Πέμπτη 6 Απριλίου 2023

Ο Τόμυ που δεν ήταν ελέφαντας.(παραμύθι)

 

Μια φορά και έναν καιρό, σε έναν μικρό ζωολογικό κήπο ζούσαν η Τάμυ και ο Τόμυ.

Η Τάμυ ήταν μια μικρή χαριτωμένη μαιμουδίτσα με μακριά στριφογυριστή ουρά και η καφετιά της γούνα είχε κάτι γκρι γραμμές λες και είχε κάνει μες. Τα μαύρα της ματάκια λαμπύριζαν από την πονηριά και το μυαλουδάκι της έκανε συνέχεια σχέδια για ζαβολιές και πειράγματα.

Τα περισσότερα πειράγματα τα δεχόταν ο Τόμυ, ένας καλόβολος γορίλας που παρά τον όγκο του, δεν ενοχλούσε κανένα ζωάκι και πάντα προσπαθούσε να αποκρούσει τα πειράγματα της Τάμυ χωρίς να την πληγώσει.

Θα μπορούσε να πει κανείς ότι ήταν η ατραξιόν του ζωολογικού κήπου αυτό το αταίριαστο ζευγάρι που έκανε βόλτες ανάμεσα στα δέντρα, σκαρφάλωνε στα γερά κλαριά και γρύλιζε χαρούμενα από μακριά στους επισκέπτες, ιδιαίτερα στα πιτσιρίκια που τους χαιρετούσαν πίσω από τον φράκτη και πιο πίσω, από το χοντρό μεγάλο τζάμι που ξεχώριζε τα ζώα από τους ανθρώπους.

Ο κήπος ήταν παλιός και οι εγκαταστάσεις του χρειαζόντουσαν επιδιόρθωση αλλά τα έσοδα είχαν πέσει , πρώτα με την κρίση και μετά με τις καραντίνες. Τα έσοδα έφταναν ίσια ίσια για την τροφή τους, τα φάρμακα τους και τους μισθούς του προσωπικού..Ποιος θα έδινε προτεραιότητα στα σύρματα που είχαν χαλαρώσει και μια τρυπούλα είχε ήδη ανοιχτεί εκεί στην άκρη που ήταν το αγαπημένο δέντρο της Τάμυ?

Ποιος άλλος εκτός από την Τάμυ , που από την στιγμή που την εντόπισε άρχισε να τραβά τα σύρματα με όλη της την δύναμη και μάλιστα ζήτησε την βοήθεια του Τόμυ. Αυτός δεν ήθελε μπλεξίματα και της γύρισε την πλάτη, αλλά πες πες την βαρέθηκε και της έκανε το χατήρι. Έτσι τώρα, έχασκε εκεί στην άκρη μια μεγάλη τρύπα που χωρούσε άνετα η Τάμυ και αν το ήθελε ο Τόμυ, θα μπορούσε να την μεγαλώσει τόσο, όσο να μπορέσει να χωρέσει και αυτός.

Η Τάμυ άρχισε να κάνει όνειρα για να αποδράσει και να πάει να γνωρίσει τον μεγάλο κόσμο. Ονειρευόταν περιπέτειες, συγκινήσεις, μεγάλους δρόμους με μεγάλες προκλήσεις. Ο Τάμυ πάλι, της έλεγε ότι δύο ζώα στους δρόμους των ανθρώπων το μόνο που θα είχαν ,θα ήταν πείνα, πόνος και απελπησία, αλλά του κάκου την συμβούλευε. Η Τάμυ ήταν αποφασισμένη και εκείνος που πάντα την προστάτευε , με βαριά καρδιά, τράβηξε το τελευταίο σύρμα και πέρασε τον φράκτη προς την μεγάλη πρόκληση.

"Μην ανησυχείς! Θα γυρίσουμε! Απλά να πάμε να δούμε την πόλη! Να δούμε τους ανθρώπους χωρίς φράκτες και τζάμια, να τους μιλήσουμε και να γίνουμε φίλοι! συνέχιζε τον ατέλειωτο της μονόλογο η Τάμυ.

Πήραν τον σκοτεινό δρόμο και ακολούθησαν τους φανοστάτες ενώ από μακριά τα φώτα της πόλης όλο και πλησίαζαν. Μέχρι την αυγή είχαν μπει κιόλας στα περίχωρα και η Τάμυ έτρεμε από τον ενθουσιασμό της ενώ ο Τόμυ γινόταν όλο και πιο σκεπτικός και φοβισμένος.

Θα ήταν κιόλας 8 το πρωί όταν συνάντησαν τον πρώτο άνθρωπο που έτυχε εκείνη την ώρα να πηγαίνει στο χωράφι του. "Μα τι βλέπω!!"  έκανε έκπληκτος εκείνος! Μια μαιμού και έναν...." κόμπιασε για λίγο, δεν έβρισκε το όνομα..και τότε πετάχτηκε η Τάμυ και συμπλήρωσε, "έναν ελέφαντα!"

"Μα ναι! ΄Έναν ελέφαντα!" επανέλαβε ο άνθρωπος. Η Τάμυ γελούσε τόσο πολύ που κυλήστηκε στο μαλακό χορτάρι ενώ ο Τόμυ γρύλισε ενοχλημένος, "Δεν είμαι ελέφαντας! Είναι γορίλας!"

"Μα τι λες! Είσαι ελέφαντας!Το είπε η μαιμού!' Είπε ο άνθρωπος και μπήκε στο αυτοκίνητο του να πάει να διαδόσει το νέο, ότι μια μαιμού και ένας ελέφαντας θα έμπαιναν σε λίγο στην πόλη.

Ο Τόμυ ήθελε να γυρίσει πίσω, στην ασφάλεια και στην βολή του. Ήθελε να πάει εκεί που όλοι ήξεραν ότι ήταν γορίλας και κανείς δεν πίστευε την ζαβολιάρα μαιμού,αλλά η Τάμυ όλο έτρεχε και πηδούσε σε όποιο δέντρο έβρισκε και του πέταγε διάφορα στο κεφάλι, την μια για τα φάει και την άλλη για να την κυνηγήσει στο δρόμο θυμωμένος, σε ένα κυνηγητό που τους έφερνε όλο και πιο κοντά στην πόλη.

Και πράγματι, τα σπίτια πύκνωναν, τα αυτοκίνητα στους δρόμους έτρεχαν, και ο θόρυβος γινόταν όλο και πιο ενοχλητικός για τα αμάθητα αυτιά τους. Η άσφαλτος έκαιγε γιατί ήταν καλοκαίρι, η δίψα τους μεγάλωνε και η ανάγκη για νερό έγινε στο τέλος επιτακτική.

Ευτυχώς για αυτούς, βρέθηκαν μπροστά σε ένα μεγάλο σπίτι με δέντρα και γκαζόν ενώ οι ψεκαστήρες πετούσαν νερό γύρω γύρω. ' ΑΑΑ!Τι ωραία που είναι! Είδες που ανησυχούσες άδικα?' "Δεν ανησυχώ άδικα! Εσύ δεν έχεις μυαλό στο κεφάλι σου και κάνεις τρέλες! Εγώ θα γυρίσω πίσω και κάνε ότι νομίζεις!" της είπε αποκαρδιωμένος ο Τόμυ και ΄ξάπλωσε να ξεκουραστεί.

Δεν είχε προλάβει να κλείσει τα μάτια όταν πρόσεξε παρέες παρέες ανθρώπων να πλησιάζουν δισταχτικά προς το μέρος τους και να τους δείχνουν. Ο Τόμυ αναστατώθηκε, φοβήθηκε, ένιωσε τον κίνδυνο να πλησιάζει και ανασηκώθηκε έτοιμος να αρχίσει να τρέχει..

¨Κοιτάξτε τον ελέφαντα πόσο μεγάλος είναι!΄ακούστηκε η φωνή του άντρα που είχαν συναντήσει στο χωράφι έξω από την πόλη! 

"Δεν είμαι ελέφαντας! Είμαι γορίλας!" διαμαρτυρήθηκε ο Τόμυ έτοιμος να βάλει τα κλάμματα.

"Είναι ελέφαντας! Ένας μεγάλος ελέφαντας με κομμένη  προβοσκίδα!" Ξεφώνησε η Τάμυ και έτρεξε κοντά στους ανθρώπους για να κάνει τα κόλπα της και να τους εντυπωσιάσει με την εξυπνάδα της. Μόλις έφτασε σε απόσταση αναπνοής μια μεγάλη θηλιά πετάχτηκε από το πουθενά και ένιωσε ένα λουρί να της σφίγγει τον λαιμό. Σάστισε και ούρλιαξε από το τρόμο, ενώ η πίεση της θηλιάς την οδηγούσε σε ένα μεγάλο άσπρο φορτηγάκι με την πίσω πόρτα να χάσκει ανοιχτή για να την υποδεχτεί.

Οι άνθρωποι πλησίαζαν αργά αλλά σταθερά τον Τόμυ που τώρα πια είχε καταλάβει το τι τον περίμενε και σε πλήρη ετοιμότητα όρθωσε το ανάστημα του, έσφιξε τις γροθιές του και αφού φώναξε δυνατά, "ΔΕΝ ΕΊΜΑΙ ΕΛΕΦΑΝΤΑΣ" άρχισε να τρέχει όχι προς τους ανθρώπους, αλλά ούτε και προς τον ζωολογικό κήπο, αλλά προς τις πλαγιές του βουνού έξω από την πόλη.

Έτρεχε , έτρεχε και ο δρόμος έτρεμε κάτω από το βάρος του. Σε κάθε διασκελισμό φώναζε μέσα του όλο και πιο δυνατά, "Είμαι γορίλας" και σε κάθε επανάλληψη μεγάλωνε και η αυτοπεποίθηση του και σε κάθε δρασκελιά  οι ματιές των αθρώπων γινόντουσαν όλο και πιο φοβισμένες που τώρα πια φώναζαν, "Πιάστε στον γορίλα!"

Αλλά μάταια! Ο Τόμυ ήταν ήδη μακριά και η σκιά του χάθηκε ανάμεσα στα ψηλά δέντρα που οι άνθρωποι δεν τόλμησαν να πλησιάσουν.

Η Τάμυ έκλαιγε ενώ ταραζόταν μέσα στο φορτηγάκι που την οδήγησε πίσω στον ζωολογικό κήπο .  Όταν την ελευθέρωσαν με κατεβασμένη την ουρά πήγε και κουλουριάστηκε στο αγαπημένο δέντρο του Τόμυ και έκλαψε πικρά για όσα του είχε κάνει και για το πόσο λάθος είχε κάνει να νομίζει ότι θα μπορούσε να ξεγελάσει τους ανθρώπους..αυτή ..μια απλή μαιμού...

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου