ΠΟΝΟΨΥΧΟΣ ΑΓΙΟΣ
Είχαν περάσει πια τα Νικολοβάρβαρα. Τα πρώτα χιόνια είχαν
καθίσει ,σκύγια μπαμπακερή στην Όχη και τα Χριστούγεννα πλάκωναν γρήγορα.
Ο Κώστας ο Μουρίκης κίνησε για την χώρα σκεφτικός. Τοίμασε
το ταγάρι του. Πέταξε λίγες ελιές μέσα τυλιγμένες με κάτι παληοκούρελλα κι’ ένα
κομμάτι ψωμί κριθαρένιο , πήτα της γωνιάς, Τώρριξε αναρριχτά στον ώμο και πήρε
τη ματσούκα του.
Πέρασε όλο το δρόμο χωρίς να συναντήση κανέναν. Όλοι είχαν
πάει στις λιγοστές δουλειές τους η είχαν χωθεί στα σπίτια τους. Το τζάκι ήταν
μια η μόνη τους έγνοια τώρα το Δεκέμβρη. Πολλοί είχαν τοιμάσει και τα χοιρινά
τους νωρίς νωρίς. Η τσίκνα έβγαινε πνιχτή και κόρωνε πολύ μακρυά τη μύτη του διαβάτη. Καθόταν
ύστερα κόμπος στο λαιμό η αφιλότιμη.
Ο Κώστας ο Μουρίκης δεν πρόσεχε διόλου σ’ αυτό. Τραβούσε για
τη χώρα περνώντας καλντρείμια του χωριού του με το κεφάλι προς τη γη και το
πηγούνι κολλημένο σχεδόν στο στήθος. Λες και ήταν όμοιος ο Τελώνης ο Αμαρτωλός.
Αμαρτίες βέβαια θε νάχε για να τυραννιέται έτσι σε τούτη τη
παλιοζωή. Αμαρτίες απ τους παπούδες του. Έτσι πρώτη φορά αυτός, χρόνια τώρα,
έφτανε στην κατάσταση τούτη που βρισκόταν, να έμενε έτσι ρέστος δίχως φράγκο
τσακιστό στην τσέπη. Νάταν για τον εαυτό του? Λεφτό δεν έδινε. Τα παιδιά του!
Τα έρημα τα παιδιά του συλλογιζότανε!
Ο μήνας είχε έντεκα. Ξωμέρωνε την άλλη μέρα μικρογιορτή.
Πίσω της ακολουθούσανε οι χοντρογιορτάδες. Ο Μουρίκης ψωμάκι στην τάβλα ούτε
ψίχουλο δεν είχε. Και το γύρευαν τόσο πολύ τα’ αφιλότιμα τα μικρόπαιδα. Αμ’
παιδιά δεν είναι? Και τι μ΄αυτό? Μόνο αυτά θέλανε να φάνε? Αμ’ εκείνος? Δεν
ήταν άνθρωπος? Μήπως κι’ αυτός δεν ήθελε να ζήσει?
Και βάδιζε σκεπτικός στο καλντερίμι του δρόμου..
-Νάβρισκα, νάβρισκα θέε μου , τι καλά! Μουρμούριζε.
Τι νάβρισκε? Λεφτά> Όχι λεφτά. Βερεσέ. Βερεσέ στης χώρας
τα μαγαζιά. Να πάρη έτσι λίγο σιτάλευρο να κάνη πήτα για τα παιδιά. Να φάνε τα
γρουσούζικα. Δεν θα το πλήρωνε? Αμ’ τι δα? Έτσι θα τα’αφηνε? Σαν θα δούλευε θα
το ξεπλήρωνε. Αλλά? Δεν ήταν δουλευτής εκείνος?
Κοτζάμ άντρας, θεριωμένο κυπαρίσσι, με χέρια δυνατά
ατσαλόνευρα. Βούιζε η γη σαν βύθιζε στα σπλάχνα της το τσαπί του. Πρώτος και
καλλίτερος παντού. Στ’ αμπέλια , στα χωριάφια. Αμ ‘ελαντε…που δουλειά η
αφιλότιμη… Κι’ αν έβρισκε δω και κει κανένα μεροκάματο που να δη χαίρι και προκοπή.
Σαράντα ψωροδραχμές. Και κείνες κουτσουρεμένες. Τι να τις πρωτοκάνεις? Φαί,
τσιγάρα, ρούχα, χρέος, κομπόδεμα? Τι, τι να τις πρωτοκάνεις?
Κι’ ο Κώστας ο Μουρίκης βάδιζε και σκεφτότανε.
-Τι διάβολο να τις πρωτοκάνεις? Μπα, δεν βαριέσαι..Καλές
είναι κι’ αυτές μα πούνε? Που βρέθηκε η
δουλειά για να τις πάρεις? Αν είχα σαράντα ψωροδραχμές, αγόραζα λίγο σιτάλευρο.
Κι’ είχε ο καιρός… Αν αυτός ο καιρός…ο διαβολόκαιρος.. Πήρε κόσμο στο λαιμό του
. Έπνιξε τους εξηντάρηδες. Κερατόκαιρος π ‘ανάθεμα τον. Νάβρισκα ..νάβρισκα
κανένανε, μουρμούριζε…Θ ‘ αγόραζα ψωμάκι για τα μικρόπαιδα.
Και πάλι τα παιδιά του ήρθανε στο νου. Πέρασε όλη η
κουρελαρία του σπιτιού από μπροστά στα μάτια του. Νάτα! Τάβλεπε μπροστά του όλα
να περνούν. Με τα λερωμένα πόδια, τα μιξασμένα απανώχειλα τα λιγδιάρικα
μάγουλα..Έμοιαζαν μήλα ροδοκόκκινα που κυλίστηκαν στη λάσπη. Και η γυναίκα του,
κι’ αυτή διάβηκε μπροστά του..Λερή…αχτένιστη, κοκομοιριασμένη.Ξεστηθιασμένη
βύζαινε το μωρό, κρατώντας το νερουλιασμένο βυζί της στο στόμα του.
Σιγοτακάπινε κείνο γουλιές γουλιές το γάλα και πιπίλιζε τη ρόγα.
Τα πρώτα σπίτια φάνηκαν στην άκρη του δρόμου. Του Κώστα η
καρδιά χτύπησε πιο δυνατά τώρα…
-Τάχα θα βρώ …διαλογιζότανε..
Και πήρε το πρώτο σοκκάκι που το έβγαλε καρφί στα Εβραίικα..
Μπήκα στο πρώτο και στο δεύτερο μαγαζί. Κανένας δεν του μίλησε. Στάθηκε λογάκι
στην πόρτα κι’ ‘ερριχνε και στύλωνε τα μάτια στον έμπορα που καθόταν στον παιζαχτά σαν το
μπολιάρικο σκυλί. Σαν να ζητούσε κανένα κόκκαλο να γλύφη.
Όλοι τον διώξανε. Και κείνος έφυγε. Γκιχ δεν έβγαλε. Μπήκε
και στο τελευταίο μαγαζί. Χρόνια τώρα δούλευε τον αφεντικό του. Τον γνώριζε
καλά.
-Καλημέρα κυρ- Δημήτρη.
-Καλή σου μέρα.
-Λίγο αλεύρι για τα παιδιά. Να φάνε….
- Έχεις λεφτά?
- Σαν δεν έχω τι? Θα στο τα δώσω όποτε βγάλω.
-Χμ..! Και γω.? Που νάβρω και γω τα’ αλεύρι για βερεσέ?
-Ψυχικό θα κάνεις κυρ- Δημήτρη.
-Δε βαριέσαι…Ψυχικό οι παπάδες κάνουνε.
-Να σου δουλέψω μεροκάματο..
-Ουυου…ώσπου να ρθει η Άνοιξις…Κάτσε γύρευε… Τώρα θέλουμε
λεφτά..Ως τότε..
- Σιχτίρ κερατάδες και τα λεφτά σας..!
Και τα μάτια του βούρκωσαν. Τα στήθια του φούσκωσαν και μέσα
σιγόβραζε ο θυμός.
Ας πεθάνουμε κι’ εμείς..ας πεθάνουμε… Κερατάδες.. Δεν
πιστεύετε την φτωχολογιά..δεν την
πιστεύετε..Καλά…Μα θα σας δείξει μια μέρα κείνος!
Κι΄έδειξε με το δάχτυλο χηλά στον ουρανό. Τράβηξε πάλι τον
ίδιο δρόμο για το χωριό. Το τράστο του ήταν άδειο. Ήθελε να φύγει, να φύγει..Να
μη βλέπει την πολιτεία. Του ρχόταν να φωνάξει να πνίξει κανένα κοιλαρά έμπορο.
Καθώς βάδιζε σιγομουρμούριζε..
-Να πεθάνουνε…να πεθάνουνε κι’ αυτά. Όπως και γω..Τι τα
θέλω? Να πεθάνουνε μικρά..Ν’ αγιάσουνε ..αγγελούδια να γένουνε…να μη πεδευτούν
μεγάλοι..σαν και μας. Αμ΄τι δα? Σαν θα μεγαλώσουνε κι’ αυτά δουλευτήδες
αυτουνών δε θα να γίνουν? Στα παιδιά τους δε θε να δουλέψουνε? Γιατί? Γιατί να
ζήσουμε τα κακόμοιρα για γίνουνε είλωτες? Τα μούλικα..Να μεγαλώσουν αυτά τα
ασθενιάρικα..να δουλέψουνε όπως κι’ εμείς….Αμέ..! Τα δικά μου? Να πεθάνουν τώρα
δα τα φτωχά…Σαν δεν τα ταίζουνε?
Και βάδιζε σκυφτός πιότερο..Κι’ όλο σκεφτότανε και όλο θύμωνε. Τα στήθια του φούσκωσαν από θυμό και
αγανάχτηση. Το βήμα του τώκανε γοργό και νευρικό. Και όλο πιο γρήγορα. Και
παραλόγιαζε όσο σίμωνε στο χωριό. ..Να τώρα έτρεχε… Ήθελε γρήγορα να φτάση
σπίτι του να δη τα παιδιά του πεθαμένα όλα χάμω, λιάστρα στην ψάθα. Την έβλεπε την
κουρελαρία να διαβαίνη μπρος του. Ν’
απλώνη τα λιγδιάρικα χέρια προς το μέρους του και να φωνάζουνε…ψωμί…ψωμί… Το
κεφάλι του βάραινε..Τα μηνίγγια του βούιζαν και τα μάτια του θάμπωναν.
Κάθησε να ξεκουραστή. Ένα ποταμάκι έτρεχε εκεί κοντά.
Στήριξε το κεφάλι του στα παλαμόχερα και
ρούφηξε δυο τρεις φορές αέρα καθαρό.
Ένας γεροντάκος πέρασε τότε από κει.
-Γειά σου παππού. Του φώναξε ο Μουρίκης.
-Γεια νάχης..Κουράστηκες συ παλληκάρι μου?
-Ε..τι να κάνω.. Απ’ τη
χώρα βλέπεις..
-Τι νέα?
-Καλά και μαύρα γέροντα..
Ο γέρος στάθηκε..
-Και γιατί μωρέ παιδάκι μου? Τι έχεις?
-Αμ΄τι νάχω παππού.? Ψωμί δεν έχω..Λεφτά δεν έχω..Τα παιδιά
φωνάζουνε..
-Μπα..Και δεν ζητάς να σου δώσουν?
-Δίνουν? Ούτε τα’ αγγέλου τους νερό…
-Βρε τι λες? Και δε θέλουνε αυτοί να ζήσετε και σεις?
-Έλα ντε. Πέστα και συ..Τους άτιμους…!
-Μη βρίζεις παιδί μου..Κάτι και για σένα θα βρεθή…
Ο Κώστας κούνησε το κεφάλι .
-
Τι να βρεθή εδώ αφού δεν βρέθηκε στην χώρα γέρο?
-
Ένα φιδάκι διάβηκε από κει κοντά. Ξεχασμένο
σερνόταν με την κοιλιά για να κρυφτή στους διπλανούς τοίχους.
-
-Πιάσε αυτό..του φώναξε ο γέρος.
-
-Παραλόγιασες? Του είπε ο Κώστας/
-
-Βρε πιάστο, μη φοβάσαι και θα δεις.
-
Ο Κώστας δοκίμασε..Το φίδι σερνόταν αργά αργά
στης χειμωνιάς το κρύο ναρκωμένο. Σαν ο Κώστας το άγγιξε με τα δάχτυλα του
μαζεύτηκε και μια κουλούρα μάλαμα γίνηκε.
-
-Χριστός και Παναγιά! Φώναξε.Τ’ είσαι συ
γέροντα!?
-
-Μη σε νοιάζει , του αποκρίθηκε αυτός.Κάνε
μονάχα αυτό που θα σου πω. Βάλτο αμανάτι στον έμπορο και πάρε ότι θες. Σαν θα
δουλέψης το παίρνεις πάλι και τ’ αφήνεις εδώ.
-
Και ξαφανίστηκε από μπροστά του.
Άγιος η διάβολος κι΄αν είσαι σ’ ευχαριστώ. Του
είπε ο Κώστας ο Μουρίκης.
Και γύρισε ξανά στην Χώρα. Πήρε
αλεύρι μπόλικο και ρούχα για τα παιδιά. Πέρασε τις χοντρογιορτές, Θεού χαρά.
Ήρθε η Άνοιξη κι’ άρχισαν πάλι οι δουλειές. Με την οικονομία του
έβαλε στην πάντα τα λεφτά. Και όπως τούχε πει ο γέροντας πήγε μια μέρα στον
έμπορα κάτω στην χώρα.
-
Πάρ’ τα λεφτά και δος μου το μάλαμα.
-
-Ποιο μάλαμα? Καμώθηκε ο έμπορας.
-
Το μάλαμα που σου αμανάτιασα το χειμώνα.
-
-Άντε Χριστιανέ μου στο καλό.
-
-Βρε τι λες?
-
-Κείνο που σου λέω εγώ…Δεν ξέρω τίποτα.
Τι να κάνει ο Μαυρίκης? Τον δρόμο πήρε πάλι
για το χωριό. Ήταν και τώρα σκεφτικός. Είχε σκυμμένο το κεφάλι και το πηγούνι
ακουμπούσε σχεδόν στο στέρνο. Σαν τον αμαρτωλό Τελώνη.
Εκεί στον δρόμο κοντά στο ποταμάκι νάσου
πάλι ο γέροντας.
-
Τι γίνηκες βρε αδελφέ?
-
-Τι να γενώ? Στον έμπορα ήμουνα.
-
-Λοιπόν?
-
Δεν ξέρει τίποτα. Δεν δίνει πίσω το μάλαμα.
-
-Καλά…! Του είπε πάλι ο γέροντας. Πήγαινε στ
σπίτι σου και θάρθη αυτός γυρεύοντας.
-
Και πήγε πραγματικά ο έμπορας ο διαβολόψυχος γυρεύοντας τον Κώστα τον Μαυρίκη. Πήγε ν’ ανοίξη
την κασσέλα του, το μάλαμα να θαυμάξη κι’ αμέσως τρόμαξε. Φίδι πελώριο
παράστεκε κει μέσα, όχεντρα φαρμακερή.
-
Τον Κώστα το Μουρίκη φώναξε τότε να πάρη το
τρισκατάρατο. Ούτε λεφτά ήθελε ούτε διάφορο.
-
Κι΄ο Κώστας
ξεκίνησε πάλι για την χώρα. Δεν ήταν τούτη τη φορά όπως τις άλλες.
Χαμογελούσε πονηρά. Και σαν στον έμπορα έφτασε το φίδι πάλι έπιασε και κείνο
πάλι μάλαμα γίνηκε. Το τσέπωσε κι΄έφυγε. Στη ξώπορτα του φώναξε.
-
-Φίδια φαρμακερά γίνονται οι κόποι σας , οι
άφτουροι και σας τρώνε..
-
Και καθώς τούχε πη ο γέροντας , στο ίδιο μέρος
που το είχε πρωτοπιάση πήγε και τάφησε. Φίδι σερνάμενο γένηκε πάλι το σερπετό
που έφευγε μουδιασμένο στο κρύο της χειμωνιάς. Ήταν ένδεκα του Δεκέμβρη, η ίδια
μέρα που το είχε ξαναπιάσει. Και θυμήθηκε πάλι το γέροντα και την μικρογιορτή
που ξημέρωνε.