Στο εικοστό τεύχος του πέμπτου έτους του Περιοδικού " Στην ηχώ της Εύβοιας" του 2012 της Ιωάννας Μούτση,διαβάζουμε ένα πολύ συγκινητικό διήγημα που έρχεται από το μακρινό 1933!
Το περιοδικό μαζεύει θησαυρούς λαογραφικούς και άλλους και εμείς οι συνδρομητές, τα φυλάνε παρακαταθήκη και μαρτυρία για τις επόμενες γεννιές. Μιας και αυτές τις μέρες με απασχολεί πάρα πολύ η τοποθεσία γύρω από το Χαρτζάνι αλλά και την ευρύτερη περιοχή, νομίζω ότι είναι μια καλή ευκαιρία να γνωρίσουμε περισσότερα πράγματα για τον κάμπο, το δικό μας χωριό
.
ΟΔΟΙΠΟΡΙΚΟ-ΔΙΗΓΗΜΑ
Η ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ
ΧΑΡΤΖΑΝΑ του Γεώργιου Κ. Σακκά το 1933!
Εκεί που
άλλοτε περήφανος γεροθέμελος ο πύργος της Χαρτζάνας , της τρανής βασίλισσας,
ρημάδια τώρα κοίτουνται οι πέτρες και τα ντουβάρια. Ξέθωροι οι τοίχοι και
χαλασμένα τα πυργόφρυδα δείχνουν ακόμα τη δύναμη του πανάρχαιου χτιρίου που
έκλεισε κάποτε δόξα και τιμή του την
πολυχρονεμένη βασίλισσα. Εκεί που άλλοτε φώλιαζε η αρχοντιά και τα
πλούτη,κουρούνες τώρα χτίζουν τις φωλιές. Στα ξεφαντώματα των ασκεριών της ξακουστής
βασίλισσας , κρωξίματα της κουκουβάγιας τώρα σχολογούν στα έρημα ντουβάρια του.
Τα βλέπεις
όλα αυτά? Με ρωτούσε ο γέρος ο εκατοχρονίτης που κόνευε κει κοντά. ‘Αη Γιώργη
ανήμερα –χρόνια τώρα- συνήθιζα να του κάνω βίζιτα τέτοια χρονιάρα μέρα.
Μου άρεσε
πολύ να τον ακώ να λέει ιστορίες διάφορες για δράκους και βασιλιάδες ,
κουρσάρους και αραπάδες φοβερούς . Είχε γεράσει μές στην ζωή και τα μαλλιά του
ήσαν άσπρα , κάτασπρα σαν το χιόνι του Άι-Λιά.
Έτσι και
φέτο που τον επισκέφτηκα με ρώτησε πάλι: - Τα βλέπεις αυτά? Ξέρεις την ιστορία τους?
-Θαρρώ πως
κάτι ξέρω. Τ’απάντησα.
Άθελα στο
λογισμό μου έφερε την ιστορία της Χαρτζάνας . Της τρανής βασίλισσας του τόπου
εκείνου.
Τρανός
βασίλευε τότε, σε χρόνια αλαργινά, στον κάμπο κείνο της Χαρτζάνας ο πατέρας ,
αφέντης και βασιλιάς.
Πράσινος ο
κάμπος απλωνόταν ήσυχος στα πόδια του του Άι –Λια από την άκρη του Μπούρου ως τη Ρηγιά! Τραβούσε
από κει γλώσσα πράσινη- κι έμπαινε μές τα ρουμάνια της Σχοιναρής και της Κρυφτής,
έφτανε ως το Λυκόρεμμα κι΄έγλυφε δουλόπρεπα τις φτέρνες της θάλασσας , που
απλωνόταν ποτάμι ολογάλαζο, ο Ευβοικός.
Ολοχρονίς οι
μπιστικοί του βασιλιά όργωναν κι΄έσπερναν τα χωράφια και τις βουνοπλαγιές ,
φύτευαν ως τις άκρες. Πότιζαν τους κάμπους ολόγυρα και στράγγιζαν τις λίμνες
για να γίνουν καρπερές κι΄ωφέλιμες. Χέρια μύρια ,, αμέτρητα, δούλευαν στο
δικέλι και στο τσαπί και τα υνιά των αλετριών άπειρα λαμποκοπούσαν στο
νιόσκαφτο αυλάκι από του ήλιου τις αντηλιές.
Απόχερα η
γη- μάννα πονόψυχη- μοίραζε τα καλά της στου βασιλιά τους οπαδούς. Χαίρονταν
εκείνοι που ζούσαν τη ζωή στο φως του ήλιου και την αλμύρα της θάλασσας, ζωή
χαρισάμενη.
Ωστόσω κακές
χρονιές επλάκωσαν και χρόνοι δύσεχτοι ευρήκαν το λαό. Πόλεμοι τάραξαν του
βασιλιά τ’ ανέγγιχτο ραχάτι και του κάμπου το βούισμα. Τα χέρια πια δε δούλευαν
στο τσαπί και στο χερουλάτη των αλετριών! Άρπαξαν κοντάρι πλατυλέπιδο και σαίτα γοργόφτερη , σαν αστραπή. Τα λάσια
στήθια ντύθηκαν θωράκια χαλκομπρούτζινα κι΄η λιγερή η μέση δερμάτινη ζωστήρα
φόρεσε, του δαμασκού το στήριγμα.
Έρμοι οι
κάμποι από δουλειά. Έρμα τα σπίτια από λέβέντες . Το μακελειό ξαφάνισε του
δέντρου τα γερά κλωνιά , τα νιόβγαλτα πρακλάδια
πόμειναν και τα ξερά κλαδιά τα΄άχρηστα.
Μονοχρονής
επλάκωσαν η δυστυχία κι η πείνα. Τ’ αλώνια πια δεν γέμιζαν από του καλοκαιριού
το σώθεμα και τα καλόχτιστα τ’ αμπάρια ,
άδεια βρισκόνταν από χρυσό καρπό.
Φτώχεια και δυστυχία δέρνει τους άμοιρους π’ απόμειναν στο βασιλιά τη χώρα.
Σε σκέψη μένει
ο βασιλιάς, σε συλλογή οι άρχοντες. Μάταια ότι κι αν κάνουν. Δεν βρίσκουν
τίποτα καλό που να μπορεί να φέρει το λυτρωμό στη χώρα. Τα χέρια είχαν χαθεί.
Οι κάμποι από του πολέμου το λεπίδι ρήμωσαν και το βασίλειο του βασιλιά
εστένεψε πολύ τα σύνορα.
-Να σφάξουμε
τους γέρους. Φωνάζει ο πιο νιος από τους άρχοντες. Οι γέροι λιποκαρδίζουν. Να
σφάξουμε τους γέρους που τρων χαράμι το ψωμί, ξαναφωνάζει ο άρχοντας. Έτσι θε
να΄χουμε οικονομία , το ψωμάκι διάφορο και το βασίλειο θα λιγοστέψει πιο πολύ
από τα’ αχρηστα κουφάρια. Ορθή βρίσκει τη γνώμη ο βασιλιάς. Ορθή και πιο σωστή
τη βρίσκουν οι άρχοντες που μέρες τώρα προσπαθούσαν μάταια να βρούνε κάτι.
Οι γέροι
πρώτοι να πέσουν για χάρη της Πατρίδας . Πρώτους αυτούς θε να τσακίσει ο
πέλεκας της πείνας..
Διαταγή
τρανή δίνουν σε όλη τη χώρα γύρω. Οι σαλπιχτές τη διαλάλησαν σ’ ανατολή και
δύση. Τα τούμπανα του βασιλιά τη θέληση παντού εκρούτανε.
Θεού θέληση
η διαταγή πρέπει να εκτελεστεί. Θυσία στην Πατρίδα , προστάζει ο Βασιλιάς. Τι
πρέπει να γίνει?
Οι γέροι για
την Πατρίδα πέφτουνε πρώτοι. Αφήνουν τόπο στους μικρούς και δίνουν την ζωή τους
στους νιότερους. Τ’ άσπρα τους μαλλιά βάφονται στο κόκκινο αίμα της ανάγκης. Σα
κεραυνός έπεσε στης Χαρτζάνας το αυτί του βασιλιά η διαταγή. Μονάκριβη κόρη του
εκείνη , κλεισμένοι νυχτοήμερα στ’ απόμακρο πυργί της απ’ τους δακάλους μάθαινε της επιστήμης τα κρυφά
μυστήρια.
-Τι τρέχει
γέροντα? Ρωτά τον ασπρομάλλη γέρο δάσκαλο. Ο βασιλιάς κι’ αφέντης μας διατάζει τους
γέρους να σκοτώσουν, της λέει αυτός.
-Τους γέρους? Και γιατί? Τι κρίμα έκαναν ? Κουνάει το
κεφάλι ο γέρο δάσκαλος .
-Οι πόλεμοι,
ρηγοπούλα μου. Της λέει αργά, του
βασιλιά μας το βασίλειο αφάνισαν . Της χώρας το κακό μονάχα στων γερόντων το
χαμό θα γιατρευτεί.
Καιρό δεν
έχασε η όμορφη ρηγοπούλα . Τους δούλους τους διατάζει να της σελώσουν άτι
χρυσοκάπουλο. Στα κρινοδάκτυλα χέρια της τα χαλινάρια πιάνει και μια και δυο
στο βασιλιά πατέρα της παρουσιάζεται.
Ξαφνιάστηκε
ο βασιλιάς σαν είδε την Χαρτζάνα στο παλάτι έτσι απότομα.
-Σαν τι
ανάγκη ξαφνική στο πύργο σ’ ‘εφερε κόρη μου? Την ρωτά.
-Αφέντη
βασιλιά μου και πατέρα μου, κράζει η ρηγοπούλα. Στα πόδια σου πέφτω γονατιστή
και σε παρακαλώ με δάκρυα.Σταμάτα το κακό που γίνεται στην χώρα σου.
Χαιδεύει τα
μαλλιά της ο γέρος ο βασιλιάς και δίνει το χέρι του για φίλημα.
-Σήκω παιδί
μου , της λέει και σ’ αφουγκράζομαι.
Γονατιστή σε πρέπει να μιλάς στον κύρη τον πατέρα σου. Για ποιο κακό μιλάς που
γίνεται στην χώρα μου και δεν το ξεύρω εγώ? - Η διάτα , πατέρα βασιλιά και κύρη
μου. Η διάτα για των γερόντων το χαμό.Σταμάτα την, πατέρα μου. Τέτοιες διαταγές
δεν στέκουν στο βασίλειο μας το πολύχρονο.
-Τη διάτα?
Και γιατί κόρη μου Μηγαρίς δεν έχουμε από το θάνατο των ανώφελων αυτών διάφορο?
Για δες ,της
λέει. Κοίτα στ’ αμπάρια τα καλόχτιστα. Γεμάτα παραστέκουν από χρυσό καρπό.
Θάχουν τα γυναικόπαιδα θροφή διπλή, τριπλή για να θραφούν και να μεστώσουν ,
άντρες σωστοί και μάννες θε να γίνουνε μια μέρα, να μεγαλώσουν το βασίλειο.
-Ωιμέ!
Πατέρα βασιλιά μου, αφέντη μου. Κι’ είναι ανάγκη να θραφούν τα γυναικόπαιδα
αυτά από των γωνιών τους το αίμα?
-Ανάγκη πάσα
Χαρτζάνα, κόρη μου.
Βουβή
εστάθηκε τότε του Ρήγα η μονόγεννη κληρονομιά. Τα μάτια της βρύσες ποτάμι
άρχισαν τα δάκρυα να τρέχουν. Και με μισόσβυστη φωνή από το κλάμα: Αλλού να βρεις
το λυτρωμό της χώρα σου δεν μπόρεσες πατέρα μου? Ρωτά.
-Σκεφτήκαμε
πολύ, Χαρτζάνα μου. Κι εγώ κι οι άρχοντες. Κανείς δεν βρέθηκε στο πλάι μας βοηθός.
Σφουγγίζει
τα ματόκλαδα η όμορφη ρηγοπούλα. Αλλάζει
όψι με μιας και κυττάζοντας κατάματα το βασιλιά, του λέει σοβαρά.
-Άκου πατέρα
βασιλιά και κύρη μου. Στο σίδερο και στην δουλειά μπορείς να βρεις το λυτρωμό της
χώρα σου και των γερόντων να ξαναδώσεις τη ζωή.
-Στο σίδερο?
Και πως? Ρωτάει ο βασιλιάς.
-Δώσε το σίδερο
του Λαύρειου και άργαστο καλά. Φτιάξε τσαπιά βαθυσκαφτα, δικέλια αθερόμυτα, ξυνάρια
ατσαλοπελέκητα δώστα σε χέρια ατσαλόνευρα να τα φουχτώσουν και να δουλέψουν τη
γη.
Ας λάμψουνε
και πάλι τα υνιά στο ήλιου τις αντηλιές και ας αχολογήσουν πάλι οι κάμποι από
τραγούδια και χαρές , φωνές και χάχανα.
Βουβός
στέκει ο βασιλιάς. Ορθή και πιο σωστή βρίσκει τη σκέψη της Χαρτζάνας παρά του
άρχοντα. Ο λυτρωμός παράστεκε λοιπόν μπροστά του τόσον πολύ καιρό, χωρίς να τον
δει?
Τους μπιστικούς
του φωνάζει τότε ευθύς και βγάζοντας τη χρυσή κορώνα του την αδαμαντοκόλλητη στ’
ολόξανθο κεφάλι της Χαρτζάνας φορεί.
-Φτάνει ως
εδώ! Γυρίζει και λέει στους άρχοντες. Καιρός πια τα γηρατειά να δώσουν τόπο στα
νιάτα τα ολόδροσα. Τη νέα βασίλισσα σας ας προσκυνήστε τώρα. Ας γίνει η Χαρτζάνα
η κόρη μου βασίλισσα κι αφέντρα μας. Ο θρόνος στην κόρη την ορθόσκεφτη
ταιριάζει.
Εμπρός του
γονατίζει ο λαός. Χαμογελάει η Χαρτζάνα χαμόγελο γλυκό. Βασίλισσα τρανή,
αφέντρα καινούργια διαταγή στη χώρα δίνει αμέσως.
-Να πάψει το
κακό!
Σίδερο
άφτονο από του Λαύρειου τα σωθιά σ’ όλους μοιράζει . Οι γύφτοι τα σφυριά αρπάζουν
και οι μαραγκοί τα φυσερά. Παντού δουλειά και προκοπή. Φτιάχνουν τσαπιά
βαθυσκαφτά, δικέλλια αθερόμυτα, ξυνάρια ατσαλοπελέκητα. Χέρια τα παίρνουν
σιδερόνευρα κι οργώνουμε μ’ αυτά τη Γη. Αστράφτουν και πάλι τα υνιά στα νιόσκαφτα
αυλάκια κι οι κάμποι γεμίζουν από τραγούδια και φωνές χαρές και χάνανα.
Κι’ εκεί που
πρώτα ο θρήνος και το κλάμα των γερόντων ακουόταν, το γέλιο των μικρών παιδιών
και το γλυκό τραγούδι των άγουρων σκορπίζει ο αγέρας της στεριάς ολόγυρα.
Τ’ αμπάρια
τα καλόχτιστα γεμάτα σώθεμα παραστέκουν. Βαγένια χιλιοστέφανα από χρυσά
κανούλια , κρασί αφράτο, σε κούπες χρυσοσκάλιστες χύνουν και χείλη ολόδροσα
ρουφούν να ξεδιψάσουν. Παντού η χαρά- ευλογία Θεούπ σε όλη τη χώρα απλώνονταν.
Η εργασία , με της Χαρτζάνας το χρυσό το σκήπτρο, κυβέρνησε τη τύχη του
καλότυχου λαού. Στο μέτωπο των μπιστικών άστραφτε τώρα η προκοπή δουλεύτρα.
Πύργο μαρμαροσκάλιστο για ευγνωμοσύνη ο λαός της έκτισε της βασίλισσας.
Καταμεσής θρονί από λεφαντοκόκκαλο και
διαμαντόπετρα της στύλωσε και η Χαρτζάνα τρανή της χώρας βασίλισσα βασίλευε.
Τώρα πια
τίποτα ένα απόμεινε από όλα αυτά. Ο χρόνος, ζηλιάρης γέρος, τα ΄σβησε και οι
βροχές και οι σεισμοί ρημάδια και ξεσκλήδια τα΄καναν. Τα’ όνομα όμως της Χαρτζάνας
στο μέρος του πύργου της απόμεινε. Και κει ίσως ακόμα θ’ απομείνει….
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου