Τετάρτη 8 Σεπτεμβρίου 2021

Η Σούβλα! Χρονογράφημα Α.Κ. στην Καρυστινή

 

Απρίλιος 200- Η ΣΟΥΒΛΑ

Όσοι ήσαστε πενηνταρισμένοι και κατιτίς σαν και μένα, θα θυμούσαστε τη Θανασίτσα του μπάρμπα Κώστα από τα Πηγαδάκια. Λέγανε τότες ότι ήτανε μισόχλωρη, γι αυτό και η μάνα της τη πάντρεψε νωρίς νωρίς μη ξελογιαστεί με κανένανε και της κάνει καμιά σκάση. Πήρε που λέτε το Γιώργη από τους Μύλους  και καλά περνάγανε γιατί ήταν τούτος και χτήστης και ζευγάς και προκομένος ,αλλά και λιγάτσι μόρτης. Η γιρά Μαριγώ η Μπατζάκενα έλεγε σε όλους ότι τον έλεπε να μπαινοβγαίνει σε τσεινής της κουδουνούς της Αργυρώς που ο άντρας της δούλευε λοστρόμος στο παπόρι της γραμμής.

Κείνη τη χρονιά, άμα ζύγωνε η Λαμπρή ούλο τρωγότανε με την Θανασίτσα. Φέτη που λιες κυρά κι αφέντρα θα ψέσουμε το σφαχτό στην σούβλα. Άσε με νοικοκύρη μου, τούπε εκείνη. Ξέρεις δα ότι η σούβλα που σου προίκισε η μάνα σου είναι στραβιά τσε δε περνάει μέσα στο κρέας. Για τσείνο θα κάνω γω όπως ξέρω. Θα βάλω στο μεγάλο ταβά σειρά σειρά κληματοβεργίτσες , θα κουμπήσω πάνου πεπέρι να μοσκοβολίσει. Στο μικρό ταβά θα κόψω πατατίτσες. Θα κάνω  τσε πίτα με τυρί απού μας έφερε ο κολήγας μας από το μαντρί τσε θα ανάψω το φούρνο να τα ψέσω όμορφα όμορφα.

Να παραγγείλεις τσε της αδελφής σου της χηρευάμενης να πάρει τα στρίγκλικα της κατά το γιόμα τσε να έρχουνε να σφαίδόσουνε  το ναγλέουρα. Έτσι θα το κάνουμε.

Ας έλεγε κείνη ότι ήθελε. Ο Γιώργης είχε το δικό του χαβά. Πρωί λοιπόν Μ.Σαββάτου όταν ο ήλιος δεν είχε ακόμη κάνει ενός τσιγαριού δρόμο, ανηφόρισε για τους Μύλους. Πάενε μαθές να γυρέψει τη σούβλα της Αργυρώς. Άμε καλιά σου, είπε η Θανασίτσα. Πέρναγε η ώρα και πούντος ο Γιώργης με τη σούβλα. Έριξε η Θανασίτσα κάτι κατσάρια στα ποδάρια της, έριξε μια πετσέτα στην τσεφαλή της γιατί δεν είχε ακόμα καμωμένη την κοτσίδα της και ανηφόρισε για τους Μύλους. Συνάντησε κειδά κοντά στον πρώτο μύλο την πορτογύρα τη Μπατζάκενα. Το Γιώργη σου ζητάεις μωρή? Την πρόφτασε εκείνη. Σε τσεινής της ρόσπας είναι. Είδα τσε το γέρο Γιώργη το μπαούλο να τους γιομίζει τη μποτίλια κρασί.

Τη ζώσανε τα φίδια  τη Θανασίτσα μα δε μίλησε .Ζύγωσε το βατρικό της Αργυρώς και ολοίσα το μάτι της έπεσε στην παγκαδίτσα. Πάνου σε μια πανίτικη πετσέτα βρισκότανε μια γκαβαθίτσα με απομεινάρια από τηγανικά αντεράκια με αβγά και μισοάδεια η μποτίλια το κρασί. Έκανε σιγά μην την πάρουνε χαμπάρι  αλλά βάβισε το ζαγάρι και σε λίγο πετάχτηκε και η Αργυρώ με τη ρόμπα της φορεμένη ανάποδα. Το Γιώργη σου γυρεύεις Θανασίτσα? Της είπε. Άσε, τσε μούκοψε τη χολή. Τούλαβα τσα χάμου ένα μεζεδάτσι να πιεί ένα κρασί τσε να κάνουμε πρώτη Ανάσταση, τσε θέλεις από νηστεία, θέλεις από το ανηφόρισμα το είρχανε λυποθυμάδες. Τον έσυρα λέσα λέσα στο καναπέ του αμόλησα τα κουμπιά που τον σφίγγανε τη μέση του τσε τον έτριψα με σπίρτο τα αφαλά του για να συνέρχει. Ζωή να χω μου φαίνεται ότι τα κατάφερα τσε τόνε στύλωσα. Καλά που ήρχες να βοηθήσεις τσε συ να τόνε σηκώσουμε τσε να κουβαλήσεις και στη σούβλα.

Άκου να σου πω, είπε η Θανασίτσα. Κράτα συ τη σούβλα σου μη σου πω και τι να τη κάνεις. Ο Γιώργης μου έχει την ειδική του τσε στραβιά ξεστραβιά τη δουλειά μας θα τη κάνουμε.

Άκου τσε συ , είπε στο Γιώργη που είχε εν τω μεταξύ ζυγώσει. Άμα γυρνάς στις ξένες πόρτες να κάνεις πρώτη Ανάσταση, θα αρχίζω τσε γω να κουνώ την ορά μου τσε όπου μου γουστάρει θα κάνω τσε πρώτη Ανάσταση τσε Δεύτερη τσε  Τρίτη!

 

 

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου