O δράκος και ο Λιανός στην Όχη.
Μια ιστορία που μου την διηγήθηκε κάτοικος του Κάβο Ντόρο
Μια φορά και ένα καιρό, πριν πολλά πολλά χρόνια, ζούσε ένας τσομπάνης ψηλά στην Όχη και το κονάκι του το είχε λίγο πιο κάτω από τα δρακόσπιτα, εκεί που ακόμα υπάρχουν τα κατάλοιπα και τα υπόλοιπα εκείνης της ζωής του.
Που λες λοιπόν, ήταν χειμώνας, έκανε κρύο και είχε ανάψει μια φωτιά να ζεσταθεί ενώ τυροκομούσε .Στην βιασύνη του πάνω όμως, του έπεσε ένα κομμάτι μανούρι μέσα στις στάχτες.
Ξαφνικά ακούστηκε ο γδούπος του δράκου που κατέβαινε από το δρακόσπιτο.
Γκουπ, γκουπ, και ο Λιανός ,-αδυνατούλης όπως ήταν και για αυτό άλλωστε έτσι των έλεγαν, - άρχισε να τρέμει για την αναπόφευκτη συνάντηση του με τον δράκο.
- Τι κάνεις εδώ?
Ακούστηκε ο δράκος και το κτύπημα του ταρακούνησε όλο το μαντρί.
- Tίποτα, τίποτα! Εδώ τις δουλίτσες μου... Είπε τρομοκρατημένος ο Λιανός.
- Δεν πέφτεις στα γόνατα? Δεν φοβάσαι? Για κοίτα εδώ πως διαλύω την πέτρα!
Και παίρνει μια πέτρα , την σφίγγει στην χούφτα του και η πέτρα διαλύθηκε σε πετραδάκια.
Ο Λιανός θυμήθηκε τις ιστορίες των μεγαλυτέρων, για το ότι δηλ, ο δράκος μπορεί να ήταν δυνατός αλλά στο μυαλό τον νικούσες εύκολα αν δεν άφηνες τον τρόμο να σε καταλάβει, και αστραπιαία βάζει το χέρι του μέσα στις στάχτες, αρπάζει το μανούρι που είχε πέσει εκεί, στυλώνει τα πόδια στην γη με δύναμη και απλώνει το χέρι του μπροστά στα μάτια του δράκου ενώ το έσφιγγε στην χούφτα του και η ζάρα άρχισε να τρέχει μέσα από τα δάκτυλα του.
-" Kοίτα!" . Του λέει ο Λιανός, "Εσύ , ολόκληρος δράκος την κάνεις πετραδάκια αλλά εγώ την στύβω την πέτρα και είμαι μια σταλιά άνθρωπος! Φύγε και μη σε ξαναδώ στα μέρη μου!
Ο Δράκος τρόμαξε από την δύναμη του Λιανού, και με βήματα πίσω έφυγε τρομοκρατημένος για την άλλη μεριά του βουνού.
Από εκείνη την ημέρα μέχρι και σήμερα δεν τον ξαναείδε κανείς, αλλά ο Λιανός πέρασε την ιστορία του και την μαθαίνουμε μέχρι και σήμερα και θαυμάζουμε την εξυπνάδα που νικά την δύναμη και τον φόβο του δράκου.
Σημείωση
Μανούρι, είναι το τυρί στην αρχή του, πριν να ψηθεί,
ζάρα είναι το υγρό που βγάζει το τυρί.
Aυτή η ιστορία έχει μεταφερθεί προφορικά από πολύ παλιά και την γράφουμε για να μείνει να θυμίζει τους θρύλους και τις ιστορίες που έλεγαν και πίστευαν οι άνθρωποι της υπαίθρου της περιοχής.
Σοφία Κόλλια
------------------------------------------------------------------------------------------------------
https://haunted.gr/laografia/drakospita/oi-dyo-drakoi-kai-to-drakospito-tis-ochis
Τα δυο αδέλφια δράκοι
Μου είχε πει ο πατέρας και η μάνα μου ότι ήταν δυο αδέλφια που τα έλεγαν δράκους. Είχαν πολλή δύναμη. Ο ένας έμενε στους Μύλους και ο άλλος στους Λενοσαίους. Είχαν και μια αδελφή. Η αδελφή τους πότε έμενε στον έναν και πότε έμενε στον άλλον. Μια μέρα ήθελαν να συναγωνιστούν για το πόσο μακριά μπορούν να πετάξουν τα λιθάρια. Πρώτα πέταξε αυτός από τους Μύλους και η πέτρα έφτασε μέχρι την Σκάλα, μέσα στο ποτάμι. Ο αδελφός του εν τω μεταξύ , είχε πάει και πιει νερό και δυστυχώς τον πέτυχε η πέτρα και τον σκότωσε. Έστειλε ειδοποίηση στην αδελφή του να έρθει στους Λενοσαίους, και τον έθαψαν αριστερά του δρόμου. Υπάρχει ο τάφος δίπλα στην σπηλιά. Μπορείς να τον καταλάβεις γιατί είναι μια μεγάλη πλάκα ραγισμένη στην μέση. Εκεί πιο κάτω, ονομάζεται Κακιά Σκάλα. Από την στεναχώρια του ο αδελφός του πήγε στο στον Άι Λιά και έχτισε ένα μεγάλο πέτρινο σπίτι και το λένε δρακόσπιτο.
Λενοσαίοι.
------------------------------------------------------------------------------------------------
Αυτήν την ιστορία μου την είπε ο πατέρας και παππούς μου και τα θυμάμαι.
Πηγαίναμε στον Άι Λια και βλέπαμε το σπίτι του δράκου.Κοιτούσαμε εκεί κάτω πως το είχαν φτιάξει με πέτρες, είχαν πελεκήσει μεγάλες πέτρες. Κοιτάζαμε και μια πέτρα. Το αχνάρι του δράκου. Έλεγαν οι παππούδες ότι εκεί είχε πατήσει ο δράκος. Είχε εκεί λέει, ένα υπόγειο πέρασμα από το οποίο ο δράκος έβγαινε κατ’ευθείαν στους Μύλους. ‘Έλεγαν ότι είχαν σκοτώσει εκεί μέσα –στο δρακόσπιτο- τον δράκο. Δεν ξέρω ποιος τον είχε σκοτώσει. Όταν πηγαίναμε στον Άι- Λια, πηγαίναμε και βλέπαμε το σπίτι του δράκου.
Κόμητο.
Βιβλιογραφία.
Τίτος Γιοχαλάς
Τίτλος. Τα Αρβανίτικα, Εκδόσεις Πατάκη. 2002
"Ο ΔΡΑΚΟΣ" Διήγημα του Γεώργιου Σακκά 1933
Ο ΔΡΑΚΟΣ
Στη πιο ψηλή κορφή απέναντι στη Γιούδα, ο Δράκος , τρανός της χώρας βασιλιάς έχτισε το παλάτι του. Παλάτι γεροθέμελο πελώριο , λες και χτίστηκε από ατόφια πέτρα, χυτό και καμαρωτό. Υψώνεται περήφανα βλέποντας πέρα , μακρυά τ’ αχνιστά μπουγάζια ως το Βόσπορο δώθε, το απαλό βύθισμα της Τζιάς στο παιχνιδιάρικο κύμα του Αιγαίου.
Μερονυχτίς αλύπητα ο βοριάς και ο Νοτιάς το παραδέρνουν, λες και θέλουν να το ξερριζώσουν σύγκορμο και χάμω κομμάτια να το ρίξουν.
Εκείνο , ατάραχο σπάζει εμπαιχτικά στα γρανιτένια ογκολιθάρια του στην κάθε βίαιη ορμή τ’ αγέρα. Τα σύφνεφα μονάχα, κορώνα χρυσοσκάλιστη δέχεται στα πυργόφρυδα. Κι΄είναι το μόνο αθώο άγγιγμα που καλοδέχεται νυχτοήμερα.
Τρανός στην Όχη τότε βασίλευε ο Δράκος βασιλιάς. Απ΄την ψηλή κορφή της διαφέντευε βασίλειο τρανό και ξακουσμένο.
Παιδί κι’ αυτός των δώδεκα Θεών που κατοικούσανε στον Όλυμπο παλαιότερα, παλάτι μαρμαρόχυτο από ατόφια πέτρα βάλθηκε να στεριώση. Απέναντι στη Γιούδα , την πιο ψηλή κορφή θεμέλιο άνοιξε βαθύ.
Το μέρος κείνο διάλεξε για να θυμάται πάντοτε τα Ήρας της θεάς το ερωτικό της πάθημα.
Συμπόσιο με νέκταρ οι θεοί στον Όλυμπο διαφέντευαν κάποτε. Πλοκάμια πάμπολλα το ψηλό βουνό σε όλη τη χώρα τότε άπλωνε. Με τον καιρό και τους σεισμούς πολλά κοπήκανε από το γέρικο κορμό του και μόνα τους απόμειναν.
Ο Δίας ο θεός βασίλευε μεσ’ τους θεούς στη χάρη και στην δύναμη. Και στο συμπόσιο εκείνο από το το θεικό πιοτό σα να ζαλίστηκε.
Πιο πέρα η Ήρα, η όμορφη θεά, μέσα σε κάλλη και ΄μορφιές λαμποκοπούσε. Ο Δίας ζαλίστηκε πιότερο στην ομορφιά της και η καρδιά του ερωτικά σκιρτάει. Τα χέρια του τα’ ατσαλόνευρα απλώνει της Ήρας τα μαρμαροτράχηλα ν’ αγγίξη , μα κείνη φοβισμένη από το πάθος του θεού, φυλάγεται στην κίνηση εκείνη.
Τα μάτια του θεού αστράφτουνε. Το σπιθοβόλημα τους κεραυνούς ρίχνουν απανωτά στην Θεσσαλίας τον κάμπο τον απέραντο. Μουγκρίζει ο θεός κι’ ωρύεται.
-Δος μου φιλί θεά! Φωνάζει.
Πιότερο σαστισμένη η θεά στα σύγνεφα μπερδεύεται και ανεμόφτερη στις διάφορες ψηλές κορφές πετάει.
Άρχισε τότε θεικό κυνηγητό.
Τρέχει μπροστά η Ήρα ν’αποφύγει το θεό και πίσω της εκείνος άγριος την κυνηγά. Τρυγόνα ‘ κείνη αγνή και άσπιλη στου γερακιού το βρωμερό το στόμα θροφή να γίνη πρέπει. Και φοβισμένη πιότερο , στην σκέψη της μόλυνσης, παίρνει τα κορφοβούνια.
Ακούραστος ο Δίας την κυνηγά . Στης Όχης τη ψηλή κορφή την φτάνει. Σφιχτά την αγκαλιάζει στα σιδερένια στέρνα του. Πουλάκι ΄κείνη ανίσχυρο στα νύχια του όρνιου σπαρταρά. Μάταια το φιλί ν αποφύγει θέλει.
Τα στήθια της ανάλαφρα κυματίζουν στον κόρφο της σαν τρικυμίας πέλαο και σιγοτρέμουν στα σιδερένια στέρνα του θεού.
Την σφίγγει κείνος πιότερο αναμμένος από την φλόγα του έρωτα. Το βίαιο σφίξιμο κι΄η μυρουδιά της σάρκας όλους τους λάγνους πόθους του ξυπνούν. Σφίγγει την Ήρα πιότερο και κείνη σιγοτρέμει και σπαρταρά.
Τα χείλη τα υγρά απ’ το κρασί στα κερασένια χείλη της θεάς κολλά ο Δίας. Να σβύση τη φωτιά που τα’ άναψε στην στήθεια της θέλει.
-Όχι…όχι… φωνάζει η θεά.
Στη θεική την άρνηση Όχη την πιο ψηλότερη κορφή ο Δράκος έχτισε το παλάτι του. Παλάτι γεροθέμελο πελώριο.
Άμέτρητους είχε τους θησαυρούς. Άμμο της θάλασσας το βιος ..Θάλασσα είναι το έχει του. Τίποτα δεν τα’ απολίπει. Ραβδιά χρυσάφι αστραφτερό σε μυστικές μεριές τρακαδιασμένα είχε και σβόλους ασημιού γλυκόηχους σε αποθήκες σύναζε. Χαλιά μεταξούφαντα και χρυσοκέντητα στρώνει στου παλατιού τις σάλες.
Τα έπιπλα του όλα από χρυσάφι κι’ έβενο. Μαργαριτάρια σπάνια , φερμένα από μακρυνά νησιά το σκήπτρο το βασιλικό κοσμούσαν.
Σκλάβοι μαύροι σαν πίσσα , τη ράχη σκύβουν δουλόπρεπα και ως της γης το χώμα,των ρουθουνιών τους ο χαλκάς σέρνεται στο βασιλιά του Δράκου το περπάτημα.
Καράβια με ολομέταξα πανιά, ως τις ακτές της Μπαρμπαριάς, φοβέρα και τρομάρα των θαλασσινών έφταναν ν’ αρμενίζουν. Σταύλοι για τα βόδια καλόχτιστοι , άτια βαρβάτα νευροπόδαρα στου Δράκου κι’ απ’ τις καλύτερες ράτσες τα εκλεχτότερα στου Δράκου τα υποστατικά βρίσκονταν άφθονα.
Και κείνος στης δύναμης του το καμάρωμα τρανός και ξακουσμένος φημιζότανε. Στης Καμπελέτας το βουνό και του Αργού το ογκολίθι στις ώρες της ανάπαψης ο Δράκος παίζει με το μικρό του αδελφό το κλωτσοσκούφι. Πελώριο λιθάρι άχυρο, πούπουλο στα χέρια τους γίνεται.
Στο ρέμμα κάποτε τα’ αδέλφι του Δράκου μια μέρα πήγε. Τη δίψα του να σβύση στο γάργαρο νερό της μεγάλης σουβάλας θέλει και σκύβει κατά γης ξένοιαστο φτυχισμένο.
Ο Δράκος να το φοβίση θέλησε. Και παίζοντας στα χέρια του το κλωτσοσκούφι στο ρέμμα με ορμή το πέταξε να πιτσιλίση το κορμί του δόλιου του αδελφού. Ο βράχος όμως κατάσβερκα βρίσκει τον αδελφό του και τον αφήνει στον τόπο σκοτωμένο.
Ούτ΄ένα γκίχ δεν πρόλαβε να πη. Συφοριασμένος ο βασιλιάς το σώμα τ΄αδελφού του μέζεψε ξεσκλίδια κι’ έθαψε. Το κλωτσοσκούφι κει κάτω στο ρέμμα έμεινε κάτω απ΄της Καμπελέτας το βουνό και του Αργού το ογκολίθι.
Ο Δράκος τώρα δε βρίσκει παρηγοριά. Μερονυχτίς τον παραδέρνει ο καημός του.Άδικα ότι κι’ αν κάνει για να λησμονά. Τους παιχνιδιάρηδες απ’ το παλάτι διώχνει και τα τραγούδια σταματούν.
Βουβό κι’ ανάτριχο φαντάζει τώρα το παλάτι. Σε άτι βαρβάτο ατμοπόδαρο καβάλλα ο Δράκος τρυγυρνά όλη τη χώρα. Βλέπει μακρυά τη Σκύρο , βούλα κατάμαυρη στα γαλανά μπουγάζια. Η Άντρο ανατολικά, τεμπέλα σκύλλα αναπαύεται στο Καβοντόρου το πορτέλι. Ξοπίσω της ακολουθούν η Τήνος, η Σύρος, η Μύκονος κι’ όλα τα διάσπαρτα νησιά του Αιγαίου.
Πιο πέρα, δυτικά του Ευβοικού η λιμνοθάλασσα, φίδι σερμάμενο, στης Αττικής τις ξέρες μπαίνει ράθυμα. Κι΄ολόγυρα δάση, βουνά, ρουμάνια αγύριστα και κάτω βαθειά μεσ’ των Ρουκλιών τη ρεμματιά του γείτονα βασιλιά η χώρα.
Στο λιακωτό του παλατιού κόρη πεντάμορφη κάθεται, η δυχατέρα του γείτονα βασιληά. Έχει του μήλου την ολόγιομη ομορφιά και της νεράιδας την ξωτική τη χάρη.
Μαλλιά, χρυσό ποτάμι, ως τις γυρτές τις πλάτες πέφτουνε πλούσια και μάτια ακριβοθώρητα στολίζουν το φρυδομέτωπο.
Το Δράκο η κόρη λάγγευε , ώρα πολλή, καβάλλα στ’ άτι του. Έκείνος στη ξωτική ομορφιά της στέκει μαρμαρωμένος. Συνέρχεται κι’ αιστάνεται τη καρδιά του να πονή. Τη κόρη θέλει τόρα. Την αγαπά….
Χρυσό μήλο της πέταξε. Η κόρη σκύβει και παίρνει ντροπαλά το μήνυμα του Δράκου. Κι’ έχτοτε οι δυο τρελλά αγαπηθήκανε.
Σημάδι βάλανε κρυφό εκεί στα σύνορα της χώρας να συναντιώνται ταχτικά. Ο Δράκος καβάλλα στ’ άτι του από κρυφή εμπατή στη κόρη πήγαινε.
Ώρα κακή και για τους δυο βρέθηκε όμως. Στου γείτονα βασιληά τ’ αυτί ο έρωτας του Δράκου και της κόρης του έφτασε.
Αγριεύει ο γέρος και ταράζεται. Τη σκύλλα την θεριόστομη του παλατιού, δέρνει αλύπητα να την κακίση.
- Βλέπεις, βλέπεις το Δράκο? Την ρωτά. Σύγκορμα να ρουφήξεις θέλω. Να τον ξεσκίσης με τα δόντια σου ξεσκλίδια να τον κάνης. Και κείνον και το άτι του. Εμπρός θεριόστομη, απάνω του χύμηξε άφοβα…τα’ ακούς?..Σύγκορμα να ρουφήξης και κείνον και το άτι του…
Σαν αστραπή εχύμηξε η σκύλα η θεριόστομη. Το στόμα ανοιχτό, πελώριο και από κει προβάλλουν άσπρα δόντια σουβλερά, ανάτριχα.
Δεν πρόλαβε ο δράκος καμιτσιά να δώση στο άλογο του τα΄ανεμοπόδαρο. Με μιας στα δόντια της σκύλας βρέθηκε σύγκορμος και κείνος και το άτι του.
Έμπηξε όμως μια φωνή.
Μακρυά , πολύ μακρυά, ως της Καβοκολώνες ακούστηκε. Βούιξαν τα λαγκάδια κι’ οι ρεματιές και τα βουνά σειστήκανε. Η θάλασσα ταράχθηκε κι’ η αδελφή του Δράκου η μάγισσα ρωτά:
-Του Δράκου ήταν η φωνή? Τι έπαθε? Μήπως τον σφάζουνε? Κι’ ύστερα? Τάχα τα μάγια μου δεν ανασταίνουνε νεκρούς?..Μονάχα λίγο αίμα ..,μια σταγόνα φτάνει…να είναι ζεστή και κόκκινη.
Τοιμάζεται και φτειάχνεται. Παίρνει το σύγνεφο άλογο και ξεπεζεύει στην Κάρυστο αγριεμμένη. Οι φίλοι της την είδανε. Κι’ ώσπου να την καλοσωρίσουν και να της πουν τα νέα, ο Δράκος στης σκύλας της θεριόστομης το στόμαχο θροφή γινότανε.
Αίμα δεν πρόλαβε να βρη ζεστό και κόκκινο, τα μάγια της ν’αρχίση. Μονάχα το παλάτι από του Δράκου το βασίλειο απόμεινε.
Στέκει εκεί ψηλά στην Όχη την πιο ψηλή κορφή απέναντι στη Γιούδα.
Φαντάζει ως τα σήμερα γεροθέμελο, χυτό καμαρωτό , λες και χτίστηκε από ατόφια πέτρα, στα σύγνεφα κρυμμένο.

Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου