ΚΑΡΥΣΤΙΝΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΑΓΓΕΛΟΥ ΚΕΚΕΜΠΑΝΟΥ ΣΤΗΝ ΚΑΡΥΣΤΙΝΗ –
Νοέμβριος 2001 ΤΟ ΧΩΡΑΦΙ
Ήτανε τότε που το βαρύ κάδρο με τη φωτογραφία του βασιλιά έπεσε με ορμή πάνου στο κεφάλι, του τότε αστυνομικού διοικητή και τον άφησε ξερό.
Τονε εβάλανε στην μπεζίνα, κάνε στον Κότσικα, κάνε στην Βαγγελίστρα, δεν θυμάμαι καλά και τον περάσανε στη Ραφήνα για να τον πάνε στο πρώτο Βοηθειό.
Άμα άνοιξε τα βροβά του , είπε ολοίσα. ‘Επά απού με εφέρατε δε γεαίνω. Α θέτε να μη κουζουλαθώ πέψετέ με στο Αμάρι στη Κρήτης να τσούξω καμπόση τσικουδιά να σενεφέρω.
Ακριβώς τότε, μέσα σε κείνη την αναμπουμπούλα , ο Γιώργης της θείτσας της Παγώνας από το Γραμπιά, αποφάσισε να παντρευτεί. Ακούστηκε τούτο ίσαμε με τα Αλαμανείκα και η Μαρία της Γιάννενας το βρήκε ευκαιρία να στείλει προξενιά.
Έτρεξε που λέτε η προξενήτρα στο σπίτι του γαμπρού , μίλησε για τις χάρες και τα προικιά της νύφης αλλά ενώ ούλα πηγαίνανε καλά και ωραία θυμήθηκε ο Γιώργης ότι έπρεπε να αφήσει απογόνους για τούτο ζήτησε και την ηλικία της νύφης. Φοβούντανε ότι επειδή εκείνος ήτανε μεγαλούτσικος , μήπως και η κείνη ήτανε ξεπερασμένη και του βγει σκουλάδα.
Όταν γύρισε η προξενήτρα και τάπε της Γιάννενας, εκείνη κόντευε να σκάσει. Που να θυμηθεί τώρα πόσου χρονού ήτανε η κόρη της. Όταν τη γέννησε, το μόνο που θυμούνταν είναι ότι κάτι μέρες πιο μπροστά, είχε γεννήσει και η γελάδα τους ο Κοτσίνα ένα σερνικό μουσκάρι που τις άλλες απόκριες το είχανε δώσει του Λίτζου του χασάπη και πάει..
Το γιομάτι φορτσέρι με προικιά της Μαρίας από κείνα τα λεφτουδάτσα ήτανε. Τώρα που να βει τα χρόνια της που όπως υπολόγιζε μπορεί να ήτανε και παραπανίσα? Θυμήθηκε ότι ον καιρό που ερχούτανε κάνα δυο χρονιές δω κάτου στο σκολείο, είχε μια συμματθήτρια που όπως είχε ακουστά ο άντρας της ήτανε γραμματικός στη δημαρχία.
Στις δυο μέρες μετά, αφού ζύμωσε και έψησε τα καρβέλια, φόρτωσε στο γάιδαρο ένα κοφινάτσι με μπόλικα αυγά, δυο μαγεριές κουκιά ξερά και ένα φρέσκο καρβέλι, έπλυνε τα μούτρα της και καβάλησε στο σαμάρι. Σε λίγο έφτασε στο δήμο και ζήτησε το γραμματικό. Όταν φάνηκε εκείνος, του άπλωσε το κοφίνι και τα άλλα εδέσματα και τον παρακάλεσε να του πει κάτι εμπιστευτικό. Να της δώσει μαθές ένα χαρτί που να λέει πότε γεννήθηκε η κόρη της αλλά να είναι έτσι γραμμένο που να φαίνεται ότι μπορεί να τεκνοποιήσει.Ότι, δεν είναι δα ξεπερασμένη γιατί δεν θα την έπαιρνε ο γαμπρός.
Τι να κάνει εκείνος? Εδώ, επρόκειτο για έργο θεού. Έτσι αντί για 1920, έγραψε 1926. Μικρό το κακό αλλά ο γάμος έγινε. Όταν στα δυο χρόνια , στα τρία, παραπονέθηκε ο Γιώργης στην γυναίκα του ότι άδικα κόπιαζε όλο τούτο τον καιρό και ότι απογόνους δεν έβλεπε, τότε εκείνη δασκαλεμένη από την μάνα της τον αποπήρε.
Τι να σου κάνω τσε γω ο έρμη? Εμένα όπως ξέρεις τα χαρτιά μου είναι εντάξει. Δεν φτάνει όμως να είναι το χωράφι καλό για να καρπίσει. Πρέπει να προσέχει και ο νοικοκύρης , όταν ζευγαρίσει να δουλεύει το αλέτρι με μαεστρία, γιατί όταν το βάζει πάνου πάνου τότε ο καρπός που ρίγνει μένει τζούφιος.!
Μάης 2001- Ο ΥΠΝΟΒΑΤΗΣ
Άνοιξε τα γκαβάδια σου μωρή. Που θα μου πεις εμένα ότι, «πάω θείτσα Ντουντού Τσακάτου στον Σιδέρη να πάρω πέντε πήχες ντρίλι να σάσω μια μακριά πουκαμίσα του Χρηστάτση μου να σκεπάζουνται τα ποδάρια του γιατί κρυώνουνε και τον πονούνε. Που να μην έσωνε να τον πιάσει η υπνοβασία τσε σηκώνεται νύχτα μεσάνυχτα όπως είναι από τα στρωσίδια να πάει κάτου στο γιαλό να πιάσει χταπόδια.
Να μου τα λέει τούτα σε μένα πια? Η Σωτηρίτσα! Μωρή άνοιξε τα βροβά σου τσε λέπε! Έχω δημένα γω καν τσε καν! Χώρια πόσα έχω ακουσμένα!»
Με το παλιό πήλινο τσουκάλι γιομάτο ασβέστη στο ένα χέρι και στο άλλο μια βούρτσα , γαλάτιζε γύρου γύρου τη μεγάλη της ξώπορτα σύρριζα στο δρόμο για την Χώρα όταν πέρασε η Σωτήρα του Χρήστου και την καλημέρισε λέγοντας της που πήγαινε.
Βούτηξε πάλι τη βούρτσα στον ασβέστη και συνέχισε το μονόλογο. «Άμα σου πω γω ούλα τσείνα πούχω δει, παπόρι θα κάνεις από καραμπούσα τσε θα πάρεις των οματιών σου. Σε περιγελάει μωρή χαζοπουλάδα! Στη Τζα σε περνάει άβρεχτη! Ακούς κρυώνουνε τα κανιά του !Όταν περβατεί όλη νύχτα μπρούτουλος πέρα τσείνης της απλυσάς πως δεν κρυγιώνουνε μήτε τα κανιά του μήτε τσείνα του τσείνα του?
Φτου μαγαρίστηκα που το συλλογούμαι. Σχώρα με άγιε μου Προφητηηλία γιατί συγχίστηκα με τις κουταμάρες τσείνης της χαζής τσε δεν ξέρω τι μου γίνεται…
Τσε τα χταπόδια που σου φέρνει μωρή κότα από τον Πανανή του Κολιάτση πάει πρωί πρωί τσετα παίρνει. Σιγά μην παρασουλεύει στο γιαλό όπως σε κοροιδεύει. Πέρα σε τσείνης της αχαίρευτης παρασαλεύει κάθε νύχτα. Μην τον ακούς ότι τάχαμου είναι υπνοβάτης. Παραβάτης είναι τσε παίζει τσικάκι πίσω από την πλάτη σου. Αλλά τσε συ μωρή Σωτηριώ..Τούβλο Χαλκιδαίικο..Όρνιθα έπρεπε να σε κάνει η συγχωρεμένη η μάνα σου , όχι νοικοτσυρά.
Κούμπησε το τσουκάλι κάτου για να πάρει μια ανάσα, αφουγράστηκε μην ακούσει τίποτα μέσα από το σπίτι και συνέχισε το μονόλογο. ‘’Αμα πέσει μπροστά στα μάθια μου ριζίλι θα το νε κάμω. Όσο για τσείνη τη πατσαβούρα , παδά, πέρα όντας τήνε λέπω, θα της χτυπάω την πόρτα στα μούτρα της σιχαμένης.
Κείνη τη στιγμή, ακούστηκε μέσα από το σπίτι ένα ουά, ουά. Ήτανε ο γιος της κόρης της που είχε ξυπνήσει και τσίριζε. Παράτησε ολοίσα τον ασβέστη και τη βούρτσα και ανέβηκε τρέχοντας στην σκάλα για να πάει στην κάμαρη μονολογώντας και πάλι.
Τώρα πασά μου, τώρα βλαστάρι μου! Ποιος ξέρει που γυρίζει η μάνα σου. Αμ οι σημερινές γυναίκες δε λογαριάζουνε μήτε παιδιά να αναθρέψουνε μήτε κατσούλια!
ΦΛΕΒΑΡΗΣ 2001- Η ΝΤΑΓΛΑΡΟΥ
Πρώτα πρέπει να σας πω ότι η λέξη, νταγλάρ, είναι τούρκικη και σημαίνει βουνό. Νταγλαρού ίσον, βουνήσια. Και τώρα ας γυρίσουμε 160 χρόνια πίσω για να θυμηθούμε την ιστορία της όπως μου την είχε διηγηθεί η γιαγιά μου που την είχε ακούσει από την δική της γιαγιά, η οποία την είχε ζήσει. Κείνες τις απόκριες, τις πρώτες ελεύθερες μετά τη φευγάλα των Τούρκων μπέηδων, κάτου από το μεγάλο πλάτανο, δίπλα στο ποτάμι που κύλαγε καταμεσίς στους Μύλους, είχε έρχει με την λύρα του ο γέρο Φρατζέσκος από τους Κοκάλους. Απομεσήμερο ήτανε, ο ήλιος ζεστός και ο γέρος είχε αρχίσει να παίζει σε ρυθμό καρσιλαμά το τραγούδι της εποχής, βράσε ρύζι κόψε φάβα. Οι άντρες είχαν μαζευτεί και γλεντάγανε και οι γυναίκες τους καμάρωναν κοιτάζοντας στα κλεφτά από τους φεγγίτες τους σπιτούνες τους. Τότε φάνηκε να κατηφορίζει από το βουνό ο Σταμάτης της Λίναινας. Με το μούτρο του κόκκινο μπουχασί, τα μαλλιά του να ξανεμιούνται στους ώμους , την πουκαμίσα του ριγμένη στην πλάτη και τη βράκα του να πηγάινει έγια λέσα από τη σύγχιση. Ούλοι τρομάξανε. Τι έπαθε τούτος? Γιατί άφησε την καλή του κατάμονη στο βουνό?
Ξέρανε ότι δεν έκανε λεφτό χωρίς εκείνη. Εκείνος όμως πλησίασε το γέρο και τούδωσε εντολή να παίζει ντε και καλά τη λύρα και τούτος θα τραγούδαε. Σε λίγο ούλοι τον ακούσανε να τραγουδάει με λόγια της ντροπής εκείνο το γνωστό τραγούδι που από τότε τραγουδιέται κάθε απόκριες. Όση ώρα χόρευε και τραγούδαε, κανείς δεν τόλμησε να πλησιάσει και μοναχά όταν απόκαμε από το χορό, και ρίχτηκε πνιγμένος στο κλάμα πάνου στον κορμό του πλάτανου , ζυγώσανε οι πιο θαρρετοί.
Δεν με θέλει πια!! Έλεγε μέσα στους λυγμούς του. Απόψες που της πήγα το κόνισμα της Μεγαλόχαρης που σήκωσα από την εκκλησίτσα της Άγιας Σωτήρας , μούπε να μην ξαναπατήσω στην σπηλιά της.
Οι άλλοι δείξανε κατανόηση και τον αφήσανε να ξεθυμάνει. Ξέρανε ότι όταν ήτανε να φύγει ο Μπέης μια από τις γυναίκες του, η πιο μικρή και όμορφη, η Εμινέ, τόσκασε από το σπίτι και ακολούθησε το Σταμάτη που τον είχε δει μια μέρα να κλαδεύει τις λεμονιές του μπέη και είχε ξετρελαθεί μαζί του. Και κείνος όμως δεν έμεινε αδιάφορος στην ομορφιά της. Την έκλεψε λοιπόν και για να μην τους βρούνε την εγκατέστησε στη σπηλιά, εκεί που είναι το εκκλησάκι της Θεοσκέπαστης. Η Εμινέ δεν ήτανε Τούρκισα αλλά Χριστιανή και την είχανε αρπάξει από την μάνα της στα δεκατρία της από ένα χωριό κάπου κοντά στο Ζητούνι. Όταν λευτερώθηκε λοιπόν από τον Τούρκο και βρήκε αγάπη και στοργή στην αγκαλιά του Σταμάτη θυμήθηκε και την θρησκεία της. Εκείνος ακούγοντας τη προθυμοποιήθηκε να της φέρει μια εικόνα της Παναγίας και να τη βοηθήσει να ξαναβρεί τον δρόμο του Θεού της. Έτσι και έγινε. Βρίσκοντας όμως και πάλι τον δρόμο του θεού δεν ήθελε πια την συντροφιά του Σταμάτη και γιομάτη σπαραγμό τον παρακάλεσε να την αφήσει μόνη της εκεί στην ερημιά, παρέα με την πίστη της. Περάσανε χρόνια πολλά και πολλά από τότε. Η Εμινέ, που ξαναπήρε το Χριστιανικό της όνομα Ασιμίνα, έζησε φτωχικά και ήρεμα σε εκείνη τη σπηλιά, παρέα με τα λίγα προβατάκια της και με όποια μικρή βοήθεια της έφερναν οι Μετοχιώτισες που πήγαιναν τακτικά μέχρι τη σπηλιά της για να προσκυνήσουν την Άγια Εικόνα της Μεγαλόχαρης ,συγκινημένες από την μεγάλη πίστη της βουνίσιας.
Πέθανε σε μεγάλη ηλικία. Τη βρήκανε νεκρή οι γυναίκες με το πρόσωπο της γαλήνιο και με την εικόνα κρατημένη σφιχτά στην αγκαλιά της. Απ όλη αυτή την ιστορία έχει μείνει το εκκλησάκι της Θεοσκέπαστης, και κείνο το γνωστό αποκριάτικο τραγούδι.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου