Παρασκευή 11 Ιουλίου 2025

Ο παραδοσιακός γάμος και άλλα έθιμα της Καρύστου

Ανακάλυψα μια αφήγηση εθίμων από την Μόσχα Χατζηνικολή που είχε δοθεί το 2021 στο Istorima.org 


https://archive.istorima.org/interviews/EL-19139 

Ο παραδοσιακός γάμος και άλλα έθιμα της Καρύστου



Ενότητα 1

Έθιμα από τις παιδικές αναμνήσεις της αφηγήτριας και από αφηγήσεις μεγαλύτερων

00:00:00 - 00:09:01

Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης

Καλησπέρα, θα μας πείτε το όνομά σας;   Λέγομαι Μόσχα Χατζηνικολή.   Είναι Δευτέρα, 7 Ιουνίου 2021. Είμαι με την κυρία Μόσχα Χατζηνικολή… το έχω ζήσει εγώ, αλλά ήταν τόσο πολύ έντονο από τις διηγήσεις που με έχουνε πει, που ήτανε σαν να ήμουνα μέσα σε μία από αυτές τις σάλες.

Μετάβαση στην απομαγνητοφώνηση

Ενότητα 2

Έθιμα του γάμου – Ο γάμος της αφηγήτριας

00:09:01 - 00:35:33

Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης

Έθιμα πολλά άλλα της Καρύστου υπάρχουν. Αυτό που εγώ προσωπικά έχω ζήσει πάρα πολύ έντονα και επεδίωξα να το ζήσω –γιατί στον γάμο μου… δηλα… πω. Ήθελα να πω, δηλαδή, ότι δεν ήθελα να μιλήσω αυτό καθαυτό για τον γάμο μου, ήθελα να μιλήσω για τα έθιμα τα οποία έκανα στον γάμο μου.

Μετάβαση στην απομαγνητοφώνηση

Ενότητα 3

Το δώρο της γιαγιάς της αφηγήτριας στα δισέγγονά της – Η σημασία της παράδοσης

00:35:33 - 00:41:03

Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης

Ένα άλλο, που δεν ξέρω αν είναι έθιμο, αλλά, εν πάση περιπτώσει, εγώ το έκανα –δεν ξέρω αν θεωρείται έθιμο, παράδοση, δεν ξέρω πώς να το πω,…Χατζηνικολή, θα ήθελα να σας ευχαριστήσω πολύ για αυτή την όμορφη συζήτηση και για τον χρόνο που μου αφιερώσατε.   Παρακαλώ, να ’στε καλά.

Μετάβαση στην απομαγνητοφώνηση

Ο παραδοσιακός γάμος και άλλα έθιμα της Καρύστου

Ενότητα 1

Έθιμα από τις παιδικές αναμνήσεις της αφηγήτριας και από αφηγήσεις μεγαλύτερων

00:00:00 - 00:09:01



Εγώ είμαι από δω, από την Κάρυστο, γεννήθηκα στην Κάρυστο, μεγάλωσα στην Κάρυστο, έβγαλα το σχολείο στην Κάρυστο και μετά έφυγα για την Αθήνα, για σπουδές. Τελείωσα Πολιτικές Επιστήμες στο Καποδιστριακό, στο Τμήμα –στη Νομική– στο Τμήμα Πολιτικών Επιστημών, έζησα όλη μου τη ζωή Κάρυστο και Αθήνα. Μετά δημιούργησα ένα δεσμό με έναν Θεσσαλονικιό, ο οποίος σπούδαζε στην Ιταλία, και έζησα και στην Ιταλία κάποια χρόνια, και σαν –ας πούμε– αρραβωνιασμένη και σαν παντρεμένη. Παντρεύτηκα το 1983 και έχω δύο παιδιά, αυτή τη στιγμή είναι το ένα είναι τριάντα τρία και το άλλο είκοσι οχτώ χρονών, και από τον καιρό που τακτοποιήθηκε και ο άντρας μου επαγγελματικά –είναι γιατρός– και εγώ, γυρίσαμε και μένουμε μόνιμα στην Κάρυστο πλέον. Σαν οικογένεια, δηλαδή, την οικογένειά μας τη δημιουργήσαμε στην Κάρυστο. Εγώ είχα μαγαζί με διάφορα είδη σπιτιού, αυτή τη στιγμή είμαι συνταξιούχος, και ο άντρας μου είναι γιατρός στο Νοσοκομείο Καρύστου. Τι να πω; Αγαπάω πάρα πολύ τον τόπο μου, μου αρέσει πάρα πολύ που είμαι Καρυστινή –θα μπορούσε να με πει κάποιος και τοπικίστρια. Λατρεύω ό,τι έχει σχέση με την Κάρυστο, λατρεύω τα ήθη και τα έθιμα της Καρύστου, είμαι πάρα πολύ υπέρ της διατήρησης αυτών των εθίμων, των συνηθειών, των διαφόρων, έτσι, τοπικών που έχουμε. Και καμιά φορά στεναχωριέμαι, γιατί βλέπω ότι αρχίζουν και ξεφτίζουν σιγά σιγά. Και εγώ είμαι της άποψης ότι όσο μπορούμε, με όποιο τρόπο μπορούμε, πρέπει να τα κρατάμε, να τα διατηρούμε, να τα φυλάμε και να τα διαδίδουμε και στις άλλες γενιές, γιατί είναι αμαρτία να χάνονται τέτοιες συνήθειες, τέτοια ήθη. Γιατί αυτή είναι η ζωή μας, τελικά αυτά είναι η πατρίδα μας, είναι η εθνικότητά μας, πώς να το κάνουμε; Είναι, τα έθιμα είναι μέρος της κουλτούρας μας της ελληνικής. Και μάλιστα, εγώ προσωπικά, αισθάνομαι λιγάκι περήφανη, να το πω, ότι έχω διατηρήσει πάρα πολλά, πάρα πολύ –όσο περνάει από το χέρι μου τουλάχιστον– έχω διατηρήσει πάρα πολύ έθιμα, έχω φροντίσει, γενικώς, να διατηρηθούν έθιμα, σαν μέλος ενός κοινωνικού συνόλου, αλλά και ειδικά εγώ, σαν Μόσχα Χατζηνικολή, έχω πάρα πολύ κάνει, έτσι, πολλά πράγματα σε έθιμα και σε τέτοια.  Θυμάμαι, ναι, θυμάμαι ένα έθιμο, ας πούμε, που το κάναμε στο σπίτι μας, στο σπίτι μας σαν μωρό παιδί, απ’ τον καιρό που θυμάμαι τον εαυτό μου, θυμάμαι ένα έθιμο της της Πρωτοχρονιάς. Της Πρωτοχρονιάς. Απ’ τον καιρό που θυμάμαι τον εαυτό μου, μπορεί να ήμουνα και τεσσάρων-πέντε χρόνων όταν το είδα, το αισθάνθηκα για πρώτη φορά. Εμείς στο σπίτι μας ζούσαμε με τον παππού και τη γιαγιά. Ήμαστε, δηλαδή, μια οικογένεια με μόνιμους μέσα στο σπίτι τον παππού και τη γιαγιά και ήμαστε η παραδοσιακή κλασσική οικογένεια της παλιάς σχολής, που λένε. Ο παππούς, η γιαγιά, ο μπαμπάς, η μαμά, εγώ, ο αδερφός μου –η αδερφούλα μου γεννήθηκε αργότερα, όταν είχα μεγαλώσει λίγο. Οι παιδικές μου αναμνήσεις ξεκινάνε από πάρα πολύ μικρή ηλικία, από τριών-τεσσάρων χρονών. Θυμάμαι, λοιπόν, που όταν μαζευόμαστε την παραμονή Πρωτοχρονιάς –κλασσικά, όλοι, παππούς, γιαγιά και λοιπά– να κόψουμε τη βασιλόπιτα το βράδυ και μετά τα παιδάκια θα παίρναν τα δώρα από τον Άγιο Βασίλη υποτίθεται, έβρισκε κάποιος το φλουρί, ας πούμε, κάποιος έβρισκε το φλουρί την παραμονή της Πρωτοχρονιάς. Ξέρω ’γω, το έβρισκε ο μπαμπάς μου, ας πούμε. Την άλλη μέρα το πρωί, αυτός που έβρισκε το φλουρί, έπαιρνε μία –και θα σας πω μετά τι εννοώ– μία λιγούνα ή βίτσα ή βέργα και άρχισε και μας ξύπναγε δέρνοντας –δέρνοντας, σε εισαγωγικά, όχι να μας χτυπήσει να μας πονέσει, αλλά να μας δώσει ξύλο, να μας ξυπνήσει με ξύλο, κατά το έθιμο. Στην Κάρυστο λιγούνα, βέργα ή βίτσα, λέμε ένα ξύλο από μουριά. Η Κάρυστος έχει πολλές μουριές. Στην πλατεία ειδικά, σήμα κατατεθέν των δέντρων της Καρύστου είναι οι μουριές. Όταν, λοιπόν, τα παιδάκια παλιά –γιατί «το ξύλο βγήκε από τον παράδεισο», λέγαν οι παλιοί– όταν τα παιδάκια τα παλιά κάναν αταξίες και θέλαν να τα δείρουνε, τα δέρναν με τη βέργα, με τη βίτσα. Κόβανε μια βίτσα απ’ τη μουριά, βγάζαν τα φύλλα και τα δέρνανε. Αυτό, λοιπόν, το παίρνανε την παραμονή Πρωτοχρονιάς στο σπίτι, έτσι, ένα κομμάτι βέργα, και όποιος έβρισκε το φλουρί, την άλλη μέρα ήθελε να δείξει, προφανώς, με αυτό το έθιμο ότι ήταν το αδιαμφισβήτητο αφεντικό του σπιτιού. Και γι’ αυτό, για να μη σηκώσουμε οι υπόλοιποι κεφάλι, μας έδερνε. Αυτό το πράγμα, λοιπόν, ήταν το έθιμο το Πρωτοχρονιάτικο για όποιον έβρισκε το φλουρί. Θυμάμαι πάρα πολύ καλά μια χρονιά, λοιπόν, που το ’χε βρει ο μπαμπάς μου –κι άλλες χρονιές θυμάμαι, αλλά ιδιαίτερα μια χρονιά που το ’χε βρει ο μπαμπάς μου– κοιμόμαστε εγώ με τον αδερφό μου και έρχεται και αρχίζει να μας δέρνει και να φωνάζει: «Σας δίνω ξυλιές, γιατί είμαι το αφεντικό του σπιτιού. Σας δίνω ξυλιές, γιατί είμαι το αφεντικό του σπιτιού». Κι εμείς να πηδάμε, να χοροπηδάμε, να χτυπάμε τα πόδια μας, να γελάμε. Αυτά μου έχουν μείνει αξέχαστα και το έκανα, όταν ήταν τα παιδιά μου μικρά, επίτηδες, το έκανα μερικές χρονιές, για να τους… και τους διηγόμουνα πώς είχα περάσει εγώ, τέλος πάντων, και το έκανα και στα παιδιά μου. Και στα παιδιά μου έχει περάσει αυτό το πράγμα. Θεωρώ ότι είναι πάρα πολύ σημαντικό αυτό, να περνάει έτσι, από γενιά σε γενιά –και θα μου πεις, τι είναι; Κάτι αφήνει, οτιδήποτε, κάτι αφήνει. Τώρα που μου ’ρθε, έτσι, στο μυαλό για Πρωτοχρονιά, τώρα που μου ’ρθε και μιλάω για Πρωτοχρονιά, δεν είναι έθιμο βιωματικό αυτό καθαυτό, δεν το ’χω ζήσει εγώ δηλαδή, αλλά είναι τόσο έντονο, από αυτά που μου ’χουν πει, που θεωρώ ότι είναι σαν να το έχω ζήσει. Είναι σαν το έχω ζήσει. Ήταν στην εποχή της μαμάς μου, ας πούμε, όταν η μαμά μου ήταν κοπέλα. Τότε δεν ήταν εύκολα τα ραντεβού. Οι νεαροί με τους νεαρούς δεν βγαίνανε ραντεβού, κι ειδικά στις επαρχίες και στα χωριά, όπως βγαίνουνε σήμερα. Και αν ήθελε κάποιος να δει μια κοπέλα, ήταν λιγάκι δύσκολο. Άντε να την έβρισκε σε κάνα γάμο, σε κάνα πανηγύρι, σε καμιά κηδεία, σε καμιά επίσκεψη, κοινωνική εκδήλωση. Δεν μπορούσαν να βγουν έξω βόλτα. Οπότε, τι γινότανε; Την Πρωτοχρονιά –α, εν τω μεταξύ, ούτε ήταν και πρέπον και τυπικό να πάει κάποιος σε ένα σπίτι, στα καλά καθούμενα, επίσκεψη, χωρίς να ειδοποιήσει ή χωρίς να προσκληθεί. Οπότε, τι έκαναν; Την Πρωτοχρονιά, οι γαμπροί, ας πούμε, οι νεαροί της Καρύστου, ντυνόντουσαν, στολιζόντουσαν, κουστούμια, γραβάτες και λοιπά και έκαναν βόλτα στα σπίτια, και καλά για να πούνε «χρόνια πολλά, καλή χρονιά». Στην πραγματικότητα, διάλεγαν ποιες κοπέλες τους άρεσαν και πήγαιναν από σπίτι σε σπίτι. Ήξεραν οι οικογένειες, και ειδικά αυτές που είχαν κορίτσια, ότι θα περάσουν οι γαμπροί –σε εισαγωγικά–, οπότε είχανε το τραπέζι το καλό, της σάλας, στρωμένο με γλυκά, με ποτά, με φαγητά, με αλμυρά, με οτιδήποτε. Οι κόρες γκραν ντυμένες, στολισμένες, περιποιημένες, χτενισμένες, για να τις δούνε, γιατί ήταν της πρόβας –παρένθεση, «της πρόβας» λέγανε τα κορίτσια που ήταν σε ηλικία γάμου τότε. Όσες, λοιπόν, οικογένειες είχανε κορίτσια της πρόβας, την Πρωτοχρονιά στόλιζαν το σπίτι τους και το άνοιγαν, για να περάσουν οι νεαροί να πουν τα «χρόνια πολλά». Και σε αυτές τις Πρωτοχρονιές είχαν γίνει πάρα πολλά συνοικέσια και πάρα πολλά προξενιά. Είναι κι αυτό ένα χαρακτηριστικό. Ναι μεν δεν το έχω ζήσει εγώ, αλλά ήταν τόσο πολύ έντονο από τις διηγήσεις που με έχουνε πει, που ήτανε σαν να ήμουνα μέσα σε μία από αυτές τις σάλες.

Ενότητα 2

Έθιμα του γάμου – Ο γάμος της αφηγήτριας

00:09:01 - 00:35:33



Έθιμα πολλά άλλα της Καρύστου υπάρχουν. Αυτό που εγώ προσωπικά έχω ζήσει πάρα πολύ έντονα και επεδίωξα να το ζήσω –γιατί στον γάμο μου… δηλαδή, τον έκανα τον γάμο μου επί τούτου και επεδίωξα να τα ζήσω όλα αυτά– ήτανε τα έθιμα του γάμου. Ήταν διάφορα έθιμα που έχουμε για τον γάμο. Από πού να ξεκινήσω, ας πούμε; Ας ξεκινήσω από τον γαμπρό, που πρωτοέρχεται στο σπίτι. Όταν… Μάλλον όχι, δεν θα το πω γενικά, θα το πω όπως το έζησα εγώ. Δηλαδή, το έθιμο, που όμως, το έζησα εγώ προσωπικά, το βίωσα εγώ. Επειδή, λοιπόν, εγώ ήθελα να τα κάνω όλα εθιμοτυπικά, γιατί τρελαίνομαι για κάτι τέτοια, όταν ήρθε ο άντρας μου στο σπίτι πρώτη φορά για να γνωρίσει τους γονείς μου, σαν γαμπρός ας πούμε, η μαμά μου, με το που άνοιξε η πόρτα, έβαλε κάτω στο κατώφλι της πόρτας ένα άσπρο ανδρικό μαντίλι. Πάνω στο μαντίλι έβαλε μία λίρα χρυσή και το κλειδί του σπιτιού και είπε στον γαμπρό: «Πάτα με το δεξί σου πόδι τη λίρα και το κλειδί του σπιτιού». Το πάτησε με το δεξί πόδι, μπήκε μέσα, της φίλησε το χέρι, και σε αυτήν και στον πατέρα μου, και έσκυψε, πήρε το μαντίλι, πήρε τη λίρα, πήρε το κλειδί. Και λέει: «Η λίρα είναι η δική σου, για να είναι χρυσή η ζωή σας, το μαντίλι το άσπρο είναι για να είναι αμόλυντη η ζωή σας και το κλειδί είναι το κλειδί του σπιτιού, γιατί το σπίτι μας είναι και δικό σου». Και έτσι ξεκίνησε να κρατάω, ας πούμε, τα έθιμα στην όλη ιεροτελεστία που έγινε στον γάμο μου. Ξεκίνησε με το κλειδί και τη λίρα του γαμπρού. Και μετά, συνέχισα με την προίκα. Τα παλιά τα χρόνια, ξέρετε ότι κάνανε, οι γιαγιάδες και οι μαμάδες, κάναν στις κόρες προίκες, κεντητά σεντόνια και τραπεζομάντιλα και το ένα και το άλλο και πετσέτες και κουβέρτες και τα κλασσικά, όλα αυτά τα της προικός. Κι εμείς στην επαρχία τα είχαμε έντονα αυτά, δηλαδή έδινε η μάνα μου και μου κεντούσανε σεντόνια, μου κεντούσανε μαξιλάρια, μου κεντούσανε τραπεζομάντιλα. Και να το χειροποίητο, και να το κοφτό και τέτοια πράγματα. Και τα φύλαγε, τα φύλαγε, τα φύλαγε, τέλος πάντων, για να έχω καλή προίκα, ξέρω ’γω, και καλά, να παντρευτώ, να τα έχω απ’ όλα. Και όταν ήρθανε, πλησίαζαν οι μέρες του γάμου, η κάθε μια μάνα παίρνει την προίκα, τη σιδερώνει, την πλένει, τη σιδερώνει και τη βάζει στην άκρη για να τη βάλει η κόρη της στο σπίτι, ας πούμε. Εγώ δεν το έκανα έτσι. Εγώ το έκανα παραδοσιακά. Τόσο παραδοσιακά, να φανταστείτε, που δεν το είχε κάνει η μάνα μου, γιατί είχε ξεπεραστεί στην εποχή της μάνας μου. Η γιαγιά μου το έκανε αυτό. Δηλαδή, από της γιαγιάς μου τα έθιμα πήρα πιο πολύ, παρά της μάνας μου. Ας πούμε, η μαμά μου έπλυνε την προίκα, όπως πλένει όλος ο κόσμος τα ρούχα του, και τελείωσε. Εγώ τα έκανα όπως τα έκανε η γιαγιά. Ξεκίνησα από –τι να σας πω, τώρα, πώς ξεκίνησα. Ξεκίνησα από την παραμονή. Την παραμονή, λοιπόν, έχουμε ένα εξοχικό σπίτι, που είναι, έτσι, ένα κτήμα μπροστά και αυτό το σπίτι είχε ένα περιβόλι. Λοιπόν, κι έχουμε και θερμοσίφωνα, φυσικά, έχουμε στο σπίτι θερμοσίφωνα. Εμ, δεν άναψα τον θερμοσίφωνα! Έβαλα κάτι εργάτες και μου μάζεψαν ξύλα μέσα στη… έξω στην αυλή, έτσι, πιο κει από την αυλή. Ανάψαμε –είχαμε μαζέψει τα ξύλα. Την άλλη μέρα, λοιπόν, πρωί πρωί, είχαμε μαζέψει γυναίκες, φίλες της μάνας μου και φίλες δικές μου, τη γιαγιά μου, τις θειάδες μου, είχαμε την κυρία που μας βοηθάει στο σπίτι στις δουλειές και είχαμε μαζέψει ξύλα από το βράδυ, απ’ τη προηγούμενη μέρα και είχαμε ανάψει φωτιά. Βάλαμε πάνω ένα τρίγωνο σιδερένιο μεγάλο για να ακουμπήσουμε ένα τεράστιο καζάνι και μέσα στο καζάνι βάλαμε νερό, το οποίο νερό να μη ζεσταθεί από τον θερμοσίφωνα, αλλά να ζεσταθεί από τη φωτιά που του ανάψαμε από κάτω. Και είχαμε διπλά μία σκάφη ξύλινη, παλιά και η κυρία που μας βοηθάει στις δουλειές έπαιρνε νερό ζεστό με την κατσαρόλα από το καζάνι, το έριχνε μέσα στη σκάφη, έριχνε τα τραπεζομάντιλα, τα σεντόνια, τις πετσέτες, τις μαξιλαροθήκες, όλη την προίκα, τέλος πάντων, τις έπλενε –μη φανταστείτε ότι ήταν και βρώμικη, ίσα ίσα, ένα πλύσιμο έκανα. Και είχαμε βάλει σχοινιά στα γύρω περιβόλια, απ’ τη μια άκρη ενός δέντρου στην άλλη άκρη ενός άλλου δέντρου, και ήταν όλα τα περιβόλια γεμάτα από τραπεζομάντιλα, πετσέτες, σεντόνια, διάφορα, έτσι, κεντήματα, σεμέν, καρεδάκια, διάφορα, πλυμένα στον ήλιο. Και στη μέση, το βρακί του γαμπρού και της νύφης. Ένα εσώρουχο του γαμπρού και ένα εσώρουχο της νύφης, που το είχαμε κρεμάσει κι αυτό, ήταν της πρώτης νύχτας γάμου τα εσώρουχα του γαμπρού και της νύφης. Και φυσικά, γέλια, τραγούδια και λοιπά, χορός και τέτοια γύρω γύρω από τη σκάφη με τη μπουγάδα. Και η γιαγιά, οι θειάδες, η μάνα μου, ο πατέρας μου, τα πεθερικά μου, όλοι, ρίχνανε –τότε ήταν τα χιλιάρικα, ήταν οι δραχμές– ρίχνανε χιλιάρικα πάνω στη σκάφη, που τα δίναν στη γυναίκα, ας πούμε, για πουρμπουάρ, που έπλενε την προίκα. Αυτό το έθιμο έδωσε άκουσμα σε ολόκληρη την Κάρυστο τότε –μιλάμε για το 1983, έτσι; Γιατί είχε να γίνει αυτό το έθιμο, νομίζω, στην Κάρυστο ότι είχε να γίνει πριν από τον Παγκόσμιο πόλεμο τον Β’. Δηλαδή ήτανε, επί γιαγιάδων μου γινόταν έτσι το πλύσιμο της προίκας. Στην εποχή της μαμάς μου, ας πούμε, η οποία παντρεύτηκε την δεκαετία του ’50, δεν υπήρχε, είχε εξασθενήσει αυτό το έθιμο, δεν υπήρχε πλέον. Εγώ το αναβίωσα αυτό και αισθάνομαι, ειλικρινά, πολύ περήφανη γι’ αυτό. Και έχω και φωτογραφίες αυτό, έτσι, και τις δείχνω και μέχρι σήμερα το θυμόνται πάρα πολλοί. Αυτό το θυμάμαι, είχε δώσει άκουσμα τότε, θυμάμαι. Αυτό. Για τον γάμο μου, έτσι, και άλλα ωραία είχα κάνει στον γάμο μου, είχα τηρήσει στον γάμο μου. Ναι, ήτανε… τότε, τη δεκαετία του ’80, ήτανε της μόδας… Ας πούμε, τα όργανα τα τοπικά δεν ήταν πάρα πολύ της μόδας. Δηλαδή, τη δεκαετία του ’60, τέλος του ’60 και του ’70, είχαμε αρχίσει –σε εισαγωγικά– να εκμοντερνοποιούμαστε λιγάκι και δεν θέλανε τα νησιώτικα και τα καβοντορίτικα τα δικά μας και τα πανηγυριώτικα τα όργανα. Θέλανε λιγάκι πιο καλές ορχήστρες, πιο élégant, πιο Αθηναίικες, πιο –να πω τη λέξη, σε εισαγωγικά– αριστοκρατικές να το πω; Κάπως έτσι. Και όταν ήταν ένας γάμος επίσημος, έτσι, ανοιχτός, με τουαλέτες, με καλά ντυσίματα και λοιπά, το θεωρούσαν λιγάκι μπας κλας να χορέψουνε πανηγυριώτικα τραγούδια με πανηγυριώτικα όργανα. Εγώ, λοιπόν, το 1983, πιάνω και βρίσκω παλιούς οργανοπαίκτες, που είχαν σταματήσει να… καμιά φορά στα πανηγύρια, στα χωριά πηγαίνανε τα καλοκαίρια, τον Δεκαπενταύγουστο. Αλλιώς, είχαν παροπλιστεί, ουσιαστικά, γιατί δεν ασχολούνταν και πάρα πολύ ο κόσμος με τέτοιου είδους μουσική. Φέρνανε ορχήστρες από την Αθήνα για τους γάμους τότε, τους καλούς γάμους. Ο δικός μου, λοιπόν, ο γάμος ήταν πάρα πολύ ανοιχτός. Είχε, πραγματικά, είχε δώσει άκουσμα τότε στην Κάρυστο, ήταν περίπου τριακόσια-τετρακόσια άτομα στον γάμο μου. Και θυμάμαι που όταν τους είπα ότι εγώ θέλω να ψάξω τις παλιές τραγουδίστριες και τους παλιούς οργανοπαίκτες, που είναι από χωριά, ξαφνιαστήκανε. Και μου είπανε: «Τόσο επίσημος γάμος και τόσο ανοιχτός γάμος και αντί να πάρεις μία ορχήστρα από την Αθήνα, θα πάρεις οργανοπαίκτες από τα χωριά, τους βλάχους, τους χωριάτες;» ας πούμε, κάπως έτσι. Κι εγώ λέω: «Εγώ έτσι μ’ αρέσει κι έτσι θα το κάνω». Και τους πήρα και οι ίδιοι ακόμη, ξαφνιάστηκαν όταν τους πήρα τηλέφωνο και τους είπα ότι θέλω να βρεθούμε. Γιατί, καταλαβαίνετε τώρα, μια κοπέλα που είχε πάει στην Αθήνα, που είχε βγάλει πανεπιστήμιο, που ήταν κοσμογυρισμένη, που είχε πάρει τον άντρα τον γιατρό, που είχε έρθει εδώ πέρα, που ανήκε σε μια κοινωνία που ήταν, εντάξει… δεν ήταν, ας πούμε, από ένα χωριό πίσω, του Καβοντόρου… Τους φάνηκε πάρα πολύ παράξενο να παντρευτεί, να κάνει επίσημο γάμο, σε ξενοδοχείο πολυτελείας και να πάρει αυτά τα όργανα. Ωστόσο, εγώ επέμεινα πάρα πολύ και τους άφησα, μάλιστα, εν λευκώ να κανονίσουν αυτοί το πρόγραμμα του γάμου. Και μου είπαν… λέω: «Θέλω ό,τι έχει σχέση με νυφιάτικα τραγούδια, ό,τι έχει σχέση». Σας πληροφορώ ότι από τον γάμο μου και ύστερα, όλοι οι άλλοι γάμοι, από το 1983 και μετά, έγιναν με παραδοσιακά όργανα. Με λίγα λόγια, αναβίωσα το έθιμο, που είχε καταργηθεί στις αρχές της δεκαετίας του ’60 και το κάνανε μόνο στα χωριά και τους θεωρούσαμε χωριάτες αυτούς που το κάνανε. Οι καλύτεροι γάμοι της Καρύστου, από μένα κι ύστερα, γίνανε με τοπικά όργανα. Και όχι μόνο αυτό, αλλά και οι χοροί οι αποκριάτικοι που γινόντουσαν, ξέρω ’γω, του Εμπορικού Συλλόγου, του Δήμου, του του Αθλητικού Ομίλου, που ήτανε οι επίσημοι χοροί, που βάζαμε τις τουαλέτες μας τις ακριβές, από το Κολωνάκι αγορασμένες και λοιπά, για να πάμε σε αυτούς τους χορούς και τότε λέγαμε ποια ορχήστρα Αθηνών θα πάρουμε, σας πληροφορώ ότι ξαναγύρισαν και πήραν αυτούς τους παλιούς τους… Και μέχρι σήμερα, οι οργανοπαίκτες αυτοί –όσοι ζούνε, γιατί, οι κακομοίρηδες, ήτανε γέροι και πολλοί απ’ αυτούς έχουν πεθάνει κιόλας. Αλλά όσοι υπάρχουνε σήμερα, είπανε: «Δεν θα ξεχάσουμε ποτέ ότι εξαιτίας σου και χάριν του γάμου σου αναβίωσαν τα πανηγυριώτικα, οι ορχήστρες, ας πούμε, τα όργανα τα τοπικά». Και θυμάμαι, στον γάμο μου… Εντάξει, ντύθηκα, στολίστηκα νύφη, όπως κάνουνε σε όλους τους γάμους, να πάμε με κόρνες στην εκκλησία και όλα αυτά τα σχετικά. Όταν, λοιπόν, πήγαμε στο ξενοδοχείο που γινόταν η δεξίωση μετά και κατέβηκα… Θυμάμαι χαρακτηριστικά, κατέβαινα, έτσι, με το νυφικό μου –που είχε και πάρα πολύ μεγάλη ουρά– τα σκαλιά τα μαρμάρινα για να μπω στην αίθουσα δεξιώσεων. Παίζανε ορχηστρικό τη «Μαντινάδα του γαμπρού» –έτσι λέγεται. Είναι ένα ορχηστρικό, έτσι, χορευτικό μεν, αλλά εμείς τότε προχωρούσαμε και μας το παίζανε, τη «Μαντινάδα του γαμπρού». Και το πρώτο τραγούδι, ο πρώτος χορός που χόρεψα ήτανε το τραγούδι που λένε «Ας είναι η ώρα η καλή κι η ώρα η ευλογημένη», της νύφης, που το ακούω ακόμη και, ειλικρινά, το σκέφτομαι και ανατριχιάζω, γιατί έχει εκπληκτικά λόγια, εκπληκτικά λόγια –για τη νύφη, για τον γαμπρό… Λόγια που συγκινούνε πάρα πολύ. Για τον κουμπάρο, για τους γονείς… Και χόρεψε πρώτος ο πατέρας μου. Αυτό είναι σημειολογικό, δεν είναι τυχαίο ότι με βούτηξε και χόρεψε πρώτος ο πατέρας μου. Είναι που ο πατέρας ορίζει τελευταία φορά την κόρη του, προτού την παραδώσει στον γαμπρό. Δηλαδή κάνει, με λίγα λόγια, κουμάντο στην κόρη του προτού την παραδώσει στον γαμπρό. Δηλαδή, με χόρεψε και αφού με χόρεψε μια βόλτα, μετά με έδωσε και με χόρεψε πρώτη η πεθερά μου. Ότι δηλαδή: «Σ’ την παραδίδω, πεθερά, τη νύφη». Και ήταν, πραγματικά… Το βίντεο που έχω, φαίνεται ότι ο κόσμος έκλαιγε, είχε συγκινηθεί πάρα πολύ ο κόσμος από αυτό το πράγμα. Δεν είχε ξαναγίνει αυτό, είχανε χρόνια να το δουν αυτό σε γάμο. Αυτό θυμάμαι στον γάμο μου. Ναι, και θυμάμαι, λοιπόν, ότι με παρέδωσε ο πατέρας μου μετά, αφού με χόρεψε πρώτα ο πατέρας μου, με παρέδωσε στην πεθερά μετά, και καλά ότι με παραδίδει πλέον στο καινούριο σπίτι. Και τον δεύτερο χορό, μου τον χόρεψε η πεθερά μου. Αυτά, πραγματικά, μου ’χουν μείνει αξέχαστα. Όπως και το γλέντι μου έμεινε αξέχαστο και το φαγητό μου έμεινε αξέχαστο. Σημειωτέον, ο πατέρας μου είναι –ήταν– κτηνοτρόφος, κτηματίας, κτηνοτρόφος κι είχε κοπάδι. Το κοπάδι του, με τα ονομαστά αρνιά και κατσίκια της Καρύστου, και ήτανε, ενώ ήταν… Έχει σημασία, γιατί ο καθένας, στα χωριά, είναι πάρα πολύ φυσικό σε γάμους να σφάζουν αρνιά και να γίνεται πανηγύρι και γλέντι και τέτοια στους γάμους. Λάβετε υπόψη σας ότι το 1983 είχαμε λιγάκι ενστερνιστεί τον πιο δυτικό τρόπος ζωής και όχι τόσο πολύ να επιμένουμε στα ήθη και στα έθιμα και στα παλιά, πρώτον. Και δεύτερον, η Κάρυστος ήταν μία κωμόπολις, έτσι; Μοντέρνα. Δεν είναι χωριό. Οπότε, σε ξενοδοχεία πολυτελείας, σαν αυτό που έγινε ο γάμος μας, ήτανε με το φιλέτο και με τη σαλάτα την ιδιαίτερη και με τα τέτοια. Δεν περίμενε κανείς να δει κεσέμια και αρνιά και κοψίδια σε στυλ χωριάτικο, πανηγυριώτικο, ανάμεσα απ’ τα λινά τραπεζομάντιλα. Και ήταν πάρα πολύ εντυπωσιακό το γεγονός ότι πέρα από το τυπικό το φαγητό, το κλασσικό, το élégant, ας πούμε, το μενού ήτανε αρνιά και πιατέλες και τέτοια, που έδιναν μία χωριάτικη χροιά στον όλο, στην όλη διασκέδαση, ας πούμε. Τουαλέτα και χωριάτικο κατσίκι, ξέρω ’γω, κάπως έτσι. Και κάναμε γλέντι, βασικά, με όλους τους χορούς, βεβαίως και ξένους και ελληνικούς και λαϊκούς και τέτοια, αλλά, κατεξοχήν, δώσαμε έμφαση στους τοπικούς χορούς μας, όπως είναι ο μπάλος ο καρυστινός –ονομαστός ο μπάλος ο καρυστινός– και όπως είναι ο καβοντορίτικος ή καλλιανιώτικος. Η καταγωγή της μαμάς μου –του παππού μου απ’ τη μεριά της μητέρας μου– είναι από το Καλλιανό, ένα χωριό του Καβοντόρου. Αυτός ο χορός είναι… λέγεται καλλιανιώτικος ή καβοντορίτικος και χορεύεται με τα χέρια σταυρωτά και γι’ αυτό τον λέμε και σταυρωτό. Αυτό τον χορό, λοιπόν, επειδή η μαμά μου, η καταγωγή της είναι από το Καλλιανό, τον χόρεψε πρώτη –η μάνα της νύφης τώρα–, το χόρεψε πρώτη. Και ήμαστε ένας τεράστιος κύκλος, στον οποίο ήμαστε όλοι με τα χέρια σταυρωτά μπροστά, σαν πλεξίδα, και προστίθεντο στον κύκλο κι άλλα άτομα κι άλλα άτομα κι άλλα άτομα, που έγινε ένας τεράστιος κύκλος, ο οποίος κύκλος, η πρώτη, που ήταν η μαμά μου, έμπαινε στον κύκλο, έβγαινε στον κύκλο και σχηματιζόταν ένας σαλίγκαρος. Ένας τεράστιος σαλίγκαρος, ένα φίδι –πώς να το πω;– το οποίο γύρναγε όλη την αίθουσα του ξενοδοχείου, και γύρω γύρω και μπρος πίσω και άνοιγε και έκλεινε και ήτανε ένα τεράστιος σαλίγκαρος, που άνοιγε και έκλεινε και πέρναγε απ’ το κάθε τραπέζι. Και όλα τα τραπέζια σηκωνόντουσαν και μας χειροκροτούσαν, μας έλεγαν: «Στην υγεία σας», έτσι, έγινε ένα πάρα πολύ ωραίο γλέντι, πάρα πολύ κεφάτο, πάρα πολύ παραδοσιακό, με όλα τα ήθη και τα έθιμά. Μέχρι που «Πώς χορεύουν το πιπέρι» χόρεψε η νύφη, σας πληροφορώ.  Η νύφη, λοιπόν, με τουαλέτα υπερπολυτελείας, μα υπερπολυτελείας, χόρευε το «Πώς το τρίβουν το πιπέρι» και κυλιόμουνα κάτω στο πάτωμα, κυλιόμουνα με το στήθος μπροστά, κυλιόμουνα με την πλάτη, κυλιόμουνα με τα πόδια, κυλιόμουνα με τα γόνατα –μέχρι με το μέτωπο! Γιατί ανάλογα το τραγούδι –ανάλογα τον στίχο μάλλον, το κάθε στιχάκι του τραγουδιού. «Πώς το τρίβουν το πιπέρι;» «Όχι, το τρίβουν με την πλάτη», «Όχι, το τρίβουν με το γόνατο», «Όχι, το τρίβουν με το πόδι», «Όχι, το τρίβουν με τη μύτη»… Και ανάλογα, η νύφη –εγώ δηλαδή– χτυπιόμουνα κάτω στο πάτωμα. Και σας πληροφορώ ότι δεν γελοιοποιήθηκα καθόλου, ίσα ίσα, που όλοι μου λέγανε τι αυθόρμητη νύφη που ήμουνα και πόσο ωραία χόρεψα. Λοιπόν, όπως καταλαβαίνετε, έχουν περάσει πόσα χρόνια από το 1983, ακόμη θυμάμαι τον γάμο μου, γιατί τον ευχαριστήθηκα πάρα, μα πάρα πολύ και έχω τον εγωισμό να το πω, να πιστεύω ότι έχει μείνει ονομαστός ο γάμος μου από τότε και πάρα πολλοί γάμοι έγιναν με το στυλ το δικό μου από κει και ύστερα, θέλοντας να αναβιώσουν κι αυτοί τα άλλα έθιμα. Μια και είπα για γάμο –δεν το έκανα εγώ βέβαια, δεν το κάναμε εμείς, αλλά… γιατί ο άντρας μου είναι και Θεσσαλονικιός και, εντάξει, δεν θα μπορούσε να συμμετέχει σε τέτοιου είδους αναβίωση εθίμου. Αλλά ήμουνα καλεσμένη σε ένα γάμο φίλης, που έχει παντρευτεί –Καρυστινή η φίλη, που έχει παντρευτεί Καρυστινό– και το έκανε ο πατέρας της νύφης, λοιπόν. Το έθιμο είναι το εξής. Τα παλιά τα χρόνια –και στην εποχή της μητέρας μου– συνηθιζόταν πολύ οι γάμοι στο σπίτι και όχι στην εκκλησία. Δηλαδή, έπαιρνε ο γαμπρός τους γονείς του και όλο το συμπεθεριό και όλους τους καλεσμένους και πήγαιναν στο σπίτι της νύφης, η οποία νύφη ήταν στολισμένη νύφη στο σπίτι και περίμενε. Και ο γάμος, ερχόταν ο παπάς και λοιπά και ο γάμος γινόταν στο σπίτι της νύφης αντί να γίνει στην εκκλησία. Και το γλέντι γινότανε στο σπίτι της νύφης. Ο άντρας, συνήθως, ο γαμπρός, στα παλιά τα χρόνια είχε το άλογο, έτσι; Έβαζε, λοιπόν, μια κόκκινη κουβέρτα –κόκκινη μπατανία, που τη λέγαμε εμείς– στο άλογο πάνω, καβάλαγε το άλογο γαμπρός και πήγαινε. Και έξω, στο κατώφλι του σπιτιού, τον περίμενε ο πατέρας της νύφης για να τον υποδεχτεί –ο πατέρας και η μάνα της νύφης– να τον πάνε μέσα, που περίμενε η νύφη για να γίνει ο γάμος. Και ο γαμπρός έπρεπε να κατέβει από το άλογο. Τότε, λοιπόν, έλεγε ο γαμπρός: «Θέλεις να κατέβω, πεθερέ, απ’ τ’ άλογο για να παντρευτούμε;» «Ναι», έλεγε, «Ναι, παιδί μου, κατέβα», έλεγε ο πεθερός. «Δεν κατεβαίνω. Για να κατέβω, θέλω να μου τάξεις κατεβαστίκια». Τι κατεβαστίκια; Κατεβαστίκια ήταν το επιπλέον της προίκας, το επιπλέον από τη συμφωνηθείσα προίκα. Όταν, λοιπόν, κανονίζανε τα του γάμου, συνήθως, ο πατέρας της νύφης έλεγε και τι προίκα δίνει στο κορίτσι του. Και αφού τα είχανε συμφωνήσει όλα, προχωρούσαν στον γάμο. Αυτό θεωρείτο κατά κάποιο τρόπο –σε εισαγωγικά– ένα είδος εκβιασμού, εθιμοτυπικά. Δηλαδή: «Αν δεν μου δώσεις και –ξέρω ’γω– κάτι παραπάνω, δεν κατεβαίνω για να γίνει ο γάμος».  Οπότε, έλεγε ο πεθερός, ας πούμε… Έλεγε ο γαμπρός: «Θέλω κατεβαστίκια». Και έλεγε ο πεθερός: «Θα σου δώσω και –ξέρω ’γω– μία κατσαρόλα», ας πούμε. «Θέλω και κάτι άλλο». «Θα σου δώσω και ένα αρνί», «Θα σου δώσω και μία ακόμη κουβέρτα». «Άντε, καλά, κατεβαίνω». Και ανάλογα με αυτό το λογοπαίγνιο, γινόταν, ξέρω ’γω… κατέβαινε και γινόταν ο γάμος. Πολλές φορές, φυσικά, άμα ήταν και λιγάκι αψύς ο γαμπρός ή ο πεθερός, μπορούσε και να χαλάσει γάμος στα κατεβαστίκια. Αλλά αυτό ήταν ακραίες περιπτώσεις, πιο πολύ το κάνανε για πλάκα και για το έθιμο. Μία φίλη μου, λοιπόν, παντρεύτηκε την ίδια εποχή που παντρεύτηκα κι εγώ και περίμενε, όπως περιμένουν οι γαμπροί στην εκκλησία. Και ο πεθερός, ο πατέρας της νύφης, πήγε να το κάνει εξ αντιθέτου. Αντί να το κάνει, δηλαδή, ο γαμπρός στη νύφη, το έκανε η νύφη στον γαμπρό. Περίμενε, λοιπόν, ο γαμπρός στην εκκλησία, έρχεται το αυτοκίνητο με κορναρίσματα, με τον πατέρα της νύφης και με τη νύφη και με το που σταματάει το αυτοκίνητο και ανοίγει η πόρτα, αντί να βγει έξω η νύφη, βγαίνει ο πατέρας της νύφης, πάει στον γαμπρό και του κάνει: «Κατεβαστίκια και θα μου δώσεις για να κατεβάσω τη νύφη;» Ο γαμπρός δεν κατάλαβε τι είπε και λέει: «Τι είπες;» «Κατεβαστίκια θα μου δώσεις;» Του φωνάζουνε, λοιπόν, οι άλλοι από πίσω: «Όχι, όχι! Πες όχι». «Όχι», λέει ο γαμπρός. «Όχι; Γεια σου, φεύγω». Μπαίνει μες στο αυτοκίνητο, φεύγει με τη νύφη. «Τι γίνεται, ρε παιδιά;» «Α, βλάκα, που δεν έδωσες κατεβαστίκια! Τώρα σου ’φυγε η νύφη». Να φωνάζει ο γαμπρός: «Τρεχάτε, μιλάτε του και πέστε του ότι θα δώσω κατέβαστικια, να μου φέρει τη νύφη πίσω». Κάνει μία βόλτα στην εκκλησία ο πατέρας με τη νύφη, τέλος πάντων, με το αυτοκίνητο, γέλια, κορναρίσματα και τέτοια, ξανάρχεται ο γαμπρός –ο πατέρας με τη νύφη. Περιμένει ο γαμπρός, βγαίνει ο πατέρας έξω: «Τι έγινε, γαμπρέ; Το αποφάσισες; Κατεβαστίκια θα μου δώσεις για να κατέβει η νύφη;» «Θα σου δώσω». Υπόψιν, ο γαμπρός ήταν εργολάβος οικοδομών και είχε διάφορα διαμερίσματα, τα οποία τα εκμεταλλευόταν, τα πούλαγε, τα νοίκιαζε και λοιπά. Και λέει: «Θα σου δώσω μία γκαρσονιέρα», είπε ο γαμπρός. «Γκαρσονιέρα μόνο με τέτοιο κορίτσι που σου δίνω; Δεν δέχομαι, δρόμο!» Και ξανά πίσω το αυτοκίνητο. Κάνει άλλη μια βόλτα και πια, την τρίτη πια φορά, ξαναγυρίζει και λέει ο γαμπρός: «Θα σου δώσω ρετιρέ και θα ’χω την κόρη σου μέσα βασίλισσα». «Τότε», λέει, «αλλάζει». Χειροκροτάει ο κόσμος, βγαίνει η νύφη έξω και προχώρησαν μέσα και έγινε ο γάμος. Δηλαδή, κατά κάποιο τρόπο, πήγε να αναβιώσει –και το αναβίωσε, κατά κάποιο τρόπο– αυτό το έθιμο με τα κατεβαστίκια και, έτσι, καλαμπουρίσαμε, καλαμπουρίσαμε πολύ. Ένα πράγμα που ξέχασα να πω, στον γάμο μου –και σε άλλους γάμους μετά έγινε, μετά τον δικό μου. Τώρα το θυμήθηκα, με τα κατεβαστίκια. Ένα έθιμο που τήρησα πάρα πολύ –που τήρησα στον γάμο μου, γιατί μου άρεσε πάρα πολύ– ήτανε η κουβέρτα του κουμπάρου. Στους γάμους, συνήθως, κάνουνε δώρο στον κουμπάρο μια κουβέρτα –κουβέρτα, διπλή κουβέρτα. Αν είναι ανύπαντρος διπλή κουβέρτα για την προίκα του, για να παντρευτεί, είτε άντρας είτε είναι γυναίκα. Αν είναι παντρεμένος, για να έχουνε διπλή κουβέρτα να σκεπάζονται, ας πούμε, μια διπλή κουβέρτα. Και είχε ξεφτίσει πολύ το έθιμο που θα σας πω τώρα, είχε ξεφτίσει το έθιμο και, απλά, την παραμονή του γάμου, έστελνε η μάνα της νύφης, από την προίκα της νύφης, έβγαζε μία κουβέρτα, μια καλή κουβέρτα και την έστελνε την παραμονή του γάμου στον κουμπάρο. Αυτό ήταν το δώρο της μάνας της νύφης.  Εγώ, λοιπόν, τι έκανα; Αναβίωσα το παλιό το έθιμο. Δεν έστειλα την κουβέρτα την παραμονή του γάμου στον κουμπάρο και στην κουμπάρα μου, αλλά την ώρα που με χόρευε η κουμπάρα μου στο τραπέζι, στο γλέντι του γάμου, που χόρευε πρώτη η κουμπάρα μου εμένα, σηκώθηκε η μάνα μου και όπως ήταν η κουβέρτα, της την έριξε στον ώμο. Και χόρευε με το ένα χέρι κρατώντας –η κουμπάρα μου– με το ένα χέρι κρατώντας εμένα και με το άλλο χέρι κρατώντας στον ώμο της την κουβέρτα, το δώρο, δηλαδή, της μαμάς της νύφης προς την κουμπάρα. Και μάλιστα, θυμάμαι, κουβεντιάζαμε με τη μάνα μου και είχαμε βάλει όλες μου τις κουβέρτες κάτω και λέγαμε, ξέρω ’γω: «Ποια κουβέρτα να δώσω;» «Όχι αυτή, όχι αυτή, όχι αυτή, την καλή» –γιατί, εντάξει, να κάνουμε και τη φιγούρα στον κόσμο. Αυτή την κουβέρτα θα τη βλέπανε και τριακόσια-τετρακόσια άτομα. Την προίκα μου, ας πούμε, την είδανε –πόσοι την είδανε; Την είδανε πενήντα; Την είδανε εξήντα; Την είδαν εβδομήντα άτομα; Την κουβέρτα θα τη… Εντάξει, κάναμε και τη φιγούρα μας! Δώσαμε την καλύτερη κουβέρτα. Εντάξει, δεν μπορώ να πω, την καλύτερη κουβέρτα έδωσα, αλλά χαλάλι, γιατί έκανα και μεγάλη φιγούρα. Αυτό. Είχα ξεχάσει να το αναφέρω πριν στον γάμο μου. Αυτά θυμάμαι, έτσι, χαρακτηριστικά, απ’ τον γάμο –απ’ τον γάμος… Το θέμα δεν ήταν ο γάμος μου, απλά μίλησα για τον γάμο μου, γιατί τήρησα όλα τα έθιμα, ούτε καν της μητέρας μου –η μητέρα μου δεν τα είχε τηρήσει, δηλαδή, τα περισσότερα από αυτά–, της γιαγιάς, των γιαγιάδων. Δηλαδή, τήρησα τα έθιμα του 1900, του 1920, αυτά ήταν, αυτά ήτανε. Μετά το 1950, αυτά τα έθιμα, το ’60, είχαν αρχίσει και ξεφτίζαν και πολλά από αυτά δεν υπήρχαν καν. Κι εγώ το 1983 τα αναβίωσα, επειδή έχω τρέλα, έχω λοξά με ό,τι έχει σχέση με παραδόσεις, με ήθη και έθιμα, με συνήθειες παλιές. Από έπιπλα και από ρούχα και από αντίκες και από τέτοια, μέχρι χορούς, μέχρι διηγήσεις, μέχρι τα πάντα, έχω μία… Είναι η λοξά μου αυτή, μου αρέσει πάρα πολύ να ασχολούμαι με κάτι τέτοια. Δεν έχω κάτι άλλο, έτσι, να πω. Ήθελα να πω, δηλαδή, ότι δεν ήθελα να μιλήσω αυτό καθαυτό για τον γάμο μου, ήθελα να μιλήσω για τα έθιμα τα οποία έκανα στον γάμο μου.

Ενότητα 3

Το δώρο της γιαγιάς της αφηγήτριας στα δισέγγονά της – Η σημασία της παράδοσης

00:35:33 - 00:41:03



Ένα άλλο, που δεν ξέρω αν είναι έθιμο, αλλά, εν πάση περιπτώσει, εγώ το έκανα –δεν ξέρω αν θεωρείται έθιμο, παράδοση, δεν ξέρω πώς να το πω, συνήθεια, γούρι– είναι… Όταν γεννήθηκε το πρώτο μου παιδί και το ’φερα στην Κάρυστο –έκανα το πρώτο μου παιδί και το έφερα στην Κάρυστο. Και η γιαγιά μου είδε το πρώτο της δισέγγονο. Με το που έφτασα στο σπίτι και με υποδέχτηκε η γιαγιά μου και η μαμά μου, η γιαγιά μου μού έδωσε μία σακούλα, που είχε μέσα βαμβάκι, ζάχαρη και ένα κέρμα. Και μου είπε: «Βαμβάκι, για να γίνουν τα μαλλιά του άσπρα, ζάχαρη, για να είναι η ζωή του γλυκιά και κέρμα, για να βγάλει πολλά λεφτά». Και το θυμάμαι αυτό. Σας πληροφορώ ότι, εκτός από τη ζάχαρη, που φοβήθηκα μήπως χαλάσει και την πέταξα, το βαμβάκι και το κέρμα το έχω φυλαγμένο στα πράγματα του γιου μου τα βαπτιστικά. Αυτό το θυμάμαι. Το ίδιο έκανε και στην κόρη μου η γιαγιά μου. Αυτό το θυμάμαι. Αυτά.

Κυρία Χατζηνικολή, θα θέλατε να προσθέσετε κάτι άλλο;

Όχι, έτσι, αυτά που έχω κάνει εγώ… Κοίτα, αυτά που έχω κάνει εγώ, τα είπα, ας πούμε, πιο πολλά στον γάμο μου, δηλαδή, από αυτά που έχω κάνει. Μου αρέσει πάρα πολύ να τηρούνται –να αναβιώσουν μάλλον, όχι να τηρούνται– να αναβιώσουν τα ήθη και τα έθιμα της περιοχής. Θεωρώ, δηλαδή, ότι η ταυτότητά μας είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με ό,τι έχει να κάνει με την παράδοση και με τα ήθη και τα έθιμα ενός τόπου. Και ο κάθε τόπος έχει –πέρα από τα ελληνικά τα έθιμα τα γενικά– ο κάθε τόπος έχει τα δικά του έθιμα και είναι πάρα πολύ καλό να διατηρούνται, γιατί έτσι, ξέρεις, δεν είναι μόνο ότι διατηρούνται τα έθιμα, γενικώς και αορίστως, για να τα κάνουμε χάζι, να τα… Είναι ότι είναι συνυφασμένα και με την κουλτούρα μας και με τις αξίες. Όλα αυτά πηγαίνουν και σε ιδεολογία και σε ηθικές αξίες και σε… Δηλαδή, σε αξιακά κριτήρια, ρε παιδί μου, να μην τα ισοπεδώνουμε τα πάντα. Ξέρεις, η εποχή μας σήμερα είναι πάρα πολύ… στην εποχή μας έχουμε φοβερά έντονο το –με τους ρυθμούς που τρέχουμε– το φαινόμενο της παγκοσμιοποίησης. Είναι αμαρτία, πέρα από την εθνική ταυτότητα, που επιβάλλεται να έχουμε –όχι μόνο εμείς, το κάθε έθνος, ανάλογα με τα αυτά του. Αλλά εμείς πρέπει να έχουμε και στο κάθε μέρος της Ελλάδας, επειδή έχουμε πάρα πολύ πλούσια πολιτιστική κληρονομιά, πρέπει να τα διατηρούμε αυτά τα πράγματα, είναι αμαρτία να χαθούν. Πρέπει να τα δίνουμε όσο μπορούμε στα παιδιά μας και στα εγγόνια μας, για να διαιωνίζονται. Επίσης, και όλα αυτά, ένα χαρακτηριστικό –αλλά τώρα δεν μπορούμε να μακρηγορήσουμε τόσο πολύ, ελπίζω να μας δοθεί άλλη φορά η ευκαιρία να μιλήσουμε– για τα γλωσσικά ιδιώματα της περιοχής μας, τα οποία είναι εκπληκτικά. Δεν μπορείτε να φανταστείτε τι γλωσσικοί ιδιωματισμοί υπάρχουν στην περιοχή μας και ξαφνιάζουνε ως προς την ετυμολογία τους, ξαφνιάζουν από πού προέρχονται και ιδιωματισμοί, οι οποίοι είναι πάρα πολύ σημαντικοί. Δεν είναι μόνο, δηλαδή, οι κλασσικοί ιδιωματισμοί –της Κρήτης, ας πούμε. Ξέρουμε ότι η Κρήτη έχει ιδιωματισμό, ξέρουμε ότι οι Πόντιοι έχουνε ιδιωματισμό. Οι Καβοντορίτες, οι Ευβοιώτες δεν ξέρουμε κανέναν ιδιαίτερο ιδιωματισμό. Κι όμως, κάνουν λάθος. Υπάρχουνε πάρα πολλές εκφράσεις ιδιωματικές, που κι εγώ η ίδια, που τις έχω ακούσει κι απ’ τις γιαγιάδες μου και απ’ τις θειάδες μου, ξαφνιάζομαι που τις ακούω. Και να σας πω και κάτι άλλο. Επειδή νομίζω –νομίζω– ότι χειρίζομαι σωστά τον λόγο, όσο μου είναι δυνατόν, όσο μεγαλώνω, όμως, παρατηρώ στον εαυτό μου να χρησιμοποιώ τις εκφράσεις τις χωριάτικες, τις τοπικές, πιο πολύ για μένα, δηλαδή για να τις εμπεδώσω, να τις μιλάω, για να ακούνε τα παιδιά μου και μεθαύριο, αν αξιωθώ να κάνω εγγόνια, και τα εγγόνια μου, να με ακούνε ότι μιλάω, έτσι. Δηλαδή, προτιμώ να με ακούνε στην καθημερινότητά μου να μιλάω έτσι, παρά να λέω: «Ξέρεις, αυτό η γιαγιά μου το έλεγε έτσι», «Ξέρεις, το άλλο η γιαγιά μου το έλεγε έτσι». Προτιμώ, λοιπόν, η ίδια εγώ να το παίζω γιαγιά αγράμματη της δεκαετίας του 1920 και να το κάνω αυτό και, μεταξύ σοβαρού και αστείου, να το διοχετεύω και στις επόμενες γενιές. Αλλά αυτό, εντάξει, είναι ένα θέμα τώρα που… να μη μακρηγορήσουμε.

Κυρία Χατζηνικολή, θα ήθελα να σας ευχαριστήσω πολύ για αυτή την όμορφη συζήτηση και για τον χρόνο που μου αφιερώσατε.

Παρακαλώ, να ’στε καλά.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Μνήμες νόστιμες- μνήμες ζωής. " O Κουρκουμπίνας"

 Η ταβέρνα του Γιώργου  και της Ελένης Θεοδώρου στο Νικάσι αποτέλεσε για 24 ολόκληρα χρόνια- από το 1976 μέχρι το 2000- πυρήνα τοπικής κουζί...