ΒΟΥΡΔΟΥΛΑΚΑΣ
Αμέ τι λέγατε? Έτσι νομίζατε πως είναι? Δεν είναι παίξε γέλασε! Τι θαρρούσατε? Πως μεις οι γέροι δεν τα ξέρουμε καλύτερα από σας? Δεν σας τώπαμε? Δεν είπαμε πως ο Μητσουλιός βουρδούλακας θα γενή?
Κι’ ο γέρος Στρατής ο νεκροθάφτης που έθαφτε με το μεροδούλι της γρίππης τον καιρό, έκανε το σταυρό του.
-Και δος αυτώ γην ελαφράν…ψιθύριζε..Τώξερε απ’ ‘οξω κι’ ανακατωτά.
Χρόνια τώρα τάκουγε απ΄τον παπά να το σιγοψιθυρίζει στο θάψιμο των νεκρών. Κι’ ‘όταν κανείς βρισκόταν άλυωτος και το ξανάθαφτε ο μπάρμπα Στρατής άκουγε τον παπά να το ψιθυρίζει σιγανά, μέσ’ από τα κούφια- κίτρινα δόντια του.
Έτσι ο νεκροθάφτης στις γυναικούλες που μαζεύτηκαν περίεργες
στης Παναγιάς τα’ απόμερο κοιμητήρι, αριά πυκνά έλεγε τα ίδια λόγια τα
στερεότυπα.:
-Δε σας το είπαμε? Εμείς δεν σας το είπαμε πως ο
Μητσουλιός βουρδούλακας θα γενή? Κι’ έπειτα
πάλι:
-Δος αυτή γην ελαφράν Κύριε..κι’ ‘εκανε το σταυρό του.
Οι γυναικούλες με την σειρά τους σταυροκοπιότανε. Κι’ ευθύς το ξόρκι στα χείλη τους μονάχο ανέβαινε.
-Φτου φτου καταραμένε . Στα τάρταρα της γης..στα τάρταρα της γης!
Πιάνοντας το φτυάρι του ο μπάρμπας Στρατής στου Μητσουλιού το μνήμα μπάζα και πέτρες σάρωνε.
Τρύπα μεγάλη στου κεφαλιού το μέρος ορθάνοιχτη φαινότανε και από κει ο Μητσουλιός βουρδούλακας πια, τα χωριά σαράντα μέρες θα συργιάναγε. Στην τρύπα ο μπάρμπα Στρατής πότε νερό και χώματα έρριχνε μουρμουρίζοντας.
-Πιε Μητσουλιέ. Πιε και γίνου στάχτη κακόμοιρε και άφησε τον κόσμο ήσυχο στην ερημιά και τη φτώχεια του. Κι’ αλήθεια! Το χωριό ήταν σύγκορμο ανάστατο. Την είδηση πως ο Μητσουλιός , μόρτης παληός της χώρας , είχε βρυκολακιάσει με φόβο τηνέ δέχτηκε.
-Βουρδούλακας στα σπίτια μας! Που ξανακούστηκε αυτό?! Λέγανε. Άλλο κακό τρομάρα μας! Κανέναν δεν θα αφήσει σε ησυχία ο Μητσουλιός. Κι΄αλλοίμονο στους εχθρούς του.
Τρεις γαστρωμένες το παιδί ρίξανε από φόβο. Οι θεοσεβούμενοι στο εικονοστάσι τρέξανε και τους σταυρούς και τις μετάνοιες άρχισαν.
- Θεέ μου δώς του ανάπαψη. Κάνε το χώμα του λαφριό και λυώσε το αμαρτωλό κορμί του.
Ο Παπ- Σεραφείμ με το πράσινο πετραχείλι του στ’ αμαρτωλού το μνήμα πάνω στάθηκε. Χίλιες φορές θυμιάτισε και χίλιες ευκές του Σολομώντα διάβασε. Μονάχα ο μπάρμπα Στρατής ατάραχος έμενε. Κανέναν δε φοβότανε. Αυτός όλα τα έβλεπε. Από την τρύπα την ορθάνοιχτη το Μητσουλιό βουρδούλακα, μαμούνι, τσαλιαπίτη, ποντικό τον έβλεπε να βγαίνη. Χίλια δυο σχήματα άλλαζε το ημερονύχτο. Τώξερε μέρες πολλές αυτό και το περίμενε.
- Τον δρασκελίσανε νεκρό το Μητσουλιό , έλεγε. Βουρδούλακας θα γενή, αμέ! Και διαλαλώντας κάθε καινούργιο νέο στο χωριό σταυροκοπιότανε.
- Οι γρηές γιτεύτρες του χωριού το ξόρκι του βουρδούλακα αρχίζανε κι΄όλοι με την σειρά το νεκροθάφτη συμβουλεύανε.
- -Πλακώστε τον με χώματα.
- -Με πέτρες και ντουβάρια.
- -Βαριά η γη που κοίτεται.
- Να μη σηκώνεται ποτέ ο άφτουρος.
Ο δάσκαλος κι’ ο γραμματικός δεν πίστευαν σε τέτοια. Τον κόσμο πάσχιζαν να ησυχάσουν με στάθηκε αδύνατο.
-Ρίχτε στην τρύπα του νερό να γίνη η σήψι γρήγορα, έλεγαν.
Τι ήθελαν τη σήψι οι χωριανοί? Ο Μητσουλιός βουρδούλακας δεν ήταν? Τάχα νεκρό δεν τον δρασκέλισαν? Ωστόσο καλό κακό, ο νεκροθάφτης όλα τάκανε. Και πέτρες στο μνήμα έρριχνε και μπόλικο νερό με τον κουβά από τη τρύπα την ορθάνοιχτη έχυνε στο βουρδούλακα ψιθυρίζοντας.
-Πιε Μητσουλιέ και χόρτασε. Ο δάσκαλος μου το είπε. Δεν φταίω λοιπόν εγώ και αν σε τυραχνώ. Γίνου μονάχα στάχτη και σύρε στα τάρταρα της γής, ν’ αφήσεις το κοσμάκη ήσυχο.
Στο μεταξύ το χωριό είχε κορώσει και ανάψη για το μόρτη του το Μητσουλιό. Άφησε για πολλές μέρες τις άλλες έγνοιες κι’ ‘ολοι για το βουρδούλακα μιλούσανε. Στις εργατιές, στις ξάστρες , στις βεγγέρες.
Πολλοί τον βλέπανε – κάνανε όρκο και σταυρό,-γυμνό , τσίτσιδο, κατάσαρκο. Καβάλλα σε φουρνόξυλο , με το νεκροσάββανο κυματιστό, παντιέρα πίσω του, τρυγυρνούσε στα στενοσόκκακα και τα σταυροδρόμια ραντίζοντας με στάχτη το χωριό.
-Λιβάνι και κερί, έλεγαν ο ένας στον άλλονε.
-Και ψίχουλα ψωμιού βρε παιδιά γιατί ο βουρδούλακας δε χωρατεύει.
Άλλοι πάλι το Μητσουλιό, μεσ’ του νεκροταφείου τη σύγκρυα βουβαμάρα, που το ξεψυχοφώτισμα των φαναριών τον φώτιζαν, μονάχον τον έβλεπαν να τριγυρνάει στα μνήματα. Τον άκουαν ν’ αλυχτάη σκυλί λυσσάρικο η πεινασμένος ρύσσος.
Έτσι σιγά σιγά οι οι δικοί κι’ οι φίλοι του Μητσουλιού, την παράξενη ζωή του ιστορούσαν. Και σε κάθε αναρώτημα τους λέγανε.
-Μωρ’ είχε καταπιή την Πεντάλφα ο άφτουρος…Πίσω μ’ σ’ έχω σατανά.!
-Μασσώνος ήταν! Αυτή η Αμέρικα τον χάλασε. Δεν είδατε γαλάζιες βούλες και τι γοργόνες πούταν ζωγραφιστές στα στήθεια και στα μπράτσα του-
-Αμέ! Αυτοί πουλάνε τη ψυχή τους στ διάβολο..Φτου ξοπίσω μ’ σ’ έχω τραγογένη…
Ο Μητσουλιός, ο μόρτης του χωριού, σαράντα μέρες θα ετρόμαζε τη χώρα. Σαράντα μέρες, κοσμοπερπατημένος όπως ήταν, θα γύριζε να ξαναδή τα μέρη που στην ζωή του γύριζε.
Η ψυχή του λεύτερη ακόμη από του Κριτή την ετυμήγορη καταδίκη για τα κρίματα τα’ απάνω κόσμου, είχε καιρό να συργιανίση ακόμα. Και με τη δύναμη που της έδινε η διαβολική συνέργεια, τρύπα ορθάνοιχτη στο κιβούρι έκανε. Τη λευτεριά της είχε τώρα να τριγυρνά στον απάνωκοσμο παίρνοντας χίλες δυο μορφές.
Την δύναμη αυτή και τη διαβολική συνέργεια η ψυχή από τη δρασκελιά του κουφαριού την έπερνε. Κι΄οι γέροι πούξεραν την κακοσημαδιά το είπαν και το πρόγραψαν.
- Ο Μητσουλιός βουρδούλακας θα γενή, είπαν και κούνησαν το κεφάλι τους.
Μονάχα ο Μητσουλιός που κοίτονταν βαθειά στο μαύρο χώμα του, χαμπάρι απ’ αυτά δεν έπαιρνε. Βαρύς κι’ ακίνητος βρισκόταν στο μνημούρι του.
Μοναχοπαίδι αυτό, νωρίς πολύ νωρίς απ΄ τους δικούς του ξεκλήρισε. Το λίγο βιός του κομπόδεμα τόκανε και μίσεψε στα ταξείδια.
Η θάλασσα, που νυχτοήμερα μούγκριζε το χειμώνα την έγλυφε παιχνιδιάρικα την αμμουδιά το καλοκαίρι , στην πλάνα αγκαλιά της τονέ τράβηξε. Τον μέθυσε με τα φιλιά της και τα χάδια της. Τον γήτεψε σα μαγική πλανεύτρα και τον ξελόγιασε σα πονηρή ξομπλιάστρα.
Σε τόπους αλαργηνούς πολύ ορφανεμένο , τονέ έφερε. Ταξίδεψε πολύ. Μα πουθενά χαρά και προκοπή. Τα βήματα του κουρασμένα απ’ της ζωής τον ατέλειωτο γύρο και πάλι στο χωριό του έσυρε. Μικρόχτιστο σπιτάκι εκεί θεμέλιωσε για ριζιμιό. Στη ζεστασιά της λαμπερής φωτιάς που έκαιγε πάντα στο φτωχικό του τζάκι, τα υπόλοιπα χρόνια της ζωής του θέλησε να τελέψη.
Ένα πρωί ο Μητσουλιός σύξυλος βρέθηκε από συγκοπή στην κάμαρα. Σε κάσα φτωχική τον έβαλαντης τελευταίας ανάπαψης κλωνάρι. Το λείψανο του δυο τρεις χαροκαμένες γυναικούλες κλάψανε πικρά. Κάποιο παιδάκι που δεν πρόσεξε χαχαλωτά πέρασε τον πεθαμένο.
Οι γέροι που είδαν την κακοσημαδιά κούνησαν το κεφάλι.
-Το Μητσουλιό νεκρό το δρασκελίσανε , είπαν με πρόληψη. Βουρδούλακας θα γενή. Και γίνηκε.
Ο μπάρμπα Στρατής ο νεκροθάφτης της Παναγιάς, τον βλέπει να βγαίνει από την τρύπα την ορθάνοιχτη μαμούνι, τσαλιαπίτη, ποντικός και πάνω στα μνήματα να περπατά.
Άκριτη η ψυχή του Μητσουλιού ακόμα και λεύτερη από του Κριτή την ετυμήγορη καταδίκη σαράντα μέρες τον απάνω κόσμο θα τριγυρνά.
Πολλοί τον βλέπουν γδυτό, γδυτό τσίτσιδο, καβάλα σε φουρνόξυλο με το νεκροσάβανο παντιέρα πίσω του στους δρόμους και τα σταυροδρόμια να τριγυρνά…
Ήταν δάσκαλος και διευθυντής σχολείων αργότερα στην Αθήνα, με ζωηρό ενδιαφέρον για τα λαογραφικά. Συνέγραψε αρκετά βιβλία εθνικού- πατριωτικού ενδιαφέροντος τις δεκαετίες 30-50 και συμμετείχε ως συγγραφέας σε αναγνωστικά του Δημοτικού σχολείου.. Κατάγεται από την νότια Καρυστία.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου