και το φεγγάρι στήθος,

Και του κοράκου το φτερό βάζει καμπανοφρύδι,

Και την οχιά την πλουμιστή βάζει πίσω κοτσίδι,

Την άμμο την αμέτρητη την βάζει δακτυλίδι.

Δώδεκα σκλάβους βάζει μπρος και δώδεκα από πίσω.

Στον δρόμο που πηγαίνανε, στην σκάλα που ανέβει,

Ο κόσμος που την είδανε , χάσαν τα λογικά τους,

Και οι παπάδες και αυτοί, χάσανε τα χαρτιά τους,

Και τα γραμματικόπουλα χάσαν τα γράμματα τους.

Και ο γαμπρός στο στέφανο έπεσε και ελιγώθη

Παπά αν είσαι χριστιανός, αν είσαι βαφτισμένος,

Παράγυρε τα στέφανα και βάλτα στην κουμπάρα.

Σύρε μάνα να φύγωμε , σύρε μάνα να πάμε,

Κι ΄απόψε το είδα το όνειρο , πικρό φαρμακωμένο.

Χρυσό αϊτό μου δώσανε, και πίσω μου τον πήραν.

Που να τ΄αφήσωμε΄τα φαγιά κι΄όλα τα έξοδα μας?

Μούχλα να πέσει στα ψωμιά και σκούληκας στο κρέας,

Και τ΄άλλα μαγειρέματα ξυνίλα να τα πιάσει.

 

 Που πας Λενιώ μου, μοναχή τώρα το βράδυ βράδυ?

Κάτου στη θειά μου τη Γιαννιώ πάω να νυχτερέψω,

Να νέσω το μπαμπάκι μου, να κάμω τα προικιά μου

Να κάμω του γαμπρού βρατσί, του πεθερού ζουνάρι

Να κάμω και της πεθεράς, ένα καλό σαλβάρι.

 

Άνοιξε΄τα διαμαντένια σου χέρια κι΄αγκάλιασε με,

Και το δαχτυλιδένιο σου στόμα και φίλησε με.

--------------------------------------------------------------------------------------------------

Ξανθά μαλλιά στην κεφαλή, τριανταφυλλένιο στόμα,

Έχεις ματάκια γαλανά, σαν τα΄ουρανού το χρώμα.

--------------------------------------------------------------------------------------------------

 

Αυτού που πας λεβέντη μου, λιβάδι νάν΄εμπρός σου,

Και νερατζούλα  φουντωτή, να δέσεις τ΄άλογο σου.

 

Αυτού που πας λεβέντη μου, το φίδι να πατήσεις,

Εμένα να ενθυμηθείς, και πίσω να γυρίσεις.

 

Και μη θαρρείς αν μ΄αρνηθείς, πως θε να κιτρινίσω,

Γαρουφαλάκι θα γενώ, για να σε δαιμονίσω.

 

Ξέρω τραγούδια θάλασσα, άμα σ΄ιδώ τα χάνω,

Κι΄απ΄την  αγάπη την πολλή, άλλη κουβέντα πιάνω.

 ΤΑ ΠΑΡΑΚΑΤΩ ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ ΕΊΝΑΙ ΑΠΟ ΤΟ ΧΩΡΙΟ ΓΟΥΒΑΙΣ ΒΟΡΕΙΑΣ ΕΥΒΟΙΑΣ

Το νυχτέρι.

Που πας Λενίτσα μοναχή, τώρα το βράδυ βράδυ,?

Πάω στην θεια μου την καλή, να πα να νυχτερέψω.

Να νέσω την τουλπίτσα μου, και να την εξενέσω,

Να φκειάσω και του σαστικού μεταξωτό ζουνάρι,

Γιατί έχω πεθερό παπά, κι΄άντρα γραμματισμένο,

Κι΄αντράδερφο γιανίτσαρο, παίρνει τα παλληκάρια.

 

Η Παλιοβάρκα.

Θελά κατέβω στο γιαλό, κάτω στο περιγιάλι,

Που κάνουν το μεσαφερέ, και την γλυκιά κουβέντα,

Κάϊκια ψάχνουν για να βρουν, πέρα για να περάσουν

Παίρνουν την άκρη το γιαλό, την άκρη το θαλάσσι,

Και βρίσκουν μια παλιόβαρκα και καλιοχαλασμένη.

Και όλοι μέσα μπήκανε, πέρα για να περάσουν

Στην μέση απ΄τη θάλασσα, στη μέση του πελάγου,

Τους παίρνει αέρας ΄πο μπροστά, σπιλάδα από πίσω,

Σπιλάδ΄από τα δυο πλευρά, μπαίνει το κύμα μέσα.

Γιομίζ΄η θάλασσα πανιά, κ΄η άκρη παλαμάρια,

Και όλα τα ριζόσπηλα γιομίζουν παλληκάρια.

 

Η Δήμαινα

Βουνά να μη χιονίσετε, κάμποι μη παχνισθήτε

Και σεις κρυοβρυσούλες μου, να μη κρουσταλλιαστείτε

Και σεις παλληκαράκια μου, ζωστήτ΄αρματωθήτε.

Βάλτε τα φέσια ρούχινα και τα σπαθιά ΄σημένια,

Να πάμε να πατήσουμε το Δήμο τον Τσελέπη.

Να πάρουμ΄άσπρ΄αμέτρητα, φλουριά με το λιτσέκι.

Δήμαινα, πουν ο άντρας σου  και πουν ο καπετάνιος?

Δήμος, παιδιάμ, δεν είν΄εδώ , πάει να τραγομαζώξει.

Βάλε τα ξύλα στην φωτιά, το λάζο στο τηγάνι,

Να κάψωμε τη Δήμαινα να μαρτυρής΄το  Δήμο.

Τ΄αντρειοχόρταρο.

Όντας να βρέξει την αυγή, χορτάρι δε φυτρώνει,

Φωτρώνει τ΄αντρειοχόρταρο, το τρων αντρειωμένοι,

Το τρων τα ΄λάφια και ψοφούν, τ΄αρκούδια και ΄μερεύουν

Και όσες μανάδες τώφαγαν, καμιά παιδί δεν κάνει.

Αν τώτρωε κ΄η μάνα μου ήθελε μη με κάνει.

Σα μ΄ έκανε τι μ΄ήθελε? Σαν μ΄έχει τι με θέλει?

Ξένοι πλένουν τα ρούχα μου ξένοι τη φορεσιά μου,

Τα πλένουν μια, τα πλένουν δυο, τα πλένουν τρεις και πέντε,

Από τις πέντε κι΄ύστερα τα ρίχνουν στο σοκάκι.

Πάρε, ξένε μ΄τα ρούχα σου, πάρε τη φορεσιά σου.

 

Ο Γιάννης.

Γιάννης φυλάει τα πρόβατα, Γιάννης φυλάει τα γίδια,

Κ΄εκεί π΄τα καλοβόσκαε σ΄ένα κοντό λακκάκι

Οι κλέφτες τον εβίγλαιναν από το καραούλι

Ψιλή φωνή του δώκανε όσο κι΄αν εμπορούσαν.

Γιάννη μου, δέσε τα σκυλιά και δέσε τα λιοντάρια.

Μα ο Γιάννης επιστεύτηκε σαν Χριστιανός οπούνε.

Πιάνει και δένει τα σκυλιά, δένει και τα λιοντάρια,

Κ΄οι κλέφτες τον επιάσανε, στη γης τον γονατίζουν,

Γιάννη , μαρτύρα τα φλουριά, Γιάννη μαρτύρα τα΄άστρα.

 

Ο Δήμος.

Αυτά τα μάτια σ΄όμορφα, μωρ’ Δήμο μου,

Τα φρύδια τα γραμμένα,

Αυτά με κάνουν κι΄αρρωστώ, μωρ Δήμο μου,

Με κάνουν και πεθαίνω,

Πάρε το τουφεκάκι σου μωρ΄Δήμο μου,

Και σύρε στο κυνήγι

Κι΄αν βρεις περδίκια σκότως΄τα , μωρ Δήμο μου,

Τρυγόνια βάρεσε τα.

Αν εύρεις και τον άντρα μου, μωρ Δήμο μου,

Ρίξε και σκότωσε τον.

 

Η φυλλάδα

Στην  άμμο άμμο πάαινα, και βρίσκω μια φυλλάδα,

Και στον γιαλό την πέταξα, και γίνηκε φεργάδα.

Αν πας δεργάδα μου στη Χιο, και μάσεις τα πανιά σου,

Χαιρέτα την αγάπη μου πούναι στη γειτονιά σου.

 

Το κοριτσάκι.

Τώρα το βραδύ βραδάκι

Παίρνω ένα ανηφοράκι

Και βρίσκω ένα κοριτσάκι,

Άλικο γαρουφαλάκι.

Κάθομαι και το ρωτάω,

Σαν καλά την ξαπατάω

Πες μου κόρη μ΄που κοιμάσαι?

Κι΄από μένα μη φοβάσαι.

Στο πυργάκι μου κοιμούμαι,

Και κανένα δεν φοβούμαι.

 

Το χελιδόνι

Αγαπώ ένα χελιδόνι,

Κι΄η μανούλα του μαλώνει,

Και το χελιδόνι λέει

Ναν τα΄ακούει κανείς να κλαίει.

Αν πεθάνω στο σοκάκι

Να μ΄αφήσετε λιγάκι,

Νάρθουν ούλοι να με ιδούνε

Κι΄όλοι να με λυπηθούνε

Νάρθει  κ΄η δική μ΄αγάπη

Να με λυπηθεί λιγάκι.

 

 

Πουλάκι μου , που βρίσκεσαι? Δρακόντι μου που νάσαι?

Αυτού που πας πουλάκι μου, τάχα θα μ΄ενθυμάσαι?

-Θα σ΄ενθυμούμαι, μάτια μου, αυτού που τρώω και πίνω

Και όπου μασσώ την μπουκουνιά, κι΄όπου την καταπίνω.

 

Μικρά ποιήματα- τραγούδια και δίστοιχα.

 

Μικρά ποιήματα- τραγούδια και δίστοιχα.



1.      Χόρευε μωρή σουσού,

Κοίτα κι΄από πίσω σου.

Τα κουρδέλια κρέμονται

Και χαρές που γίνονται.

Χόρευε και πήδα,

Μωρή σκουλολυμπίδα.

 

2.      Να χορέψει θέλ΄η κόρη,

Μόν΄παπούτσα δεν εφόρει,

Να της δώσω τα δικά μου,

Να χορέψ΄η πέρδικά μου.

 

3.      Για δε τσαιρό που διάλεξεν ο χάρος να με πάρει,

Τώρα π΄αγάπησα τα΄εγώ βασιλικό κλωνάρι.

 

4.      Κόψε κομμάτι μάλαμα, τσαι κάμε το σερμπέτι,

Τσαι δόσε μου το να το πιώ, να βγει το κασαβέτι.

 

5.      Εμαύρις΄η καρδίτσα μου, τς΄έκαμε μαύρη σκέπη,

Τσαι περβατώ λυπητερά, π΄ακόμη δε μου πρέπει.

 

6.      Θέλω ν΄ανοίξω  στην καρδιά, ένα παραθυράτσι,

Να μπαίν, αέρας δροσερός , να βγαίνει το φαρμάτσι.

 

7.      Ξύπν΄ωραιότατο κορμί, τσαι γνωστικό τσεφάλι,

Έχω δυο λόγια να σου πω, τα΄αποτσοιμήσου πάλι.

 

8.      Ω, πονηρέ, πως έσφαλες τσαι γνωστιέ΄γελάστεις

Ακαταδίκαστο κορμί, πως εκαταδικάστεις.

 

9.      Μένα το ντέρντι μου είναι πολύ, σαν στο βουνό το χιόνι,

Ώστε να λιώσει το παλιό, τσενούργιο το πλακώνει.

 

10.   Στον ερανό κι΄αν ανεβείς στα σύγνεφα κι΄αν κάτσεις,

Στου ήλιου την κορφή κι΄αν πας εσύ δική μου γράφεις.

 

11.   Ως τρέχουνε τα σύγνεφα και τον καιρό κλοθούνε,

Έτσι τρέχουν τα μάτια μου, όταν σε θυμηθούνε.

 

12.   Είδα τα πάλι σήμερα τα μάτια τα γραμμένα,

Τα χέργια τα σωματικά και τα΄ανασκουμπωμένα.

 

13.   Να΄ξερα  ΄γω που πήγαινες, να σάρωνα της ρούγες,

Να σου΄στρωνα παπλώματα, σεντόνια με τις ούγγιες.

 

14.   Φωτιά να πέσει να καεί της χήρας το καλύβι,

Πούχει μια κόρη έμορφη και δε μας τήνε δίνει.

 

15.   Κείνος που σέρνει το χορό, πέστε τ΄ένα τραγούδι,

Για να τον επαινέσουμε δέκα χρονού γαϊδούρι.

 

16.   Θε να σε κάμω γάϊδαρο, και θα σε σαμαρώσω,

Και θα σε πάω στο βουνό, ξύλα να σε φορτώσω.

 

17.   Και ΄γω θα γίνω γάϊδαρος , και συ μια γαϊδάρα,

Να σε φορτώσω βουκεντριές που να σε φάει η σκάρα.

 

18.   Εσύ φορείς τα τσόχινα, κ΄εγώ φορώ το ράσο,

Και δε σε καταδέχομαι σκλάβο να σ΄αγοράσω.

 

19.   Έχεις το δίκιο να το πεις στον κόσμο τον απάνου,

Γιατί τον έχεις ανιψιό το γιο του Κεκεμπάνου.

 

20.   Θυμάσαι π άνταμώσαμε πάνου στον άγιο Μάμμα

Κι΄απ΄τη κουβέντα την πολλή έχασες τη γαϊδάρα?

 

21.   Το ξέρω πως αγάπησες τον αγαπητικό σου,

Δεν πήρες τον καλύτερο, μόν΄το χειρότερο σου.

 

22.   Κόρη μου, τι του ρέχτηκες του γιού του Κατσαδούρα,

Που είν΄η μέση του λιχνή, κι΄ο κώλος του πλαστούρα?

 

23.   Σήκω το κεφαλάκι σου από το προσκεφάλι,

Έχω δυο λόγια να σου πω, και πίσω γύρε πάλι.

 

24.    Το βράδυ πάω να κοιμηθώ, κι΄ο νους μου μπρος σε φέρνει,

Γλυκοχαράζουν τα βουνά, και ο ύπνος σε με παίρνει.

 

25.   Εκάψανε τη Λάλα, κόψανε τα δεντρά,

Φύγαν΄οι κοπελούδες και πήγαν στα νησιά.

 

26.   Πέρδικα μου κακαγνάτη,

Κότσινη τσαι ποδαράτη,

Ίντα τρώεις τσαι κοτσινίζεις,

Μηδέ νίβομαι, τς΄ασπρίζω,

Μηδέ τρώω τσαι κοτσινίζω,

Χορταράτς, απ΄το λιβάδι,

Κρύο νερό απ΄το πηγάδι,

Η καλή καρδιά μ΄ασπρίζει,

Τσ΄η χαρά με κοτσινίζει.

 

27.   Αλίμονο και γιάντα,

Σαν μ΄αγαπάς, νταγιάντα.

 

28.   Ζεμπουλάκι μου γαλάζιο,

Με τρακόσια σε σ΄αλλάζω.

Ζεμπουλάκι μου ζεμπούλι

Σε αγαπώ μα ΄σαι μικρούλι.

Ζεμπουλάκι μου ζεμπούλι,

Σε αγαπώ, το ΄μάθαν ούλοι.

 

29.   Κάτου στο γιαλό, στην άμμο,

Κάνουν οι καβούροι γάμο.

Μ΄εκαλέσανε κ΄εμένα,

Μακαρούνια κενωμένα.

 

30.    Έλα κοντά μου κάθισε,

το νου σου καταλάγιασε.

 

31.   Συ περνάς, κ΄εγώ σε βρίζω,

Κάνω πως δε σε γνωρίζω.

 

32.   Του παιδιού μου το γάμο,

Τη Λαμπρή θε να τον κάμω,

Πούν΄αρνιά πούναι τυριά,

Πούνε τα χλωρομέζυθρα.

Θα φωνάξω τον Δεσπότη,

Για να μου το στεφανώσει.

Θα φωνάξω τους παπάδες,

Για να δώσουν της ευχάδες,

Θα φωνάξω τον Αλή,

Να δυο σφάξει το αρνί.

Θα φωνάξω τον αγά,

Να μου ξύσει τον πατσά.

 

33.   Με παντρέψαν οι γονείς μου,

Δίχως νάχουν την βουλή μου,

Και μου δώσανε γυναίκα,

Πούτρωγε κ΄έπινε για δέκα.

Και μου δώσανε προικιά,

Ένα κόσκινο κουκιά.

Και μου δώσανε σεντούκι,

Της χελώνας το καβούκι,

Και μου δώσανε κουτάλια,

Της χελώνας τα ποδάρια.

Και μου δώσανε αμπέλι,

Μη χωρεί λαγός να μπαίνει,

Είχε μια συκιά στη μέση,

Και λυγίζει για να πέσει.

Κάνει σύκα αγκουράτα,

Κι΄από μέσα σκουλικάτα.

 

34.    Το Ελενιό και το Μαργιό.

Μια μάνα έχουνε τα δυό.

 

35.   Άγγελοι σε βαφτίσανε, η Παναγιά νουνά σου,

Για τούτο σου φωνάζουνε Μαρία τόνομα σου.

 

36.   Δεν είδανε τα μάτια μου τέτοιανε κηνηγάρη

Να κυνηγά τις πέρδικες τη νύχτα στο φεγγάρι.

 

37.   Δεν είδανε τα μάτια μου τέτοια μαυροματούσα

Τόσο σιγανομίλητη, καμαροπερπατούσα.

 

 

 

 

 

 

Λήξη προθεσμίας υποβολής ενδιαφέροντος 20/12!! ΠΡΟΣΚΛΗΣΗ ΙΔΙΩΤΩΝ ΣΤΗΝ ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΣΗ ΕΚΤΑΚΤΩΝ ΑΝΑΓΚΩΝ(επί αμοιβή)

  ΕΠΕΙΓΟΝ ΠΡΟΘΕΣΜΙΑ Μ Ν Η Μ Ο Ν Ι Ο Σ Υ Ν Ε Ρ Γ Α Σ Ι Α Σ Π Ε Ρ Ι Φ Ε Ρ Ε Ι Α Κ Η Σ Ε Ν Ο Τ Η Τ Α Σ Ε Υ Β Ο Ι Α Σ & Ε Π Ι Χ Ε Ι Ρ...