Τρίτη 19 Οκτωβρίου 2021

Πως Ο καλλικάτζαρος Χαλαστρούλης έμεινε στην Γη.




Πως ο καλλικάτζαρος Χαλαστρούλης έμεινε στην Γη

 

Κάποτε το ξύλο του  δέντρου της Γης ήταν όμορφο και μαλακό. Όταν τα καλλικατζαράκια άρχιζαν να το πριονίζουν, πέρα δώθε, πέρα δώθε με το μεγάλο τους πριόνι, ένα μεθυστικό άρωμα γέμιζε τις στοές και τις υπόγειες σπηλιές που ζούσαν.

Οι άνθρωποι νομίζουν ακόμα ότι οι καλλικάτζαροι ήθελαν να κόψουν το δέντρο της Ζωής αλλά κάνουν λάθος. Για αυτή την ευωδιά που μύριζε όπως όλα τα λουλούδια και τα φρούτα μαζί, έπαιρναν τα πριονάκια τους και  έκοβαν το ξύλο . Πολλά δέντρα πάνω στην Γη που σταματούσαν τον Χειμώνα να βγάζουν τους χυμούς τους και  τους έστελναν στο μεγάλο δέντρο για να τους φυλάξουν εκεί μέχρι την Άνοιξη. Είναι επόμενο τα Καλλικατζαράκια να λιγουρεύονταν τους χυμούς και να χαίρονταν τις ευωδιές που έβγαζαν.

 

ΤΑ ΜΙΚΡΑ ΤΗΣ ΠΡΩΤΗΣ JUNIOR

Ένα δύο ένα δυό- δένω κόμπο την ουρά μου/ να μην μπλεχτεί στην φυλλωσιά

Παίρνω το πριόνι μου /με κέφι ξεκινώ/να κόψω τα κλαδιά

Έχω όλο τον χρόνο  /για μια τεράστια δουλειά/

Να μην μας λες Καλλικατζάρους/ αν δεν τα καταφέρουμε τούτη την φορά!

 

Εν δυο εν δυο/ κομματάκια θα το κάνω/στην φωλιά μου θα το πάρω

Να το καίω λίγο λίγο/ για να ζεσταθώ/ δεν με νοιάζει ούτε κι αν καψαλιστώ!

Εν δυο/εν δυο/ ξεκινάμε τη δουλειά/ μένουν λίγες μέρες μοναχά!

Να αγιαστούνε τα νερά/ εν δυο εν δυο/ εμπρός πριονίστε με ορμή/ να κόψουμε το δέντρο /που κρατάει τη Ζωή!

 

 

 

Μια μέρα, εκεί που έκοβαν ένα μεγάλο κλαδί, άκουσαν πάνω από την Γη, μια πολύ ωραία μουσική. Στην αρχή δεν το κατάλαβαν ούτε τα ίδια, αλλά άρχισαν να πριονίζουν το κλαδί με τον ρυθμό. Ταπ, παράμ, παράμ ταπ, έπαιζαν τα πλήκτρα και τα Καλλικατζαράκια με την σειρά τους μετά από λίγο, ξεχάστηκαν και άρχισαν να χορεύουν αφήνοντας τα πριονάκια τους στην άκρη.

Μόλις τέλειωσε η μουσική, σκαρφάλωσαν στο πιο ψηλό κλαδί, μέχρι την άκρη των φύλλων του δέντρου που ακουμπούσε κάτω από το πάτωμα που είχαν ακούσει την μουσική. Έσκαψαν με τα μικρά τους φτυαράκια και έκαναν μάγια και ξόρκια για να περάσουν το τσιμέντο που τους χώριζε και τσουπ! Νάσου τα καλλικατζαράκια μπροστά στο πιάνο που το ένα του πόδι, παραλίγο να πέσει μέσα στην τρύπα που είχαν ανοίξει.. Τρία άρχισαν να τρυγυρίζουν μέσα στις αίθουσες και να αναποδογυρίζουν τις καρέκλες και να ανακατεύουν τα χαρτιά και τα βιβλία ενώ άλλα δύο, πήγαν στον νεροχύτη και έβαλαν όλες τις καθαρές κούπες κάτω από το ντουλάπι, στερέωσαν την σκούπα ανάποδα στον τοίχο και άνοιξαν την σακούλα της ηλεκτρικής σκούπας σκορπίζοντας σκόνη παντού.

Ένα όμως από αυτά, το πιο όμορφο, -αν μπορούμε να πούμε όμορφα τα καλλικατζαράκια-, άρχισε να περιεργάζεται το μεγάλο πιάνο. Άνοιξε το καπάκι και πείραξε όλες τις χορδές αναπηδώντας κάθε φορά στον κάθε ήχο. Περπάτησε πάνω στα πλήκτρα, στην αρχή σιγά σιγά, μετά πιο γρήγορα, μέχρι που άρχισε να τρέχει πέρα δώθε και μια τρελή μουσική ξεχύθηκε από τις πόρτες και τα παράθυρα ακόμα και από την τρύπα που είχαν ανοίξει με αποτέλεσμα, πολλά περισσότερα Καλλικατζαράκια να γεμίσουν τον χώρο περίεργα και φασαριόζικα. 

 

Δεν άργησε όμως να πέσει στην αντίληψη του αρχηγού της ομάδας τους με αποτέλεσμα να ανέβει και αυτός πάνω και αφού περιεργάστηκε ευχαριστημένος τον χώρο, τους έβαλε τις φωνές γιατί καθυστερούν και δεν συνεχίζουν και στα άλλα σπίτια της περιοχής.

"Μα ο Χαλαστρούλης παίζει μουσική" Προσπάθησε να εξηγήσει  μάταια ο Ατακτούλης Τζον, ενώ ο βλοσυρός αρχηγός Καλλικάτζαρος της αποστολής, τα έβαζε στην σειρά για την επόμενη εξόρμηση. "Εμπρός! Σε λίγο θα βγει ο ήλιος! τους προιδοποίησε και έκλεισε να βρόντο την πόρτα πίσω του.

Ο Χαλαστρούλης όμως, είχε κρυφτεί κάτω από το κάλυμμα του πιάνου και περίμενε να απομακρυνθούν όλοι για να βγει από την κρυψώνα του.

Όταν πια ένιωσε ασφαλής, άρχισε να βάζει να δάκτυλα του ένα ένα πάνω στα πλήκτρα και σιγά σιγά, ένιωσε την κλίματα που ανεβαίνει και κατεβαίνει.

Ξεχάστηκε να κάνει το ίδιο και το ίδιο, μέχρι που άκουσε το κλειδί στην πόρτα και μια τρομαγμένη ανθρώπινη φωνή  τον έκανε να καταλάβει ότι έπρεπε από ώρα να έχει επιστρέψει στον υπόγειο κόσμο των Καλλικατζάρων.

Χώθηκε στην τρύπα του με μιας, αλλά την έκλεισε από κάτω με ένα τεράστιο γάζα πλαστ που ήταν ίδιο με το πάτωμα και περίμενε πάλι την κατάλληλη στιγμή να ανοίξει μόνος του το κάλυμμα και να αρχίσει πάλι τις δοκιμές στο πιάνο.

Η μέρες των Χριστουγέννων είχαν έρθει και οι Καλλικάτζαροι κόντευαν να τελειώσουν την κοπή. Χαρούμενοι για το έργο τους που κόντευε να τελειώσει έκαναν τρέλες και τούμπες, ανέβαιναν στον πάνω κόσμο και έσκαγαν στρακαστρούκες στις σκιές. Οι άνθρωποι τρόμαζαν και μερικοί αφηρημένοι μπερδευόντουσαν και νόμιζαν ότι ερχόταν το Πάσχα ενώ άλλοι έψαχναν μήπως γινόταν κάποιος γάμος εκεί κοντά.  Ο Χαλαστρούλης όμως δεν μπορούσε πια να συμμετέχει με τον ενθουσιασμό που ταιριάζει σε ένα αξιοπρεπές καλλικατζαράκι  σε όλα αυτά. Αντίθετα, προσπαθούσε να ξεφεύγει από την προσοχή του αρχηγού της ομάδας του για να πηγαίνει στην σχολή και παρακολουθεί κρυμμένο, τα μαθήματα της σχολής.

Η μέρα των Φώτων πλησίαζε και τα κάλαντα που ακουγόντουσαν από τις παιδικές φωνούλες των παιδιών, έκαναν τα Καλλικατζαράκια να παθαίνουν κρίση αταξίας και παροξυσμό πειραγμάτων. Και τι δεν έκαναν!! Πήγαιναν στα τρίστατα και ανακάτευαν τις ταμπέλες έτσι ώστε οι περαστικοί να μην ξέρουν ποτέ που θα φτάσουν! Ανακάτευαν τα αλεύρια στις αποθήκες των σούπερ μάρκετ και έβαζαν το άσπρο στα σακιά για το κίτρινο και το ολικής, στα σακιά του άσπρου. Από πάντα και πάντα είχαν μεγάλη αγάπη για τα αλεύρια οι Καλλικάτζαροι, όπως και για τα γλυκά των Χριστουγέννων. Πόσες και πόσες πιατέλες εξαφανίζονταν και την πλήρωναν τα παιδιά! Μήπως και τα μελομακάρονα και τους κουραμπιέδες που είχε ετοιμάσει η κυρία της σχολής ,τα έφαγαν τα παιδάκια? Ο Χαλαστρούλης τα κατέβασε ένα ένα και είχε καταλερώσει το πάτωμα με την ζάχαρη και τα πλήκτρα κολλούσαν μέλια.  Η κυρία Κωσταντίνα δεν ήξερε πια τι να υποθέσει!

Όταν ήρθε το τελευταίο βράδυ τους στην Γη, ο Χαλαστρούλης έκανε βήματα για πίσω ενώ όλοι έκαναν μεγάλες δρασκελιές μπροστά για την μεγάλη τελευταία εξόρμηση στην Γη πριν να ακούσουν το μεγάλο μπαμ που θα έριχνε το δέντρο της Ζωής και ο πάνω κόσμος θα κατέρρεαι  για πάντα.

 Άνοιξε την άκρη του γάζα μπλαστ και σκαρφάλωσε για άλλη μια φορά στην σχολή.

Δεν έκανε καμιά αταξία, δεν πείραξε τίποτα, σχεδόν ξέχασε ότι είναι ένα σκανταλιάρικο καλλικατζαράκι. Άνοιξε τα βιβλία με τις νότες που ήταν ξανά ωραία ωραία βαλμένο μπροστά στο πιάνο και άρχισε να παίζει  όμορφες μελωδίες..Γιατί παιδιά, να το ξέρεται.. μπορεί τα καλλικατζαράκια να κάνουν ζημιές αλλά μαθαίνουν γρήγορα , πιο γρήγορα και από δέκα έξυπνα παιδάκια μαζί.

Ο Χαλαστρούλης μέχρι που χάραξε ο ήλιος ήταν κολλημένος στο κάθισμα και οι πρώτες αχτίνες φώτισαν πρώτα τα μαύρα του τσουλούφια, μετά τα μυτερά αυτιά του και τέλος, το πρόσωπο του.

Τρόμαξε και έκανε να πηδήξει πάλι μέσα στην τρύπα του αλλά κάτι τον σταμάτησε. Σήμερα, θα άγιαζαν τα \νερά και οι Καλλικάτζαροι να πήγαιναν στις πιο βαθιές στοές της Γης. Το δέντρο της Ζωής θα αναπλήρωνε όλα του κλαδιά και τον χαμένο του κορμό και οι ευωδιές που τόσο αγαπούσαν  θα είχαν γίνει μια μακρινή ανάμνηση στην καλλικατζαρένια τους μνήμη.

Το σκέφτηκε καλά καλά ο Χαλαστρούλης και αποφάσισε να μείνει στην Γη. Το ήξερε ότι ήταν επικίνδυνο και δεν ήξερε αν μπορούσε καν να ζήσει στο φως και στην μέρα. Φοβόταν τις αντιδράσεις των ανθρώπων όταν τελικά διαπίστωναν ότι πράγματι υπάρχουν καλλικάτζαροι αλλά δεν είναι όλοι τους κακοί και δεν μισούν τους ανθρώπους, η μάλλον, αγαπούν πολύ την μουσική. Τόσο που προτιμούν να κινδυνεύουν ακόμα και την ζωή τους παρά να ζήσουν χωρίς αυτήν. Ίσως ο Θεούλης θα έκανε μια εξαίρεση για αυτόν και προσευχήθηκε με όλη την δύναμη της καλλικατζαρένιας του καρδιάς να γίνει ένα θαύμα.

 Την ώρα που ο σταυρός πετάχτηκε στο νερό και ακούστηκε το ΕΝ ΙΟΡΔΆΝΗ ΒΑΠΤΙΖΟΜΈΝΟΙ ΣΟΥ ΚΥΡΙΕ, ο Χαλαστρούλης κοίταξε με δέος την εικόνα του Χριστού στον τοίχο και θα ορκιζόταν ότι την είδε να χαμογελάει. Μετά ένιωσε τα αυτιά του να μικραίνουν , την μύτη του να στρογγυλεύει και οι τρίχες να εξαφανίζονται από το σώμα του. Κοιτάχτηκε με έκπληξη στην μεγάλη τζαμαρία και είδε ότι είχε μεταμορφωθεί σε ένα χαριτωμένο παιδάκι. Γονάτισε ξανά και ευχαρίστησε τον Χριστούλη για το θαύμα του και περίμενε πως και πως, να ακούσει το κλειδί στην πόρτα.

Το γάζα πλαστ είχε εξαφανιστεί , είχε χάσει την δύναμη να κάνει ξόρκια και τα υπόλοιπα καλλικατζαράκια είχαν χαθεί για άλλη μια φορά στα έγκατα της Γης.  Η  μόνη του ελπίδα να παραμείνει στην σχολή ήταν να τον συμπαθήσει η κυρία Κωσταντίνα αλλιώς θα χανόταν στον μεγάλο άγνωστο κόσμο.

Οι επόμενες βδομάδες κύλησαν σαν όνειρο. Όλοι τον αγαπούσαν, όλοι ήθελαν να τον φιλοξενήσουν, κανείς δεν ήθελε να πάει στην αστυνομία για ένα παιδί που βρέθηκε μόνο του να παίζει πιάνο σε μια κλειστή σχολή. Όλοι πίστεψαν στο θαύμα και αφέθηκαν στην μαγεία του . Ο Χαλαστρούλης γνώρισε μόνο την αγάπη και την μεγάλη αγκαλιά των ανθρώπων που όταν θέλουν, γίνεται ένας τόσο δυνατή, σαν το δέντρο της Ζωής. Άλλαξε το όνομα του σε Ιορδάνης και μεγαλώνοντας έγινε μεγάλος πιανίστας.  Καμιά φορά αργά το βράδυ, θυμάται τις μέρες που μικρό καλλικατζαράκι, πριόνιζε το δέντρο της Ζωής...

 

Τώρα  με λένε Ιορδάνη/ και τον καλύτερο μου φίλο, τον λένε Γιάννη!

Παίζω πιάνο και θυμάμαι / τότε την πρώτη μου φορά

που γνώρισα της μουσικής /  την άφταστη χαρά.

Πως πέρασαν τα χρόνια/ πως μεγαλώσατε και σεις παιδιά!

Να θυμάστε ότι υπάρχει φως, ακόμα και μες την σκοτεινιά.

Το δέντρο της Ζωής το έχει ο καθένας στην καρδιά

Το ποτίζει με αγάπη το κλαδεύει με χαρά.

 

 

 

 

 







Σοφία Κόλλια





Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου