Κυριακή 10 Οκτωβρίου 2021

4 Χρονογραφήματα του Άγγελου Κεκεμπάνου στην Καρυστινή.

 

«ΚΑΡΥΣΤΙΝΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ»  ΑΓΓΕΛΟΥ ΚΕΚΕΜΠΑΝΟΥ ΣΤΗΝ ΚΑΡΥΣΤΙΝΗ

ΤΟ ΛΑΧΕΙΟ – 23 Ιανουαρίου 1996

Η Χρυσώ η Γιωργέσα έδεσε καλά καλά δυο κοτρωνίτσες στις δυο άκρες της κουρελούς , πούχε για πόρτα στο καλύβι που μένανε.

Φύσαε απόψε δυνατά κι ο κρύος αέρας που έμπαινε από κει τους έκανε να τουρτουρίζουν.

Ύστερα γέμισε το λύχνο με μούργα που τη φιλέψανε από το λιοτρύβι του Νόβα και τον άναψε. Με το ίδιο σπίρτο, έβαλε φόκο και στα φρούσουλα  πούχε κειδά στην ακρίτσα  ώστε να ανάψουνε τα βρεμένα ξυλαράκια πούχε μαζέψει εκεί γύρω. Έβαλε τη σιδεροστιά, κούμπησε πάνου το τσουκάλι με νερό από τον κάναλο, άλλο δεν είχε, έρριξε μέσα λίγη λιγδίτσα που της άπλωσε μια Χριστιανή και περίμενε.

Όταν άρχισε το νερό να τσουλάει, πήρε δυο φούχτες πληγούρι από κείνο που είχε μοιράσει η Ούντρα και το έριξε μέσα. Έπρεπε κι απόψε κείνα τα πέντε στόματα που της είχε δώσει ο Πλάστης , κάτι να φάνε. Ο άντρας της δούλευε στην τράτα του Καπτανγιάννη. Δουλειά κι αυτή.

Όταν ο καιρός το επέτρεπε τράβαε κρόκο μαζί με άλλους πεντέξη. Δύσκολα χρόνια κι ακόμα πιο δύσκολοι καιροί. Τούτο το σαρανταήμερο, πότε βοριάς, πότε νοτιάς , πότε σοροκογάρμπης το πηγαίνανε. Κείνα τα γοργόνια , όμως, από δυο ως δέκα χρονού δεν ξέρανε απ’ αυτά. Κείνα θέλανε φαί. Που να βρεθεί?

Οι τράτες δουλεύανε μια μέρα και δέκα καθούντανε. Τέλος  πάντων τα τάισε και κείνο το βράδυ ύστερα τα ξάπλωσε στο αχυρένιο στρώμα και τα σκέπασε με το παλιό ντρομίδι.

Κάθισε ν’ ανασάνει και να σκεφτεί. Άναψε το καντήλι μπροστά στο μοναδικό εικόνισμα έσβησε το λύχνο και ξάπλωσε . Τι να πρωτοσκεφτεί και πως θα τα βγάλει πέρα? Σε δυο μέρες είχανε Χριστούγεννα και το καλύτερο τους ήτανε ντουντούκι. Ούτε φαί ούτε ψωμί, μα ούτε ρουχαλάκια.

Παραμονή ο καιρός γλύκανε. Τα ξύπνησε πρωί πρωί τα φτωχά, και ούλα μαζί τάστειλε να πούνε τα κάλαντα. Χωριστήκανε κείνα σε δυο ομάδες, τρέξανε εδώ, τρέξανε εκεί, και με το λιοβασίλεμα γυρίσανε στην καλύβα.

 Οι τσέπες τους κουδουνίζανε. Τ’ αδειάσανε στην ποδιά της .Τα μέτρησε κείνη, τα ξαναμέτρησε . Φτάνανε.

Έριξε το μποξά πάνου της και τρεχάλα στην αγορά. Όταν επέστρεψε κράταε στα χέρια της ίσαμε δυο οκάδες κρέας χοιρινό και μια σακουλίτσα γιομάτη αλεύρι. Θα τους έψηνε το κρέας στη χόβολη ,θα τους έκανε και καμιά πλακόπιτα, θα περνάγανε.. Δόξα σοι ο Θεός.

Το ίδιο θα γινότανε και την Πρωτοχρονιά. Όμως, μια δυο μέρες πριν ένα χιόνι πούριξε , τα έκανε ούλα κάτασπρα και παγωμένα .Που να βγούνε τα ξυπόλητα? Που να πάνε? Τους έκανε το υπόλοιπο αλέυρι μια κουρκουτίτσα και τάβαλε για ύπνο. Δεύτερη μέρα της Πρωτοχρονιάς ο καιρός γέλασε. Τι καθότανε λοιπόν αυτή? Δεν ήτανε μάνα? Θα έβγαινε στη ζήτεια..Υπάρχουν ακόμη άνθρωποι που πίστευαν στον Θεό. Κάποιος θα την σπλαχνιζόταν. Στα μισά του δρόμου, άκουσε τα μαντάτα. Ο Μιχάλης ο ψαράς, είχε κερδίσει το λαχείο, ένα ολόκληρο διαμέρισμα.

 Θυμήθηκε πως από κάτι μέρες πριν είχε βρει στο δρόμο ένα αλλιώτικο χαρτί. Λεφτό δεν ήτανε , λες να ήτανε λαχείο? Έτρεξε πίσω στο καλύβι, Το βρήκε, τόριξε στη τσέπη της τρεχάλα στην αγορά. Κάποιον ρώτησε και κείνος την έστειλε στο λαχειοπώλη. Όταν έφτασε εκεί του έδωσε να δει. Άνοιξε τούτος μια εφημερίδα και το εξέτασε. Σε μια στιγμή γέλασε.

Μπράβο κυρά Χρυσώ. Συγχαρητήρια ! Της είπε! Έχεις κερδίσει.! Και της είπε ένα ποσόν.

Πολλά δεν ήτανε αλλά εκείνη ποτέ δεν τόσα λεφτά στα χέρια της. Της το εξαργύρωσε. Με τα λεφτά δεμένα κόμπο στην άκρη του μποξά της έτρεξε πρώτα στον φούρναρη , τρείς φρατζόλες  οκαδιάρικες.

Πετάχτηκε δίπλα στο μπακάλη. Λάδι, φασούλια, κουκιά. Και μισή οκά τυρί τουλουμίσιο. Με τα χέρια γιομάτα και φτερά στα πόδια, έφτασε στο καλύβι. Τα ξυπόλητα την κοιτάζανε με απορία. Μπρος τους λέει! Ελάτε μαζί μου! Μπροστά κείνη και πίσω τα κουτσούβελα σαν την πάπια με τα παπιά της, φτάσανε στον έμπορα. Να γιατί, των Θεοφανείων με τη λιακάδα εκεί στο λιμάνι παράμερα μέσα στην βαρκίτσα του Σερβέντη, ο κόσμος τους κοίταζε με απορία αλλά και συμπάθεια. Αγοραστή ζακέτα κείνη και κλαρωτό μαντήλι στο κεφάλι. Στα πόδια της ολοκαίνουργιες παντόφλες. Και τα πέντε φτωχά με καινούργια ρουχαλάκια και για πρώτη φορά, παπούτσια. Με το «Εν Ιορδάνη»  έριξε η Χρυσώ τα μάτια της στον Ουρανό. Και η ψυχή της τον είδε. Είδε τον Πολυεύσπλαχνο να της γνέφει και της φάνηκε  πως της μίλησε κιόλας. «Κουράγιο Χρυσώ!Πίστευε και έλπιζε» Ακόμη κάτι που κείνη την ώρα δεν το πολυκατάλαβε.

«Μακάριοι οι πεινώντες και διψώντες ότι αυτοί χορτασθήσονται»

 

24 Νοεμβρίου 1995

ΤΟ ΑΛΕΣΜΑ

Ο Θανάσης της θειας Σταμάταινας τάχε περασμένα τα σαράντα. Οι γέροι του αφού είδανε κι απόδανε ότι σκοπό δεν τόχε να νοικοκυρευτεί , τον φωνάξανε ένα δείλι αι τούπανε. Ούλα μας τα χωράφια κάτου στου Πασά το πηγάδι δικό σου. Μεις βρήκαμε τόπο χλοερό  και θα πάμε  να αναπαυτούμε . Και γλήγορα , ένας μπρος άλλος πίσω, με μικρή διαφορά, πήγανε και ξαπλώσανε στον κήπο του Άγιου Παντελεήμονα . Πόμεινε ο Θανάσης μονάχος.

Θυμήθηκε τότες ότι εκεί κοντά του στο Ξάνεμο, η χήρα η θεια Αννίτσα, είχε μια κόρη . Θάτανε δεκαοχτώ , κάνε είκοσι. Ε, και? Δεν ήτανε δα και γέρος. Θα ταιριάζανε.

Της χτύπησε την πόρτα. «Μου τηνε δίνεις θεια γεναίκα?» Κείνη χωρίς να ρωτήξει καν την κόρη της, τούπε ναι. « Πάρτηνε κι ο Θεός να σας βλαγάει»

Βιαζότανε να κουμπήσει κάπου το κορίτσι της και να βρει μέσο να τρέξει στο μακαρίτη της. Δεν χρειάστηκε να περιμένει πολύ. Ένα κοντόβραδο είχε βγαλμένη στην αυλίτσα της την ανέμη και με το μαγκάνι έβαζε μασούρια για το πανί της κρεβατίνας της. Πως τάχα μου είχε καιρό να μάθει νέα της πέρασε από κειδά, κατά ο ίδιος ο Αρχάγγελος Γαβριήλ να τηνε καλησπερίσει. Τι είπανε, κανείς δεν έμαθε. Μάθανε όμως όλοι, την άλλη μέρα ότι έφυγε μαζί του. Τα παιδιά στενοχωρεθήκανε στην αρχή. Έμεινε και το πανί στη μέση.  Την κλάψανε , είπανε, Θεός σχωρέστην  και μετά την ξεχάσανε. Έπρεπε και αυτοί να ζήσουνε.  Και για να ζήσουνε χρειαζούντανε καρβέλια. Για να γίνουν όμως τα καρβέλια  έπρεπε τα γεννήματα πούχανε στο μπαστικό, να αλεστούν αλεύρι. Σε ποιο μύλο να παένανε? Οι μυλωνάδες που ήτανε στους Μύλους , καλοί και άγιοι, αλλά το αλεύρι έβγαινε λειψό. Ο αράπης που κουμάντερνε το νερό για να αλέθουνε οι μύλοι , είχε δικαιώματα. Κράταγε πρώτος το μερδικό του. Βάλε και δικαιώματα του μυλωνά. Δυο τσουβάλια γέννημα ένα σακκί αλεύρι. Θα παένανε στη Λάλα. Τα νερά εκεί ήτανε φτηνά ,δεν τάχανε πάρει ακόμη κάτοι στην πόλη και τα δικαιώματα του μυλωνά λιγότερα. Τους σύμφερνε. Φόρτωνε το ζω ο Θανάσης δυο φορές το μήνα και νύχτα ξεκίναγε. Νύχτα , γιατί τη νύχτα ο μύλος είχε πιο πολύ δύναμη και το αλεύρι έβγαινε καλοαλεσμένο. Για την νέα γυναίκα του, που την άφηνε μονάχη μες την νυχτιά,  έννοια δεν είχε. Παραδίπλα έμενε ο Κώστας ο κωλοβούτας , παρατσούκλι ήταν αυτό, παράνομα, δεν τόξερε ,και θα την πρόσεχε άμα τύχαινε ανάγκη.

Τούτος που λέμε, ήτανε δεν ήτανε τριάντα. Ψηλός, λυγερός, όμορφος. Έξι χρόνια παντρεμένος , έξη κουτσούβελα τούχε σκαρώσει η κυρά του. Δυο τσουβάλια τραχανά κάνανε κάθε χρόνο, στα μισά του χειμώνα τον είχανε φάει τα φαγούδικα. Αποσώνανε τον υπόλοιπο καιρό με ντρούμιζες και καλαμποκοκουρκούτη.

Κείνη τη χρονιά, φτώχεια είχε πέσει στα γεννήματα του Θανάση. Ένα τσάφι πούκανε το Ματιάπριλο, τάκαψε ούλα ίσαμε πέρα στην Πλακαρή. Αναγκάστηκε να αγοράσει Ήτανε ώρα να πάει στο μύλο. Το αλεύρι σώθηκε.  Σοροκάδα ήτανε γερή , το γέννημα δεν τόφερε εκείνος που τόχε παραγγείλει , κάθισε σπίτι.  Πέρασε η ώρα, πέσανε. Ντουκ ντουκ η πόρτα. Απάντησε η Θανάσαινα.

Κυρ βοριά και κύργιε νοτιά. Μη βροντοχτυπάς την πόρτα. Άντρας μου άλεσμα  δεν ήβρε και στο μύλο δεν επήε.

Κατάλαβε ο μουσαφίρης , έφυγε. Κατάλαβε όμως και ο νοικοκύρης. Την άλλη μέρα όταν ήρθε το γέννημα, είπε. « Βρε γυναίκα, το τσεφάλι μου με πονεί. Κρυγιωμένος θάμαι του θανατά. Μήδε να φορτώσω μποράω , μήδε να ξεφορτώσω. Δεν πας εσύ? Ξάδελφος σου είναι ο μυλωνάς, δεν έχεις φόβο. Πάρε κι ένα χράμι να ρίξεις πάνου σου να ξενυχτίσεις και το πρωί, φορτώνεις και έρχεσαι.»

Με το πέσιμο του ήλιου κείνη ξεκίνησε. Ο γείτονας είδε  το ζω φορτωμένο, δεν νοιάστηκε να δει ποιος το συνόδευε  και τη συνηθισμένη ώρα , χτύπησε την πόρτα. Την βρήκε ξεμαντάλωτη , άνοιξε και μπήκε. Στο φως του καντηλιού  διέκρινε κάποιον στο κρεβάτι . Με ένα μαντήλι στο κεφάλι. Η γειτόνισα ήτανε , το δίχως άλλο. Κρυωμένη θάναι, στοχάστηκε. Για τούτο, φασκομαντηλώθηκε κι έπεσε. Δεν πειράζει. Ακόμα πιο καλά. Όταν τα΄άλλα πρέπει νάναι εντάξει.  Κι ενώ σκεφτότανε αυτά, ζύγωσε κι άπλωσε το χέρι. Άλλο πράγμα γύρευε να βρει άλλο βρήκε. Πετάχτηκε όξω, τόβαλε στα πόδια. Κείνοι που τονε γνωρίζουνε λένε, πως ακόμα τρέχει..

 

Οκτώβριος 1995  ΤΟ ΡΟΛΟΙ

Ο μπάρμπα Γιάννης πούχε το μεγάλο καφενείο στο δρόμο προς το καρνάγιο, έριξε ακόμη μια ματιά στο ξυπνητήρι , πούχε στο ράφι, πάνου από το φουρνέλο στο αψηλό τζάκι του. Τα άλλα παιδιά, ο Στέλιος της κυρά Ζωής , ο Μιχάλης του γέρο Γαβρήλου, ο καπταντώνης, ο καπτανανδρέας , ήτανε κιόλας εκεί.

Φχαριστιούνταν το ήσυχο πρωινό του πρώτου καλοκαιριάτικου μήνα, όξω από το καφενείο, κάτου από την φουντωτή μουριά, πίνοντας τον μερακλίδικο καφέ τους, και μιλώντας για χίλια δυο.

Σύριζα στο πεζοδρόμιο , με πλατοχτούμπι στον τοίχο ο Χαρίλαος ρούφε τον ναργιλέ του. Φουρ φουρ , Ο άλλος δεν είχε ακόμα φανεί, αλλά αυτοί ξέρανε. Θαρχότανε στην ώρα του. Κείνη τη στιγμή, πήρε το μάτι τους το γέρο καφετζή, που ξεκρέμασε το μπακιρένιο μπρίκι με το κουταλάκι, έριξε μέσα μετρημένα στο κιχ, το φρεσκοκομμένο καφέ και την ανάλογη ζάχαρη. Ένα βαρύ γλυκό ναι και όχι. Όταν είχε σερβίρει στο χοντρό φλυτζάνι και τουμαζούτανε να γιομίσει το ολοκάθαρο ποτήρι νερό από το Αιγινίτικο σταμνάκι που ούλη νύχτα τόβαζε στο παραθύρι για νάναι δροσερό, κείνος ήρθε.

Πήρε δυο καρέκλες, τρεις, για να απλωθεί πιο άνετα, και πριν βάλει γουλιά στο στόμα του, φώναξε το γραμματικό του συμβολαιογραφείου πάρα δίπλα. Έπρεπε τούτος ο νέος, όσο κείνος έπινε τον καφέ του, να του διαβάζει τις συνέχειες της εφημερίδας. Από τα κατορθώματα του Ταρζάν στην ζούγκλα και τον Τσακινζή.

Αν τύχαινε την ώρα τούτη κάποιος περαστικός και τον χαιρέταγε-γειά σου μπάμπα Μήτσο- κείνος είχε έτοιμη την απάντηση. Μπαρμπαγιά και Τούνεζη, έλεγε μισοθυμωμένος, μισογελάμενος. Αυτά στην παραλία.

Λίγα τετράγωνα πιο πάνου και κοντά στο σπίτι του ήταν το Δημοτικό Σχολείο. Το παιδομελίσσι απλωμένο στον μεγάλο αυλόγυρο με τις ντρίλινες σάκες γιομάτες μάθηση, κάτου από τα θρανία , χαιρότανε το μεγάλο διάλειμα, λαχταρώντας το χτύπημα της καμπάνας που θα σήμαινε τον πρωινό λυτρωμό τους. Τα κορίτσια, την πόθε μεριά, παίζανε κουτσαλώνα, τα μέντα μέντα, το περνά περνά η μέλισσα και τα πιο μεγάλα τη Μπερλίνα.

 Τα αγόρια την πίσω μπάντα, αφού φοβερίξανε τα πιο μικρά ότι ο αράπης που κρυφοκοίταζε από τα παραθυράκια του υπογείου, ήτανε πάντα εκεί και τα στριμώξανε στο υπόστεγο, χαιρόντουσαν την άπλα, το κυνηγητό την αμπάριζα και το βαρετούπι. Από ρολόγια κανείς δεν νόγαγε.

 Ακόμα και ο Μπρίνιας που έπρεπε να χτυπήσει την καμπάνα για το σκόλασμα του σκολειού και το μεσημεριάτικο κλείσιμο των μαγαζιών, κείνονε περίμενε.

Πράγματι, όταν η ήλιος έφτανε στο μεσουράνημα του, εκείνος βάρειε διάλυση της συντροφιάς και με μεγάλες δρασκελιές, βήμα και μέτρο, έφτανε στη ξώπορτα του σπιτιού του. Ανεβασμένος στο καμπαναριό ο Μπρίνιας, τον έβλεπε και νταν νταν χτύπαε την καμπάνα. Ήτανε μεσημέρι.

 

19 Σεπτέμβρη 1992 – ΤΟ ΠΑΙΧΝΙΔΙ

Μωρ Κοντυλιώ, κατό βολές στόχω πεσμένα, πάψε πια! Ο Μιχάλης της θεια Γιανίτσας με το μούτρο του κόκκινο μπουχαχί απ τη σύγχυση, έκανε πέρα τη γκαβάθα με τον καυτό τραχανά και τα μπόλικα τηγανητά ψωμάκια μέσα και τάριξε στην κυρά του. Κείνη πάλι, με το κεφάλι κατεβασμένο και τα μάτια γλαρά, ότι τάχα μου έκαιγε ο τραχανάς, δε μίλησε. Φαινόταν σα ντροπιασμένη , σα παραπονούμενη . Κείνος συνέχισε. Πες μου μωρή. Ποιανής άλλης τα μπαστικά είναι γιομάτα σα τα δικά μας? Η πιθάρα μας γιομάτη λάδι, Γεννήματα πράμα .. Οι μελτερίτσες πιο κει, τίγκα. Να πασπαλάδες, να πετιμέζα, ως τσε ρετσέλια κάναμε. Η κρεβατίνα σου μέχρι να ξεφάνεις τόχα πανί, τάλλο διαστρίζεις. Προψές κόμα σου κουβάλησα απ το Ρούφα τρια πακέτα νέματα. Χώρια οι καραμελάτες, χώρια οι βελέτζες . Τώρα που το λέμε, θυμήσου μου το πρωινό να πάω παδά κάτου της θεα Μαούνας το μύλο να τις επάρω από την νεροτριβιά.

Από γλέντια πια να μην το πω!

Τις λαμπράδες πρώτη συ χορεύεις στη Δρυμωνιά, την μια στον Αετό, την άλλη δωνά πάρα κάτου στον Κώστα την παράλλη… Τσε άκου δω τσε πεμου. Είδες άλλη πιο παχειά πο σένα? Όχι.! Πε μου . Τόχεις βαλμένα τσείνο το είδος? Νοχεύης τσε τη γειτόνισσα κάτου στο Περιβολάτσι. Αφού τόχεις δει μονάχη σου ότι σώθηκε. Ξέρεις ότι τσε το βαρέλι μας άμα δεν έχει κρασί μέσα, η κάνουμε δεν στάζει κόμπο. Μόχο σχώρα με με δαύτο.  Όσο για τη γειτόνισσα στη κάτου το γράει τσε το βαγγέλιο. Γάπα το πλησίον του τσε κίνο κάνω ,πόντας έφυε ο νοικοτσύρης της στο μπάρκο, τρεις χρόνους τώρα πόμεινε μονάχη. Να κάνει τι ?

Τσειδά κάτου στ΄Αλαμανέικα πούναι η βάτρα της ούλο το τσομπαναριό θάπεφτε σα λύκους να τηνε σπαράξει. Να μη τη προστατέψω? Ένα τοιχάτσι μας χωρίζει το μπαξέ της .Καθώς ξέρεις του λόου της μηδέ το παλούτσι δεν ξέρει να πιάσει ν΄αλλάξει το γαιδουράτσι της πάρα πέρα να βοσκήσει. Με κολάζεις με τη δικαιολογία ότι είναι ναι. Ξεμαυλίζεται το παιδί. Τσίνο μωρή θέλει κόμα ένα χρόνο για να πάει φαντάρος. Ξέρει που τέτοια? Γω μουνα τριγιάντα χρονού όντες στεφανωθήκαμε τσε θυμάμαι δα τι μπερδεψάδες πάθαμε. Αν δεν ήτανε τσο κόκορας να μας οδηγήσει κόμα θα ψαχνούμαστε να βρούμε το ίσο. Άσε που κρυβόσουνα κάτου απ το τραπέζι της σάλας. Τάπε κι ανάσανε. Κείνη δε μίλησε παρά σάμπως αχνογέλασε. Ύστερα, άπλωσε το χέρι της πάρα δίπλα, πήρε το μισό καρβέλι πούχε ζυμωμένο το απόγευμα και τόβαλε στο ταγάρι του. Τόχε μαζί του σε ένα τενεκάτσι κάτου στο καλύβι κι άμα λιγονώτανε έβαζε μια μπουκίτσα  στο στόμα του. Έτσι της είχε πεσμένα. Την άλλη όταν κατέβηκε στο περιβόλι, πρώτη του δουλειά ήτανε να πάει δίπλα στην γειτόνισσα να τη φιλέψρι το φρέσκο ζυμωτό. Μόλις σήκωσε τη πετσέτα κειδά στο τραπέζι, για να το βάλει πιο κάτου, κοκάλωσε. Το συνταίριασε το άλλο μισό, από το ίδιο καρβέλι , ήτανμε κάτου  από την πετσέτα. Τότε κατάλαβε γιατί ο γιός του, όταν αργά ποβραδίς πήγε σπίτι και ρώτησε που ήτανε. Κείνος απάντησε, έπαιζα..

 

 

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου