Μάχη στα
Στύρα τον Αύγουστο του 1821. Αρχηγός Νεόφυτος.
Ο Καρυστινός
επίσκοπος Νεόφυτος, μυημένος στα πράγματα της Φιλικής Εταιρίας, επίτηδες
απομακρύνθηκε στο Άγιο Όρος από τον Γενάρη. Και από εκεί πήγε σαν απόστολος
στην Ιωνία και την Σάμο όπου και καθυστέρησε μιας και περίμενε την έναρξη της
Επανάστασης. Μετά πήγε στην Άνδρο και την Τήνο όπου στρατολόγησε περίπου 400
νησιώτες και μερικούς παρεπιδήμους Ευβοείς
μετά από συνεννόηση με τον Δημήτριο Υψηλάντη και των Κυμαίων, όπως
εκστρατεύσει κατά των Τούρκων της Καρύστου.
Πολλές
εκδοχές υπάρχουν για αυτήν την εκστρατεία (σελ.246-247),αλλά εγώ θα γράψω ότι
έμαθα σύμφωνα με αυτόπτες μάρτυρες , κυρίως σε του παρόντος Στυρέως Άγγελου Κεντιστού.
Ο Νεόφυτος
αφού επιβίβασε τον στρατό στο Γαύριο από πλοιάριο υδραικής ημιολίας, συνέχισε
και αποβιβάστηκε στο Κισσούριο. Άλλος γράφει ότι από την Τήνο πήγε στην
Ερέτρια όπου και ναύλωσε αντί για 16
χιλιάδες γρόσια, την ημιολία του Υδραίου πλοιάρχου Γεωργίου Γ.Νέγκα. Και ο μεν
στρατός αφού ανέβηκε κατέλαβε στα Στύρα, ο δε αρχηγός Νεόφυτος έχοντας φροντίσει
να έλθουν 500 περίπου από τα χωριά της Κύμης, πάει στο πύργο (Μπούρτζι) της
Χαλκίδας για να παρατηρήσει τις κινήσεις των Τούρκων. Αυτόν τον χρόνο η
Κάρυστος ήταν αφύλακτη και χωρίς στρατιώτες μιας και ο Ομέρ είχε πάει στην
Αθήνα. Ο Φρούραρχος της Καρύστου επειδή φοβόταν ότι θα ερχόταν ο Νεόφυτος ,
ειδοποίησε τον Ομέρ και εκείνος αμέσως
επέστρεψε με 300 εφίππους μέσω Χαλκίδας. , αφού ξεκουράστηκαν για λίγο άλλοι
μέσω της γέφυρας και άλλοι με βάρκες, προχώρησαν προς την Κάρυστο.
Αφού τα είδε
αυτά ο Νεόφυτος επέστρεψε δια θαλάσσης στα Στύρα την ημέρα της 10ης Αυγούστου και γνωστοποίησε ότι ο Ομέρ
επρόκειτο να έρθει γρήγορα. Το βράδυ, προσκάλεσε τον στρατό στο Κισσούριο για
να διακόψουν τον δρόμο του εχθρού από το μέρος της στεριάς, ο δε αρχηγός να
βοηθά από τα πλοία. Την νύχτα πήγαν στο πλοίο του αρχηγού οι Στυρείς Άγγελος
Κεντιστός και Θεόδωρος Καζάνης με την γυναίκα του. Και οι δυο ήταν ντόπιοι και
γνώριζαν τον τόπο καλά και έτσι τους έστειλε να οδηγήσουν τον στρατό κατάλληλα.
Αλλά αυτοί
δεν πρόλαβαν, και ούτε ακούστηκαν οι συμβουλές τους. Αντί για αυτό, κάλεσε τους Βάσο και Ράντο
Μαυροβουνίους, οι οποίοι ήταν σε κάποιο κοντινό λόφο, για να διοικήσουν τον άπειρο στρατό.
Αυτοί όμως
αρνήθηκαν και κατά μερικούς έφυγαν με τη μάχη της Καστροβαλά στην Επισκοπή και
σε άλλα χωριά. Κατά την διαβεβαίωση του αυτόπτου μάρτυρα Κεντιστού και οι 500
ντόπιοι και όσοι ήρθαν να βοηθήσουν
εξαφανίστηκαν και διασκορπίστηκαν από την παραλία αφήνοντας αβοήθητους
τους υπόλοιπους Έλληνες και γινόμενοι
κατά ένα μέρος αίτιοι για την επόμενη σφαγή .
Οι δε
Τούρκοι υπό τον Ομέρ, παρά τους υπολογισμούς του Νεόφυτου δεν έφτασαν μέρα αλλά
πάρα πολύ πρωί και ήταν ακόμα σκοτάδι όταν ενώθηκαν με τους Τούρκους που
ερχόντουσαν από την Κάρυστο. Όλοι αυτοί βρήκαν απροετοίμαστους τους Έλληνες στα
παράλια, χωρίς αρχηγό και οχυρώματα, και έτσι όρμησαν ξαφνικά έφιπποι και
πεζοί. Φωνάζοντας, με γυμνά τα ξίφη,
έκοβαν, καταδίωκαν και σκότωναν . Οι Έλληνες έτρεξαν να σωθούν προς τα πλοία
αλλά μιας και ήταν ακόμα νύχτα από την μια , και από την άλλη έπεσαν σε ένα
ρυάκι που βέβαια αγνοούσαν την ύπαρξη του. Μόνο δυο Στυρείς ήξεραν και έδειξαν
το πέρασμα για τα παράλια ενώ πάρα πολλοί σκοτώθηκαν εκεί. Οι Τούρκοι, έτρεξαν
να προλάβουν τους Έλληνες στο ρυάκι και τους πρόφτασαν στην παραλία όπου με
αγωνία προσπαθούσαν να φτάσουν στα πλοία. Οι Τούρκοι όρμησαν και τους
σκότωναν ακόμα και μέσα στην θάλασσα. Ο
Νεόφυτος βλέποντας όλα αυτά από το πλοίο, αρχίζει να τηλεβολεί για να
απομακρυνθούν οι Τούρκοι , σκοτώνοντας όμως αδιακρίτως . Εκείνη την ώρα φύσαγε
δυνατός νοτιάς και τα ίδια τα πλοία κινδύνευαν να βυθιστούν , και έτσι δεν
μπορούσαν να ωφελήσουν σε τίποτα τους αβοήθητους στην στεριά.
Βλέποντας
ότι δεν μπορούσαν να κάνουν τίποτα, μετά την προτροπή των δύο Στυρέων και ενός
στρατιώτη με το όνομα Γεώργιο, άρχισαν να υποχωρούν πυροβολώντας προς το
παράλιο άκρο Κάστιζα από όπου και απέπλευσαν προς τους Φούρνους Γαυρίου στην
Άνδρο.
Αυτό υπήρξε
το τέλος στης μάχης στα Στύρα και έφερε πολύ μεγάλη φθορά στον αγώνα γιατί
σκοτώθηκαν, πνίγηκαν και πληγώθηκαν 80 η 90 και όχι 30 όπως αναφέρει ο
Τρικούπης. Από τους Τούρκους σκοτώθηκαν 9 και πληγώθηκε μόνο ένας στην κάτω
σιαγώνα ο επίσημος Καρύστιος Μαχμούτ Λιούγκας.
Αυτός
συνεπλάκη με τον στρατιώτη Γεώργιο που αναφέραμε πιο πάνω τον οποίο τραυμάτισε
θανάσιμα. Ο Λιούγκας του έλεγε να παραδώσει τα όπλα αλλά ο Γεώργιος αν και
ψυχοραγούσε, του απάντησε ΕΛΘΕ ΛΑΒΕΙΝ και τον πυροβόλησε στο στόμα και του
έκοψε την γλώσσα, όπως ο ίδιος ο Τούρκος μαρτυρεί αφού επέζησε.
Όλοι
κατέκριναν τον Επίσκοπο ως αίτιο της καταστροφής γιατί ήταν άπειρος και έμεινε
στο πλοίο μόνο φωνάζοντας και ότι με το μύρο ζωογονεί τους νεκρούς και
γιατρεύει τους τραυματίες.
Οι Στυρείς
μέχρι τότε, ήταν αμέτοχοι του αγώνα συλλογιζόμενοι τις συνέπειες μιας και
έμεναν τόσο κοντά των έμπειρων στις μάχες Τούρκων της Καρύστου. Ο δε Ομέρ, μετά
την μάχη ανέβηκε στο χωριό και καταφόβισε τον κόσμο, ανασκολόπισε τον Δημήτριο
Καζάνη και Δημήτριο Κεντιστό γιατί οι γιοί τους πήγαν με τους επαναστάτες και
οι πρώτοι όμηροι δραπέτευσαν από την Κάρυστο.
Η δε
ανασκολόπιση έγινε με αυτόν τον τρόπο.
«Δήσαντες
αυτούς οι βάρβαροι επί σάγματος, διέπειρον πάσσαλον από της έδρας μέχρι του
αυχένος , και έστησαν τα σώματα ημιόρθια. Τούτων δε ο Κεντιστός εξελθών του
σκόλοπος την νύχτα, απεχώρησε μικρόν και εκρύφθη εν σχοίνω και τη επιούση
ύβριζε τους παρερχόμενους Τούρκους ων τις τέλος δια πυροβολήματος απήλλαξεν
αυτόν των βασάνων.»
Στην μάχη
αυτή έπεσε μαχόμενος και ο Μιχαήλ Λεπουραίος. Αυτός ήταν ιπποκόμος του Ομέρ
αλλά δραπέτευσε στην Άνδρο και ακολούθησε τον Νεόφυτο στα Στύρα. Πάνω στο πτώμα
του βρέθηκε επιστολή κάποιου διδασκάλου χωρίς να αναφέρεται το όνομα του, ο
οποίος καλούσε τον Νεόφυτο να έρθει στην
Κάρυστο και να παραδώσει το Φρούριο. Και μεν στα Στύρα υπήρχε υπήρχε δάσκαλος ο
γαμπρός του επισκόπου Αναγνώστης Διοκσουρίδης , αλλά και στην Κάρυστο κατοικούσε
ο Χίος αποδιάκονος Νικηφόρος Παπαζής. Αυτός υπήρξε γραμματέας
του τοπάρχου της Μαγνησίας Καραοσμάνογλου. Μετά, προσελήφθη από την Σμύρνη ο
διδάσκαλος Λασκαράκης από τον
πρόκριτο Χατζή Κωσταντίνου, ο οποίος
έγινε μετά γραμματέας του διοικητή Ομέρ. Ο Δασκαλάκης απέκτησε μεγάλη δύναμη
μιας και ήταν ιδιαίτερα ευφυής.
Όσο αφορά
την συγκεκριμένη επιστολή υπάρχουν δύο γνώμες.
Οι μεν έλεγαν ότι ανήκε στον Διοσκουρίδη, οι δε ότι ανήκε στον Δασκαλάκη
και πλαστογραφήθηκε από μερικούς Καρυστινούς
που τον μισούσαν και ήθελαν να τον εξολοθρεύσουν, το οποίο είναι και το
πιο πιθανόν λόγω της εξής περίστασης.
Εκείνες τις
ημέρες κατά τις οποίες ο Δασκαλάκης είχε την εύνοια των Τούρκων , έβαλε μια
γυναίκα μέσα στην νύχτα να φωνάζει δημόσια μέσα στο Φρούριο ότι κάτω στους Μύλους
οι Χριστιανοί έφυγαν. Οι Τούρκοι τότε εξαγριώθηκαν και αμέσως κατέβηκαν
πάνοπλοι να τους σφάξουν σαν αποστάτες. Και αυτό σίγουρα θα γινόταν αν η Αρχή
τους δεν τους καθησύχαζε και έλεγε ότι θα κάνει έρευνα για το κατά πόσο αυτό
ήταν αλήθεια. Αφού κατέβηκαν στα σπίτια των Χριστιανών, τους βρήκαν όλους στα
σπίτια τους και οι Τούρκοι διαλύθηκαν όταν είδαν ότι δεν υπήρχε λόγος
ανησυχίας.
Η Αρχή του
Κάστρου έστειλε τότε επιστολή εξιστορώντας τα γεγονότα για να ενημερώσει τον
Ομέρ ο οποίος ήταν όπως είπαμε στα
Στύρα.
Ο Ομέρ
θεώρησε ότι ο θάνατος πλησίαζε είτε από το συγκεκριμένο περιστατικό, είτε από
την επιστολή που είχε ανακαλυφθεί και θεώρησε τον Δασκαλάκη ένοχο. Έστειλε στην
Κάρυστο έναν Τούρκο με το όνομα Φακή. Αυτός συνέλαβε τον δάσκαλο ξαφνικά μέσα
στο Διοικητήριο όπου εργαζόταν σαν
γραμματέας και τον αποκεφάλισε έξω από
την πόλη προς τα δυτικά κοντά στην εκκλησίας της Αγίας Αικατερίνης.
