Για πρώτη φορά έμαθα για το ΚΟΥΠΟΝΙ διαβάζοντας το βιβλίο ΦΥΛΛΑ ΦΤΕΡΗΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΚΑΡΥΣΤΟ, του Σταμάτη Παπαμιχήλ .
TO KOYΠΟΝΙ
ΜΕΤΑ ΤΟ ΛΕΥΚΩΜΑ
Σήμερα που είπαν ότι επανεκδίδεται το ΚΟΥΠΟΝΙ από μια καινούργια συντροφιά νέων χάρην τη βοήθεια των παλαιών συνεργατών .Δεν γνώριζα καλά τον Σταμάτη και τα άλλα παιδιά που χωρίς κανένα απολύτως κέρδος εξέδιδαν το Κουπόνι που σημείωσε τόση επιτυχία στο λίγο καιρό που κυκλοφόρισε με την πτωχή πνευματική κίνηση της πόλεως μας.
Μα πρέπει να ομολογήση ο καθένας ότι το Κουπόνι μέχρι σήμερα, σημείωσε επιτυχία λαμπράν ,κατά την ταπεινή μου γνώμη, στην πτωχή πνευματική κίνηση μας. Χωρίς να θέλω να κολακεύσω κανέναν μου επροξένησε ιδιαίτεραν χαράν η επανέκδοση του,ιδία δε το ότι η καλή αυτή συντροφιά έχει μαζί της και τον Αντώνη. ‘Ηταν ένας κρυφός πόθος του Σταμάτη η επανέκδοση του Κουπονιού από νεαρότερους από αυτούς στην ηλικίαν και να εκπληρούται.
Είμαι της γνώμης ότι η επιτυχία του είναι η απόλυτος και δεν θα αργήσουν και οι παλιοί του φίλοι να του χαρίσουν λίγα λίγα κάθε τόσο. Και εύχομαι κάθε επιτυχία και μακροημέρευση και η περίοδος του αυτήν την φορά είναι η τελευταία που θα εγκαταστήσει …εφημερίδα των νέων μας για το καλό του τόπου και να γίνει η φιλολογική αμβροσία του τόπου που θα παρέχει λίγο νέκταρ………………………..
Πρώην ιδιώτης.
Η μάννα του χαμένου φίλου μας.
Ο ήλιος στερεωμένος στον απέραντο ουρανό σα θαμπωμένος φαινόταν, σα να χανόταν πίσω απ τις αχτίδες του. Τα μάρμαρα του Νεκροταφείου αχτινοβόλογαν ακόμα. Και μέσα στον άσπρο λαβύρινθο διακρινότανε μια μαυροφόρα που τέλος την βλέπουμε να αγνατεύη στην απέναντι πλευρά του δρόμου. Προχωρούσε ….προς το μέρος που καθόμαστε να περάσουμε το απόγευμα .. Η ματιά όλων πέφτει πάνω της. Την βλέπουμε να πέφτει πάνω σε ένα βράχο και ανασαίνει βαθειά πολύ βαθειά. Κοιτάζει την θάλασσα και αναστενάζει. Σε λίγο σηκώνεται ανάλαφρα και με βήμα σιγανό προχωρεί και όλο μας πλησιάζει . Γέρασε..από κοντά όλοι την γνωρίσαμε. Ήτανε η μάνα του φίλου μας του καρδιακού του Γιώργη. Κι’ αυτή όμως η άμοιρη η άτυχη μας γνώρισε πως είμαστε η παρέα του γυιού της που χάθηκε μαζί με τον πατέρα και με ένα αδελφάκι του μικρό στην άββησο της θάλασσας . Της θάλασσας πούχει καταπιεί και καταπίνει συνεχώς χιλιάδες χιλιάδων ψυχές. ‘ΑΑΧ να ζούσε ο Γιωργάκης μου! Έλεγε από μέσα της..Ήτανε ένα πρωινό με μπουνάτσα όταν ξεκίνησε να πάνε για ψάρεμα, ο γέρος, ο Ηρακλής, με τους δυο γιούς , τον Γιώργο και τον Θοδωράκη το μικρό. Ανοιχτήκανε με τη βάρκα πολύ μακρυά τούτη τη φορά και φτάσανε μέχρι τον Κάβο. Κοντά το μεσημέρι όμως έπιασε μια φουρτούνα «Θεού οργή» που για τους ψαράδες δεν υπάρχει χειρότερος καιρός ,σπάνιο είναι να σωθούν. Στην θάλασσα χαλασμός κυρίως , στην στεριά ησυχία. Μόνο του Γιώργου η μάνα με την αδελφή της ήτανε ανήσυχες κι είχανε κατεβεί στην ακροθαλασσιά και περιμένανε να αγναντήσει η βάρκα ..Του κάκου όμως! Τα μάτια τους βάρκα κάνανε και βάρκα δεν ήτανε. Έφτασε το σούροπο..Πουθενά κανένα σημάδι στη θάλασσα. Μαύρο και σκότεινο ήτανε το ξημέρωμα όταν ένας ψαράς συνάδελφος τους , έφερε την είδηση του φρικτού πνηγμού των τριών. Της μάνας η φωνή μαζί με τα κλάματα ήτανε «ΑΑΑΑΧΧ! Ηρακλή, Γιώργο Θοδωράκη αυτό ήτανε το στερνό ψάρεμα σας»
Πολεμικός Άγρος» δεν φαίνεται καλά το αγρός..ίσως είναι άλλη λέξη.
Πριν απ την ώρα μου/πηγαίνω στο γραφείο και κάπου/ένα χαρτί βαστώ/να γράφω στίχους …του Αντώνη./ Λένε καθότανε/κι αυτός στο ίδιο το τραπέζι/τούμενε και καιρός /να φεύγη με τη ποίηση να πάει/Δεν τόνε διάβασα/δεν τον άκουσα ούτε τον είδα/κι όμως εφόρεσα/μου φαίνεται ποιητική χλαμύδα.
Φύλλον Φτέρης
(Σκιάς αχνάρια)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου