Η μέρα ξημέρωσε με ένα όμορφο μπλε λουλακί που ξάνοιγε στις άκρες εκεί που θα έβγαινε ο ήλιος . Η υγρασία της νύχτας τα έκανε όλα να φαίνονται μετά από βροχή και η προσμονή για την μεγάλη πρόκληση είχε ήδη αρχίσει.
Μπήκαμε στο αυτοκίνητο με τα μπουφάν και τα σακίδια με τις προμήθειες και γεμάτοι με χαρούμενη ανυπονησία ξεκινήσαμε την ανάβαση για το βουνό.
Η παρέα άρχισε να μοιράζει αναμνήσεις από προηγούμενες αναβάσεις τέτοια μέρα και όλοι είχαν να θυμηθούν κάτι εντυπωσιακό. Άλλος την ομίχλη που τους είχε σκεπάσει και δεν έβλεπαν για ώρες που να πάνε, άλλος το κρύο που δεν είχαν υπολογίσει καλοκαιριάτικα, άλλος τα ακατάλληλα παπούτσια και πόσο είχε ταλαιπωρηθεί, ενώ όλοι κατέληγαν να ρίχνουν ενθαρρυντικά βλέμματα προς το μέρος μου μιας και ήταν η πρώτη μου φορά. Σε κάθε τι που αναφερόταν έκανα τσεκ.. Παπούτσια κατάλληλα, τσεκ. Μπουφάν, τσεκ. Νερό, τσεκ. Ομίχλη, πουθενά στον ορίζοντα.
Η κορυφή της Όχης ξεπρόβαλε όλο και πιο κοντά μέσα στο φως το ήλιου και σε έναν καταγάλανο ουρανό τώρα πια. Είχαμε ανέβει ψηλά και ο κόλπος κάτω με το τέλειο σχήμα του αγκάλιαζε ακροθαλασσιές και απότομα βράχια.
Οι τεράστιοι δρόμοι με χαλίκι άφηναν την σκόνη να απλώνεται παντού και οι ανεμογεννήτριες που έχουν κατακτήσει τις κορφές κάθε λόφου γύριζαν τα πτερύγια τους αργά και ρυθμικά. Φλαπ, φλαπ, φλαπ, το βουιτό χανόταν από την παλαιά μηχανή που βογκούσε μέσα στο καπό του παλιού μικρού λεωφορείου.
Φτάσαμε και ετοιμαστήκαμε για την ανάβαση. Γύρω μας ήδη είχε μαζευτεί και άλλος κόσμος με τα κεράσματα στα χέρια και χαρούμενες παρέες από μεγάλους και μικρούς ανηφόριζαν γρήγορα την πλαγιά. Κοίταζα πάνω και με πλάκωνε η αγωνία, κοιτούσα γύρω μου και γέμιζα κουράγιο.
«Κοίτα!» Έλεγα στον εαυτό μου. «Ηλικιωμένοι, μικρά παιδιά! Όλοι ανεβαίνουν, θα τα καταφέρω και γω» και με μια βαθιά ανάσα ξεκίνησα την άνοδο.
«Χρόνια πολλά! Και του χρόνου! Έχετε κανέναν Ηλία? – Όχι αλλά το έχω τάμα και έρχομαι κάθε χρόνο!» αντάλλαζαν γύρω μου κουβέντες οι προσκυνητές και όλοι μα όλοι με προσπερνούσαν με βήμα σταθερό και σίγουρο. Δεν είχαν περάσει ούτε δέκα λεπτά και η αναπνοή κόπηκε μαχαίρι, οι παλμοί ανέβηκαν και τα πόδια λύγισαν. Γύρισα πίσω μου να δω και με τεράστια έκπληξη είδα την απόσταση που βήμα βήμα είχα διανύσει. Γύρισα και μπροστά μου και σήκωσα τα μάτια ψηλά για να δω τους ανθρώπους να μικραίνουν και να χάνονται μέσα στο στριφογυριστό μονοπάτι και τους βράχους. Αυτή η πλαγιά είναι λες και ο Θεός έσπειρε ένα χωράφι πέτρες. Μικρές μεγάλες, καφέ, μαύρες..Γιατί είναι μαύρες? Από τις φωτιές? Γιατί είναι τόσες πέτρες? Ρώτησα την αδελφή μου που κατέβηκε να δει τι συμβαίνει και να μου δώσει κουράγιο.
« Έχει πάρει τόσες φορές φωτιά εδώ, μπορεί να είναι από τότε. Άντε πάρε μια ανάσα να συνεχίσουμε, δεν είναι τίποτα μπορείς»
«Μα να μην σας καθυστερώ,,να γυρίσω πίσω σιγά σιγά» Είπα με κομμένη φωνή λίγο από την ανάσα που δεν έβγαινε, λίγο από τον φόβο μη πάθω τίποτα και μείνω εκεί πάνω χωρίς κανείς να μπορεί να με κατεβάσει κάτω.
«Θα περιμένω να συνέλθεις και θα πάμε» Είπε αποφασιστικά η αδελφή μου και κάθισε και αυτή κοντά μου μέχρι να συνέλθω.
Μετά από λίγα λεπτά, μπόρεσα και συνέχισα βήμα βήμα το ανηφορικό μονοπάτι ακολουθώντας τα σημάδια μέχρι που φτάσαμε σε κάτι βράχους που έπρεπε να συρθούμε πάνω τους για να φτάσουμε πάλι εκεί που θα μπορούσαμε να σταθούμε όρθιοι. «Μα πως κρατάνε τις τσάντες και τις λουκουμάδες και περνάνε από εδώ?» ρώτησα την Κούλα που χαμογελαστή και κεφάτη αγνάντευε το μπλε του ουρανού και το μπλε της θάλασσας που είχαν γίνει ένα στον ορίζοντα. «Μπορούν μια χαρά και να περνούν και να κουβαλάνε και τα πράγματα. .Άντε, κουράγιο φτάνουμε!»
Και άλλοι προσκυνητές μας είχαν φτάσει και μας είχαν περάσει, και άλλοι γέμιζαν το μονοπάτι στην ρίζα της πλαγιάς και ανηφόριζαν γοργά προς το μέρος μας ενώ εμείς σταματούσαμε κάθε τρις και λίγο για να μπορέσω να συνέλθω από τα δέκα λεπτά ανάβασης την φορά. Λίγο πριν απελπιστώ τελείως φάνηκε ο περίβολος της εκκλησίας . Ευτυχώς είχαμε ξεκινήσει νωρίς το πρωί και προλάβαμε στην λειτουργία. Μέσα στην μικρή εκκλησία του προφήτη Ηλία είναι λες και ο χρόνος έχει σταματήσει. Με κατάνυξη και ανακούφιση έκανα την προσευχή μου και ευχαρίστησα τον προφήτη Ηλία, την Παναγία και όλους τους Αγίους που κατάφερα να ανέβω και που ήταν μαζί μου η Κούλα να με περιμένει και να μου δίνει κουράγιο.
Κάποτε τέλειωσε η λειτουργία και ο κόσμος έβγαλε τα κεράσματα του. Σε μια πολύ χαρούμενη ατμόσφαιρα ανταλλάσσαμε χαιρετισμούς, ακούσαμε μεγαλύτερους να μας λένε για τα παλιά τα χρόνια, είδαμε τους χώρους τριγύρω και στο τέλος ξεκινήσαμε για τα δρακόσπιτα. Η ομίχλη είχε κατέβει και το σκηνικό είχε αλλάξει χωρίς όμως να εμποδίζει την διαδρομή. «’Αλλος Θεός εδώ πάνω!» «Είχαμε έρθει με τις μηχανές» είπε κάποιος , «Εμείς είχαμε κατασκηνώσει για δυο βράδια» ..Άκουγα γύρω μου τους ανθρώπους να μιλάνε για τις εμπειρίες τους και τους θαύμαζα όλους, έναν έναν ξεχωριστά γιατί που φαινόταν ότι είχαν κάποια υπερδύναμη που για κάποιο λόγο ο Θεός μου την είχε στερήσει η δεν με είχε αφήσει να την ανακαλύψω ακόμα.
Έφτασε η ώρα της επιστροφής και η κατάβαση αν και φαινόταν εύκολη είχε και αυτή τις δυσκολίες της. Τα δάκτυλα των ποδιών πονούσαν τρομερά, τα γόνατα φαινόταν να διαμαρτύρονται έντονα τώρα πια, τουλάχιστον οι παλμοί δεν ανέβαιναν τόσο πολύ και μπορούσα να χαρώ το τοπίο και λίγα μπαμπακένια σύννεφα που στόλιζαν τον ουρανό.
Πάλι με πέρασαν όλοι, πέρασε και ο πάτερ με την συνοδεία του και τα μουλάρια, και η ρίζα της πλαγιάς όλο και κόντευε μέχρι που επιτέλους φάνηκε το αυτοκίνητο .
Η ζέστη είχε ανέβει, η κορφή είχε χαθεί για λίγο μέσα στην ομίχλη μέχρι που ξανά πρόβαλε και με δέος την κοίταζα για ώρα. Δεν μπορούσα να πιστέψω ότι είχα ανέβει εκεί πάνω, ότι τα είχα καταφέρει επιτέλους να πάω και γω εκεί.
Μπήκαμε στο αυτοκίνητο και κουρασμένοι αλλά πάρα πολύ γεμάτοι από τις εικόνες, την λειτουργία , την περιπέτεια, ανταλλάσσαμε αστεία και κουβέντες για την εκδρομή μας.
Φτάσαμε στον προορισμό μας και ο κάθε ένας από την παρέα πήρε το αυτοκίνητο του για να γυρίσει στο σπίτι του και να ξεκουραστεί.
Πριν να μπω στο αυτοκίνητο μου, κοίταξα πάλι πάνω την κορφή. Νομίζω ότι κάπως έτσι θα κοίταξε ο Ηρακλής τον άθλο του. Τα είχα καταφέρει να κάνω τον δικό μου προσωπικό άθλο γιατί ο καθένας έχει τις δικές του κορφές να κατακτήσει ακόμα και όλες είναι ήδη κατακτημένες από άλλους.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου