Η ΑΡΕΤΗ
Το αυτό άσμα της αυτής υποθέσεως και ποιήσεως, αλλά διαφόρων στίχων αναφέρεται και εν ΠΑΝΔΏΡΑ (τόμος 13 σελ 368) .Τοιαύτα πολλών και διαφόρων χωρών άσματα Όρα εν Δελτίω Ιστορ. Και Εθνικής Εταιρίας ( εν τόμ. Β΄τεύχει 6 σε΄λ. 193-216)
Μια μάνα, είχε πέντε γιούς τσαι μονοθυγατέρα,
Στα σκοτεινά την έλουζε, στα φέγγα τη χτενίζει.
Ήρχανε και γυρέψανε, την Αρετή στα ξένα.
Δόστηνε μάνα, δόστηνε την Αρετή στα ξένα.
Δεν τήνε δώνω Κωσταντή, στην Αβλαχιά, στα ξένα,
Για ποιος μου τηνε φέρνει πιά..
Δόστηνε μάνα στη Βλαχιά, τα΄εγώ σου τήνε φέρνω,
Το καλοτσαίρι δυο φορές, τσαι το χειμώνα μια.
Την έδωσε στην Αβλαχιά, την έδωσε στα ξένα.
Απόθανε ο Κωσταντής, τσαι πάει με τα΄αηδόνια.
Βαρέθηκε τα΄ανάθεμα, τς΄η πέτρα την αντάρα,
Βαρέθηκε τα΄ο Κωσταντής της μάνας την κατάρα.
Σηκώθηκε τς΄ο Κωσταντής, στην Αβλαχιά παένει,
Σήκ΄Αρετή μου τσ’ άλλαξε, τσαι βάλε τα λιγνά σου.
Σηκώθηκε η Αρετή, τς΄έβαλε τα λιγνά της,
Το άλογο της έδωσε, τς ευθύς καβαλλιτσέβει,
Ο Κωσταντής πάει μπροστά, ετσείνη από πίσω,
Στο δρόμο που πηγαίνανε, η Αρετή ρωτάει.
-Μου φαίνεται βρε Κωσταντή, πως λιβανιές μυρίζεις.
-Τα λίβανε εδούλευα, τσαι λιβανιές μυρίζω.
-Μου φαίνεται βρε Κωσταντή, πως χουματιές μυρίζεις.
- Τα χούματα εδούλευα, τσαι χουματιές μυρίζω.
-Μου φαίνεται βρε Κωσταντή, πως σαββανιές μυρίζεις.
-Τα σάββανα εφόρεια, τσαι σαββανιές μυρίζω.
Στο δρόμο που πηγαίνανε, στ΄άϊ Γιωργιού την πόρτα,
Ανοίξανε τα μάρμαρα , τσαι τον πήραν μέσα.
Άϊντε , Αρετή μου, συ μπροστά, τσ΄εγώ ΄ρχομ΄από πίσω.
Στη μάνα της αγνάντησε , έπεσε τσαι λιγώθη.
- Μαρ΄Αρετή, ποιος σ΄έφερε, μαρ Αρετή πως ήρχες?
- Μάνα ο Κώστας μ΄έφερε μές΄στ΄Αϊ Γιωργιού τη πόρτα,
Ανοίξανε τα μάρμαρα τσαι τον επήραν μέσα.
- Μαρή ο Κώστας πέθανε εδώ τσαι πέντε χρόνια,
- Τς΄οι δυο αγκαλιαστήκανε, τσ΄οι δυο απεθάναν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου