Ήταν ένα
Πάσχα χειμωνιάτικο και βροχερό χωμένο κάπου στα 10 χρόνια της ζωής μου το 1972.
Το μικρό
σπίτι ζεσταινόταν με την ανάσα της σόμπας πετρελαίου και η μαμά μας είχε βάλει
για ύπνο από νωρίς .
Όμως τα
μάτια μου δεν έκλειναν. Την έβλεπα να ετοιμάζεται για την εκκλησία και ήθελα να
πάω μαζί της στα 12 Ευαγγέλια. « Σήμερον κρεμάται επί ξύλου ο εν ύδασι την Γη
κρεμάσας» «Στέφανον εξ ακανθών περιτίθεται ο των αγγέλων βασιλεύς».. Τριγύριζαν
τα λόγια στο μυαλό μου και με όλη μου την ψυχή ήθελα να ψάλλω μαζί με τους ψάλτες
, να δω τον Εσταυρωμένο στην σκοτεινή εκκλησία να δίνει την ευλογία του και τα κεριά στα χέρια των πιστών να τρέμουν
από την συγκίνηση της θλίψης για τα πάθη του Ιησού.
Η μαμά ήταν
έτοιμη, κομψή και όμορφη με το όμορφο καινούργιο ταγιέρ και το ζεστό της πανωφόρι.
«Θέλω να
έρθω και γω» της είπα παρακλητικά. «Κοιμήσου, κάνει κρύο, μπορεί και να
χιονίσει» μου απάντησε και έφυγε βιαστικά για την εκκλησία.
Ο ύπνος όμως
δεν ερχόταν και στο τέλος το αποφάσισα. Θα πήγαινα μόνη μου. Έκανε κρύο
πράγματι και έβαλα τα μποτάκια μου τα παλιά, την μοναδική μου φούστα και ένα καφέ
πουλόβερ. Το μπουφάν μου κόκκινο και χαρούμενο δεν ταίριαζε με την μέρα, αλλά
δεν το σκέφτηκα ούτε για μια στιγμή. Έκλεισα την πόρτα πίσω μου και χάθηκα μέσα
στο σκοτάδι. Η Εκκλησία δεν ήταν μακριά αλλά τα παιδιά δεν πήγαιναν πουθενά
μόνα τους τότε μετά την δύση του ήλιου. Πόσο μάλλον, μια τέτοια μέρα που οι
οικογένειες πήγαιναν όλοι μαζί στην εκκλησία με τα καλά τους. Δεν συνάντησα
κανέναν στον δρόμο και όταν έφτασα ο κόσμος είχε ήδη γεμίσει ακόμα και το
προαύλιο.
Η εκκλησία
έλαμπε με όλους τους πολυέλαιους αναμμένους, τα ψαλτήρια γεμάτα κόσμο που
έψαλλαν, οι πιστοί με κατάνυξη και σκυμμένο το κεφάλι πρόσεχαν την λειτουργία.
Έσπρωξα με
θάρρος , είπα πολλά συγνώμη, και είδα πολλά βλέμματα γεμάτα ερωτήματα που δεν
είχα καμιά απάντηση. Κατάφερα να φτάσω την μαμά, μπροστά μπροστά κοντά στο
δεξιό ψαλτίρι. Της τράβηξα το μανίκι «μαμά ήρθα» της είπα πολύ χαρούμενη για
την απόφαση μου. Εκείνη με κοίταξε έκπληκτη, οι κυρίες γέλασαν γύρω μου με
κατανόηση, «’Ηθελε το παιδί νάρθει και
ήρθε» , η μαμά μου αμήχανη τους απάντησε, « ‘Εκανε κρύο τους είπα να μείνουν
σπίτι, δεν περίμενα νάρθει μόνη της» ενώ κοίταζε το μπουφάν μου που ξεχώριζε σε
όλη την εκκλησία. «Αυτά τα μποτάκια βρήκες να βάλεις? Δεν έχεις δέσει καλά ούτε
τα κορδόνια» που είπε σκύβοντας « Θα νομίζει ο κόσμος ότι δεν έχεις τίποτα της προκοπής»
και συνέχισε να ψάλλει τα τροπάρια από
το βιβλιαράκι.
Ήμουν έτοιμη
να βάλω τα κλάματα, ένιωσα ότι ντρεπόταν για μένα. Ντρεπόταν που δεν ήμουν μια
κομψή μικρή κυρία αλλά ένα ατημέλητο παιδί με παράταιρο μπουφάν.
Όμως εκείνη
την ώρα, έκλεισαν τα φώτα, τα κεριά άναψαν και ο Εσταυρωμένος πέρασε μέσα από
όλη την εκκλησία. Γυναίκες από τον γυναικωνίτη έριξαν άνθη, και πολλοί
γονάτισαν στο πέρασμα του.
Η λειτουργία
τελείωσε και συναντήσαμε τον μπαμπά μου που δεν είχε καταλάβει ακόμα το τι είχα
κάνει. Γέλασε ευχαριστημένος που είχα
έρθει, γιατί εκείνος ήταν πιο πολύ της « εκκλησίας» από την μαμά μου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου