Παρασκευή 10 Σεπτεμβρίου 2021

3 Χρονογραφήματα του Α.Κ στην Καρυστινή.

 

ΜΑΙΟΣ 1999 -  ΤΑ ΔΥΟ ΤΡΥΓΟΝΙΑ

Η θείτσα η Μακρούνενα από τη Μουρτιά, μόλις της είπε ο άντρας της ότι θάρχει γαμπρός να ζητήσει την Πιπινίτσα τη μικρή τους κόρη, άρχισε να τραβάει τα μαλλιά της.

Μη μου το κάνεις τσοδά μαύρε μου γιατί θα σε πάρει τσε θα σε σηκώσει. Γω ξέρω ότι πάππου προς πάππου παντρεύεται πρώτα η μεγαλύτερη τσε μετά η κάθε μια με τη σειρά που γεννήθηκε. Δεν θα μου κάνεις συ τσενούργια τσάπια γιατί ουλοίσια θα πάω να πέσω στο πηγάδι της Παναυκώλενας να πνιγώ . Τέτοιες ντροπές δεν τις εμποράω.

Τι να κάνει κι αυτός? Την άκουσε.

 Έτσι ένα απόγευμα που ήρχε ο Λευτεράτσης του Γεροκωσταντή να ζητήσει τη Πιπινίτσα που αγάπαγε, αλλιώς τα λογάριαζε και αλλιώς τα βρήκε. Μόλις είχε απολυθεί από φαντάρος ο Λευτέρης και όπως τόχε ταμένο της Πιπινίτσας πριν φύγει για στρατιώτης έτρεξε να την ζητήσει.  Θέλω τη κόρη σου! Είπε στον πατέρα της . Και πριν άλλη κουβέντα, απάντησε ο γέρος.

Να την πάρεις ,δική σου και κατάδική σου, και αμέσως έτρεξε στο μπαστικό. Και μέσα είχανε κλειστεί και οι τέσσερεις κόρες του μόλις ακούσανε ότι θάρχει γαμπρός και λαχταρισμένες , είχανε κολλήσει το μάτι τους στη χαραμάδα  της πόρτας να δούνε ποιος είναι και ποια θα ζήταγε. Ζύγωσε ο γέρος και φώναξε. Μαριγώ, ε Μαριγώ! Έλα παδά! Μαριγώ ήτανε η τριαντάρα , η μεγάλη πια. Έτρεξε κείνη και τότε δείχνοντας της το Λευτέρη τη ρώτησε.

Τούτος δω είναι καλό παιδί και μου ζήτησε τη κόρη μου . Επειδή εσύ είσαι της πρόβας , εσένα του δίνω. Τι λες? Σου κάνει?

Τον κοίταξε εκείνη και της φάνηκε πιο γλυκός και από λουκούμι που την είχανε κεράσει όταν χόρευε μπροστά, πάνου στο Πανοχώρι  στο πανηγύρι της Παναγίας. Θα έλεγε όχι?

Μου κάνει! Μου κάνει! Είπε μάνι μάνι . Κοκκάλωσε ο Λευτέρης αλλά δεν μπορούσε να κάνει αλλιώς. Γυναίκα ζήτησε, γυναίκα του δίνανε. Δαγκώθηκε για να μη φωνάξει ότι για την Πιπίνα πήγε, αλλά μια σκέψη του πέρασε από το νου και τον έκανε να κρατηθεί.

Βρε πάρε τούτη, σκέφτηκε, για νάχεις το δικαίωμα να μπαινοβγαίνεις και θα δεις τι θα κάνεις με την άλλη. Έτσι παντρεύτηκε τη Μαριγώ. Επειδή όμως τα χωράφια και τα ζωντανά του ήτανε κάτου στο Καστρί, λίγες φορές έμενε μαζί της. Τις πολλές βραδιές έμενε στο Καστρί. Συγύρισε την καμαρίτσα που είχε κει κάτου, τη νοικοκύρεψε και κουβάλησε μερικά καινούργια νοικοκυριά. Πέταξε το κρεβάτι με τα στρίποδα και το αχιουρένιο στρώμα και αγόρασε διπλό ντιβάνι με στρώμα μπαμπακένιο. Τι θα ντα κάνεις τσάδα μαθές? Ρώτησε η Μαριγώ. Θάρχω τσε εγώ τσε κάτου?

Όχι όχι! Της απάντησε. Τι να κάνεις εσύ μέσα στους σκορπιούς τσε τις όχεντρες? Κάτσε τσει που είσαι!

Πονηρεύτηκε η Μαριγώ και το κουβέντιασε με τη φιλενάδα της τη Χαρατσίνα.

Πάμε μωρή μια βραδινή απόκρυφα, απόκρυφα, να τηράξουμε! Της είπε εκείνη. Το είπανε! Το αποφασίσανε! Μόλις νύχτωσε κουκουλωθήκανε για να μην γνωρίζουνταν, πήρανε λαδοφάναρο να βλέπουνε στο δρόμο και κινήσανε για το Καστρί. Όταν ζυγώσανε , ακούσανε σκανταλέματα και γέλια. Βάλανε το μάτι τους στην τρύπα της πόρτας και τους ήρχε λυγοθυμιά. Κοντά στο τζάκι ο Λευτέρης και η Πιπινίτσα ψένανε στη χόβολη κουκιά μπούλους πειραζόντουσαν αναμετάξυ τους και ξεραίνουνταν στα γέλια. Τώρα? Είπε η Μαριγώ. Ούτε τώρα, ούτε ξετώρα! Της απάντησε η Χαρατσίνα. Κατουρημένες τσε ακατούρητες  πάμε να φύγουμε. Τσε να καταλάβουμε τσε εμείς ούλοι ότι όποιος κλέβει την αγάπη του αλλουνού, λούζεται τις πομπές του.

 


Σεπτέμβρης 2000 – Η ΕΦΤΑΛΕΦΤΡΟΥ

Τώρα? Τι θα έκανε τώρα που η Γαρυφαλίτσα του γύρισε από το αμπέλι στα κακά της χάλια? Είχε πάει να μαζέψει τα Καμπανά κι εκεί την τσίμπησε ψηλά, κατά ψηλά στο μπούτι της μια μαύρη φαρμακερή αράχνη. Μια εφταλεφτρού. Έπρεπε λοιπόν να βγάλει μάνι μάνι το σκοινί από τα σαμάρι της γαιδουρίτσας , να το δέσει κούνια στη μουριά, να μαζέψει εφτά Μαρίες να την κουνήσουνε και να πούνε τα μαγικά ξόρκια για να φύγει από πάνου της το κακό γιατί αλλιώς όπως το φεγγάρι γυρνάει στη χάση του, θα πήγαινε η Γαρυφαλίτσα στο χαμό της.

Που να βρει εφτά Μαρίες? Και μάλιστα τώρα? Στο Κατσαρώνι υπήρχε μόνο μια κι αυτή γριά ξεκούτα. Στους Καρεούς άλλη μια κι αυτή μεσοβέζα και μόνο μια και καλή στη Μαμαλιά, η κουμπάρα του που όμως τούτες τις μέρες έλειπε στη μάνα της στα Βελούσα.

Πήγε και βρήκε στον κουμπάρο του. Γιώργη μου και κουμπάρε μου την χάνω τη Γαρυφαλιά μου . Και ξέρεις εσύ πόσο τη στιμέρνω. Την πήρα χωρίς βρακί που λέει ο λόγος και την έβαλα κυρά κι αφέντρα μέσα στα καλά μου και μονάχα η σκάση μου είναι πως ακόμα δεν έχουμε κλήρα.  Σώστηνε και θα σου χαρίσω τη μια από τις μουσκίδες.

Ο άλλος έκανε πως το σκεφτότανε στην αρχή και ολοίσα μετά απάντησε.

 Ξέρω μωρέ κουμπάρε ένα κόλπο χωρίς Μαρίες και κουραφέξαλα αλλά θα πρέπει η κουμπάρα να μείνει ούλη νύχτα σπίτι μου. Και τώρα δα καθώς λείπει η νοικοκυρά μου ντροπή να σου το πω.

Βρε να σωθεί ο άνθρωπος μου θέλω γω τσε τ ΄άλλα ούλα χέστα με το συμπάθειο. Λέω που λες να σου τη φέρω νύχτα και το πρωί σου τάχα μου , τη γυρίζεις κι αν είναι καλά όπως λες παίρνεις και τη μουσκίδα. Έτσι και έγινε. Πήγε ούλη τη νύχτα η Γαρυφαλίτσα στη Μαμαλιά παρέα με τον Γιώργο όπως τάχανε συννενοηθεί και η εφταλεφτρού ήτανε για να κλείσουνε τα μάτια του Βαγγέλη της και την άλλη μέρα ντούρα κοτσονάτη κι ευχαριστημένη την έφερε ο κουμπάρος στο σπίτι καβάλα στο μουλάρι.

Φχαριστήθηκε ο Βαγγέλης και πήγαινε να φέρει τη μουσκίδα αλλά ο άλλος πιάστηκε από την ευκαιρία. ‘Άσε μωρέ κουμπάρε! Δεν έκανε δα και τίποτα. Αλλά βολά άμα σου κάνω κάτι πιο αναγκαστικό και έχεις την ευχαρίστηση, μου τη δίνεις.

Τώρα που το λες κουμπάρε μου να στο ξομολογηθώ. Παλεύω τις βραδιές παλεύω τα απομεσήμερα κλήρα δεν βλέπω. Μπας και ξέρεις κανένα κόλπο και για κείνο?

Θα το σκεφτώ , είπε ο κουμπάρος. Άμα θυμηθώ πως γίνεται θα έρθω το βράδυ και αν είναι τώρα που ακόμα γιομίζει το φεγγάρι και λείπει η Γιώργαινα θα τη σκαρώσουμε τη δουλειά. Άκουγε η Γαρυφαλιά και μια ανατριχίλα πέρναγε στο κορμί της.

 Άσε άντρα μου, με τον καιρό θα τα καταφέρεις. Δεν είναι ντε και επείγον. Αν πάλι επιμένεις μην σου χαλάσω την καρδιά. Συμφωνάτε με τον κουμπάρο και γω η έρμη ότι είναι το ριζικό μου θα το δεχτώ. Τα συμφωνήσανε λοιπόν και όσο έλειπε η Γιώργαινα και γιόμιζε το φεγγάρι , γιόμιζε και η Γαρυφαλιά χαρές. Με κάτι μήνες όταν φανήκανε τα αποτελέσματα από κείνες τις χαρές , φόρτωσε ένα σακί σιτάρι μεσοσάμαρα  στη γαιδουρίτσα ο Βαγγέλης έδεσε και τη μουσκίδα στο σαμάρι να ακολουθεί και ανηφόρισε στη Μαμαλιά.

Κουμπάρε μου έφερα το τάμα  μου επειδή είμαι υποχρεωμένος μαζί σου γιόμισα και ένα σακί σιτάρι. Νάσαι καλά, να έχεις την ευχή μου και άμα σε ξαναχρειαστώ θέλω να μου τάξεις πως δεν θα πεις όχι.

 

Ιούλιος 2000- Ο Κόκορας

Στο τεύχος διαβάζουμε για το κτήσμα στα Καλύβια μέσα στον χώρο του σχολείου, ότι είναι παράνομο, επίσης συνεχίζεται η διαμαρτυρία για το σχέδιο Νατούρα όπου οι διαμαρτυρίες ήταν έντονες γιατί δεν υπήρχαν προβλέψεις για απλά πράγματα, όπως για τον κάμπο όπου είχαν ονομάσει τις σουβάλες του εργοστασίου τούβλων, λίμνη! Οι κάτοικοι ήταν εξαγριωμένοι.

 

Μα τι λες μωρή Στερού? Πότε γεννήκανε τσαδά τσαδά στε γω δεν πήρα νόγα? Πέρνε ψες το γιόμα ο διαναής ο αγροφύλακας τσε μου τάπε. Τα κουβεντιάζανε κάτου στο γιαλό, στο καφενείο του Φάντη. Πάμε όμως τσα πάνου στη στρογέρα γιατί φυσάει ο διάλος τσε παδά πούμαστε το φέρνει κουρσούμι , να κουμπήσουμε σε τσείνο το κωλάθουρο , να σου τα επώ. Η Σοφία, η τσουλίνα και η Αστερού, η σπιρτέδενα με τη ρόκα στο ένα χέρι στερεωμένη στη ζώνη της μπροστέλας τους και το αδράχτι στο άλλο, είχανε βγει πάνου πάρα πάνου ίσαμε τον Άη Συμιώ να βοσκήσουνε τις ντρένιες τους. Όταν καθήσανε , συνέχισε η Αστερού, την κουβέντα. Ξέρεις δα, την Σμαραγδίτσα από τα Μηδουλαίους. Τσε ξέρεις ότι έχει παντρεμένη την εγγόνα της τόδε χάμου. Με το που γκαστρώθηκε τσείνη η εγγόνα τσε επειδής τσείνος ήθελε σερνικό τσε τσείνες ήντουνα πάπου προς πάππου θηλικομάνες , φωνάξανε τη Φιλιά από το Περναράκι να τους κάνει κάτι μαγικά που ήξερε. Είρχε που λιες η Φαλιά τσε το πρώτο που έκανε ήτανε να ανεβεί στο λιακό τσε να βάλει τον τσούλιντρα όρθιο. Έδειγνε μαθές έτσι ότι ο λιακός ήτανε σερνικός , ύστερα σταύρωσε 2 καλάμια τους έβαλε ένα παλιό σακάτσι τσεινού τσε ένα κούκο να φαίνεται άνθρωπος τσε κρέμασε τσει που πρέπει ένα μπούλο ώστε τσε το στοιχιό να φαίνεται σερνικό. Μετά τους είπε να δέσουνε ένα βαρβάτο κόκκορα όξω από την πόρτα της κάμαρης ώστε να ακούει το όβρυο το κουκουρίκου τσε να γένει τσε τσείνος κόκορας. Άμα ήρχε η ώρα της γέννας, τσε πήγανε στο νοσκομείο πήγε τσε η Σμαραγδίτσα να παρασταθεί γιατί η κόρη της δε φέλαε. Βγήκε καμιά φορά η νοσοκόμα  από το χειρουργείο τσε έφερε τα μαύρα νέα. Θηλυκό, τους είπε.  Όμως να περιμένουμε γιατί θα κάνει τσάλλο. Σε ώρα ξαναβγήκε η χρουσούζα η μαυρογόνατη. Πάλι θηλυκό. Τα’ ακούς Σοφιά μου? Τσε δύο τσε θηλυκά.

Τσεινού τούρχε ταμπλάς αλλά τσε η γριά έγινε τούρκα.

Την άλλη , βούτηξε τον κόκορα παραμάσχαλα τσε μια λιμπίδα στο χέρι τσε έφτασε στη πόρτα της Φιλιάς. Τα φτερά του μωρή να βγάλεις στα μάτια τσε να μη λέπεις την καταράστηκε τσε μεμιάς έκοψε με τη λιμπίδα το τσεφάλι του πετεινού τσε της τον πέταξε μέσα στην αυλή. Η Φιλιά δεν μίλησε ντιπ παρά θέρμισε το πουλί, το μαγέρεψε ωραία τσε καλά με ντοματίτσα, έσασε τσε μπαζίνες με μπόλικο τυρί τσε τις τσιγάρισε με βούτυρο της γίδας τσε ολοίσα παράγγελε στον άντρα της εγγόνας, έλα πάνου σε θέλω, επείγον. Τούβαλε στο τραπέζι  το λαχταριστό φαί τσε κρασί μπόλικο σπιτικό που είχε ριγμένα πρώτα  κότσινη πιπεριά και φτερή για να τον κάνει να φουντώσει. Όσο τσείνος έτρωε και έπινε , έλεγε η Φιλιά τα παράπονα της . Το τσε μούκανε η γιαγιά της γενέκας σου.. Τι φταίω γω η λάγια αφού δεν ακούσανε τις ορμήνειες μου? Εγώ τις δασκάλεψα το τι τσε το πώς έπρεπε να το κάνουνε για να γένουνται τα παιδιά σερνικά. Εγώ ούλο σερνικά έκανα καλή τους ώρα. Ήξερα όμως το πώς τσε μάθαινα τσε το συγχωρεμένο μου .Μήπως θέλεις να σε μάθω τσε σένα? Τσείνος δεν είπε όχι..

 

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Μουσικό Οδοιπορικό της Χρυσούλας Παλιούρη.

  Η Χρυσούλα Παλιούρη παίζει Καρυστινή Λύρα, έχει μάθει τσαμπούνα με δάσκαλο τον Γιάννη Μαμά, και με μεγάλη προσήλωση και ενθουσιασμό, προσπ...