Τετάρτη 18 Ιουνίου 2025

"ΜΠΙΡΟΓΙΑΝΝΟΣ" Διήγημα του Γιώργο Σακκά 1933

Βιβλίο του Γεωργίου Σακκά Η ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ ΧΑΡΤΖΑΝΑ ΚΑΙ ΑΛΛΑ ΔΙΗΓΗΜΑΤΑ. 




ΜΠΙΡΟΓΙΑΝΝΟΣ

Γλυκός ,σιγανός, παθιάρικος μαγεμένος  ο ήχος της φλογέρας, έφτανε ανάκατος στ΄αυτιά μας με το αχολόγημα των τροκανιών.

Το αλαφριό αεράκι που έκανε τα φύλλα να σιγοτρέμουν , έφερνε καλόδεχτα στ’ αυτί τα γυρίσματα του τραγουδιού.

Λες κι’ ήταν μαγεμένος ο βοσκός , πού ‘παιζε στο σύθαμπο τη φλογέρα του. Στ’ ορθόστεκο κοτρώνι της αντικρυνής ράχης καθισμένος σταυροπόδι, έπαιζε , όλο έπαιζε.

Απόκοσμος ηχός ήταν, λάγγεμα κάποιας ανείπωτης ψυχικής χαράς και λύπης το τραγούδι του. Έβγαιναν οι φωνές σμιχτές καλοδεμένες , η μια κοντά στην άλλη. Συχνά πυκνά λύγιζαν κι’ ‘αρπααν την ανηφοριά κάποιας πολύ χαρούμενης κλίμακας η κατέβαιναν μ’ ορμή χειμαρώδικη στο κατρακύλισμα της λύπης.

Το σύθαμπο συσκότιζε πιότερο τα πράγματα. Τα βουνά τριγύρω, μαύροι ίσκοι ολόγυρα. Αραπάδες κακόβουλοι, φαίνονταν που πεθυμούσαν να σε καταπιούν σύγκορμο. Ο ουρανός, στων αστεριών την αντιφεγγιά, χαλί μυριοπλούμιστο της ζωτικής της νύχτας εργόχειρο, σκέπαζε σεντόνι καλοκαιρινό τη γη. Και στην απόλυτη εκείνη ερημιά το ξύλο του βοσκού έβγαζε πότε φωνές γλυκειές  απαλοκυματούσες , πότε στριγγές ανάτριχες που σου φανέρωναν γδυτό τον πόνο της ψυχής σύξυλο.

Τα τροκάνια των κοπαδιών δεν αχολογούσαν πια απ’ τις αντικρυνές  βουνοπλαγιές και το αραιό σαλαγητό πνίχτηκε στην βουβαμάρα της νύχτας. Το κοπάδι, καλόβολος λαός , ψάχνοντας να βρει τη χόρταση στη γη , αμίλητο κι΄ειρηνικό έφυγε μακριά. Τράβηξε πίσω σ’ άλλες βουνοπλαγιές να βρει τη γη της επαγγελίας του.

Το ξύλο μονάχα και το τραγούδι ακουόταν. Κι΄ήταν το τραγούδι εκείνο κάποιος βαθύψυχος καημός του έρμου του βοσκού που ξωτερίκευε λύπη ανείπωτη με λόγια.

Στης νύχτας το σύγκρυο και της ερημιάς την ανατριχίλα από την αντικρυνή βουνοπλαγιά έφτανε ανάκατος ο ήχος της φλογέρας ως εμάς. Και στο αχολόγημα της ρεματιάς έφταναν οι λέξεις, σκούξιμο θλιβερό.:

-Μπίρο μ΄Γιάννο μ’

Ο αγωγιάτης μου ταράχτηκε. Κεντρίζοντας ρο μουλάρι που κατέβαινε με προσοχή την κατηφοριά προς το Δημοσάρι μουρμούρισε :

-Πάλι τον Μπιρόγιαννο αυτός ο Κόλλιας. Πάλι κάποιο αρνί θα τούκλεψαν.

Ποιος είναι ο Κόλλιας? Τον ρώτησα λύνοντας και γω τη σιωπή που μας κρατούσε τόση ώρα.

-        Να ο Κόλλιας, αποκρίθηκε πάλι ο αγωγιάτης. Ο Κόλλιας από τους Γιαννοσσαίους.

-        -Και τούκλεψαν πρόβατα?

-        - Αμ’ δα. Συνήθειο τόχουμε μεις.

-        -Και είναι καλό μωρέ Δράκο?

-        - Καλό κακό , τι να γένη? Να μη κλέψεις?

-        -Ώστε πρέπει να κλέψεις?

-        -Αμ΄δεν το βρίσκω και γω σωστό μα τι τα θές? Πάει να σε μαγαρίς΄ο άλλος.-Κακή συνήθεια.

-        -Γι’ αυτό τρέχουμε κάτω ολοένα. Έτσι σκοτώθηκε κι΄ο Μπιρόγιαννος.

-        -Για τις κλεψιές? Κλέφτης ήταν?

-        -Άκα. Κλέφτης δεν ήταν, μα τον περάσανε.

-        Ποιος τον σκότωσε?

-        Ο πατέρας του. Ο ίδιος ο πατέρας του.

-        Μωρέ τι λες?

-        Ναι, αλήθεια λέω. Μας τώπαν οι παπούδες μας

-        Είναι ιστορία?

-        Και τραγούδι. Δεν τα’ ‘ακουσες? Ο Κόλλιας τώπαιζε.

-        Γι’ αυτό ήταν γλυκό και ωραίο?

-        Αμ΄δα..Τι λιές. Ο γέρος το ταίριαζε μονάχος και τώπαιζε ώσπου πέθανε.

-        Τι ξέρεις εσύ γι΄αυτό?

-        Ότι σου ‘πα. Έτσι μας τώπαν κι΄οι παπούδες μας.

-        Και χτυπώντας το μουλάρι του.. –Ντε…Σκάρα…ντε…. Αμ΄τι να ξέρουμε μεις….Αρβανίτες άνθρωποι…

-        Πως τον σκότωσε μωρέ Δράκε? Για πες..

-        Τι να πω? Κοπάδι είχαν χιλιμέτρητο. Σε όλα τα στανοτόπια τα γύριζαν. Πατέρας και γυιός το κουμαντάριζαν μερονυχτίς. Ώστόσω οχτροί κακόβουλοι βάλθηκαν να το μαγαρίσουνε. Ο γέρος πήγε να χάσει το νού του. Το ίδιο και το παιδί.

-        Και πως το σκότωσε το παιδί ο πατέρας?

-        Αμ΄δεν τώθελε. Για κλιέφτη τον πέρασε. Στην χώρα τώστειλε να βρη έμπορα για το τυρί και το παιδί πήγε και γύρισε γρήγορα. Ο γέρος που δεν το περίμενε την νύχτα κείνη για ξένο το πήρε και το σκότωσε.

-        Κι΄ο γέρος τι απόγεινε?

-        Τους λόγγους πήρε σκούζοντας. Στο ξύλο τον έλιεγε το πόνο και τον καημό του.

Το μουλάρι στάθηκε. Εφτάσαμε στο κονάκι. Πήδηξα κατά γης και ξάπλωσα σ’ ‘ένα τάσο. Το ίδιο έκανε και ο αγωγιάτης μου. Η γυναίκα του , μια αντρογυναικάρα, κουμάνταρε τα ζα.

Στο δρυ κρεμόταν ένας λύχνος. Πιο πέρα το χαραντί σιγόβραζε στην φωτιά που τριζοβολούσε αχόρταγη. Ο τραχανάς έβραζε και κόχλαζε σαν δαίμονας μες’ της φωτιάς τη βράση.

Το καζάνι πισόγυρτο ακουμπισμένο , πιο πέρα έσταζε ακόμα γάλα από της πήξης τον ξεγλυτωμό . Κι’ οι τσαντήλες κρεμασμένες έσταζαν κι’ αυτές. Δάκρυ διάφαντο από του τυριού το στράγγισμα.

Το σκοτάδι είχε πήξει πια καλά τριγύρω. Τα βουνά πελώριοι ίσκιοι φάνταζαν, Αράπηδες κακόβουλοι κι΄έτοιμοι να σε καταπιούν σύγκορμα. Κι’ ο ουρανός , μυριοπλούμιστο χαλί σκέπαζε σεντόνι καλοκαιρινό τη γη.

Από μακριά , πολύ μακριά το αχολόγημα της ρεματιάς του Δημοσαριού έφερνε καλόδεχτα στ΄αυτί τα γυρίσματα κάποιου τραγουδιού πούπαιζε φλογέρα μαγεμένη. Έβγαιναν οι φωνές σμιχτές, καλοδεμένες η μια κοντά στην άλλη. Συχνά πυκνά λύγιζαν κι’ ‘επαιρναν την ανηφοριά κάποιας χαρούμενης κλίμακας η την κατηγοριά σε κάποια λύπη.

Και σο’ όλα αυτά ξεχώριζαν καθαρά οι λέξεις σαν σκούξιμο θλιβερό

-Μπίρο μ΄Γιαννο μ....


-------------------------------------------------------------------------------------------------------

Η φράση «Μπιρό μ’ Γιάννο» είναι σε ποντιακή διάλεκτο, και προέρχεται από τον Πόντο — την περιοχή του Εύξεινου Πόντου όπου ζούσαν οι Πόντιοι Έλληνες.

Αναλυτικά:

  • Μπιρό μ’ σημαίνει αδελφέ μου, φίλε μου, σύντροφέ μου. Η λέξη «μπιρ» ή «μπιρές» στα ποντιακά προέρχεται από την τουρκική λέξη "birader" (αδελφός).

  • Γιάννο είναι το υποκοριστικό του Ιωάννη.

Άρα, «Μπιρό μ’ Γιάννο» σημαίνει:

👉 «Αδελφέ μου, Γιάννη» ή «Φίλε μου, Γιάννη».

Είναι φράση τρυφερή, φιλική, που εκφράζει οικειότητα και συναισθηματικό δέσιμο. Συχνά τη συναντάμε σε ποντιακά τραγούδια ή σε συζητήσεις μεταξύ Ποντίων, με έντονη συγκινησιακή φόρτιση.

Στα Αρβανίτικα — δηλαδή την παλιά αλβανική διάλεκτο που μιλούσαν (και μιλούν ακόμα λίγοι) οι Αρβανίτες στην Ελλάδα — η φράση «Μπιρό μ’ Γιάννο» δεν υπάρχει με την ίδια μορφή, αλλά μπορούμε να δώσουμε το αντίστοιχό της.


Πώς θα λεγόταν «Αδελφέ μου, Γιάννη» στα Αρβανίτικα;

Πρώτα κάποιες βασικές λέξεις:

  • Birbirë) σημαίνει γιος, αλλά ανάλογα με τα συμφραζόμενα μπορεί να εκφράζει και αγαπημένο πρόσωπο (σαν «παιδί μου», «αδελφέ μου»).

  • Vëllavëlla im) είναι το αδελφός (όπως στα σύγχρονα αλβανικά).

  • Η κτητική αντωνυμία «μου» είναι -im-ëm, ανάλογα την περιοχή).


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Μια μαγική μουσική χορωδιακή βραδιά!

Με τον καλύτερο τρόπο ανοίγει και επισήμως η καλοκαιρινή περίοδος και γιορτάσαμε  την Μέρα της Μουσικής με την υπέροχη συναυλία που μας χάρη...