Πέμπτη 9 Σεπτεμβρίου 2021

Μάρτιος 1999 – Ο ΓΥΡΙΣΜΟΣ. Χρονογράφημα Α.Κ στην Καρυστινή.

 

Μάρτιος 1999 – Ο ΓΥΡΙΣΜΟΣ

Μάνναααα!! Πετάχτηκε αλαφιασμένη !! Πάλι ονειρευότανε! Πως την πλανεύει Θέμου η καρδιά της! Είχε επιστρέψει αργά τη νύχτα από τη λειτουργία της Αναστάσεως και έγειρε κειδά στον καναπέ, πίσω από το παράθυρο της αυλής για να ακούσει το γυρισμό του. Φαίνεται πως με τη λαχτάρα της προσμονής την πήρε ο ύπνος. Και νάτο πάλι το συνηθισμένο όνειρο. Από τότε που πήρε το γράμμα του , ότι μέχρι το καλοκαίρι θα έρθει να τη δρι, όλο τον ερχομό του ονειρευότανε.

Γύρισε το βλέμμα της στην κουζίνα. Πάνω στο τραπέζι , μέσα στην καλή της φρουτιέρα , έλαμπαν κατακόκκινα τα αυγά και πάνω από το νεροχύτη κρεμότανε το σφαχτό. Η καρδιά της που την ξελόγιαζε , τώρα σφίχτηκε. Σαν σε γρήγορη τρεχαλητή ταινία , ήρθαν οι θύμησες στην μνήμη της. Ήτανε μοναχοπαίδι. Έζησε και μεγάλωσε στο σπίτι τους κοντά στην Δρυμωνιά, μέσα στα καλά του Θεού. Τα αηδόνια κελαιδούσανε κάθε Άνοιξη, Καλοκαίρι γύρου γύρου στο περιβόλι τους. Οι γονείς της τη λάτρευαν και για χάρη της αγάπησαν και κείνον που όταν μεγάλωσε ζήτησε να τη παντρευτεί. Η ευτυχία και η χαρά σεργιάνιζαν μέσα όξω στο σπίτι τους. Όταν δε , έκανε και το Δημήτρη της, τότε τα αηδόνια κελαιδούσανε και το Χειμώνα πάνου από το κρεβατάκι του παιδιού.

Μετά, ήρθανε οι θλίψες. Πρώτα πρώτα, αποχαιρέτησαν για το μεγάλο ταξίδι τους γονείς της.Σε λίγο, ένα ατύχημα της στέρησε τον αγαπημένο της άντρα. Έμεινε μόνη με το παιδί. Ένα παιδί που είχε λατρεία στην θάλασσα. Ήθελε να γίνει καπετάνιος. Δεν του χάλασε τη καρδιά. Τον έστειλε στην σχολή και μόλις πήρε το χαρτί του μπαρκάρησε. Αρχίσανε οι αγωνίες και η προσμονή για τη μάνα. Το δεύτερο χρόνο βγήκε  σε ένα λιμάνι της Αμερικής να δει τη θεία του, την αδελφή του πατέρα του. Και εκεί του γέλασε η τύχη με τη μορφή μιας όμορφης κοπέλας  ανηψιάς του θείου του. Δεν ξαναγύρισε στο καράβι. Έμεινε εκεί. Παράνομα , χωρίς χαρτιά, αλλά έμεινε. Τόγραψε της μάνας. Χάρηκε εκείνη και μέσα από την καρδιά της έδωσε την ευχή της. Γλύτωσε από την αγωνία της θάλασσας, όμως τώρα την έπνιγε ο καημός της ξενητειάς. «Μόλις τακτοποιήσω τα χαρτιά μου θα έρθω να σε δω!» Της είχε γράψει . Τα χρόνια περνάγανε. Κοντεύανε τα δέκα όταν ήρθε το τελευταίο γράμμα. Μέχρι το καλοκαίρι θα είμαι εκεί! Της είχε γράψει από τα μέσα του Φλεβάρη. Από τότε τον περίμενε. Όταν ζύγωνε το Πάσχα, η καρδιά της έλεγε πως όπου νάναι θα φανεί. Γαλάχτισε το τζάκι , τις αυλές και τις παγκάδες της, φρεσκάρισε τις γλάστρες και τα λουλούδια και τη Μεγάλη Πέμπτη έβαψε μπόλικα αυγά. Παράγγειλε και στον κουμπάρο της τον χασάπη ότι το καλό κατσίκι από τη γίδα της, να της το ετοιμάσει και να της το στείλει στο σπίτι  γιατί φέτος θα το χρειαστεί. Και τώρα? Όχι μόνο δε ήρθε ο Δημήτρης της αλλά ούτε γράμμα του δεν πήρε. Και ξημέρωνε Λαμπρή με το όνειρο του γυρισμού του που έβλεπε να τη βασανίζει.

«Μάνα, ε μάνα!» Ξανακούστηκε η φωνή γεμάτη αγωνία τώρα. Με φτερά στα πόδια της έτρεχε στη πόρτα. Όχι δεν ήταν όνειρο!  Εκεί, στην μέση της αυλής της ανάμεσα σε βαλίτσες στεκότανε ο λεβέντης της! Το παιδί της! Και δίπλα του ένα οχτάχρονο κοριτσάκι. «Ήρθα μάνα! « της έλεγε όσο την αγκάλιαζε.’ Σου έφερα την εγγονή σου!!

Τρέξανε όλοι μαζί μέσα στο σπίτι . Τι χαρά ήτανε τούτη δω! Τι ευτυχία!! Όσο προσπαθούσε η μάνα να τους περιποιηθεί, τον άκουγε να της μιλάει. Ήρθαμε με το αεροπλάνο και από κει κατευθείαν  ήρθα εδώ με ταξί. Ήθελα να κάνουμε μαζί Ανάσταση. Για πότε μάνα και γιος ετοιμάσανε το σφαχτό, για πότε ανάψανε το τζάκι για να το ψήσουν μπροστά στα χαρούμενα έκπληκτα μάτια του παιδιού! Το μεσημέρι, όταν τσούγκρισαν τα αυγά και τα ποτήρια τους, ο γιος είπε. ΧΡΙΣΤΟΣ ΑΝΕΣΤΗ ΜΑΝΑ! –Αληθώς Ανέστη ο  Κύριος γιέ μου! Απάντησε εκείνη και ένα διαμαντένιο δάκρυ χαράς κύλησε από τα μάτια της.

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου