Παρασκευή 3 Ιουνίου 2022

"Ο κυνηγός και ο Δίωνας". Χρονογράφημα του 100 μ.Χ!

 


Το 480 ΠΧ περίπου χρόνια (88 π.Χ -305 π.Χ)  έμεινε η Κάρυστος υπόδουλη και αδύναμη  στην διοίκηση των Ρωμαίων και ως τα χρόνια του Αυγούστου (14 μ.Χ) δείχνετε η δεύτερη σε ακμή πόλη της Ευβοίας μετά την πτώση της πλούσιας Ερέτριας. Είναι η αρχή του ξεπεσμού της που φαίνεται σιγά σιγά στον πληθυσμό της και την παλιά  ζωντάνια της ακμής της και που μέσα από τις σκοτεινές ειδήσεις μιας ήσυχης πια ζωής της , σαν όαση στην έρημο, μας έρχεται η χαριτωμένη διήγηση του Δίωνα Χρυσόστομου για το αγροτικό, κοινωνικό και πολιτικό βίο του τόπου στα χρόνια του.

Ο περίφημος αυτός περιηγητής του Α’ μ.Χ αιώνα, ο εξόριστος του Δομιτιανού μας διηγείται

 « Εταξίδευα κάποτε από την Χίο με ένα αλιευτικό πλοιάριο για την Ελλάδα και στον δρόμο μας πέτυχε μεγάλη τρικυμία και μόλις σωθήκαμε σε ένα όρμο του Καφηρέα. Όταν βγήκαμε στην ξηρά οι ψαράδες διέλυσαν το ακάτιο και βρήκανε εκεί κάτι εργάτες, που είχαν σαν έργο την Παρασκευή της πορφύρας και αποφάσισαν  να πάνε μαζί τους. Εγώ δε έμεινα μόνος και περιπλανιόμουν κοντά στην  θάλασσα εξετάζοντας μη τυχόν ιδώ κανένα πλοίο να περνάει η να σταθμεύει σε κανένα όρμο. Άνθρωπο κανέναν δεν αντίκρυσα, απάντησα όμως ένα ελάφο κτυπημένο που ψυχορραγούσε και συγχρόνως μου φάνηκε ότι άκουσα γαυγίσματα σκύλου από πάνω μου και ανέβηκα με δυσκολία σε ένα ύψωμα  από όπου βλέπω άλλους σκύλους μα περιτρέχουν και μένα κυνηγό, κατά πως έδειχνε η φορεσιά του με γενειάδα και οπισθόκομον (με μαλλιά μόνο στο πίσω μέρος της κεφαλής όπως τότε είχαν συνήθεια οι Ευβοείς.)  Ο κυνηγός με ρώτησε αν είδα κανένα ελάφι να φεύγει και εγώ τον οδήγησα στον τόπο που βρισκόταν  το ετοιμοθάνατο ελάφι, όπου ο κυνηγός το έγδαρε , έκοψε τα πισινά του μέλη και τα πήρε με το δέρμα, με παρακάλεσε δε καλοκάγαθα να τον ακολουθήσω σπίτι του για να συμφάγωμε περιμένοντας να κοπάσει η τρικυμία . Φλύαρος ο αγαθός χωρικός, στον δρόμο που διαβαίναμε μου διηγόταν τα οικογενειακά του και μου έλεγε πως στην περιοχή αυτή ζούσε από πολλά χρόνια ένας πλούσιος κτηματίας με πολλά χωράφια και πολλά άλογα και βόδια, που τα φύλαγαν δυο τσομπάνηδες με μισθό. Έτυχε όμως να καταδικασθεί σε θάνατο ο ιδιοκτήτης για έγκλημα, να δημευθεί η περιουσία του, με αποτέλεσμα τα κτήματα του να μείνουμε αδέσποτα και οι δυο ποιμένες τότε, κατέλαβαν μικρό μέρος από τα κτήματα και ζούσαν απαρατήρητοι από τον άλλον κόσμο, σαν ελεύθεροι αγρότες σε εθνικές γαίες.  Έκτισαν και μια καλύβα μέσα στην μικρή αυτή περιοχή και έβοσκαν τα γελάδια τους πάνω στα απόκρημνα και δροσερά βουνά.

Ύστερα πάντρεψαν εναλλάξ τους γιούς τους και τις θυγατέρες τους και αποτέλεσαν έτσι λίγες οικογένειες  που μια από αυτές ήταν και η οικογένεια του κυνηγιού. Οι δυο πρώτοι οικιστές είχαν αποθάνει, ζούσε μόνο η μητέρα του φιλόξενου χωρικού και είναι χαρακτηριστικό πως από τις οικογένειες αυτές κανείς στην ζωή του δεν είχε πάει στην πόλη, μόνο ο κυνηγός πήγε μια φορά μικρός μαζί με τον πατέρα του και τώρα πρόκειται να ξαναπάει για μια υπόθεση του. Τον είχαν καλέσει οι αρχές της Καρύστου γιατί είχε αποφύγει να πληρώσει κτηματικό φόρο και τα χωράφια του ήταν διεκδικούμενα.

Έτσι, που δόθηκε η ευκαιρία να τον συντροφεύσω και να πάρω μια ιδέα από την διαδικασία και δω την κατάσταση στον τόπο.



Σαν φθάσαμε, ο απλοικός χωρικός παρουσιάσθηκε στην συνέλευση του λαού που συνεδρίαζε στο θέατρο. Η πόλη, παρά τις καλές μέρες  που είχαν περάσει και τις ωραίες αναμνήσεις που είχε αφήσει , ήταν τώρα σε άθλια κατάσταση, περιδιαβάζανε στους δρόμους άνθρωποι φλύαροι και φωνασκοί και την συνέλευση δεν την εξύψωναν πια τα αισθήματα των πολιτών και η παλιά υψηλή πολιτική, αλλά την απασχολούσαν μικροιδιωτικές  διαφορές. Μόλα ταύτα, οι αρχαίες συζητήσεις ρητορικές διαμάχες και φιλονικίες δεν είχαν παύσει, όπως έδειχνε και η ταραχώδης συνεδρίαση για το ζήτημα της φορολογίας του χωρικού. Μέσα σε έναν εκκωφαντικό θόρυβο μιλάει κάποιος και με τους χλευασμούς του κατά του αθώου κυνηγού προσπαθούσε να εξερεθίσει το πλήθος μα τον αντικρούει κάποιος άλλος, που είδε την αδικία και ένιωσε τους πονηρούς σκοπούς του. Εν τω μεταξύ σηκώνεται τρίτος, πλησιάζει τον δικαζόμενο, τον αναγνωρίζει και επιβάλλοντας σιωπή εκθέτει  ότι κάποτε που κινδύνευσε στον Κάβο Ντόρο είχε σωθεί από τον άνθρωπο αυτόν. Του πλέκει το εγκώμιο για την καλοσύνη του και την φιλανθρωπία του και τότε το πλήθος άλλαξε γνώμη και εκδηλώθηκε μια συμπάθεια για το φιλάνθρωπο και καλοκάγαθο χωρικό. Του αναγνωρίσθηκαν τα δικαιώματα του στα χωράφια, απαλλάχθηκε από την φορολογία και τον τίμησαν μάλιστα με ένα κοινό δείπνο.

Γυρνώντας ύστερα την Κάρυστο, είδα ότι οι χωρικοί ζούσαν κυρίως από το κυνήγι και πολύ λίγο καταγίνονταν στην καλλιέργεια της γης, ότι διατηρούσαν μπρος τις καλύβες τους αμπέλια και οπωρικά , έτρωγαν κριθαρένιο ψωμί, είχαν ξύλινα πιάτα και έπαιρναν γυναίκες συγγενείς τους.

( Από την πληροφορία τούτη του Δίωνα για τους στενούς συγγενικούς γάμους σους χριστιανικούς αυτούς χρόνους γίνεται φανερό ότι ο Χριστιανισμός που απαγόρευε τέτοιους γάμους , θα εισχώρησε αργότερα, μετά τον Α αιώνα στην Εύβοια. Και ο Πλούταρχος αναφέρει ότι τον Α΄αιώνα μ.Χ οι Χαλκιδείς λάτρευαν ακόμα τον Δία).

Την πόλη την βρήκα σχεδόν έρημη, πτωχή και την καλλιέργεια παραμελημένη, και από έξω από τα τείχη της ήταν άγρια και μέσα στην Ακρόπολη, είδα πρόβατα κα ιγίδια να βόσκουν με φύλακα μικρό βοσκό που ξαπλωμένος στην χλόη έπαιζε τον αυλό.



Μαθαίνουμε ακόμη από τον περιηγητή, πως η Κάρυστος στα χρόνια τούτα είχε αυτοδιοίκηση με βουλή και άρχοντες δικούς της, κατά πως δείχνουν τα διάφορα ψηφίσματα. Τούτης της αυτοδιοίκησης στέκονταν κάποιο δικαίωμα αρνησικυρίας των εκπροσώπων της Ρώμης του να δέχονται η όχι κάθε απόφαση της συνέλευσης και ιστορείται, πως μπόρεσε και η Κάρυστος να διατηρηθεί κάτω από αυτήν την κατοχή μέσα στο «Κοινόν των Ευβοέων» που ήταν μαζική συνέλευση από τους αρχαιότατους χρόνους των Ευβοικών πόλεων με έδρα την Χαλκίδα για τις υποθέσεις του νησιού μέχρι που καταργήθηκε από τον αυτοκράτορα Διοκλητιανό.

Παρά όσα όμως μας λέει ο Δίωνας , εξ΄εναντίας ο Ρωμαίος ιστορικός Πλίνιος, ο νεώτερος, μας παραδίνει ότι οι Καρυστινοί  δούλευαν στον καιρό του τη Γη και παρήγαν σιτάρι διμηνίτικο που ωριμασμένο σε σαράντα μέρες φούντωνε πιο βαρύ και πιο σκληρό από το συνηθισμένο. Από αρχαία δε γραπτά, πληροφορούμεθα ότι εκμεταλλευόταν στην Κάρυστο τα μάρμαρα και τον αμίαντον λίθον- ορυκτό μαλακό επεξεργασμένο σε μαντήλια για νεκρικό σαβάνωμα που εξάγονταν σε άλλα μέρη όπου επικρατούσε το έθιμο της καύσης των νεκρών Προτιμόταν δε το τέτοιο σαβάνωμα γιατί ο μπαμπακώδης αυτός λίθος δεν καταστρεφόταν από την φωτιά και η στάχτη του παρέμενε αδιάλυτη και ξεχωριστή από τα καμένα ξύλα, έτσι- που σαν τυλίγονταν ο νεκρός με τούτο το σάβανο να παραμένει η σποδός του μετά την καύση μέσα στο περιτύλιγμα.

Επιτηδεύονταν ακόμα σε φυτίλια από αμίαντο για λύχνους , -χειρόμακτρα-  που καθαρίζονταν από το ρύπο με την φλόγα, καλύπτρες και δίχτυα για την κεφαλή των γυναικών και τούτη τους η επιτήδευση στα χρόνια του Πλούταρχου ήταν πια εξασθενισμένη κατά πως ο ίδιος αναφέρει το 140 μ.Χ.

ΠΗΓΗ

ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΚΑΡΥΣΤΟΥ

ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ ΧΑΤΖΗΚΩΣΤΑΝΤΗ.

ΑΘΗΝΑΙ 1947

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Μουσικό Οδοιπορικό της Χρυσούλας Παλιούρη.

  Η Χρυσούλα Παλιούρη παίζει Καρυστινή Λύρα, έχει μάθει τσαμπούνα με δάσκαλο τον Γιάννη Μαμά, και με μεγάλη προσήλωση και ενθουσιασμό, προσπ...