Την άλλη
μέρα, αφού ο Ομέρ επέστρεψε από τα Στύρα πάτησε το πτώμα του με το άλογο για να
ατιμώσει το πτώμα του δασκάλου. Την επομένη όμως κατάλαβε ότι άδικα σκότωσε τον
άνθρωπο, μετάνιωσε και διέταξε την ταφή του σώματος, όπως λέγεται.
Εκείνο τον
καιρό, οι Τούρκοι επιτηρούσαν αυστηρά τους Χριστιανούς για να μην αποστατήσουν
και πολλές φορές την νύχτα έκαναν περιπολία στους οικισμούς και στα χωριά.
Μετά την
μάχη των Στύρων, οι κάτοικοι της Καρυστίας βρέθηκαν σε αμηχανία και αποφάσισαν
να ζητήσουν από τον γενικό αρχηγό της Εύβοιας τον Γοβιό, να αναλάβει την
διεύθυνση των πολεμικών επιχειρήσεων και
αν ήταν δυνατόν να ορίσει αρχηγό τον Νικόλαο Κριεζώτη μιας και είχε αναδειχθεί
ο πιο ικανός για να αναλάβει την αρχηγία των επιχειρήσεων.
Ο Γοβιός
δέχθηκε το αίτημα και ο Κριεζώτης παίρνει εντολή και φτάνει στην επαρχία
Καρυστίας όπου ενώθηκε με τις δυνάμεις
του Βάσσου και του Ράντου και άρχισαν να συγκεντρώνουν πολεμιστές.
Εκείνο τον
καιρό ο Μαχμούτ Ξυνός, έμενε στα μέρη
της Αυλώνας και των Κοτυλαίων και καταπίεζε τους κατοίκους. Ο Κριεζώτης με 100
στρατιώτες περνά την νύχτα και προς το χάραμα φτάνει στις Πετριές και πολιορκεί τον Ξυνό μέσα στο σπίτι που
έμενε. Μέσα στο σπίτι ήταν πέντε Τούρκοι και οι Έλληνες τους κάλεσαν να
παραδοθούν. Αυτοί αρνήθηκαν και τότε ο Κριεζώτης σπάζει την πόρτα και βάζει φωτιά. Οι Τούρκοι βλέποντας τις
φλόγες να ανεβαίνουν μέχρι το ταβάνι, ανοίγουν το παράθυρο και άρχισαν να
πυροβολούν. Αφού όμως σκοτώθηκε ένας Τούρκος, οι υπόλοιποι μαζί με τον Ξυνό
ρίχνουν τα όπλα και παραδίδονται στις 20 Σεπτέμβρη του 1821. Μετά, οι Έλληνες
με τους αιχμαλώτους πάνε στην Κύμη και ο μεν Ξυνός μεταφέρθηκε στην Σκύρο όπου και αφέθηκε
ελεύθερος μετά την καταβολή τριών χιλιάδων γροσίων.
Ο Ομέρ έμαθε
το πάθημα του Ξυνού και την αύξηση των επαναστατών οι οποίοι γυρνούσαν στα
χωριά και μάζευαν κόσμο. Έτσι, κάνει εκστρατεία με 300 άνδρες από την Κάρυστο
προς την Κύμη στις αρχές του Οκτώβρη. Να σημειώσουμε εδώ ότι ο Κριεζώτης και ο
Βάσος μην έχοντας αρκετές δυνάμεις, πήγαν στο Κοτύλαιο Όρος. Ο Ομέρ, μπαίνει στην πόλη ανενόχλητος και πυρπολεί τα
σπίτια αδιακρίτως. Το ίδιο έκανε και στην Καστροβαλά και σε άλλα χωριά,
λαφυραγωγώντας , αιχμαλωτίζοντας τον κόσμο και αρπάζοντας τους τα λάδια
αναγκάζοντας τους ίδιους να τα κουβαλήσουν έτσι ώστε να τα αποθηκεύσουν στα
Στύρα. Οι υπόλοιποι κάτοικοι κατέφυγαν στα βουνά και άλλοι πήγαν στην Σκύρο και άλλοι στην
κοντινή νησίδα Χηλή. Αλλά και κει τα βάσανα τους δεν είχαν τελειωμό. Μερικοί
Τούρκοι τους ακολούθησαν και τους λαφυραγώγησαν τα υπόλοιπα πενιχρά υπάρχοντα
τους και αιχμαλώτισαν 70 γυναίκες και επέστρεψαν στην Κύμη. Από εκεί ο Ομέρ, πήγε στο Αυλωνάρι όπου ελευθέρωσε εξήντα πέντε Τουρκάλες . Αφού
έμεινε εκεί περίπου ένα μήνα επέστρεψε στην Κάρυστο μέσω Στύρων στα μέσα του
Νοέμβρη.
Εκείνο τον
χρόνο και ο διάκονος του επίσκοπου Νεόφυτου Γεννάδιος Ευσταθίου από το χωριό
Μαυροπούλου, δεν πέρασε και λίγα στην Κάρυστο.
Μετά την
απομάκρυνση του γαμπρού του Διοσκουρίδη, έστειλε από την Σάμο τον διάκονο Γενάδειο, ο οποίος έφτασε την βδομάδα της
Διακαινησίμου. Οι Τούρκοι εξ αιτίας των φημών για την άφιξη του, τον κάλεσαν
στην Κάρυστο για να τον ανακρίνουν. Τον ανακρίνει λοιπόν ο Ομέρ για τον
Επίσκοπο, για την Φιλική Εταιρία. Στην αρχή τον άφησαν ελεύθερο αλλά με
επιτήρηση, μετά όμως τον έριξαν στα δεσμά με αλυσίδα στον λαιμό και δεμένα ξύλα
στα πόδια. Τον Οκτώβρη μαζί με άλλους οχτώ Χριστιανούς τους πέταξαν στο
Μπούρτζι στην παραλία. «Εν αθύρω και σκοτεινώ πύργο του Ενετικού φρουρίου».
Εκεί ζώντας άθλια απεφάσισαν Ελευθερία η θάνατο και αφού έλαβαν μέσα στο ψωμί
βελόνες και κλωστές από έναν φιλάνθρωπο Καρυστινό, τον Σπυρίδωνα Πολυχρονίου, έκοψαν
τα ρούχα τους και τα έκαναν σαν σχοινιά. Αφού τα έδεσαν μεταξύ τους, έκαψαν
μέρος της οροφής με τον λύχνο, ανέβηκαν πάνω και μετά κατέβηκαν μέσω της
θυρίδας του τηλεβόλου την 29η Νοεμβρίου
του 1821 , νύχτα ραμαζανιού , και μέσα από το «ατείχιστον της πόλεως», διέφυγαν
προς τα Στύρα μετά από κάθειρξη σαράντα ημερών.
Ο δε Γενάδειος κρύφθηκε στο Νημποριό όπου ζούσε στο δάσος τρώγοντας μύρτα και
κομάρους και αφού περπατούσε από νύχτα σε νύχτα έφτασε στην Ερέτρια όπου ήταν ο Νεόφυτος και μετά την ανεξαρτησία
έγινε ηγούμενος Καρυών της Επαρχίας Καρυστίας.
Συνοπτικά
λοιπόν έτσι είχαν τα πράγματα στην Εύβοια σε όλο τον πρώτο χρόνο της
Επανάστασης όπου σχεδόν όλοι οι κάτοικοι επαναστάτησαν και υπό τους αρχηγούς
Βερούση, Γοβιό και Νεόφυτο, συγκρότησαν έξι μάχες και μερικές αψιμαχίες. Κλείνοντας τους
Τούρκους στα φρούρια Χαλκίδας και Καρύστου διατήρησαν την επανάσταση με ίδιες
δυνάμεις χορηγώντας όχι μόνο τρόφιμα αλλά και μισθούς. Και μπορεί στις μάχες Βρωμούσης, Βατόντος και
Στύρων να έχασαν λόγω κυρίως απειρίας αρχηγών και στρατιωτών, στις άλλες όμως
τρείς των Βρυσακίων αναδεικνύονται
νικητές και νικούν τους Τούρκους Χαλκίδας και Καρύστου και τον ίδιο τον Ομέρ
Βριώνη. Τον χρόνο λοιπόν αυτό, ισόπαλοι οι Έλληνες με τους βάρβαρους μιας και
οι δυο και νίκησαν και νικήθηκαν, αλλά οι μεν Έλληνες ήταν άπειροι και χωρίς
όπλα, εφόδια και οδηγίες, οι δε Τούρκοι σε όλα ήταν καλύτερα εφοδιασμένοι και
εξασκημένοι, και φοβερότεροι όλων , οι Καρυστινοί Τούρκοι.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου