ΑΠΟΚΡΙΕΣ ΣΤΟ ΧΩΡΙΟ
Μαύρες απόκρηες θάκαναν τούτη τη χρονιά οι συντοπίτες μου. Μαύρες και άραχνες. Ολόκληρο το χωριό έμοιαζε ζήτουλας , που στα χρόνια της ζητιανιάς γύριζε με το σακκούλι κρεμασμένο στον ώμο και το χέρι απλωμένο για να βαστήξη την ελεημοσύνη. Αλίμονο! Τα χρόνια της ζητιανιάς ξαναγύριζαν πάλι με χρόνους δίσεχτους και τρισδυστυχισμένους. Κάθε νοικοκύρης ήταν λίγο πολύ κι’ ένας ζήτουλας. Θέλοντας και μη φανέρωνε την αξιοθρήνητη κατάσταση του.
Δεν ήτανε ο ίδιος νοικοκύρης πούξερα στα περασμένα χρόνια. Δεν ήταν κείνος που άλλοτε γελαστός , πάντα σαν έμπαινε το Τριώδι- και το ανάγγελε ο παππάς απ’ την ωραία Πύλη την Κυριακή του Τελώνη και Φαρισσαίου- σύσφιγγε το χέρι μετά από το αντίδωρο και σου ευχότανε χρόνια πολλά και με τόνο πούδειχνε την ειλικρίνεια της ψυχής του.
Όλα φαίνοντας αλλαγμένα γύρω. Και τα παιδιά της γειτονιάς με τα λερωμένα ρούχα τους , κι’ αυτά στο παιγνίδι τους έδειχναν κάποια αλλαγή. Αν έλεγες και για τον ουρανό? Αυτός ήταν για να ήτανε. Λες και κείνος να κατάτρεχε τους δύσμοιρους ανθρώπους , κυνηγώντας τους πιότερο σ’ εκείνο το καταντεμό της τύχης τους. Βδομάδες τώρα με το κατσουφιασμένο μούτρο του, έδειχνε όλη την πρόθεση της ανώτερης διάθεσης. Να μην αφήνη τον κοσμάκη να δουλέψη, για να βγάλη μια δεκάρα! Και τώχε στο μυαλό του να το κάνει και τώκανε. Και κράτησε τον λόγο του ως το τέλος ο αθεόφοβος! Ο Αρβανιτοκέφαλος!
Τα τρία κουτσομαγαζάκια τους, με λίγες θειαφοσακούλες μισόγεμες από ρύζι, σαπούνι και πατάτες, κρατούσανε τον κόσμο δεμένο από το λαιμό, στα καταλερωμένα κιτάπια τους. Και το μεγαλύτερο κακό! Είχανε σταματήσει κι’ αυτά την πίστωση!
Έτσι όλοι μαζί, φύση και άνθρωποι, βουλήθηκαν να μην αφίσουνε τους κακότυχους να περάσουνε δυο μέρες άγιες με το χαμόγελο στα χείλη, με κάποια γλύκα ανθρώπινης ευχαρίστησης.
Περασμένο απόγευμα. Αύριο το Ευαγγέλιο θάλεγε για τη χόρταση της κοιλιάς , μα κείνα τα λόγια είχαν ειπωθή για κείνη την εποχή. Η χόρταση της κοιλιάς ήταν άγνωστο πράγμα στο λαουτζίκο της εποχής ετούτης. Και το ξέρανε καλά αυτό οι τρεις αξούριστοι του μικρού καφενέ που κουτσόπιναν στα καταλερωμένα ποτήρια βερεσέ. Τώξεραν καλά και το φανέρωναν στο πρόσωπο τους πούταν βαθειά χαραγμένη η σφραγίδα της απελπησιάς και της απόγνωσης. Βδομάδες τώρα είχαν να πιάσουν μεροκάματο σε αμπέλια. Ο καιρός κι’ αυτός τους κυνηγούσε. Το λεμόνι πούχαν να πουλήσουν απ’ τα λίγα λεμονόδεντρα κι’ αυτό έμενε απάνω στο κλαρί σαν πληγωμένο πουλί απ’ τη σαπίλα της χιονιάς.
Δυο γυναίκες πέρασαν μαντιλοφορεμένες ως τα μάτια. Κρατούσαν στα χέρια τους καλάθια καλόπλεχτα και μέσα έσταζαν χόρτα πεντακάθαρα από την πλύση. Ήταν το αυριανό συμπόσιο της αποκρηάς. Το κιούπι βαστούσε ακόμη λίγο χοιρινό που θα γινόταν μια χαρά μ’ αυτό τσιγαριστό και το κριθάρινο ψωμί θάταν πιο γλυκό στην ιδέα της ανέχειας.
Ο ήλιος που σαν κλέφτης πρόβαλε για μια στιγμή από κάποιο ανοιχτό παραθύρι τα’ ουρανού, έκανε έναν μορφασμό οικτιρμοσύνης για την πλάνη της ταπεινή που φώτιζε τόσα χρόνια τώρα. Και κρύφτηκε ξανά για να βασιλέψει σε λίγο.
Απόκρηες ήταν τούτες? Έλα Χριστέ και Παναγιά. Τι κόσμος μασκαρεμένος ! Καθένας φορούσε κι’ από μια προσωπίδα που θα τη ζήλευαν οι καλύτεροι θεατρίνοι μας. Τους έβλεπες τον έναν κοντά στον άλλο καθισμένους στα στασίδια της εκκλησιάς, ν΄ακούνε τα λόγια της λειτουργίας αφηρημένοι. Κι’ όταν σχόλασε η εκκλησιά, όλοι παραπονέθηκαν για το αντίδωρο. Είπανε τον παπά τσιγγούνη, γιατ’ είχε κόψη τα’ αντίδωρο ψιλό, ψιλούτσικο. Κόττες θα τάιζε?
Τον είχαν τάχα ρωτήση κι’ αυτόν αν τούχαν φερμένο πρόσφορο, τέτοια χρονιάρα μέρα? Εκείνος μονάχα ήξευρε πως τώχε οικονομήσει κι΄από πού. Βγήκαν και κάθησαν στα πεζούλια της εκκλησιάς. Άρχισαν την συζήτηση για τις υποθέσεις τους. Μίλησαν για το καλαμπόκι πούχε ξεμπαρκάρει κάτω το καίκι δίχως φόρο. Για τα’ αρνιά, για το χρέος, για τον καιρό , για το λεμόνι, για όλα, για όλα.
Κάπου κάπου ακουγότανε κάποιο ξέψυχο «χρόνια πολλά» που μόλις ξε΄φευγε από το στόμα. Και σιγά σιγά καθένας σκόρπαγε. Κατέβαινε από την εκκλησιά πούτα χρισμένη στο ριζοβούνι και πήγαινε για το σπίτι του. Χωρίς άλλο τον περίμενε στο ψηλό σοφρά και στις πήλινες γαβάθες το χοιρινό το τσιγαρισμένο με τα’ αγριόχορτα. Και στην ιδέα της ανέχειας θε να φαινότανε πιο γλυκό το χοιρινό σαν θα τ’ αναμασούσε με την κριθάρινη ψωμομπουκιά.
Κανείς δεν μπορούσε να ξηγήσει γιατί όλα τα σκυλιά αλυχτούσαν τα’ απομεσήμερο.
Γυναίκες κι’ άντρες βγήκανε στα λιακωτά να μάθουν την αιτία. Κι’ είδαν κάτι που τους θύμιζε περασμένα. Στη χορεύτρια του Ματζαυράκη ένας αποκρηάτικος χορός γινόταν. Από το γειτονικό χωριό ένα μπουλούκι κακομασκαρεμένο ήρθαν να χαιρετίσουν τους γνωστούς. Κάποιος, ντυμένος με χοιροτόμαρο, παράστενε την αρκούδα, χόρευε στην χορεύτρια με τους βαρειούς τους χτύπους του νταουλιού, πούπαιζε κάποιος μασκαρεμένος σε γύφτο. Θέε μου τι μούτρα! Μαύριζε πιότερο απ’ το σκοτάδι το καταμουντζουρωμένο μούτρο του. Τα κάτασπρα δόντια του πρόβαλλαν μ΄ακανόνιστα ανοιγοκλεισίματα , πούκαναν τα μικρόπαιδα να τρέμουν σύγκορμα στις αγκαλιές των μαννάδων τους και τις εγκυμονούσες να κρυφτούνε σπίτια τους.
Τα λιακωτά τριγύρω, τα παράθυρα και τα πεζούλια γέμισαν μονομιάς από λογής λογής ανθρώπους. Χάζευαν και κύτταζαν την αρκούδα που χόρευε τρελλή από μεθύσι.
‘Αξαφνα λησμοτήθηκαν με μιας, και φτώχεια και δυστυχία. Άρχισαν ν’ αναρωτιώνται για τους ξένους κι΄ήθελαν να τους μάθουν. Και σαν να ζήλεψαν μερικοί, έτρεξαν σπίτια τους και ντύθηκαν να ζωντανέψουν πάλι του περασμένου καιρού τα έθιμα.
Ο κόκκορας και το γαιτανάκι πρόβαλλαν σε λίγο από την απάνω ρούγα του χωριού. Έκοβαν τα σκυλιά τις αλυσσίδες τους και μαρίδα ούρλιαζε στα σκουξίματα. Ο κόκκορας πηδούσε καμαρωτός και το γαιτανάκι χόρευε ντροπαλά το ευρωπαικό του. Κι΄έσμιξαν όλοι κάτω στη χορεύτρα ντόπιοι και ξένοι όλοι μαζί. Και όπως έκαναν παληά, έτσι και τώρα πήραν τα σπίτια αράδα. Σε κάθε αυλόπορτα σταματούσαν. Τραγούδια αποκρηάτικα έλεγανε και η κυρά έβγαινε και κερνούσε. Κερνούσε στο γυαλί κρασί γλυκόπιοτο, το μόνο που βρισκότανε άφτονο στο κελλάρι.
Σπίτι το σπίτι πέρασαν όλο το χωριό. Ήπιαν λογής λογής κρασιά και τραγούδησαν λογής λογής τραγούδια .
Ο κόκκορας στουπί στο μεθύσι, με βρεμένα τα φτερά τράβηξε για το σπίτι. Το ίδιο έκανε και το γαιτανάκι πούχε μπερδέψει τις κλωστές. Μόνο η αρκούδα έμενε ακόμη στη χορεύτρα του καφενέ. Κοίτονταν αναίσθητη, διπλωμένη στο τομάρι της, ατόφια χοίρος στο μεθύσι.
Και το πρωί θα γλυκοχάραζε γρήγορα, να τος θυμίσεη πάλι την κατάντια, που τους είχε ρίξει η ανέχεια.
Και θα τους κόστιζε τότε τόσο πολύ το αποκρηάτικο εκείνο γλύστρημα στη ρετσινάτη λάσπη του κρασιού!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου