Εκστρατεία κατά Καρύστου τον Φεβρουάριο του 1822 με αρχηγό τον
Οδυσσέα Ανδρούτσο.
Ο στρατηγός Οδυσσέας, ήρθε στην επαρχία Καρυστίας κατά τα μέσα
του Γενάρη 1822 με 300 άνδρες . Η φήμη του ήταν μεγάλη και έτσι, όλοι
αναθάρρησαν ενώ ταυτόχρονα υπήρχε μεγάλος ενθουσιασμός
ανάμεσα τους όταν συγκεντρώθηκαν όλοι μαζί , λαός και πρόκριτοι, στο
στρατόπεδο στο Αλιβέρι, όπου και αποφασίστηκε η εκστρατεία κατά
της Καρύστου.
Οι κάτοικοι ανέθεσαν όλες τους τις ελπίδες για λευτεριά στον Οδυσσέα
και για αυτόν τον λόγο που έδιναν ότι είχαν για τις ανάγκες του
πολέμου. Πρόβατα και άλλα ζώα για τροφή, χρήματα για τους μισθούς
και ακόμα κοσμήματα χρυσά και αργυρά όπως δακτυλίδια σκουλαρίκια
και κολιέ , οι γυναίκες τα πρόσφεραν στον αγώνα.
Ήρθαν και άλλοι στρατιώτες και μαζεύτηκαν 1500 περίπου άνδρες υπό
τους αρχηγούς Κυριακούλη, Κριεζώτη , Λεπενιώτη , Τομαρά ,Βάσο και
τον επικεφαλής όλων, τον Οδυσσέα Ανδρούτσο.
Στα τέλη του Γενάτη ο Οδυσσέας παρέλαβε τον στρατό και κατέβηκε να
σταθμεύσει στα Στύρα. Ταυτόχρονα έφτασαν και οι έφοροι της
επαρχίας όπως και ο επίσκοπος Νεόφυτος. Όλοι μαζί φρόντισαν το
στράτευμα στις ανάγκες της τροφής και των πολεμοφοδίων. Οι δε
Στυρείς αν και δεν είχαν επαναστατήσει άλλη φορά εξ αιτίας της
στάθμευσης εκεί διαρκούς σώματος Τούρκων στρατιωτών, τώρα
συμμετείχαν στον αγώνα για να ελευθερωθούν.
Άλλοι πρόκριτοι έστειλαν τις οικογένειες τους απέναντι στον
Μαραθώνα και άλλοι κατατάχτηκαν στον στρατό, όλοι όμως
ασπάστηκαν τον αγώνα σαν στρατιώτες τολμηροί και φιλελεύθεροι. Ο
δε Οδυσσέας, θέλοντας από την μια να δοκιμάσει την
αποφασιστικότητα του κόσμου και από την άλλη να τους τονώσει
ακόμα περισσότερο το αγωνιστικό τους πνεύμα, έστειλε επιστολή στον
Μελισσώνα και προσκάλεσε τους κατοίκους να πάνε στα Στύρα και να
μιλήσουν μαζί του. Οι Μελισσωνίτες όμως, από τον φόβο τους ούτε στα
Στύρα πήγαν, αλλά έστειλαν και την επιστολή στον Ομέρ για να
δηλώσουν την αφοσίωση τους.
Μετά από αυτό, ο Οδυσσέας με τον στρατό, οδηγήθηκε προς την
Κάρυστο και σταθμεύει τρεις ώρες μακριά. Και ο ίδιος ο Οδυσσέας πήγε
μαζί με τον υπαρχηγό του Γεωργίου Λεπενιώτου στον Μελισσώνα, ο δε
Κυριακούλης με στρατιώτες Μανιάτες πάει στο Χεροδύναμο, ενώ ο
Κριεζώτης και ο Βάσος με άλλους στρατιώτες Ευβοείς στρατοπέδευσαν
στα χωριά Πεζάνους και Φρύγανι.
Όλοι έμειναν σε σπίτια κατοίκων οι οποίοι τους περιποιήθηκαν και με
προθυμία τους παρείχαν ότι χρειαζόντουσαν. Μερικοί όμως,
μικρόψυχοι, κρύφτηκαν στα δάση για να μην ενοχοποιηθούν για
αποστασία.
Με την άφιξη του στρατού ξεκίνησε και ο βαρύς χειμώνας. Χιόνια
κάλυψαν τον τόπο και το Διακόφτιον έγινε αδιάβατο για αυτόν τον λόγο
η εφορία που είχε μείνει στα Στύρα, έστελνε στο στρατό τα
χρειαζούμενα δια θαλάσσης από το Μαρμάρι.
Οι Τούρκοι που ήταν κλεισμένοι στο Κάστρο, όταν έμαθαν την
προέλαση των Ελλήνων φοβήθηκαν και έστειλαν μέσα από το
Λυκόρεμα Χριστιανό από το Φρύγανι, ο οποίος τον διαβεβαίωσε για
τον στρατό του Οδυσσέα.
Ο Οδυσσέας τότε έστειλε επιστολή από τον Μελισσώνα με κάποιον
χωρικό και του πρότεινε να παραδώσει το φρούριο. Ο Ομέρ το
αρνήθηκε και μάλιστα του πρότεινε να κάνουν κλεφτοπόλεμο. Ο
Οδυσσέας του απάντησε και τον έβρισε αλλά ο Ομέρ δεν το συνέχισε.
Οι κάτοικοι των χωριών σκεφτόντουσαν τι να κάνουν. Από την μια
ήθελαν να πετύχει η επανάσταση και να ελευθερωθούν αλλά από την
άλλη σκεφτόντουσαν τι θα γινόταν σε περίπτωση αποτυχίας και την
αναχώρηση του στρατού. Πιο τολμηροί φάνηκαν οι κάτοικοι της
Λάλλας διότι δυο φορές κάλεσαν από τον Μελισσώνα τον στρατηγό να
κατέβει γρήγορα στην Κάρυστο.
Σύμφωνα με την μαρτυρία του αυτόπτη μάρτυρα Βαρλαάμ, ο Οδυσσέας
για στρατηγικούς λόγους έστειλε στην Λάλλα τον Κριεζώτη, τον
Κυριακούλη τον Βάσο και μαζί τους έστειλε τον Βούρλαρη. Όταν αυτοί
κατέβηκαν στην Λάλλα, οι κάτοικοι τους φιλοξένησαν στα σπίτια τους.
Έστειλε δε τον Λεπενιώτη και τον Τομαρά προς τα Πλακωτά, έτσι ώστε
όταν δουν τους Τούρκους να βγαίνουν εναντίον τους προς την Λάλλα,
αυτοί να πλησιάσουν προς το φρούριο και τότε όλοι μαζί να ορμήσουν
και να τους αποκόψουν έτσι ώστε να μην μπορούν να ξαναγυρίσουν
στο Κάστρο.
Οι Τούρκοι όταν είδαν ότι οι Έλληνες ήταν τόσο κοντά, βγήκαν μέχρι το
μοναστήρι των Ταξιαρχών στα Καλύβια, οι δε Έλληνες βγήκαν από τα
σπίτια και τους κυνήγησαν μέχρι την Μεκουνίδα. Με αυτόν τον τρόπο
οι Τούρκοι αποκλείσθηκαν στην Μεκουνίδα, οι δε Έλληνες επέστρεψαν
στην Λάλλα γιατί δεν μπορούσαν να αντιμετωπίσουν τα τηλεβολήματα
από το Φρούριο.
Ο δε Οδυσσέας ήταν στο Χεροδύναμο όταν έγιναν όλα αυτά, και μέσα
από τα Πλακωτά πάει στην θέση Καγιαλή, βόρεια και απέναντι από το
Φρούριο και κόβει το νερό από το Υδραγωγείο. Αφού στάθηκε λίγο εκεί
και κατασκόπευσε , επέστρεψε προς τα πάνω μέσω της ίδιας
διαδρομής.
Οι δε αποκλεισμένοι στην Μεκουνίδα Τούρκοι, όταν είδαν τον
Οδυσσέα,νόμιζαν ότι είχε δειλιάσει και βγήκαν από κάποιον Βέικο
πρώτο πρώτο και μέχρι της Καμάρες με την συνοδεία παιδιών , αλλά
ακόμα πιο πάνω, τον ακολούθησαν μέχρι την θέση Καγιαλή.
Τότε ο Οδυσσέας διατάζει πυρ εναντίον τους και εκείνοι δείλιασαν και
έτρεξαν προς το φρούριο όπου και βρήκαν και καταφύγιο.
Οι δε Έλληνες, με μεγάλη δυσκολία λόγω της ολισθηρότητας λόγω
χιονόπτωσης ,πήγαν στον Μελισσώνα όπου ανέγειραν οχυρώματα για
να μην περάσουν οι εχθροί.
Κατά άλλη μια πηγή , ο Οδυσσέας και οι άλλοι αρχηγοί, επέστρεψαν
μέσα στην ημέρα κατέβηκαν από τον Μελισσώνα και προς το βραδάκι
γύρισαν ,αλλά οι άλλοι, κατέβηκαν στην Λάλα πιο πριν από τον
Οδυσσέα μερικές ώρες, και επειδή δεν φάνηκε κανείς στα Πλακωτά,
όσοι ήταν στην Λάλα ανέβηκαν στην Μεκουνίδα και μετά έφυγαν μαζί
με τον στρατηγό μέσω των Πλακωτών.
Μετά την επιστροφή του ο Οδυσσέας έμεινε στην Μελισσώνα πέντε
μέρες, και στο σύνολο της εκστρατείας, 17. Ένα πρωί, κατέβηκε στον
Αλλόκαμπο χωρίς να αφήσει όμως πίσω τους ασθενείς και μέσω της
δημόσιας οδού έφτασε στα Στύρα.
Πριν να φύγει από τον Μελισσώνα, εμπιστεύτηκε μόνο στους
πρόκριτους ότι το κάνει με την δική του θέληση χωρίς να τους δώσει
όμως και κάποια άλλη εξήγηση. Επίσης μιλούσε με σύνεση και πατρική
στοργή στους κατοίκους. Αυτό φαίνεται και από ένα χαρακτηριστικό
στιγμιότυπο όταν έπρεπε να τιμωρήσει έναν τουρκόφωνο. Ο Οδυσσέας
όμως είπε « Δεν ήρθα να καταλύσω αλλά να να σώσω». Και έτσι
μιλούσε με σεβασμό προς όλους και οι στρατιώτες είχαν ευταξία και
σεβασμό.
Και ο μεν Οδυσσέας μέσω των Στύρων πέρασε απέναντι στον
Μαραθώνα με 50 στρατιώτες , ο δε Κυριακούλης αφού παρέλαβα τον
Νεόφυτο ο οποίος ήταν πολύ στενοχωρημένος και θυμωμένος για το
ανώφελο της εκστρατείας από την μια και από την άλλη γιατί οι
μισθοφόροι από την Λακωνία και από αλλού, των πίεζαν για τους
μισθούς τους , πήγε στην Αίγινα, ενώ ο Νεόφυτος πήγε στην Κόρινθο
όπου βρήκε τον Υψηλάντη. Ο Υψηλάντης αφού ενημερώθηκε για το
πρόβλημα των μισθοφόρων τακτοποίησε τις οφειλές τους Νεόφυτου.
Οι αρχηγοί Κριεζώτης και Βάσσος , δεν έφυγαν από την Εύβοια αλλά
ετοιμαζόντουσαν στο Κοτύλαιο Όρος.
ΠΟΛΙΟΡΚΙΑ ΚΑΡΥΣΤΟΥ ΤΟΝ ΜΑΙΟ 1823 – ΑΡΧΗΓΟΣ ΚΡΙΕΖΩΤΗΣ
Ο ατρόμητος Κριεζώτης νίκησε τους Τούρκους στο χωριό Βατίσι που
απέχει τρεις ώρες από το Καστέλλο Ρόσσο. Την επόμενη της μάχης και
συγκεκριμένα στις 7 Μάη , άρχισε να εκστρατεύει κατά του κάστρου
και έμεινε δυο μέρες στο βουνό Καμπιά και τα διπλανά χωριά
Κατσαρόνι και Μαμαλιά.
Οι Τούρκοι, είχαν φοβηθεί πάρα πολύ από την πρόσφατη ήττα τους και
δεν τολμούσαν να βγουν έξω. Είχαν κλειστεί στο κάστρο και
προετοιμαζόντουσαν για νέα μάχη .
Οι Χριστιανοί των οικισμών γύρω από το κάστρο, πήραν θάρρος από
την ήττα των Τούρκων και αποφάσισαν να επαναστατήσουν.
Οι πρόκριτοι των Μύλων αδελφοί Γεώργιος και Χρήστος Ρεγκούγκος
και ο ιερέας Νικόλαος Ρεγκούκος πήγαν στο Βατίσι μια νύχτα και
προσκάλεσαν τον Κριεζώτη στην Κάρυστο ο οποίος ευχαριστήθηκε
πάρα πολύ από αυτήν την πρόσκληση.
Μετά, άλλη μια νύχτα, οι αδελφοί Αντώνιος και Δημήτριος
Γουναρόπουλος από την Μεκουνίδα, πήγαν στην Καμπιά και
προέτρεπαν τον αρχηγό να αρχίσει όσο το δυνατόν πιο γρήγορα την
πολιορκία του κάστρου.
Μετά από αυτό, ο Κριεζώτης μια νύχτα, παίρνει τον δρόμο πάνω από τα
Πλακωτά και φτάνει στην θέση Καγιαλή με τις οδηγίες των Καρυστινών.
Οι Καρυστινοί τον προέτρεπαν να στρατοπεδεύσει εκεί και να
καταστρέψει το υδραγωγείο που πάει νερό στο κάστρο το οποίο
εκείνες τις μέρες είχε 1200 στρατιώτες σύμφωνα με τον Αυστριακό
Αντώνη Πρόκενς Όστεν .
Ο Κριεζώτης όμως δεν ενέκρινε το μέρος αυτό κατάλληλο για να
στρατοπεδεύσουν , κατέβηκε μέσω της Μεκουνίδας και Βρύσεως στον
Άγιο Βλάση περνώντας πάνω από την γέφυρα στους Βαρδιάνους κοντά
στο Χαρτζάνι και τρία τέταρτα μακριά από το Φρούριο.
Στις 10 Μαίου περίπου στρατοπέδευσε δίπλα σε παρακείμενα ερείπια
ναού και σε ψηλούς βράχους. Έκαναν επίσης οχυρώματα και καλύβες
από κλαδιά, μιας και οι επαναστατημένοι Έλληνες, δεν είχαν σκηνές
όπως και άλλα αναγκαία στην διάρκεια του αγώνα.
Αφού τακτοποίησε τα πάντα μέχρι το πρωί, κατέλαβε με αποσπάσματα
τις υψηλές θέσεις γύρω από το Φρούριο, όπως τους λόφους
Ακανθωνίας η Αγίου Νικολάου, Αγίας Μαρίνας και Μεκουνίδας. Ο δε,
Καζάνης και Βαλτινός, κατέλαβαν την θέση Λοίτρα που βρίσκεται
ανατολικά του κάστρου και είναι ψηλή και βραχώδης. Μέχρι και
σήμερα, μπορεί κάποιος να δει τα οχυρώματα. Με αυτόν τον τρόπο
όλη την νύχτα και με άγνοια των Τούρκων, ετοιμάστηκαν για την
πολιορκία.
Το πρωί ξεκίνησαν οι Έλληνες με τυμπανοκρουσίες και σαλπίσματα να
καταλαμβάνουν κοντινές θέσεις στο Κάστρο και οι Τούρκοι ταράχθηκαν
βλέποντας ξαφνικά τον εχθρό να φτάνει μπρος τις πύλες του. Οι δε
Τουρκάλες με φρίκη είδαν τους Έλληνες να πλησιάζουν και άρχισαν να
σκορπούν στάχτη στον αέρα και να ρίχνουν κατάρες. Οι Τούρκοι της
Καρύστου έβριζαν τους Έλληνες ΜΠΑΡΜΠΑΤΣΗ, από το μπάρμπα, ενώ
οι Έλληνες, έβριζαν τους Τούρκος ΜΟΥΡΤΑΡΗ, δηλ Μιξόπιστο και
γνήσιο.
Οι πολιορκημένοι Τούρκοι άρχισαν τους κανιοβολισμούς για να
φοβίσουν τους Έλληνες αλλά πήγαν άδικα γιατί δεν ήταν τόσο κοντά
για να τους φτάσουν. Μάλιστα ο τηλεβολητής στο τείχος του Γραμπιά
Δεμήρ Αλής χρησιμοποιούσε με τόση επιτυχία το τηλεβόλο που έριξε
προς το στρατόπεδο των Ελλήνων και η πρώτη του σφαίρα έπεσε
μπροστά στον Κριεζώτη. Αλλά αυτός απτόητος στεκόταν πάνω σε ένα
βράχο και εθαύμαζε τον τηλεβολητή, όπως μου είπε ο πατέρας μου
Αντώνιος Γουναρόπουλος . Οι δε Έλληνες, αδιαφορούσαν για τις βολές
και όρμησαν προς στο φρούριο και ενίσχυσαν τα φυλάκια γύρω από
αυτό. Στο τέλος γύρισαν στο στρατόπεδο.
Ήταν τόσο στενή η πολιορκία των Τούρκων που δεν μπορούσαν να
κάνουν βήμα έξω από το Φρούριο και χωρίς αποτέλεσμα
πυροβολούσαν από μακριά.
Οι δεν πολιορκητές , θέρισαν και αλώνισαν τον κάμπο για τις ανάγκες
του στρατού. Οι κάτοικοι των χωριών και των οικισμών, αυτομόλησαν
προς το στρατόπεδο και πολεμούσαν με ότι είχε και μπορούσε ο
καθένας. Οι οικογένειες τους ταυτόχρονα, εγκατέλειψαν τα σπίτια τους
και πήγαν στα χωριά Κατσαρώνι, Φρύγανι και Μελισσώνα. Τότε ήταν
που ο διοικητής Ομέρ διέταξε τον όμηρο Χατζή Κωσταντίνο, να στείλει
τους γιούς του να κατασκοπεύσουν τους Έλληνες στο στρατόπεδο τους .
Από ανάγκη αυτός έστειλε τον γιο του Πολυχρόνη ο οποίος δεν γύρισε
και έμεινε να πολεμήσει με τους Έλληνες, όπως και έκανε πολλές
φορές.
Οι Χριστιανοί μπήκαν σκοποί στις θέσεις γύρω από το κάστρο όπως
Βίγλα, Άγιο Αντώνιο, και πιο μακριά προς τον Μπούρο και το λιμάνι
στην Γεραιστό, δηλ, το Καστρί. Είχαν σαν καθήκον να ανάψουν πυρσούς
την νύχτα σαν ένδειξη ότι επαγρυπνούν στις σκοπιές.
Σε αυτή την εκστρατεία ο Κριεζώτης ζήτησε βοήθεια από την Άνδρο . Ο
Πρόκριτος Δημήτρος Γιαννούλης στο Γαύριο, δημιούργησε σώμα με
μισθοφόρους από 70 Γαυριώτας και με σημαιοφόρο τον Πέτρο Ιωάννου
Λουκίσαν από το χωριό Βίταλο, και αξιωματικούς τον Παναγιώτη
Ταράση και τον Φραγκούλη Βαβούση από το Βαρείδιο. Το σώμα πήγε
στην Κάρυστο με το καράβι του Δημητρίου Κοκκίνου από την Άνδρο,
μόλις τρεις μέρες από την στρατοπέδευση του Κριεζώτη.
Αφού αποβιβάστηκαν στο νησάκι της Άγιας Πελαγίτισσας πέρασαν
στην στεριά και οχυρώθηκαν μέσα σε ένα βουστάσιο στην θέση
Λαλαρώνια και περίπου μια ώρα και ένα τέταρτο μακριά του
στρατοπέδου.. Οι δε Τούρκοι όταν είδαν τους Ανδρείους να είναι μόνοι
τους έκαναν επίθεση εναντίον τους και τους έτρεψαν σε φυγή
παίρνοντας τους όλον τον εξοπλισμό. Οι δε, Ανδρείοι, πήγαν στον
Κριεζώτη αφού κατάφεραν να αντιμετωπίσουν τους Τούρκους. Αξίζει να
αναφερθεί εδώ ότι από το νησί της Άνδρου, μόνο όσοι ήταν από την
Γαύρο έκαναν εκστρατεία στην Εύβοια κατά την επανάσταση και ότι
τώρα ακολουθεί τον Κριεζώτη ο ανδρείος αξιωματικός Γεώργιος
Φούντας από τον χωριό Μένιδαις της Άνδρου.
Η πολιορκία προχωρούσε καλά αλλά δυστυχώς, συνέβη στον στρατό,
ότι είχε συμβεί και στο Άρμενο και αυτό δεν είναι άλλο, παρά ενέργειες
εναντίον του αρχηγού, δηλ του Κριεζώτη.
Η δε Επαρχιακή Εφορία ήρθε μέσω Στύρων στο Μαρμάρι μιας και ήταν
πιο εύκολο από εκεί να δώσει ότι χρειάζεται το στράτευμα και ο
στολίσκος παρέπλεε μεταξύ Μαρμαρίου και Καρύστου για να ενισχύσει
την πολιορκία.
Ο δε πρόεδρος της Εφορίας , που κρατούσε και την σφραγίδα,
Κωσταντίνος Αστέρης, μαζί με τον αδελφό του Σταμάτη πλαστογραφεί
επιστολή ότι δήθεν έγινε με την σύμφωνη γνώμη όλων των μελών της
Εφορίας, την οποία την σφράγισε και την έστειλε στην Κυβέρνηση
ζητώντας να αλλάξουν τον αρχηγό της εκστρατείας και να ορίσουν τον
Βάσον αντί του Κριεζώτη. Αυτήν την πλαστογραφία είναι σίγουρο ότι
την έκανε μόνος του γιατί στο έγγραφο υπάρχει η σφραγίδα και η
υπογραφή, «Οι έφοροι Καρύστου» . Αλλά, ο Γεώργιος Κονιστριάτης
βουλευτής της επαρχίας, μόλις το έμαθε κατέδειξε την πλαστογραφία
στην Κυβέρνηση και διέλυσε την σκευωρία. Ταυτόχρονα έγραψε
πικρότατη επιστολή προς τους Εφόρους.
Όταν έμαθε τις δολοπλοκίες και τις σκευωρίες ο Κριεζώτης τους
προσκάλεσε στο Μαρμάρι και μακριά από το στρατόπεδο σε ένα
μπακακοχώραφο, τους μάλωσε πολύ. Οι έφοροι αρνήθηκαν ότι είχαν
γνώση της επιστολής αλλά ο Νικόλαος Γεωργίου από την Κύμη και ο
Αναστάσιος από τα Κριεζά, αλλά διωρίσθηκαν με σύμφωνο ανακριτές
μιας και είχαν ανακαλύψει την σκευωρία. Ο Κριεζώτης όμως δεν
κράτησε κακία και συμβούλευσε όλους να έχουν αγάπη και ομόνοια για
χάρη της Πατρίδας .
Από την άλλη μεριά τώρα, ο Ομέρ επειδή είχε προνοήσει την
πολιορκία, έγκαιρα πήρε τα μέτρα του για να υπερασπιστεί το Φρούριο.
Βρήκε πρόθυμους συνεργούς τους Φραγκοσύριους αδελφούς Σαλάχα
Αντώνιο και Φραγκίσκο οι οποίοι βοηθούσαν τους Τούρκους της
Καρύστου κατά την περίοδο του αγώνα. Αυτό το μαρτυρά και ο
Τρικούπης ο οποίος γράφει, «Εφάνη κατά την περίσταση ταύτη υπό την
μορφήν του Δόγματος (Δυτικού) όλη η ασχημοσύνη του φανατισμού,
προτιμήσαντος την ημισέλινον του σταυρού και την δουλείαν της
Ελευθερίας». Μάταια ο ιστοριογράφος της Σύρου δικηγόρος Τιμολέων
Αμπελάς προσπαθεί να αθωώσει αυτούς τους προδότες (σελ 482) οι
οποίοι πράγματι ήταν διώκτες του Ελληνισμού και οι Τούρκοι της
Καρύστου μαρτυρούν τα έργα τους .
Ο Ομέρ λοιπόν στέλνει τρεις Τούρκους προς τους Σαλάχας, οι οποίοι
τους έστειλαν στην Χίο όπου ήταν ο Τουρκικός στόλος υπό τον
αρχιναύαρχο Χορσέφ Πασά ο οποίος πήγε στην Χίο από την Πάτρα. Οι
δε Καρύστιοι Τούρκοι αφού παρέδωσαν τις επιστολές ,τόνισαν και δια
ζώσης την ανάγκη της βοήθειας που έπρεπε να σταλεί. Οι Σαλάχαι
έστειλαν με πλοίο τον Κοσμέτο Κεφαλλήνα να πληροφορήσουν τον
Ομέρ για την βοήθεια που θα πήγαινε . Ο Ομέρ αναζωπύρωσε την
ελπίδα για σωτηρία τους μιας και ήταν έτοιμος να παραδώσει το
Κάστρο εξ αιτίας της πείνας .
Όμως, ένα Καρυστινός που έμενε στην Σύρο έμαθε τον σκοπό της
επίσκεψης των τριών Τούρκων και αφού πήγε στην Κάρυστο για να
παραλάβει την οικογένεια του, ενημέρωσε τον Κριεζώτη ο οποίος ήταν
τότε στο Άρμενο για το τι είχε μάθει. Ο Κριεζώτης τον διέταξε να μην πει
τίποτα πουθενά με την ποινή του θανάτου!
Αφού έμαθε αυτά τα νέα ο Κριεζώτης, έστειλε δυο Καρυστινούς
ναυτικούς στην Όχη να παρατηρήσουν τις κινήσεις του Τουρκικού
στόλου και με την χρήση τηλεσκοπίου, δηλ με κιάλια, είδαν τον στόλο
στον Καφηρέα και αμέσως ειδοποίησαν τον αρχηγό και αυτός με την
σειρά του ενημέρωσε με άκρα μυστικότητα τους εφόρους.
Όμως και οι Τούρκοι έμαθαν τα νέα για τον στόλο γιατί μια γυναίκα
από τον Πλατανιστό με το όνομα Βάρσα σύζυγος του Μιχαήλ Σπανού το
άκουσε ,πήγε στην Κάρυστο και το ανάγγειλε στον Ομέρ. Με το που
φάνηκε ο στόλος στον κόλπο της Καρύστου , ο Ομέρ μαζί με τους
επίσημους Αχμέτ Εφέντη και Ισμαήλ Εφέντη, πήγε στην νησίδα
Γεραιστός. Εκεί περιέγραψε στον Χορσέφ την πολύ άσχημη θέση του
φρουρίου ζητώντας βοήθεια και τρόφιμα. Ο Χορσέφ πείστηκε και
πλησίασε την Κάρυστο με 103 η 124 πλοία πολεμικά και φορτηγά, και
προμηθεύει τους Τούρκους με τρεις χιλιάδες κιλά σιτάρι και πολύ
δίπυρο. Την δε 25 Μαίου αποβιβάζει στο λιμάνι, όχι 10 χιλιάδες κατά
μερικούς, αλλά τέσσερις χιλιάδες περίπου Γενίτσαρους Ασιανούς και
μερικούς από την Κρήτη με 500 ιππείς, σύμφωνα με αξιόπιστες
μαρτυρίες Καρυστινών Τούρκων.
Οι πολιορκούμενοι όπως ήταν φυσικό αναθάρρησαν από την βοήθεια
και άρχισαν να πυροβολούν από την χαρά τους κατά του Ελληνικού
στρατοπέδου, όπου δυστυχώς μια σφαίρα πέτυχε τον ικανό υπαρχηγό
Νικόλαο Καρυστινό κάτοικο Κύμης καταγόμενος από το Φρύγανι
Καρύστου , και του έκοψε τους μηρούς.
Αυτό στην αρχή φόβισε τους Έλληνες γιατί λόγω της συνωνυμίας
νόμιζαν ότι ήταν ο αρχηγός που πληγώθηκε . Οι δε βάρβαροι που
αποβιβάστηκαν ήταν ακάθεκτοι και με μεγάλη αγριότητα στο δρόμο για
το Κάστρο λεηλάτησαν τα σπίτια των Χριστιανών. Μετά, με την βοήθεια
σκύλων γύριζαν στα βουνά και στα χωριά και ανακάλυπταν όσους είχαν
κρυφτεί στα δάση και ακόμα και ανάμεσα στους βάτους. Με αυτόν τον
τρόπο συνέλαβαν, άνδρες, γυναίκες και παιδιά, και τους πήγαν σαν τα
ζώα στο Φρούριο και τους κτυπούσαν χωρίς λόγο. Ακόμα και ο Ομέρ
δεν μπόρεσε να ηρεμήσει την ορμή των ανθρωπόμορφων θηρίων . Για
αυτό και έκρυψε πολλούς Χριστιανούς στον Γυναικωνίτη και μετά λίγες
μέρες μπόρεσαν να φύγουν μυστικά από το κάστρο.
Τότε εκτός των άλλων δεινών, υπήρχε επιδημία Πανώλης . Πάνω από
δυο χιλιάδες άνθρωποι, Χριστιανοί και Τούρκοι, είχαν πεθάνει από την
φοβερή αυτή αρρώστια. Οι βάρβαροι αυτοί από την Ασία, σαν άλλοτε
οι Πέρσες του Δάτιδος, πέρασαν από όλη την επαρχία και έσχιζαν τις
κοιλιές των γυναικών και τους έπαιρναν τα μωρά, τις βίαζαν και τις
ανάγκαζαν να χορεύουν μαζί τους μπροστά στα μάτια των συζύγων
τους. Δεν υπάρχει αγριότητα που δεν διέπραξαν αυτοί οι Ασιανοί και
ήταν τόση μεγάλη η κτηνωδία τους που ακόμα και οι Τούρκοι
Καρυστινοί φοβήθηκαν και βοήθησαν πολλούς Χριστιανούς να σωθούν
από την μανία τους. Ακόμα και ο Ομέρ για να σώσει όσους μπορούσε,
έστειλε τον Μεσοχωρίτη ιερέα Ιωάννη στα χωριά Φρύγανι, Στουπαίους,
Στύρα και λοιπά χωριά της επαρχίας , σαν άλλος Στέντωρ με μεγάλες
κραυγές να προαγγείλει την διάβαση των βαρβάρων για να προλάβουν
να σωθούν αν γίνεται.
Με αυτόν τον τρόπο , αν και η πολιορκία πήγαινε καλά, ματαιώθηκε εξ
αιτίας της απόβασης των Ασιανών. Λέγεται δε ότι ο Κριεζώτης ήρθε σε
συνεννόηση με Τουρκαλβανούς στρατιώτες για να αφήσουν ανοιχτές
τις πύλες του φρουρίου στους πολιορκητές κατά την έξοδο που την
υπολόγιζαν στις 26 Μαίου. Την ημέρα της αποβίβασης των Ασιανών,
είχε γίνει μεγάλο συμβούλιο στο στρατόπεδο και αυτός ο αρχηγός
Κριεζώτης και μεγάλοι και μικροί , ήθελαν να παραμείνουν και να
πολεμήσουν. Όμως μερικοί αντιστάθηκαν και μάλιστα ο ηγούμενος
Καλλίνικος με πολλούς κατοίκους έφυγαν και σιγά σιγά διαλύθηκε ο
στρατός. Βλέποντας όλα αυτά ο Κριεζώτης με μεγάλη στενοχώρια
αποφάσισε να καταλάβει το Διακωφτό και να κόψει τον δρόμο των
Ασιανών εκεί. Από ανάγκη λοιπόν εγκατέλειψε την Κάρυστο και στην
υψηλή και παρόδιο κλεισώρεια της Ρούγας, προστάτευσε τις
οικογένειες που εγκατέλειπαν τις οικίες και τα χωριά τους.
Ήταν ένα σπαρακτικό θέαμα να παρακολουθεί κάποιος τους κατοίκους
της Καρύστου και των χωριών και εγκαταλείπουν τα σπίτια και ότι ότι
είχαν και άλλοι δια ξηράς με τον στρατό και άλλοι δια θαλάσσης
έφευγαν μέσω Μαρμαρίου και Στύρων. Άνδρες γυναίκες παιδιά και
οικιακά ζώα έτρεχαν στα παράλια για να επιβιβαστούν σε Υδραικά και
Ερμιονικά πλοιάρια που επί πληρωμή μαζικά μεταφέρθηκαν στα
απέναντι παράλια της Αττικής , στην Κέα στην Αίγινα και αλλού.
Το ίδιο έκαναν και τα πλοία από την Κύμη τα οποία έφυγαν μέσω του
λιμένα Μαρμαρίου μόλις έφτασε ο Τούρκικος στόλος. Ο πλοίαρχος
Σταμάτιος Αστέρης έδειξε ηρωισμό και αυταπάρνηση βοηθώντας τις
οικογένειες να περάσουν μέσω του Μαρμαρίου στον Μαραθώνα ,αν
και τούρκικα πλοία προσπάθησαν να τον εμποδίσουν. Με ηρωισμό
διέφυγε αφού βύθισε το ένα και διέφυγε από το άλλο.
Ο πλοίαρχος Γεώργιος Ιαννάκης υπηρέτησε στον αποκλεισμό και
μεταβίβασε οκογένειες με το πλοίο του το οποίο αναγκάσθηκε να το
καταβυθίσει στον Αρμυροπόταμο για να μην πέσει στα χέρια των
εχθρών.
Μέσα στην σύγχυση μητέρες χωριζόντουσαν από τα παιδιά τους ,
γυναίκες από τους άνδρες τους , κλάματα και οδυρμοί αντηχούσαν
κατά την επιβίβαση και αποβίβαση και όσοι έμεινα στην στεριά
έκλαιγαν γιατί δεν είχαν ούτε ψωμί να φάνε, ούτε ρούχα να ντυθούν
ούτε σπίτι να μείνουν παρά κοιμόντουσαν σε αυτοσχέδια χορταρένια
στρώματα.
Πολλοί από αυτούς κατέφυγαν στο βουνό και στα δάση και άλλη
βρήκαν μια κάποια προστασία στις μικρές σπηλιές μένοντας πολλές
μέρες νηστικοί και δεν βγήκαν παρά μόνο μετά από την πρόσκληση του
Ομέρ και την αναχώρηση των Ασιανών. Πολλοί άλλοι δε, πέθαναν από
την πανώλη.
Ο δε Κριζώτης μετά την αναχώρηση των οικογενειών πήγε στα Στύρα
μέσω της δημοσίας οδού και αφού οχηρώθηκε κάποιο καιρό στο
Άρμενο πήγε στην Κύμη με μόλις 150 άνδρες.
ΜΑΧΗ ΒΑΤΙΣΙΟΥ ΤΟΝ ΜΑΙΟ 1823 ΑΡΧΗΓΟΣ ΚΡΙΕΖΩΤΗΣ.
Μετά την μάχη στο Διακοφτό ο Κριεζώτης ανάγκασε τους Τούρκους να
κλειστούν στο κάστρο για πολύ μεγάλο διάστημα, ενώ ταυτόχρονα
κανόνιζε το πώς θα εκστρατεύσει κατά της Καρύστου.
Έτσι , την νύχτα της 5 ης Μάη , με το φεγγάρι να λάμπει στον ουρανό,
περνά την φυλακή του Προφήτη Ηλία και πηγαίνει στο Βατίσι.
Η μορφολογία του τόπου θεωρείται κατάλληλη για μάχη και έτσι ακόμα
και αν είχε κάνει μια κουραστική πορεία τεσσάρων ωρών, αμέσως
σηκώνει οχυρώματα έστω και αν οι περισσότεροι στρατιώτες
κοιμόντουσαν βαθιά.
Μαθαίνοντας ο Ομέρ τα νέα του Κριεζώτη, από την απελπισία του
στρατολογεί περίπου 700 παιδιά και γερόντους και έρχεται στον
Μελισσώνα. Εκεί έκαναν συμβούλιο και ο Ομέρ εξέφρασε την γνώμη
να περιμένουν εν αμύνη τους Έλληνες και όπως αποδείχθηκε αργότερα,
είχε δίκιο.
Παρόλα αυτά, προσέλαβε τον Σιλιχτάρη και πορεύτηκε κάτω στον
κάμπο δια του Στενού, και μετά μέσω λιθόστρωτου μονοπατιού έφτασε
σε ένα μικρό ανοιχτό χώρο στο Ξηροχώριο πάνω από το Βατίσι, για να
πολεμίσει εκεί ενώ ο Λεβένταγας θα πολεμούσε από το κάτω μέρος.
Αφού στρατοπέδευσαν οι Τούρκοι απέναντι από τους Τούρκους πρώτα
από όλα προσευχήθηκαν και μετά έκαναν διάφορες μαγείες και
απελευθέρωσαν δύο περιστέρια. Αλλά αυτά, έτυχε να πετάξουν προς
τους Έλληνες που άρχισαν να βρίζουν με πολύ δυνατές κραυγές τους
εχθρούς. Τα πουλιά φοβήθηκαν από τις φωνές και γύρισαν προς τους
Τούρκους . Το πέταγμα των περιστεριών προς τους Τούρκους
θεωρήθηκε καλός οιονός από τους Έλληνες, ενώ πολύ κακός για τους
Τούρκους. Όμως και οι Έλληνες σαν προληπτικοί για να
αποδυναμώσουν και να διώξουν τις μαγείες των Τούρκων είχαν
κρεμασμένες κολοκύθες γεμάτες με ζωντανά φίδια.
Η μάχη ξεκίνησε με την την έφοδο των Τούρκων. Μετά από μερικές
βολές από ακροβολιστές οι στρατιώτες του Λεβένταγα επιτέθηκαν με
μεγάλη τόλμη εναντίον των Ελλήνων και μάλιστα ένας Τούρκος
πλησίασε τον προμαχώνα και προσπάθησε να αρπάξει με το χέρι το
πυροβόλο του Δημήτρη Χόνδρου από τα Στύρα. Ο γενναίος όμως
Χόνδρος στην αρχή προσπάθησε να τον διώξει με απειλές αλλά μετά,
κρατώντας με το ένα χέρι το πυροβόλο έβγαλε πιστόλι με το άλλο και
τραυμάτισε τον Τούρκο αναγκάζοντας τον να φύγει.
Εν τω μεταξύ και άλλοι Τούρκοι πλησίασαν τους προμαχώνες και αφού
είδαν ότι οι Έλληνες δεν έβγαιναν πλησίαζαν όλο και περισσότερο
βάζοντας τους Έλληνες σε κίνδυνο.
Ο Κριεζώτης από την μια πολεμούσε τους Τούρκους και από την άλλη
παρατηρούσε την συμπεριφορά των επιβούλων αξιωματικών. Έτσι
παράγγειλε τον πάντα πιστό Μέλιο και άλλους να τους προσέχουν . Ο
ίδιος περνούσε με γυμνό του σπαθί του από όλες τις θέσεις των
στρατιωτών και τους ενθάρρυνε. Φτάνοντας προς τον ατρόμητο Άγγελο
Δαφνή, θέλοντας να του δώσει θάρρος και δύναμη, του λέει ότι σε άλλο
μέρος της μάχης έστρεψαν σε φυγή τους Τούρκους.
Με τα λόγια αυτά του Κριεζώτη οι στρατιώτες πήραν κουράγιο και
δύναμη και όρμησαν γκρεμίζοντας με τα πόδια τους τους προμαχώνες .
Πρώτος όρμισε ο Δαφνής με τους στρατιώτες από τα Στύρα και τους
άλλους, πηδώντας σαν Αετοί και καταδίωξαν τους Τούρκους.
Το δε σώμα των Τούρκων προς τα πάνω στο Ξηροχώριο υπό τον Ομέρ ,
πολλοί Τούρκοι βλέποντας τους υπό τον Λεβάνταγα να έχουν τραπεί σε
φυγή δείλιασαν . Τότε οι Έλληνες έπεσαν πάνω τους για να τους
νικήσουν και τους καταδίωκαν σαν αρνιά. Αυτοί δε, κακήν κακώς , άλλοι
μέσω του λιθόστρωτου μονοπατιού, άλλοι μέσα από τα βάτια και τα
βράχια και κρυφά μονοπάτια , έφθασαν μέχρι το πλάτωμα του Στενού
μια ώρα περίπου μακριά από το σημείο της μάχης. Πολλοί από αυτούς
έριξαν τα όπλα για να μην συλληφθούν από τους Έλληνες και διέφυγαν
.
Οι Τούρκοι λοιπόν διέφυγαν αποδεκατισμένοι με νεκρούς και
τραυματίες ακολουθώντας όποιον δρόμο μπορούσαν υποχώρησαν να
σωθούν. Ακόμα και ο Ομέρ χάθηκε και γυρνούσε μόνος του μέσα στα
δάση μέχρι να βρει το μονοπάτι για να γυρίσει στον κάμπο μέσω του
λιθόστρωτου μονοπατιού. Από τον φόβο του δε, έπεσε τρις φορές από
το άλογο του και μόλις σώθηκε, οι Αλβανοί σωματοφύλακες του
Μουσταφά Κοκκίνης και Αληζιώτης, τον φρόντισαν αλλά και πάλι
φεύγοντας κινδύνευσε μιας και ένας ανδρείος Έλληνας τον πλησίασε σε
απόσταση αναπνοής και τον πυροβόλησε. Το άλογο με τρόμο άρχισε να
τρέχει και ο ίδιος από τον τρόμο του δεν μπορούσε ούτε το όπλο του να
πιάσει. Ο γαμπρός του από την αδελφή του, Τοσούν βέης από την
Χαλκίδα, τράπηκε σε φυγή και αφού κρύφτηκε μέσα σε έναν μεγάλο
κορμό δέντρου έφυγε μετά κρυφά μέσα στην νύχτα. Και ο επίσημος
Γιαγιά Τσαούσης κατάφερε να σωθεί σκαρφαλώνοντας σε ένα
πολύφυλλο δέντρο. Πολλοί δε, έμειναν τρεις μέρες νηστικοί μέσα στα
δάση. Άλλοι κρυμμένοι στα δέντρα με ανεβασμένους τους παλμούς της
καρδιάς έβλεπαν τους Έλληνες να περνούν . Οι περισσότεροι από τους
Τούρκους στρατιώτες, διεσπάρησαν στα χωριά Μελισσώνα και
Πεζάνους και μετά γύρισαν στην Κάρυστο μεταφέροντας σε μουλάρια
τους νεκρούς και τους τραυματίες.
Οι δε Τούρκοι που ήταν μέσα στο Κάστρο, άνδρες και γυναίκες ,
μαθαίνοντας τα γεγονότα και την συμφορά και βλέποντας τους
πολεμιστές να γυρίζουν σε κακή κατάσταση, βγήκαν μέχρι τις Καμάρες
και την Μεκουνίδα και αναζητούσαν με κλάματα και απελπισία οι
γονείς τα παιδιά τους, οι γυναίκες τους άντρες τους και άλλοι τα
αδέλφια τους.
Σε αυτή την μάχη της έκτης Μαίου του 1823 η οποία διήρκησε από το
πρωί μέχρι το δειλινό, δεν σκοτώθηκε κανένας Έλληνας, ούτε και
τραυματίστηκε. Από τους Τούρκος σκοτώθηκαν 48 η 55 και πρώτος ο
γιος του επίσημου Αχμέτ βεη και ο Τζαβέρ Αγάς , γαμπρός του Ομέρ
από μια ξαδέλφη του. Στην Κάρυστο μεταφέρθηκαν 70 τραυματίες
εκτός των νεκρών. Αιχμαλωτίσθηκαν 5, η 10 και από αυτούς οι
επίσημοι, Χαβίβης και Μεχμέτ Καραβαβάς, ο οποίος είχε χρηματίσει
αξιωματικός του ηγεμόνα της Αιγύπτου Μεχμέτ Αλή.
Την επόμενη της μάχης πήγαν τους επικεφαλείς στην Εφορία των
Στύρων από τον Κρητικό Πέτρο Σφακιανό ο οποίος βραβεύθηκε με
χρήματα. Από εκεί , αυτοί και οι αιχμάλωτοι στάλθηκαν στην Αθήνα
προς τον Αρχιστράτηγο Ανατολικής Ελλάδας Οδυσσέα Ανδρούτσο.
Οι δε αιχμάλωτοι λιθοβολήθηκαν από μαθητές σχολείου μετά από την
διαταγή του αρχηγού Δημητρίου Λέκκα ο δε Καραβαβάς
αποκεφαλίστηκε έξω από την πόλη εκεί όπου είναι τα τωρινά ανάκτορα
όπως είδε με τα μάτια της περνώντας από εκεί η μητέρα μου Αγγελίνα
Γουναροπούλου.
Ο Κριεζώτης αναδείχθηκε νικητής και τροπαιούχος στην μάχη στο
Βατίσι αφού καταδίωξε και συνέτριψε τον εχθρό μέχρι του Στενού και
μετά μπόρεσε να γυρίσει στο στρατόπεδο.
Ακόμα και με την ομολογία των Τούρκων, ο Κριεζώτης θα μπορούσε να
κυριεύσει το φρούριο και ακόμα να συλλάβει και τον Ομέρ στην φυγή
του. Όμως έπραξε σοφά γιατί κράτησε την νίκη και δεν έβαλε σε
κίνδυνο ανθρώπους.
Όλοι οι στρατιώτες έδειξαν ανδρεία και οι αξιωματικοί Μέλιος,
Βαλτινός, Καζάνης, Κεντιστός αρίστευσαν. Ο κύριος αίτιος της νίκης
ήταν ο Ευβοέας Άγγελος Δαφνής δείχνοντας απαράμιλλο ανδρεία.
Ακόμα και αν οι Έλληνες ήταν υπέρτεροι αριθμητικά των Τούρκων,
μόλις 1500 άνδρες, κατά αξιόπιστη μαρτυρία , οι περισσότεροι ήταν
πρωτόπειροι , άοπλοι γεωργοί και ποιμένες. Άλλος είχε μόνο ένα
ημιτριβές πυροβόλο, άλλος μόνο ένα πιστόλι, άλλος ένα σπαθί και
άλλος μόνο ένα μαχαίρι από το σπίτι. Ακόμα και γεωργικά εργαλεία
όπως δικέλι . Άλλος πολέμησε κρατώντας μια λόγχη στερεωμένη πάνω
σε μακρύ ξύλο, άλλος κρατώντας ένα αυτοσχέδιο ρόπαλο και άλλος
κρατώντας μια μεγάλη ποιμενική γκλίτσα .
Τσομπάνης δε, ο Ιωάννης Τούντας από το χωριό Βαρελαίους, ζήτησε
ένα όπλο από τον αρχηγό και επειδή δεν υπήρχε κανένα, βρήκε μόνος
του ένα σιδερένιο κομμάτι σαν οβελίσκο και με αυτό συμμετείχε στην
μάχη και σκότωσε έναν Τούρκο. Έβαλε τα ρούχα του Τούρκου και το
σκουφί του , πήγε στον Κριεζώτη φέρνοντας την κεφαλή του
σκοτωμένου και για αυτό, πήρε χρηματικό βραβείο.
Ο δε Δημήτριος Βακαλύμης από τα Στύρα, με μόνο ένα ξίφος ήρθε σε
μονομαχία με Τούρκο αξιωματικό. Αλλά δεν ήξερα να το
χρησιμοποιήσει σωστά με αποτέλεσμα να τρέχει το αίμα από τις πληγές
στο σώμα και στο κεφάλι του. Τότε, ρίχνει κάτω το ξίφος και ορμά στον
αντίπαλο ,με αποτέλεσμα να τον σκοτώσει με τα χέρια του με την
βοήθεια του Γεωργίου Μικρού.
Από την πλευρά των Τούρκων πήραν μέρος οι επισημότεροι και οι
πλουσιότεροι Τούρκοι οι οποίοι ήταν και πεζοί και ιππείς. Όλοι
κατάλληλα προετοιμασμένοι για μάχη και καλά οπλισμένοι ενώ δεν
είχαν νικηθεί πουθενά αλλού και ανάμεσα τους, οι πιο γενναίοι από
τους Τούρκους της Ελλάδας.
Για αυτούς τους λόγους, η μάχη στο Βατίσι έχει πολύ μεγάλη σημασία.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου