ΤΟ ΚΟΥΠΟΝΙ
21/7/1944 ΝΕΡΑΙΔΑ ΣΤΟΥΣ ΑΦΡΟΥΣ
Ήταν ένα φωτεινό βράδυ. Ότι είχαμε αποφάει και κουρασμένοι όπως είμαστε άλλοι ξαπλωμένοι μέσα και άλλοι έξω στη ταράτσα ροχαλίζανε. Περίεργο πράγμα! Γιατί δεν μπορώ να κοιμηθώ απόψε? Σηκώνομαι σιγά σιγά και πάνω κοντά στο τοιχάκι που τελειώνει η ταράτσα με μόνο σύντροφο το φεγγάρι που με ακολουθούσε παντού. Μα και αυτό χανόταν πότε πότε μέσα από τα μελανά συννεφάκια. Χωρίς να ξέρω και γω τι θέλω κοίταζα φοβισμένη τα βουνά που υψώνονταν γύρω γύρω. Μου φαινόντουσαν άγρια, επιβλητικά. Απάνω ψηλά στις κορφές των, ήταν μερικά δέντρα γερμένα προς τα μέσα, που μέσ’ την νύχτα τα πέρναγε κανείς για ανθρώπους.
Τι άγρια που ήταν η νύχτα εδώ στο χωριό! Όπου στρέψει κανείς το βλέμμα του, τον πιάνει φόβος. Η θάλασσα κάθε βράδυ αρχίζει το κλάμα της. Το μεγάλο ποτάμι το αδιάκοπο το άγριο μουρμουρητό που κάνουν την νύχτα πιο τρομαχτική . Πέρα κοντά στ’ αλώνια, αρχίζει ένα φιδωτό δρομάκι που καταλήγει κάτω στο ρεύμα. Παρακολουθώ με το βλέμμα μου το ποτάμι και προχωρώ να δω που θα φτάσει. Μα που και και που χάνεται μέσα απ’ τα πυκνά πλατάνια και πάλι πιο κάτω φαίνεται ασημένιο το φεγγάρι. Πάει , πάει κάτω μακρυά, μα τα μάτια μου κουράστηκαν πια. Να! Εδώ χάνεται πάλι γιατί πέφτει απότομα κάτω με βαθειά ορμή. Τι ωραία που είναι εδώ! Το νερό πέφτοντας από ψηλά, κάνει ωραίους άσπρους αφρούς , και το φεγγάρι που χαμογελάει μέσα από τα κλαδιά των πλατανιών παίζει μαζί και αυτό κρυφτούλι. Κρύβεται πίσω απ’τα κλαδιά κι’ οι φυσαλίδες του νερού που σκάζουν , χάνονται βιαστικές βιαστικές για να μην τις δει το φεγγάρι. Κι΄όταν αυτό πιάσει καμιά κρυφά , την αγκαλιάζει την ασημώνει και την κάνει μαργαριτάρι. Μα για μια στιγμή έχασα από τα μάτια μου αυτό το ωραίο θέαμα , και σκοτάδι απλώθηκε παντού. Ένα ρίγος πέρασε το σώμα μου και άρχισα να τρέμω από τον φόβο .
Ο ρόγχος των κυμάτων έγινε πιο δυνατός. Έκλεισα τα μάτια μου και για μην ξαναδώ αυτή την αγριότητα. Μα έξαφνα μια γλυκιά μελωδία μ’ έκανε να πεταχτώ. Ποτέ στην ζωή μου δεν είχα ξαναδεί τέτοια ομορφιά. Μέσα απ τους αφρούς είχε ξεπεταχτεί μια νεράιδα , ένα λεπτό αραχνοούφαντο πέπλο τύλιγε όλο της το σώμα. Τα μάτια της ήταν μεγάλα, μυγδαλωτά που όταν τα κοίταζες θα έλεγες πως όλη η γλυκιά γαλανάδα του ουρανού ήταν χυμένη μέσα σε αυτά. Έπαιζε, όλο έπαιζε με τους αφρούς , πότε πότε χαμογελούσε και στο φεγγάρι , και όταν κι αυτό κρυβόταν αυτή θύμωνε και όταν ξανάβγαινε του χαμογελούσε τόσο γλυκά που κι αυτό εμπρός σε τέτοια ομορφιά έτρεμε. Μερικές φυσαλίδες έπεφταν στα τορνευτά της μπράτσα. Αυτή φυσούσε απαλά κι αυτές γινόντουσαν μαργαριτάρια , μα μόλις έπεφταν στο νερό, χανόντουσαν και πάλι. Μια γαλάζια κορδέλα κρατούσε τα μαλλιά της σε κότσο μα με την ορμή του νερού έφυγε και αυτή και τα μαλλιά της χύθηκαν στους ώμους. Ήταν τόσο μακριά που αγκάλιασαν όλο το νερό. Αυτό , εμπρός σε τέτοια χρυσαφένια αγκαλιά, αντί τον άγριο κρότο που έκανε , τώρα έβγαζε ένα γλυκό μουρμούρισμα . Το φεγγάρι ενώ πριν γελούσε τώρα κρύφτηκε κι αυτό θυμωμένο γιατί νόμιζε ότι μόνο αυτό μάγευε τον κόσμο με το χρυσαφένιο του φως, κι η νεράιδα ικανοποιημένη που νίκησε τα πάντα, χάθηκε μουρμουρίζοντας γλυκά μέσα στους αφρούς που άρχισαν να γίνονται πιο άγρια από πριν. Το νερό έπεφτε με πιο μεγάλη ορμή, σύννεφα ξαπλώθηκαν στον ουρανό και μια αστραπή παραμέρισε τα σύννεφα για να περάσει η εξωτική αυτή νεράιδα. Εκείνη την στιγμή ένιωσα ένα δυνατό χτύπημα και άνοιξα τα μάτια μου . Φανταστείτε την έκπληξη μου όταν είδα την γιαγιά μου με τα στροσίδια της στην πλάτη να μου λέει. ‘’Έλα δω βρε παιδάτσι μου , σου φωνάζω τόση ώρα, Βρέχει! Δεν ακούς?! Τίλους μαθές!
Θα έμενα ακόμη εκεί από πείσμα που ήταν όλα όνειρα, αλλά η βροχή με είχε κάνει ήδη μούσκεμα!
ΚΑΣΤΑΝΟΥΛΑ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου