Τρίτη 14 Σεπτεμβρίου 2021

Ιούλιος 1999- Η Ευχή της Μάνας .Χρονογράφημα Α.Κ. στην Καρυστινή.

 

Ιούλιος 1999- Η Ευχή της Μάνας

Η Θεία Αντώνενα από την Χώρα, ζύμωσε, έπλασε τα καρβέλια και τα έβαλε στη μεγάλη της πινακωτή. Αφού άπλωσε και στον ταβά τη μπομπότα που έσασε με φρέσκο καλαμποκένιο αλεύρι που της έστειλε ο αδελφός της ο μυλωνάς από τη Λάλα, τα σκέπασε να ανεβούνε και βγήκε λίγο κειδά μπροστά στη βεραντίτσα της να πάρει μια ανάσα. Ακούστηκε μια φασαρία τότε και γύρισε να δει. Πίσω από το σπίτι της στο δρόμο για την Μακρινίτσα, ερχόντουσαν τρια τέσσερα ζα με ριγμένα πάνω τους μεσοσάμαρα, απλωτές βελέτζες και μπατανίες , σεντόνια ουγίτικα και ριγωτά, λογής λογής άλλα προικιά και πάνου πάνου για να φαντάζουνε πιο πολύ, τα ολοκέντητα μαξιλαράκια του καναπέ. Αχ, αναστέναξε . Ξένοιασε η Δεσποινιώ η Φρατζέσκενα και από την Τρίτη της κόρη. Την πάντρεψε και αυτή. Να δούμε εγώ τι θα κάνω πούχω κι εγώ τρεις. Πρέπει μονάχη μου να νοιαστώ και να μη περιμένω από τους γιούς μου τους μπερμπάντηδες βοήθεια. Εξόν από κείνο το μπιρμπιλομάτικο το μικρό.Άντε τώρα Καλλιοπίτσα , είπε στον εαυτό της να κάψεις το φούρνο να ρίξεις τα ψωμιά και μετά να βάλεις στην σιδεροστιά το τσουκάλι μ τα κουτσά που φουσκώσανε ούλη νύχτα ξεματιασμένα μέσα στο νερό, να καθαρίσεις τα κρεμμυδάτσα που θα ρίξεις μέσα και τις μελιτζάνες , μια γιομάτη κουταλιά μπελτέ και μην ξεχάσεις ρίγανη και μυροδάφνη. Στείλε και την Δήμητρα πέρα στο Ρουμπή να πάρει λίγη κανελίτσα και δυο κλωνιά μπαχάρι να τους ρίξεις να πεντήσουνε.

Μη σκας για τα άλλα. Ούλα θα γένουνε με τον καιρό τους. Ορίστε. Η Λευτέραινα δωνά πιο πέρα, είχε πέντε. Μια μια έβγαλε τις τέσσερις από πάνου της. Βέβαια ήτανε νοικοκυράδες και καλόκαρδες. Μη μου πείτε όμως ότι ήτανε πιο όμορφες από τις δικές μου! Είπε και καμαρώθηκε χαμογελώντας.

Μονάχα η μικρή της είναι όμορφη. Για κείνη φουμιέται που την έκανε δασκάλα. Και επειδή είναι ροδομάγουλη σα βερύκοκο, την λέει βερυκοκιά. Δεν έχει πάρει είδηση ότι τώρα υπάρχουνε πούντρες και κοκκινάδια και ούλες μπορούνε να γίνουνε βερύκοκα. Άμα μεγαλώσει το δικό μου το μπιρμπιλομάτικο, θα το κάνω και εγώ μηχανικό. Και όχι ότι κι ότι. Μηχανικό παπορίσο. Να πηγαίνει στις Ιντίες και στο Μισίρι και να κουβαλεί μετάξα και μαλαματικά. Να σου ντύσω γω τούτες , κούκλες! Και τότε να δεις γαμπροί. Τους καλύτερους θα διαλέξω.

Τέτοια σκεφτόταν η καλή μάνα όταν σταμάταγε τις δουλειές της για να πάρει μια ανάσα. Πέρασε ο καιρός, πάντρεψε μια μια τις κόρες, νοικοκυρευτήκανε τα μπερμπάτικα , έγινε και το μπιρμπιρομάτικο μηχανικός. Τότε, ο γείτονας της ο Άη Παντελεήμονας της έστειλε μήνυμα. «’Έλα πόθε Καλλιόπη γιατί έχω κάτι σοβαρό να κουβεντιάσω μαζί σου. Για να μην κουραστείς θα στείλω γω να σε φέρουνε στα χέρια πάνου. «

Όταν ξεκίνησε να πάει ακούστηκε ένα καμπανάκι, νταν νταν ,ένα καμπανάκι της ψυχής της φουρ φουρ φτερούγησε πουλί ανάλαφρο στους ουρανούς.

Από τότε, όταν είναι μέρες αναστάσιμες η ψυχοσάββατα, σκαρφαλώνει ψηλά ψηλά στον τοίχο που χωρίζει τον κόσμο τούτονε με κείνον πούνε τώρα, ρίχνει τη ματιά της κατά δω, βλέπει ούλα τα άλλα και μαζί και το μπιρμπιλομάτικο νοικοκυρεμένο με κείνη που διάλεξε η καρδιά του, με παιδιά και με εγγόνια τώρα πια, και μαζί με την ευλογία του Θεού δίνει και κείνη την ευχή της.

 

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου