Η Αβλαχιώτισσα
Μια κόρη Αβλαχιότισσα, μια μικροπαντρεμένη,
Πούχ΄ασημένιο τα΄αργαλειό, και φιλτισένιο χτένι,
Από το βρόντο τα΄αργαλειού και το ψιλό τραγούδι,
Πραματευτής επέρασε στο μαύρο καβαλλάρης.
Κόρη μ΄αν είσαι λεύτερη, γυναίκα να σε πάρω.
Άντρα έχω στην ξενιτειά, τώρα δώδεκα χρόνους,
Και άλλους δυο τον καρτερώ, καλόγρια θα γένω.
Κόρημ΄ο άντρας σ΄πέθανε, ο άντρας σου εχάθη,
Και τον εδάνεισα κερί, κ΄ήρχανα μου το δώσεις.
Κι΄αν τον εδάνεισες κερί, διπλό να σου το δώσω.
Και αν τον εδάνεισα φιλί, κ΄ήρχα να μου το δώσεις.
Κι΄αν τον εδάνεισες φιλί, σύρε να σου το δώσει.
Κόρη μ΄εγώ είμ΄ο άντρας σου, εδώ είμ΄ο καλός σου.
Αν είσαι εσύ ο άντρας μου, αν είσαι κι΄ο καλός μου,
Πες μου σημάδια του σπιτιού, ίσως να σε πιστέψω.
Έχεις ελιά στην πόρτα σου,και κλήμα στην αυλή σου,
Και μές΄την μέση του σπιτιού χρυσό καντήλι ανάβει.
Πραματευτής που πέρασες, ίσως και να τα είδες.
Πες μου σημάδια του κορμιού, ίσως να σε πιστέψω.
Έχεις ελιά στο μάγουλο, κ΄ελιά στην αμασχάλη.
Κι΄ανάμεσα στο στήθος δυο τ΄άστρο και το φεγγάρι.
----------------------------------------------------
Το στόμα σου ΄ναι Τζίτζιφο, το μάγουλο σου μήλο,
Το στήθος σου παράδεισος και το κορμί σου κρίνο.
Να φίλεα το τζίτζιφο, να δάγκανα το μήλο,
Ν΄άνοιγα τον παράδεισο, ν΄αγκάλιαζα τον κρίνο.
Η Λυγερή.
Μια λιγερή τραγούδαε στης τρίχας το γεφύρι
Και το γιοφύρι τράνταξε και το ποτάμι στάθη,
Και τα πουλάκια στα κλαδιά, στέκουν, δεν κελαϊδούνε,
Και τα καράβια στο γιαλό στέκουν, δεν αρμενούνε.
Κι΄ο ήλιος στο βασίλεμα στάθη και αφηγκράσθη.
Κ΄η μάνα του τον απάντεχε στην ώρα του να πάει.
Ήλιε μου και πως άργησες ν΄άρχεις να βασιλέψεις?
Κάνε με τ΄άστρα μάλωνες, κάνε μη το φεγγάρι? (κάνε = μήπως)
Κάνε με τον Αυγερινό, που είναι παλληκάρι?
Μήτε με τ΄άστρα μάλωνα, μήτε με το φεγγάρι.
Μήτε με τον Αυγερινό, που είναι παλληκάρι.
Μια λιγερή τραγούδαε στης τρίχας το γιοφύρι.
Άλλαξε κόρη μ΄το χαβά, άλλαξε το τραγούδι. (χαβάς = κάτι που κάνουμε επίμονα)
Για να κινής΄ο ποταμός , να βγάλ΄η γη αέρα,
Να κελαϊδήσουν τα πουλιά, να ξημερώς΄η μέρα.
Και πως ν΄άλλάξω τον χαβά, ν΄αλλάξω το τραγούδι?
Η αγάπη μου αρρώστησε τώρα δώδεκα χρόνους
Ξαρρωστικά που γύρεψε, στον κόσμο που δεν είναι.
Γύρεψε του λαγού τυρί και της λαφίνας γάλα.
Ως που να πήξω το τυρί ν΄αρμέξω το λαφίνι,
Αρρώστησε ξαρρώστησε, κι΄άλλη γυναίκα παίρνει.
Όλον τον κόσμο κάλεσε, κι΄όλητην οικουμένη,
Εμένα την αγάπη του γιατί δεν με καλαίνει?
Παραθυράκι βορεινό, δείξε μου την κυρά σου,
Ασήμι κι΄όλο μάλαμα, να φτειάσω τα καρφιά σου.
Θέλεις κουμπάρα να γενείς τα στέφανα να πιάσεις?
Θέλεις περέτρια να γενείς να μας υπηρετήσεις?
Μπήκε και στολιζότανε τρεις μέρες και τρεις νύχτες,
Βάζει τον ήλιο πρόσωπο και το φεγγάρι στήθος,
Και του κοράκου το φτερό βάζει καμπανοφρύδι,
Και την οχιά την πλουμιστή βάζει πίσω κοτσίδι,
Την άμμο την αμέτρητη την βάζει δακτυλίδι.
Δώδεκα σκλάβους βάζει μπρος και δώδεκα από πίσω.
Στον δρόμο που πηγαίνανε, στην σκάλα που ανέβει,
Ο κόσμος που την είδανε , χάσαν τα λογικά τους,
Και οι παπάδες και αυτοί, χάσανε τα χαρτιά τους,
Και τα γραμματικόπουλα χάσαν τα γράμματα τους.
Και ο γαμπρός στο στέφανο έπεσε και ελιγώθη
Παπά αν είσαι χριστιανός, αν είσαι βαφτισμένος,
Παράγυρε τα στέφανα και βάλτα στην κουμπάρα.
Σύρε μάνα να φύγωμε , σύρε μάνα να πάμε,
Κι ΄απόψε το είδα το όνειρο , πικρό φαρμακωμένο.
Χρυσό αϊτό μου δώσανε, και πίσω μου τον πήραν.
Που να τ΄αφήσωμε΄τα φαγιά κι΄όλα τα έξοδα μας?
Μούχλα να πέσει στα ψωμιά και σκούληκας στο κρέας,
Και τ΄άλλα μαγειρέματα ξυνίλα να τα πιάσει.
Που πας Λενιώ μου, μοναχή τώρα το βράδυ βράδυ?
Κάτου στη θειά μου τη Γιαννιώ πάω να νυχτερέψω,
Να νέσω το μπαμπάκι μου, να κάμω τα προικιά μου
Να κάμω του γαμπρού βρατσί, του πεθερού ζουνάρι
Να κάμω και της πεθεράς, ένα καλό σαλβάρι.
Άνοιξε΄τα διαμαντένια σου χέρια κι΄αγκάλιασε με,
Και το δαχτυλιδένιο σου στόμα και φίλησε με.
--------------------------------------------------------------------------------------------------
Ξανθά μαλλιά στην κεφαλή, τριανταφυλλένιο στόμα,
Έχεις ματάκια γαλανά, σαν τα΄ουρανού το χρώμα.
--------------------------------------------------------------------------------------------------
Αυτού που πας λεβέντη μου, λιβάδι νάν΄εμπρός σου,
Και νερατζούλα φουντωτή, να δέσεις τ΄άλογο σου.
Αυτού που πας λεβέντη μου, το φίδι να πατήσεις,
Εμένα να ενθυμηθείς, και πίσω να γυρίσεις.
Και μη θαρρείς αν μ΄αρνηθείς, πως θε να κιτρινίσω,
Γαρουφαλάκι θα γενώ, για να σε δαιμονίσω.
Ξέρω τραγούδια θάλασσα, άμα σ΄ιδώ τα χάνω,
Κι΄απ΄την αγάπη την πολλή, άλλη κουβέντα πιάνω.
Το νυχτέρι.
Που πας Λενίτσα μοναχή, τώρα το βράδυ βράδυ,?
Πάω στην θεια μου την καλή, να πα να νυχτερέψω.
Να νέσω την τουλπίτσα μου, και να την εξενέσω,
Να φκειάσω και του σαστικού μεταξωτό ζουνάρι,
Γιατί έχω πεθερό παπά, κι΄άντρα γραμματισμένο,
Κι΄αντράδερφο γιανίτσαρο, παίρνει τα παλληκάρια.
Η Παλιοβάρκα.
Θελά κατέβω στο γιαλό, κάτω στο περιγιάλι,
Που κάνουν το μεσαφερέ, και την γλυκιά κουβέντα,
Κάϊκια ψάχνουν για να βρουν, πέρα για να περάσουν
Παίρνουν την άκρη το γιαλό, την άκρη το θαλάσσι,
Και βρίσκουν μια παλιόβαρκα και καλιοχαλασμένη.
Και όλοι μέσα μπήκανε, πέρα για να περάσουν
Στην μέση απ΄τη θάλασσα, στη μέση του πελάγου,
Τους παίρνει αέρας ΄πο μπροστά, σπιλάδα από πίσω,
Σπιλάδ΄από τα δυο πλευρά, μπαίνει το κύμα μέσα.
Γιομίζ΄η θάλασσα πανιά, κ΄η άκρη παλαμάρια,
Και όλα τα ριζόσπηλα γιομίζουν παλληκάρια.
Η Δήμαινα
Βουνά να μη χιονίσετε, κάμποι μη παχνισθήτε
Και σεις κρυοβρυσούλες μου, να μη κρουσταλλιαστείτε
Και σεις παλληκαράκια μου, ζωστήτ΄αρματωθήτε.
Βάλτε τα φέσια ρούχινα και τα σπαθιά ΄σημένια,
Να πάμε να πατήσουμε το Δήμο τον Τσελέπη.
Να πάρουμ΄άσπρ΄αμέτρητα, φλουριά με το λιτσέκι.
Δήμαινα, πουν ο άντρας σου και πουν ο καπετάνιος?
Δήμος, παιδιάμ, δεν είν΄εδώ , πάει να τραγομαζώξει.
Βάλε τα ξύλα στην φωτιά, το λάζο στο τηγάνι,
Να κάψωμε τη Δήμαινα να μαρτυρής΄το Δήμο.
Τ΄αντρειοχόρταρο.
Όντας να βρέξει την αυγή, χορτάρι δε φυτρώνει,
Φωτρώνει τ΄αντρειοχόρταρο, το τρων αντρειωμένοι,
Το τρων τα ΄λάφια και ψοφούν, τ΄αρκούδια και ΄μερεύουν
Και όσες μανάδες τώφαγαν, καμιά παιδί δεν κάνει.
Αν τώτρωε κ΄η μάνα μου ήθελε μη με κάνει.
Σα μ΄ έκανε τι μ΄ήθελε? Σαν μ΄έχει τι με θέλει?
Ξένοι πλένουν τα ρούχα μου ξένοι τη φορεσιά μου,
Τα πλένουν μια, τα πλένουν δυο, τα πλένουν τρεις και πέντε,
Από τις πέντε κι΄ύστερα τα ρίχνουν στο σοκάκι.
Πάρε, ξένε μ΄τα ρούχα σου, πάρε τη φορεσιά σου.
Ο Γιάννης.
Γιάννης φυλάει τα πρόβατα, Γιάννης φυλάει τα γίδια,
Κ΄εκεί π΄τα καλοβόσκαε σ΄ένα κοντό λακκάκι
Οι κλέφτες τον εβίγλαιναν από το καραούλι
Ψιλή φωνή του δώκανε όσο κι΄αν εμπορούσαν.
Γιάννη μου, δέσε τα σκυλιά και δέσε τα λιοντάρια.
Μα ο Γιάννης επιστεύτηκε σαν Χριστιανός οπούνε.
Πιάνει και δένει τα σκυλιά, δένει και τα λιοντάρια,
Κ΄οι κλέφτες τον επιάσανε, στη γης τον γονατίζουν,
Γιάννη , μαρτύρα τα φλουριά, Γιάννη μαρτύρα τα΄άστρα.
Ο Δήμος.
Αυτά τα μάτια σ΄όμορφα, μωρ’ Δήμο μου,
Τα φρύδια τα γραμμένα,
Αυτά με κάνουν κι΄αρρωστώ, μωρ Δήμο μου,
Με κάνουν και πεθαίνω,
Πάρε το τουφεκάκι σου μωρ΄Δήμο μου,
Και σύρε στο κυνήγι
Κι΄αν βρεις περδίκια σκότως΄τα , μωρ Δήμο μου,
Τρυγόνια βάρεσε τα.
Αν εύρεις και τον άντρα μου, μωρ Δήμο μου,
Ρίξε και σκότωσε τον.
Η φυλλάδα
Στην άμμο άμμο πάαινα, και βρίσκω μια φυλλάδα,
Και στον γιαλό την πέταξα, και γίνηκε φεργάδα.
Αν πας δεργάδα μου στη Χιο, και μάσεις τα πανιά σου,
Χαιρέτα την αγάπη μου πούναι στη γειτονιά σου.
Το κοριτσάκι.
Τώρα το βραδύ βραδάκι
Παίρνω ένα ανηφοράκι
Και βρίσκω ένα κοριτσάκι,
Άλικο γαρουφαλάκι.
Κάθομαι και το ρωτάω,
Σαν καλά την ξαπατάω
Πες μου κόρη μ΄που κοιμάσαι?
Κι΄από μένα μη φοβάσαι.
Στο πυργάκι μου κοιμούμαι,
Και κανένα δεν φοβούμαι.
Το χελιδόνι
Αγαπώ ένα χελιδόνι,
Κι΄η μανούλα του μαλώνει,
Και το χελιδόνι λέει
Ναν τα΄ακούει κανείς να κλαίει.
Αν πεθάνω στο σοκάκι
Να μ΄αφήσετε λιγάκι,
Νάρθουν ούλοι να με ιδούνε
Κι΄όλοι να με λυπηθούνε
Νάρθει κ΄η δική μ΄αγάπη
Να με λυπηθεί λιγάκι.
Πουλάκι μου , που βρίσκεσαι? Δρακόντι μου που νάσαι?
Αυτού που πας πουλάκι μου, τάχα θα μ΄ενθυμάσαι?
-Θα σ΄ενθυμούμαι, μάτια μου, αυτού που τρώω και πίνω
Και όπου μασσώ την μπουκουνιά, κι΄όπου την καταπίνω.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου