Σεπτέμβρης 2000 –
Η ΕΦΤΑΛΕΦΤΡΟΥ
Τώρα? Τι θα έκανε τώρα που η Γαρυφαλίτσα του γύρισε από το αμπέλι στα κακά της χάλια? Είχε πάει να μαζέψει τα Καμπανά κι εκεί την τσίμπησε ψηλά, κατά ψηλά στο μπούτι της μια μαύρη φαρμακερή αράχνη. Μια εφταλεφτρού. Έπρεπε λοιπόν να βγάλει μάνι μάνι το σκοινί από τα σαμάρι της γαιδουρίτσας , να το δέσει κούνια στη μουριά, να μαζέψει εφτά Μαρίες να την κουνήσουνε και να πούνε τα μαγικά ξόρκια για να φύγει από πάνου της το κακό γιατί αλλιώς όπως το φεγγάρι γυρνάει στη χάση του, θα πήγαινε η Γαρυφαλίτσα στο χαμό της.
Που να βρει εφτά Μαρίες? Και μάλιστα τώρα? Στο Κατσαρώνι υπήρχε μόνο μια κι αυτή γριά ξεκούτα. Στους Καρεούς άλλη μια κι αυτή μεσοβέζα και μόνο μια και καλή στη Μαμαλιά, η κουμπάρα του που όμως τούτες τις μέρες έλειπε στη μάνα της στα Βελούσα.
Πήγε και βρήκε στον κουμπάρο του. Γιώργη μου και κουμπάρε μου την χάνω τη Γαρυφαλιά μου . Και ξέρεις εσύ πόσο τη στιμέρνω. Την πήρα χωρίς βρακί που λέει ο λόγος και την έβαλα κυρά κι αφέντρα μέσα στα καλά μου και μονάχα η σκάση μου είναι πως ακόμα δεν έχουμε κλήρα. Σώστηνε και θα σου χαρίσω τη μια από τις μουσκίδες.
Ο άλλος έκανε πως το σκεφτότανε στην αρχή και ολοίσα μετά απάντησε.
Ξέρω μωρέ κουμπάρε ένα κόλπο χωρίς Μαρίες και κουραφέξαλα αλλά θα πρέπει η κουμπάρα να μείνει ούλη νύχτα σπίτι μου. Και τώρα δα καθώς λείπει η νοικοκυρά μου ντροπή να σου το πω.
Βρε να σωθεί ο άνθρωπος μου θέλω γω τσε τ ΄άλλα ούλα χέστα με το συμπάθειο. Λέω που λες να σου τη φέρω νύχτα και το πρωί σου τάχα μου , τη γυρίζεις κι αν είναι καλά όπως λες παίρνεις και τη μουσκίδα. Έτσι και έγινε. Πήγε ούλη τη νύχτα η Γαρυφαλίτσα στη Μαμαλιά παρέα με τον Γιώργο όπως τάχανε συννενοηθεί και η εφταλεφτρού ήτανε για να κλείσουνε τα μάτια του Βαγγέλη της και την άλλη μέρα ντούρα κοτσονάτη κι ευχαριστημένη την έφερε ο κουμπάρος στο σπίτι καβάλα στο μουλάρι.
Φχαριστήθηκε ο Βαγγέλης και πήγαινε να φέρει τη μουσκίδα αλλά ο άλλος πιάστηκε από την ευκαιρία. ‘Άσε μωρέ κουμπάρε! Δεν έκανε δα και τίποτα. Αλλά βολά άμα σου κάνω κάτι πιο αναγκαστικό και έχεις την ευχαρίστηση, μου τη δίνεις.
Τώρα που το λες κουμπάρε μου να στο ξομολογηθώ. Παλεύω τις βραδιές παλεύω τα απομεσήμερα κλήρα δεν βλέπω. Μπας και ξέρεις κανένα κόλπο και για κείνο?
Θα το σκεφτώ , είπε ο κουμπάρος. Άμα θυμηθώ πως γίνεται θα έρθω το βράδυ και αν είναι τώρα που ακόμα γιομίζει το φεγγάρι και λείπει η Γιώργαινα θα τη σκαρώσουμε τη δουλειά. Άκουγε η Γαρυφαλιά και μια ανατριχίλα πέρναγε στο κορμί της.
Άσε άντρα μου, με τον καιρό θα τα καταφέρεις. Δεν είναι ντε και επείγον. Αν πάλι επιμένεις μην σου χαλάσω την καρδιά. Συμφωνάτε με τον κουμπάρο και γω η έρμη ότι είναι το ριζικό μου θα το δεχτώ. Τα συμφωνήσανε λοιπόν και όσο έλειπε η Γιώργαινα και γιόμιζε το φεγγάρι , γιόμιζε και η Γαρυφαλιά χαρές. Με κάτι μήνες όταν φανήκανε τα αποτελέσματα από κείνες τις χαρές , φόρτωσε ένα σακί σιτάρι μεσοσάμαρα στη γαιδουρίτσα ο Βαγγέλης έδεσε και τη μουσκίδα στο σαμάρι να ακολουθεί και ανηφόρισε στη Μαμαλιά.
Κουμπάρε μου έφερα το τάμα μου επειδή είμαι υποχρεωμένος μαζί σου γιόμισα και ένα σακί σιτάρι. Νάσαι καλά, να έχεις την ευχή μου και άμα σε ξαναχρειαστώ θέλω να μου τάξεις πως δεν θα πεις όχι.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου