1. 9 ΓΛΩΣΣΙΚΗ ΠΟΙΚΙΛΙΑ Ρέα ∆ελβερούδη
Προκειµένου να επικοινωνήσουν µεταξύ τους, τα µέλη µιας κοινωνίας στέλνουν και λαµβάνουν µηνύµατα µε βάση έναν κώδικα που κατέχουν από κοινού, τη γλώσσα. Tα µηνύµατα σε µια συγκεκριµένη γλώσσα, απεριόριστα σε αριθµό, συντίθενται από ένα σχετικά περιορισµένο αριθµό στοιχείων –φωνηµάτων, µορφηµάτων, λεξηµάτων– τα οποία οι οµιλητές αναγνωρίζουν αυτόµατα ως στοιχεία της δικής τους γλώσσας. Aυτό όµως δεν σηµαίνει ότι όλοι οι οµιλητές της γλώσσας αυτής χρησιµοποιούν εξίσου όλα τα στοιχεία της. Σε όλα τα επίπεδα γλωσσικής ανάλυσης –φωνολογία, µορφολογία, σύνταξη, λεξιλόγιο– υπάρχουν στοιχεία που διαφέρουν από οµιλητή σε οµιλητή. Aυτά, µαζί µε εκείνα που είναι κοινά σε όλους τους οµιλητές, συνιστούν την ιδιόλεκτο κάθε οµιλητή.
Oρισµένα από τα χαρακτηριστικά µιας ιδιολέκτου, όπως η χροιά της φωνής ή κάποιες ιδιαιτερότητες στην προφορά που οφείλονται στην κατασκευή των φωνητικών οργάνων, ή ακόµη το ύφος που χαρακτηρίζει την οµιλία και τον τρόπο γραφής ενός οµιλητή, είναι ατοµικά. Yπάρχουν όµως ιδιαίτερα γνωρίσµατα σε µια ιδιόλεκτο που χαρακτηρίζουν εξίσου και άλλους οµιλητές, κατά τρόπο ώστε να είναι εφικτή η ταξινόµησή τους σε σύνολα ή σε γλωσσικές ποικιλίες στο εσωτερικό µιας γλώσσας, ταξινόµηση που µπορεί να γίνει σύµφωνα µε τη γεωγραφική περιοχή ή την κοινωνική οµάδα στην οποία απαντά το εκάστοτε γνώρισµα.
H γεωγραφική διαφοροποίηση των γλωσσών έχει παρατηρηθεί από την αρχαιότητα και, δεδοµένου ότι οι συστηµατικές διαλεκτολογικές και γλωσσογεωγραφικές µελέτες ξεκινούν ήδη από τον περασµένο αιώνα, συνιστά το διεξοδικότερα µελετηµένο είδος γλωσσικής ποικιλίας (Hudson 1980, 39). Oι γεωγραφικές γλωσσικές ποικιλίες καλούνται διάλεκτοι ή τοπικά ιδιώµατα (Sapir 1949· Tριανταφυλλίδης 1993, 62-68).[1] O όρος τοπικό ιδίωµα αφορά ποικιλίες που παρουσιάζουν µικρό αριθµό “αποκλίσεων”, οι οποίες τις περισσότερες φορές περιορίζονται στο επίπεδο της φωνητικής και του λεξιλογίου, ενώ ο όρος διάλεκτος χρησιµοποιείται για να δηλώσει µια γεωγραφική ποικιλία µε µεγαλύτερο βαθµό διαφοροποίησης (λ.χ. η τσακωνική διάλεκτος) ή/και µια οµάδα τοπικών ιδιωµάτων (λ.χ. η καππαδοκική διάλεκτος περιελάµβανε µεταξύ άλλων τα ιδιώµατα του Oυλαγάτς, των Φαράσων, της Σινασού κ.ά.).
O βαθµός της διαφοροποίησης εξαρτάται από ποικίλους παράγοντες, όπως για παράδειγµα η γεωγραφική απόσταση ή η γεωφυσική αποµόνωση του τόπου. Ως γνώµονας της γεωγραφικής διαφοροποίησης (“κέντρο” ή “σηµείο µηδέν” µέσα στο σύνολο των γεωγραφικών ποικιλιών) εκλαµβάνεται συνήθως –εάν υπάρχει– αυτό που καλείται κοινή διάλεκτος. Aυτή ενδέχεται να χρησιµοποιείται, παράλληλα µε τις τοπικές, στην επικοινωνία οµιλητών διαφορετικής γεωγραφικής προέλευσης και συνήθως συµπίπτει µε την καθιερωµένη ή την επίσηµη γλώσσα [2] (Petyt 1980, 25-6· Hudson 1980, 32-3). Στις σύγχρονες κοινωνίες, όπου έχει καθιερωθεί η υποχρεωτική εκπαίδευση και υπάρχει εύκολη πρόσβαση στην πληροφόρηση και την επικοινωνία, η κοινή τείνει να γίνει κτήµα όλων των πολιτών. Tο δεύτερο κριτήριο ταξινόµησης των ιδιαίτερων στοιχείων µιας ιδιολέκτου αφορά τα κοινωνικά χαρακτηριστικά του οµιλητή.
H κοινωνική θέση, η ηλικία, το φύλο, το επάγγελµα, ο βαθµός µόρφωσης αποτελούν παράγοντες που επιδρούν στην ιδιόλεκτο. H αλληλεπίδραση κοινωνίας/γλώσσας είναι αντικείµενο του κλάδου της κοινωνιογλωσσολογίας. H ταξινόµηση και η αναγνώριση των γλωσσικών κοινωνικών ποικιλιών ή κοινωνιολέκτων εξαρτάται από το τι ορίζεται εκάστοτε ως κοινωνική οµάδα [3] (Holmes 1992, 146-9· Petyt 1980, 27-9· Nτάλτας 1997, 27-30· Πετρούνιας 1984, 118-9).
H κοινωνική θέση ενός ατόµου είναι ο σπουδαιότερος παράγοντας οµαδοποίησης και αυτός που έχει µελετηθεί εκτενέστερα. Iδιαίτερα σε χώρες µε 2 αυστηρή κοινωνική στρωµάτωση (λ.χ. Iνδία) παρατηρούνται, όχι απλά διαφορετικά στοιχεία, αλλά διαφορετικές γλωσσικές ποικιλίες, ανάλογα µε την κοινωνική τάξη στην οποία ανήκει ο οµιλητής. H κοινωνική οµάδα µπορεί επίσης να ταυτίζεται µε µια ηλικιακή οµάδα· σε αυτή την περίπτωση έχουµε κυρίως την αντίθεση ανάµεσα στο ιδίωµα των νέων και σε αυτά των υπόλοιπων οµιλητών. Mπορεί επίσης να είναι µια επαγγελµατική οµάδα, όπως των γιατρών, των δικηγόρων, των στρατιωτικών, των δηµοσιογράφων ή των υποδηµατοποιών· οι οµιλητές εδώ, χρησιµοποιούν για τις ανάγκες της ενδο-οµαδικής επικοινωνίας (ακρίβεια έκφρασης, βραχυλογία) ειδικά λεξιλόγια [4] (Andersson & Trudgill 1990, 76-7, 171· Vendryès 1978, 276- 8· Tριανταφυλλίδης 1993, 299-302), που στην αγγλόφωνη βιβλιογραφία αναφέρονται συνήθως µε τον όρο register και στη γαλλόφωνη µε τον όρο langues spéciales ή και µε τον µειωτικό όρο jargon. Aκόµα, µέσω της γλώσσας µπορούµε να αναγνωρίσουµε οµάδες µε κοινά ενδιαφέροντα και ασχολίες, όπως είναι οι διανοούµενοι, οι οπαδοί ποδοσφαιρικών οµάδων, οι θιασώτες ενός κόµµατος ή µιας πολιτικής τάσης, οι φαντάροι. Mία από τις αιτίες ύπαρξης αυτών των ποικιλιών σχετίζεται µε τον αυτοπροσδιορισµό και την ταυτότητα της οµάδας. Oι οµιλητές που ανήκουν σε µια οµάδα (λ.χ. οι νέοι) χρησιµοποιούν ιδιαίτερα γλωσσικά στοιχεία, µε αποτέλεσµα να διαφοροποιούνται από οµιλητές που δεν είναι µέλη της ίδιας οµάδας. H γλώσσα ως κώδικας, όπως και ο τρόπος ένδυσης, µπορεί να λειτουργεί ως εισιτήριο στην οµάδα ή, αντίθετα, να είναι κριτήριο αποκλεισµού από αυτήν [5] (Andersson & Trudgill 1990, 79).
Kαι στο σύνολο των κοινωνικών ποικιλιών, γνώµονας ή “σηµείο µηδέν” εκλαµβάνεται η “κοινή διάλεκτος”, όπως τη µιλούν οι µορφωµένοι, ενήλικες αστοί. Σε αντίθεση µε ό,τι ενδέχεται να παρατηρηθεί στις γεωγραφικές ποικιλίες, οι κοινωνικές ποικιλίες δεν διαφέρουν σηµαντικά, ούτε σε όλα τα επίπεδα ανάλυσης, από την κοινή. Συνήθως τα ιδιαίτερα στοιχεία εντοπίζονται στο επίπεδο του λεξιλογίου (για παράδειγµα, χρήση ειδικού λεξιλογίου από επαγγελµατίες ή χρήση λέξεων λόγιας προέλευσης από τους πιο µορφωµένους έναντι λαϊκών από τους λιγότερο µορφωµένους). Σε σπάνιες περιπτώσεις κοινωνιολέκτων, η διαφοροποίηση φτάνει σε τέτοιο βαθµό, ώστε να είναι αδύνατη η κατανόησή τους από οµιλητές που δεν ανήκουν στη συγκεκριµένη κοινωνική οµάδα, οπότε γίνεται λόγος για συνθηµατικές γλώσσες ή αντιγλώσσες.[6] Kύρια λειτουργία αυτών των ποικιλιών, που συνήθως εντοπίζονται σε οµάδες του “περιθωρίου” είναι η κρυπτική/ συνθηµατική. Σε αυτές τις ποικιλίες υπάγονται τα καλλιαρντά των οµοφυλόφιλων “της πιάτσας”, η αργκό στη Γαλλία, που αρχικά ήταν η γλώσσα των κακοποιών, ή στην Aγγλία η λεγόµενη cant (Andersson & Trudgill 1990, 79· Calvet 1994, 6-8, 113-7· Vendryès 1978, 278-9· Tριανταφυλλίδης 1993, 302-10).
H πολυµορφία αυτή, που εγγράφεται σε ένα γεωγραφικό και σε έναν κοινωνικό άξονα και χαρακτηρίζει όλες τις φυσικές γλώσσες –διακρίνοντάς τες από άλλα απλούστερα συστήµατα επικοινωνίας–, εµπλουτίζεται και από τις ενδοσυστηµατικές πολυτυπίες της γλώσσας [7] (Kακριδή & Xειλά 1996, 18), οι οποίες συνήθως οφείλονται στην εξέλιξή της ως συστήµατος. O οµιλητής, λοιπόν, προκειµένου να επικοινωνήσει, βρίσκεται µπροστά σε µια σειρά επιλογών που καλείται να κάνει µεταξύ συγγενικών στοιχείων, διαθέσιµων στην ιδιόλεκτό του (αγαπάω/ αγαπώ, γράφονταν/ γραφόντουσαν, µου δίνεις/ µε δίνεις, δώσ’ το µου/ δώσε µού το, συµπεριφορά/ φέρσιµο, πέντε προφερόµενο άλλοτε ως ['pede] και άλλοτε ως ['pende]). H απόφασή του µπορεί να είναι θέµα ελεύθερης επιλογής. Συχνά όµως εξαρτάται από την περίσταση επικοινωνίας στην οποία συµµετέχει και η οποία ορίζει έναν τρίτο τρόπο ταξινόµησης των γλωσσικών ποικιλιών. H ταυτότητα του συνοµιλητή, το πλαίσιο της συζήτησης, το κανάλι ή η αιτία της επικοινωνίας είναι παράγοντες που επηρεάζουν τις γλωσσικές παραγωγές µας, ορίζοντας διαφορετικά επίπεδα γλώσσας ή επίπεδα ύφους [8](Andersson & Trudgill 1990, 171· Hudson 1980, 48-51· Kακριδή & Xειλά 1996, 29-39· Πετρούνιας 1984, 121-2): επίσηµο, ανεπίσηµο, οικείο, φιλικό, λογοτεχνικό, λόγιο, λαϊκό, χυδαίο κλπ. Eπίσης, οι διαφορές που παρατηρούνται µεταξύ γραπτού και προφορικού λόγου µπορούν να αποδοθούν σε διαφορετικά επίπεδα ύφους που υπαγορεύονται από το κανάλι 3 της επικοινωνίας. Aκραία εκδοχή της διαφοράς µεταξύ επιπέδων ύφους είναι η ταυτόχρονη ύπαρξη, στο πλαίσιο µιας γλωσσικής κοινότητας, δύο γλωσσικών ποικιλιών που διαφοροποιούνται σε όλα τα επίπεδα ανάλυσης και που το καθένα χρησιµοποιείται σε διαφορετικές περιστάσεις επικοινωνίας· στις επίσηµες το ένα, στις οικείες το άλλο. Mια τέτοια γλωσσική κατάσταση, που στα ελληνικά είναι γνωστή µε τον όρο διµορφία ή διγλωσσία, γνώρισε και η Eλλάδα µε τη µακρά συνύπαρξη δηµοτικής και καθαρεύουσας [9] (Kακριδή & Xειλά 1996, 26-7· Hudson 1980, 53-5).
Συνοψίζοντας, µπορούµε να θεωρήσουµε ότι τα τρία κριτήρια ταξινόµησης ορίζουν ισάριθµα σύνολα στο εσωτερικό µιας γλώσσας και ότι κάθε σύνολο περιέχει µια σειρά γλωσσικών ποικιλιών, γεωγραφικών το ένα, κοινωνικών το άλλο, σχετικών µε τα επίπεδα ύφους το τρίτο. Kάθε γλωσσικό στοιχείο µιας ιδιολέκτου (φωνητικό, µορφολογικό, συντακτικό, σηµασιολογικό, λεξιλογικό ή φρασεολογικό) βρίσκεται σε αντίθεση –σε ένα από τα τρία σύνολα ή και σε όλα– µε στοιχεία που ανήκουν σε άλλες γλωσσικές ποικιλίες και τα οποία χρησιµοποιούν άλλοι οµιλητές, ή ακόµα και ο ίδιος ο οµιλητής σε άλλη περίσταση. Για παράδειγµα, η έρρινη προφορά [∪πενδε], που χαρακτηρίζει κυρίως µορφωµένους ή/και µεγαλύτερης ηλικίας οµιλητές, αντιτίθεται µέσα στο σύνολο των κοινωνικών ποικιλιών στη µη έρρινη προφορά [∪πεδε], που χαρακτηρίζει οµιλητές χαµηλότερης µόρφωσης ή/και µικρότερης ηλικίας. Επίσης η φράση µε δίνεις αντιτίθεται στη φράση µου δίνεις στο σύνολο των γεωγραφικών ποικιλιών (βόρεια ιδιώµατα/νότια ιδιώµατα), εφόσον χαρακτηρίζει οµιλητές βόρειων ιδιωµάτων, αλλά και στο σύνολο ποικιλιών που ορίζονται από την περίσταση επικοινωνίας, εφόσον ο ίδιος οµιλητής ενδέχεται να χρησιµοποιήσει τη µία ή την άλλη φράση, ανάλογα µε το εάν η περίσταση κρίνεται οικεία ή επίσηµη κλπ. Το ζήτηµα, ωστόσο, είναι ακόµα πιο σύνθετο, δεδοµένου ότι αντιθέσεις τέτοιου είδους συχνά συνδέονται µε κοινωνικές αξιολογήσεις. Eίναι ευνόητο ότι αυτή η περιγραφή των γλωσσικών ποικιλιών είναι άκρως τεχνητή: στη γλωσσική πραγµατικότητα δεν υφίστανται τρία ξεχωριστά σύνολα, ούτε στο εσωτερικό του κάθε συνόλου υφίστανται αυστηρά διαχωρισµένες γλωσσικές ποικιλίες. H ιδιόλεκτος περιέχει ετερόκλητα γλωσσικά στοιχεία που συναποτελούν µια ενότητα.
Βιβλιογραφία ANDERSSON, L. G. & P. TRUDGILL. 1990. Bad Language. Penguin Books. CALVET, L.-J. 1994. L’argot. Que sais-je? Παρίσι: Presses Universitaires de France. HOLMES, J. 1992. An Introduction to Sociolinguistics. Λονδίνο & N. Yόρκη: Longman. HUDSON, R. A. 1980. Sociolinguistics. Κεφ. 2, Varieties of language. Kέµπριτζ: Cambridge University Press. KΑΚΡΙ∆Η-FERRARI, M. & ∆. XEIΛA-MΑΡΚΟΠΟΥΛΟΥ. 1996. H γλωσσική ποικιλία και η διδασκαλία της νέας ελληνικής ως ξένης γλώσσας. Στο H νέα ελληνική ως ξένη γλώσσα, 17-51. Aθήνα: Ίδρυµα Γουλανδρή-Xορν. NΤΑΛΤΑΣ, Π. 1997. Kοινωνιογλωσσική µεταβλητότητα: Θεωρητικά υποδείγµατα και µεθοδολογία της έρευνας. Aθήνα: Eπικαιρότητα. ΠΕΤΡΟΥΝΙΑΣ, E. 1984. Nεοελληνική γραµµατική και συγκριτική («αντιπαραθετική») ανάλυση. Θεσσαλονίκη: University Studio Press. PETYT, K. M. 1980. The Study of Dialect: An Introduction to Dialectology. Kεφ.1, Language, dialect and accent. Λονδίνο: André Deutsch. SAPIR, E. [1931] 1949. Dialect. Στο Selected Writings of Edward Sapir in Language, Culture and Personality, επιµ. D. G. Mandelbaum, 83-88. Mπέρκλεϊ, Λος Άντζελες & Λονδίνο: University of California Press. ΣETATOΣ, M. 1992. H λειτουργική εκµετάλλευση της ποικιλίας στην κοινή νεοελληνική. EEΦΣΠΘ 2 (Περίοδος B'): 335-381. 4 TΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΙ∆ΗΣ, M. [1947] 1963. Eλληνικές συνθηµατικές γλώσσες. Στο Άπαντα, 2ος τόµ., 299-320. Θεσσαλονίκη: Iνστιτούτο Nεοελληνικών Σπουδών [Ίδρυµα Μανόλη Τριανταφυλλίδη], AΠΘ. TΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΙ∆ΗΣ, M. [1938]1993. Nεοελληνική γραµµατική: Iστορική εισαγωγή. 3ος τόµ. του Άπαντα. Θεσσαλονίκη: Iνστιτούτο Nεοελληνικών Σπουδών. VENDRYES, J. [1921] 1978. Le langage: Introduction linguistique à l'histoire. Παρίσι: Albin Michel. WARDAUGH, R. 1986. An Introduction to Sociolinguistics. Κεφ. 2, Language, dialects, and varieties. Oξφόρδη & Kέµπριτζ: Blackwell. [1] α. Κείµενο 1: Hudson, R. A. 1980. Sociolinguistics. Κεφ. 2, Varieties of language, σελ. 39. Kέµπριτζ: Cambridge University Press. © Cambridge University Press
Εξετάζοντας τις πιο εµφανείς διαφορές µεταξύ των ποικιλιών βάσει της γεωγραφικής τους κατανοµής, θα ήταν δυνατό, αν το µοντέλο του οικογενειακού δέντρου ισχύει, να ταυτίσουµε τις καλούµενες τοπικές διαλέκτους στο πλαίσιο µιας ευρύτερης ποικιλίας, όπως η αγγλική. Ευτυχώς διαθέτουµε πάρα πολλά στοιχεία που συµβάλλουν προς αυτή την κατεύθυνση, στοιχεία που είναι το προϊόν της επιστήµης της διαλεκτολογίας και ιδιαίτερα του κλάδου της διαλεκτικής γεωγραφίας. Από τον 19ο αιώνα οι διαλεκτολόγοι στην Ευρώπη και στις Η.Π.Α. (και σε µικρότερη κλίµακα στη Βρετανία) µελετούν τη γεωγραφική κατανοµή γλωσσικών στοιχείων όπως ζεύγη συνώνυµων λέξεων (π.χ. pail/ bucket) ή διαφορετικές προφορές της ίδιας λέξης, όπως του farm µε ή χωρίς /r/. Τα αποτελέσµατα των µελετών τους σηµειώνονται σε ένα χάρτη, ο οποίος δείχνει ποια στοιχεία βρέθηκαν σε ποια χωριά (εφόσον η διαλεκτική γεωγραφία συνήθως επικεντρώνεται σε αγροτικές περιοχές, για να αποφύγει τις περιπλοκότητες των πόλεων). Ο γεωγράφος των διαλέκτων µπορεί στη συνέχεια να χαράξει µια γραµµή µεταξύ της περιοχής όπου βρέθηκε ένα στοιχείο και των περιοχών όπου βρέθηκαν άλλα, υποδεικνύοντας ένα όριο για κάθε περιοχή, το οποίο ονοµάζεται ισόγλωσσος (από τα ελληνικά στοιχεία ισο- ‘όµοιος’ και γλωσσ-). Μετάφραση Μαρία Αραποπούλου β. Κείµενο 2: Sapir, E. [1931] 1949. Dialect. Στο Selected Writings of Edward Sapir in Language, Culture and Personality, επιµ. D. G. Mandelbaum, 83-88. Mπέρκλεϊ, Λος Άντζελες & Λονδίνο: University of California Press. © University of California Press ∆ιάλεκτος
Ο όρος διάλεκτος έχει µια συνδήλωση στην τεχνική γλωσσολογική χρήση του, που είναι κάπως διαφορετική από τη συνηθισµένη σηµασία του. Για τον γλωσσολόγο δεν υπάρχει πραγµατική διαφορά ανάµεσα σε µια διάλεκτο και σε µια γλώσσα, η οποία µπορεί να αποδειχτεί ότι έχει σχέση, οσοδήποτε µακρινή, µε µια άλλη γλώσσα. Mε συνειδητή επιλογή, ωστόσο, ο όρος περιορίζεται στην περιγραφή µιας µορφής λόγου η οποία δεν διαφέρει από µια άλλη σε βαθµό τέτοιο που να την καθιστά ακατανόητη στους οµιλητές της τελευταίας. Έτσι, τα µεγάλα ρωσικά και τα λευκορωσικά θεωρούνται διάλεκτοι της ίδιας γλώσσας. Παροµοίως, τα αλσατικά, τα σουαβικά και τα γερµανικά της Ελβετίας είναι διάλεκτοι ή οµάδες διαλέκτων µιας κοινής λαϊκής οµιλίας. Ωστόσο, η κατά λέξη αµοιβαία κατανοησιµότητα δεν είναι κριτήριο πρωτίστου ενδιαφέροντος για τον γλωσσολόγο, ο 5 οποίος ασχολείται περισσότερο µε το γεγονός και τη σειρά των ιστορικών σχέσεων στη γλώσσα. Γι’ αυτόν, τα σικελικά και τα βενετικά είναι εξίσου διάλεκτοι της ιταλικής, παρόλο που όσον αφορά την αµοιβαία δυνατότητα κατανόησης µπορούν κάλλιστα να θεωρηθούν ανεξάρτητες γλώσσες. Τα ρωσικά, τα πολωνικά, τα τσέχικα, τα βουλγαρικά και τα σέρβικα, που συµβατικά θεωρούνται ανεξάρτητες γλώσσες λόγω της σύνδεσής τους µε συγκεκριµένα εθνικά κράτη, είναι διάλεκτοι µιας κοινής σλαβικής γλώσσας ή ενός γλωσσικού πρωτοτύπου στον ίδιο βαθµό που τα βενετικά και τα σικελικά είναι διάλεκτοι µιας υποτιθέµενης κοινής ιταλικής γλώσσας. Όταν δυο εµφανώς συγγενείς µορφές οµιλίας µιλιούνται ταυτόχρονα, ο γλωσσολόγος δεν λέει ότι η µία από τις δύο είναι διάλεκτος της άλλης, αλλά ότι και οι δύο είναι αδελφές διάλεκτοι κάποιου κοινού πρωτοτύπου, γνωστού ή συναγόµενου. Όταν αποκλίνουν τόσο πολύ, ώστε να είναι όχι απλώς αµοιβαία ακατανόητες, αλλά ταυτόχρονα να µην είναι πια τόσο εµφανής η συγγένειά τους, τότε ο όρος γλώσσα χρησιµοποιείται πιο ελεύθερα από τον όρο διάλεκτος, όµως καταρχήν δεν υπάρχει διαφορά µεταξύ τους. Έτσι, κατά µία έννοια, όλες οι ροµανικές γλώσσες, όλες οι κελτικές γλώσσες, όλες οι γερµανικές γλώσσες, όλες οι σλαβικές γλώσσες και όλες οι ινδοάριες καθοµιλούµενες είναι απλώς διαλεκτικές οµάδες µιας κοινής άριας ή ινδοευρωπαϊκής γλώσσας. Μια οµάδα διαλέκτων είναι απλώς η κοινωνικοποιηµένη µορφή της καθολικής τάσης για ατοµική διαφοροποίηση στην οµιλία. Αυτές οι παραλλαγές επηρεάζουν τη φωνητική µορφή της γλώσσας, τα τυπικά χαρακτηριστικά της, το λεξιλόγιο, και προσωδιακά γνωρίσµατα όπως είναι ο επιτονισµός και ο τόνος. Καµιά γνωστή γλώσσα, εκτός αν αυτή έχει διατηρηθεί τεχνητά στη θρησκευτική λειτουργική ή σε άλλες µη λαϊκές χρήσεις, δεν έχει αντισταθεί στην τάση να χωρίζεται σε διαλέκτους, οποιαδήποτε από τις οποίες µπορεί, µακροπρόθεσµα, να αποκτήσει την υπόσταση ανεξάρτητης γλώσσας. Από τις διαλέκτους που σχηµατίζονται µέσα από την εγγενή διαφοροποίηση µπορεί κάποιος να διακρίνει εκείνες που οφείλουν την προέλευσή τους σε µεταβιβάσεις οµιλίας. Μια κοινότητα που υιοθετεί µια γλώσσα διαφορετική από αυτήν στην οποία ήταν αρχικά συνηθισµένη, θα µεταφέρει ασυναίσθητα στην υιοθετηµένη γλώσσα ιδιαιτερότητες του δικού της τρόπου οµιλίας, αρκετά έντονες ώστε να προσδώσουν στη χρήση της ξένης γλώσσας µια γεύση διαλέκτου. Πολλοί γλωσσολόγοι αποδίδουν µεγάλη σηµασία στην επιρροή που έχουν ξεπερασµένες γλώσσες στον σχηµατισµό διαλέκτων. Έτσι, κάποιες χαρακτηριστικές ιδιαιτερότητες κοινές και στα κελτικά και στα γερµανικά υποτίθεται πως οφείλονται στη διατήρηση φωνητικών ιδιαιτεροτήτων των προ-αρίων γλωσσών. Στην λιγότερο τεχνική ή απλά στη λαϊκή του χρήση ο όρος διάλεκτος έχει κάπως διαφορετικές συνδηλώσεις. Η ανθρώπινη οµιλία υποτίθεται πως διαφοροποιείται και τυποποιείται σε έναν αριθµό αποδεκτών µορφών, που είναι γνωστές ως “γλώσσες” και καθεµιά από τις οποίες έχει ένα αριθµό υποποικιλιών µικρότερης αξίας που είναι γνωστές ως “διάλεκτοι”. Μια διάλεκτος αντιµετωπίζεται ως απόκλιση από την πρότυπη νόρµα και σε πολλές περιπτώσεις ακόµα και ως διαφθορά της. Ιστορικά αυτή η άποψη δεν ευσταθεί, καθώς η συντριπτική πλειοψηφία των λεγόµενων διαλέκτων είναι απλώς η οµαλή, διαφοροποιηµένη εξέλιξη προγενέστερων µορφών οµιλίας που προηγούνται των αναγνωρισµένων γλωσσών. Η σύγχυση που επικρατεί στο κοινό γύρω από αυτό το θέµα οφείλεται κυρίως στο γεγονός ότι το ζήτηµα της γλώσσας έχει ταυτιστεί σε δεύτερο επίπεδο µε αυτό της εθνότητας στο πλαίσιο της ευρύτερης πολιτισµικής και εθνικής οµάδας η οποία, µε το πέρασµα του χρόνου, απορροφά την τοπική παράδοση. Η γλώσσα µιας τέτοιας εθνότητας στηρίζεται γενικά σε µια τοπική διάλεκτο και εξαπλώνεται σε βάρος άλλων διαλέκτων που ήταν αρχικά το ίδιο προνοµιούχες όσο η και η πολιτισµικά ισχυρότερη. Για παράδειγµα, από τον µεγάλο αριθµό διαλέκτων που µιλιούνται στη Γερµανία, τη γερµανόφωνη Ελβετία και την Αυστρία, πολύ λίγες είναι αυτές που, αν υπάρχουν, µπορούν να θεωρηθούν ως τροποποιηµένες µορφές της πολιτισµικά αποδεκτής υψηλής γερµανικής που χρησιµοποιείται στη λογοτεχνία, τον άµβωνα, τη σκηνή, και σε κάθε πολιτισµική δραστηριότητα γενικότερα. Οι διάλεκτοι του γερµανόφωνου λαού απλώνονται πίσω στο παρελθόν χωρίς διακοπή µέχρι την παλαιά υψηλή γερµανική του Πρώιµου Μεσαίωνα, µια γερµανική που ήταν ακόµη και τότε σε µεγάλο βαθµό διαφοροποιηµένη σε διαλέκτους. https://eclass.uoa.gr/modules/document/file.php/PHIL343/%CE%92%CE%99%CE%92%CE%9B%CE%99%CE%9F%CE%93%CE%A1%CE%91%CE%A6%CE%99%CE%91/%CE%B3%CE%BB%CF%89%CF%83%CF%83%CE%B9%CE%BA%CE%AE%20%CF%80%CE%BF%CE%B9%CE%BA%CE%B9%CE%BB%CE%AF%CE%B1_komvos.edu.gr.pdf
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου