Τετάρτη 25 Ιουνίου 2025

" ΕΦΤΑΛΟΥΤΡΟΥΔΕΣ" Διήγημα του Γεώργιου Σακκά .1933

 


ΕΦΤΑΛΟΥΤΡΟΥΔΕΣ

Βάρτης μωρέ της άφτουρης? Κι’ έδειξε ο συντοπίτης μου το χώμα. Ξαφνιάστηκα και γύρισα να δω. Κύτταξα καλά τριγύρω. Τίποτα δεν είδα. Ωστόσο ο Κώστας, η παρέα μου, αγριωπός μου ξαναφώναξε.

-Τι την φυλάς μωρέ? Βάρτης της άφτουρης.

-Ποια να χτυπήσω? Τον ρώτησα σαστισμένος/

-ΑΑ! Έκανε κείνος. Της φταλουτρούς βάρα. Πιτάκοστην στο χώμα. Να..να.. σε ζύγωσε. Και χτύπησε κοντά μου τη γη με τη ματσούκα του.

Κύτταξα.Στα χόρτα τ’ αλωνιού τα κατάξερα, σφαλάγκιολοζώντανο ανάδευε τα μεγάλα πόδια του. Κουνιόταν γρήγορα αλύγικα κι’ ‘ετρεχαν. Κατά τη θημωνιά ο σφάλιαγγας επήγαινε, λες κι’ ένιωθε τον κίντυνο που τον φοβέριζε.

-Βάρτης ντε…ο Κώστας μου ξαναείπε.

-Τι μούκανε το ζούδι? Ας το να κρυφτή. Εκείνος βουρλίστηκε. Λες και τον δάγκασε σκορπιός. Σηκώθηκε από το λιθάρι που καθότανε και με τη πατούνα του τσαρουχιού του το σφάλαγκα λυώμα τον έκανε.

-Άτιμο μαμούνι , σιγομουρμούριζε ,ενώ καθότανε πάλι στο λιθάρι πούταν στο φρύδι τα’ αλωνιού.

-Δεν ξέρεις συ τη φταλουτρού? Μου είπε. Αν σε δάγκωνε τότε…θα μούλεγες το τι χαμπάρια.

- Σαν με δάγκωνε , τι? Του είπα γελώντας κι’ εγώ. Τι θα μούκανε η φταλουτρού σου?

Ο Κώστας πάλι  σα να βουρλίστηκε. Άνοιξε τα διάπλατα μάτια του στης έκπληξης το αίστημα.

-Δεν ξέρεις για την φταλουτρού? Με ρώτησε . Δεν ξέρεις πως θα περάσουνε ακόμα άλλα έξη?

- Ώστε έχουμε και συνέχεια?

-Αλλά? Και γυρίζοντας ο Κώστας τα μάτια του στο χώμα προσεχτικά το κύτταζε. Το ερευνούσε , λες κι’ ήθελε ν’ ανακαλύψη εχθρό επίβουλο η κάτι πολύτιμο που έχασε. Σκάλιζε με τη ματσούκα του τους σβόλους , παραμέριζε τ’ άχυρα , σήκωνε τις πετρίτσες. Έψαχνε, έψαχνε, προσεχτικά. Να την! Να και η άλλη ! φώναξε χαρούμενος και φοβισμένος  μαζί.

Γύρισα πάλι. Κι’ άλλο σφαλάγκι ξυλοπόδαρο έτρεχε σαν το πρώτο. Στα θεόρατα πόδια του τη φουσκωμένη μπάκα του ακουμπούσε. Τρεμάμενο τον ίδιο δρόμο ακολουθούσε το δρόμο που είχε πάρη και το πρώτο.

Ταίρι ζευγαρωμένο διάβαινε στη βάτρα του να πάη χορό να στήση ηδονόχαρο. Δουλεύτρα η σφαλαγκίνα ακούραστη , ποιος ξέρει, τι πανί αιθεριούφαντο να είχε πλέξη. Στα μεταξένια κρόσσα του γλέντι να στήσουν και τα δυο ήθελαν, νύχτας ανίπωτο όργιο. Δεν πρόλαβε να ξεπεράση κι΄ο Κώστας με την πατούνα του την ίδια τύχη του πρώτου και σε τούτο έδωσε.

-Δεν ξέρεις συ από φταλουτρούδες, γύρισε και είπε. Δεν ξέρεις συ τι έπαθε δυο χρόνια τώρα ο Στέλιος της Παγώνας. Αν ήξερες, αν ήξερες…!! Το ίδιο σαν και μένα θάκανες και χειρότερα.

Τάλεγε και τα πίστευε. Και σε μένα που δεν μιλούσα. – Δεν ξέρεις και γι’ αυτό.. Τρόμαξε να ρθή στα συγκαλά του ο κακομοίρης ο Στέλιος.

-        Γιατί έπαθε από τη φταλουτρού? Του είπα αδιάφορος. –Τι τούκανε?

-        -Παράξενο σου φαίνεται εσένα? Και βγάζοντας απ’ το  ζονάρι του πελώριο τσιμπούκα απ΄τη καπνοσακκούλα του έβγαλε χοντροκομμένο καπνό λαθραίο. Την ίσκα με την τσακμακόπετρα του άναψε και φτύνοντας χάμω σάλιο κατάμαυρο από το δηλητήριο του καπνού εξακολούθησε.

-        - Έτσι όπως και τώρα ήτανε. Στο θέρος. Ακούς? Στο θέρος ήτανε. Έτσι όπως και μεις, στο φρύδι τα’ αλωνιού καθότανε. Χρυσά βουνά οι θημωνιές σηκώνονταν στ΄αλώνια κι’ ο κάμπος βούιζε από της εργατιάς τα χάχανα.

-        Έτσι όπως κι΄εμείς. ..Το βράδυ Φεγγάρι άσημόχρωμο πρόβαλλε στης λιόκρισης την ώρα. Γοργά η νύχτα πλάκωσε και το Φεγγάρι διάχυτο το φως σκορπούσε στου κάμπου τη γυμνή την άπλα.

-        Από μακρυά φάνταζαν τα σανά ίσκιοι πελώριοι. Δω και κει, της ερημιάς τη βουβαμάρα αλύχτισμα σκυλιού αριόπυκνο την έλυνε. Που και που φτερούγισμα νυχτοπουλιού ακουόταν.

-        Στις μακρυνές κορφές , πέρα κατά το Λυκόρεμμα  των τροκανιών τα’ ανάμιχτο χτύπημα μόλις στ’ αυτί του έφτανε. Κοπάδι είχε βγη στο νυχτοσκάρι. Ο Στέλιος στ’ αλώνι φύλακας πιστός της θημωνιάς του στο ράσο του ξαπλώθηκε.  Έτσι όπως κι΄εμείς..τ’ ακούς? Στους λογισμούς του έφερε κι’ αυτός της ζωής τα βάσανα.

-        Το θέρος πρώτη σκοτούρα αυτή? Συρίκι άτιμο είχε βαρέσει τα σπαρτά. Χόβολη σωστή εκείνο που απόμεινε. Κλωνί δίχως καρπό, άφτουρο, σιτεμένο. Τ’ αλώνισμα άλλη σκοτούρα αυτή! Τρέχα να βρης φορδιαρέους να σου ζητάν τη πίστη τους. Ό,τι κι’ αν έμεινε απ’ το συρίκι θε να σου τώτρωγε των εξωτάρηδων η κολλιγιά. Τ’ αμπέλια , οι μούστοι, η σπορά καθένα απ’ το μυαλό του Στέλιου παιρνούσαν. Και κείνος στους φρενιασμένους του λογισμούς-άτια βαρβάτα, ανεμοπόδαρα,- της βιοπάλης τα βάσανα έφερνε. Και κει που το κεφάλι σφιχτά κρατούσε μη φτερουγίση το μυαλό, εφταλουτρού φαρμακερή δίπλα του πέρασε. Την μπάκα φουσκωμένη είχε δηλητήριο κι’ υφάδι μαγικό στου αλωνιού τις πέτρες πήγαινε για να πλέξη. Το αίμα του φτωχού ορέχτηκε και γρήγορα στο σβέρκο του ανέβη και τον δάγκασε.

-        -ΩΧ! Φώναξε ο Στέλιος. Και βάζοντας τη χούφτα του στο σβέρκο ασυναίσθητα την φταλουτρού στο χώμα τιναχτά απίθωσε.

-        Σύγκρυο τον έπιασε τον άμοιρο. Η φταλουτρού κακό μαμούνι τη χολή της τη φαρμακερή στο Στέλιου το λαιμοτράζηλο ξέρασε. Πόνος δυνατός με προίξιμο άρχισε στη δαγκωματιά. Μάτι δεν έκλεισε ολονυχτίς ο δύστυχος. Ξημερώματα με το σβέρκο τούμπανο απ΄το προίξιμο στη γριά Γιαννούλα τη γιτεύτρα του χωριού έτρεξε.

-        -Κακή η ώρα παλληκάρη μου του είπε εκείνη. Η φταρουτρού σε δάγκωσε γρήγορα θα ξεμπλέξης.

-        Σύγκορμος έτρεμε ο Στέλιος. Η γριά γιτεύτρα τόνε φόβισε. Μηγαρίς δεν επολέμησε αυτός τόσους πολέμους? Χάθηκε τότε βόλι εχθρικό?

-        -Και δεν θα πάρη γιατριά το δάγκωμα κυρά-μάννα? Τηνε ρώτησε.

-        -Παίρνει…σα δύσκολα.

Και κουνώντας το κεφάλι στην πίστη της δύναμης πούχαν τα γιατρικά της. Εφτά Μαρίες θα να βρης σύγκαιρα. Του είπε. Γερό σεντόνι από κρεβατίνας νηόφαντης αντί να κόψης και κει θα τυλιχτείς ολόκληρος. Στα χέρια τους θα σε κρατήσουνε και τα εφτά κορίτσια , της φταλουτρούς το μαγεμένο ξόρκι για ν’ αρχίσουνε.

Καιρό ο Στέλιος δεν έχασε. Εφτά Μαρίες μικρομέγαλες απ΄του χωριού τον κοριτσόκοσμο εμάζεψε στο σπίτι του σύγκαιρα. Πανί από κρεββατίνας νηόφαντης αντί εκόψανε και μέσα ο Στέλιος μωρό παιδί τυλίχτηκε. Και τα κορίτσια με τη κυρά Γιαννούλα τη γιτεύτρα το ξόρκι της φταλουτρούς αρχίσανε.

Κουνήστε την την έμμορφη

Κουνήστε την την άσπρη

Κουνήστε την εφταλουτρού

Να χύση το φαρμάκι.

 

Κι΄ανοίγοντας τρύπα στη γή η γριά Γιαννούλα με το χώμα το Στέλιο εφτά φορές πασπάτεψε. Σύγκαιρα της φταλουτρούς το δηλητήριο χύθηκε από του Στέλιου την πληγή. Έννιωθε τώρα το λαιμοτράχηλο ξαλαφρωμένο.

-Κι’ αν δεν τούκάνανε τα μάγια αυτά, ο Στέλιος τι θα πάθαινε? Ρώτησε τον Κώστα.

-Θα πέθαινε σίγουρα, τα’ ακούς? Θα πέθαινε σίγουρα, μου είπε.

-Τα παραλές, του είπα να τον πειράξω.

-Βουρλίστηκε. Και σα να τον δάγκωσε σκορπιός  μου φώναξε:

- Ούφ! Και σεις πεια οι γραμματισμένοι. Τίποτα δεν πιστεύετε. Και χώνοντας στο ζουνάρι το τσιμπούκι του μου φώναξε θριαβευτικά.

-Νάτη, νάτη κι΄άλλη κι΄άλλη. Πιστεύεις , πιστεύεις τώρα στα όσα σου είπα? Εφτά θα περάσουνε, Τ’ ακούς ? Εφτά!

Κι’ αλήθεια! Κι’ άλλο σφαλάγκι προισκοκοίλικο διάβαινε εκείθε με πόδια τρεμάμενα. Εκεί κατά τη θημωνιά.

Ταίρι ζευγαρωμένο διάβαινε στα μεταξοσέντονα να κοιμηθή που έχει στρωμένα η σφαλαγκίνα, της νύχτας ν’ αρχίσουνε  ανείπωτο όργιο.

Κι’ ο Κώστας κυττάζοντας τη φταλουτρού σιγομουρμούριζε.

-Βλέπεις κι΄άλλη κι΄άλλη. Πιστεύεις στα όσα σούπα πρωτύτερα?

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Εύβοια - Ανεμογεννήτριες: Επιπτώσεις τύπου Αποκάλυψης για τη φύση προβλέπει η μελέτη του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων

  Την ώρα που η καταστροφή της Νότιας Εύβοιας δεν έχει ακόμα ολοκληρωθεί. Έρευνα για την Εύβοια: Το φυσικό περιβάλλον θα μειωθεί δραματικά, ...