Πέμπτη 2 Ιουνίου 2022

H αρπαγή της ωραίας Ελένης από τον Μουσταφά. Χρονογράφημα σε πραγματικά στοιχεία.

 

H ΑΡΠΑΓΗ ΤΗΣ ΩΡΑΙΑΣ ΕΛΕΝΗΣ ΑΠΟ ΤΟΝ ΜΟΥΣΤΑΦΑ.



Το 1833, έξι μήνες μετά τον ερχομό του Όθωνα- ήρθε στην Κάρυστο ένας Βαυαρός λόχος με τρεις αξιωματικούς και έπιασε το φρούριο, γιατί η Βαυαρική αντιβασιλεία έβαλε φρουρές σε όλα τα Ενετικά κάστρα για να δει ποια από αυτά έπρεπε να μείνουν και ποια να κατεδαφιστούν . Οι Βαυαροί μένανε σε ένα πύργο του κάστρου από τους τρεις που σώθηκαν μετά την ερήμωση και διαπραγή που έπαθε ύστερα από την επανάσταση το φρούριο από τους Έλληνες για να πάρουν τα υλικά και να κτίσουν δικά τους σπίτια. Λιγοστοί Τούρκοι είχαν απομείνει  ακόμη στην Κάρυστο  μέχρι να κανονίσουν τις υποθέσεις τους  και να πουλήσουν τα κτήματα τους . Ένας από αυτούς ήταν και ο Μουσταφάς Αφέντης. Τούρκος μεγαλοκτηματίας με τον οποίον είναι συνδεδεμένο ένα δραματικό επεισόδιο που είχε τον τραγικό του επίλογο στην Χαλκίδα και που είχε συγκινήσει τότε τους κατοίκους των δυο αυτών πόλεων. Τούτο το επεισόδιο που μας δίνει μια εικόνα από την παραμυθένια ζωή των Τούρκων αγάδων της Καρύστου , χρονογραφικώς το αναφέρουμε.



Μια Κυριακή, μέρα γιορτής για τους Τούρκους, ο διοικητής της Βαυαρικής φρουράς , ένας Πολωνός, παρουσιάσθηκε στον υπολοχαγό της υπηρεσίας συνοδεύοντας δυο άντρες και μια γυναίκα. Ο ένας ήταν παπάς, ο άλλος μεσόκοπος φουστανελάς ,η δε γυναίκα σαράντα σχεδόν χρονών και μαυροφορεμένη.  Ο παπάς ζήτησε να μιλήσει με τον διοικητή του λόχου , ως προς τον άρχοντα του τόπου, για μια σπουδαία υπόθεση. Την εποχή εκείνη υπήρχε χάος στην διοίκηση του νεαρού βασιλείου. Κάθε τοπική αρχή έκανε του κεφαλιού της και έτσι στις  σπουδαίες υποθέσεις οι ενδιαφερόμενοι κατέφευγαν στις στρατιωτικές αρχές.

Ο διοικητής του λόχου της Καρύστου, λοχαγός Μπροντζέτι  από το Ιταλόφωνο Τυρόλο ήταν γνωστός  ως ένας ματαιόδοξος άνθρωπος που φούσκωνε σαν διάνος για το αξίωμα του.  Ο Μπροντζέτι διέταξε και έφεραν ενώπιον του τους τρεις Έλληνες. Ο φουστανελάς  ήξερα Ιταλικά  και άρχισε να μιλά πρώτος  και με κινήσεις που κάνανε την φουστανέλα να στριφογυρίζει κωμικά. Σύστησε τον εαυτό του , ότι είναι Κερκυραίος και φέρνει το ένδοξο όνομα Λεωνίδας, ότι κάμποσα χρόνια ξύριζε στο Ναυαρίνο τους Γάλλους αξιωματικούς  και τώρα ήταν εγκατεστημένος στην Κάρυστο. Έπειτα σύστησε τον παπά-Αναστάση και την μαυροφόρα. "Ελόγου της , είπε, ονομάζεται κυρά-Σοφία , Αραχωβίτισσα- και είναι χήρα αγωνιστού που σκοτώθηκε με τον Καραισκάκη. Ήρθε να ζητήσει δικαιοσύνη απ΄τους Βαυαρούς, που είναι άνθρωποι του κόσμου , και εμένα με έφερε για δραγουμάνο.

Ο λογαχός Μπροτζέτι χάιδεψε το αρειμάνιο μουστάκι του και διέταξε να του εκθέσουν την υπόθεση.




"Της κυρά Σοφιάς, απ΄εδώ, εξακολούθησε ο διερμηνέας, της άρπαξε την μονοχοκόρη της ένας πλούσιος Τούρκος, Ο Μουσταφάς αφέντης. Την έκλεισε στο χαρέμι του και ένα χρόνο τώρα, με κανένα τρόπο δεν θέλει να την δώσει πίσω, αλλά την κρατά με τη βία  σκλάβα του. 

Ήρθε λοιπόν η μάνα της να παρακαλέσει με δάκρυα στα μάτια την εξοχότητα σας  να αναγκάσετε τον Μουσταφά-αφέντη να την δώσει πίσω την κόρη της. Την παράκληση ετούτη την υποστηρίζει και ο παπά-Αναστάσης, ο επισκοπικός αντιπρόσωπος στην Κάρυστο που τον σεβόμαστε όλοι"

 Ο λοχαγός αν και κολακευότανε να παίζει τον ρόλο του προστάτη των Ελλήνων, την φορά αυτή μπήκε σε περισυλλογή γιατί καταλάβαινε  ότι θα αναγκαζόταν να μεταχειρισθεί βία αν ο Μουσταφά δεν ήθελε να δώσει πίσω το κορίτσι. Ο Τούρκος εκείνος ήταν ο πιο επίσημος της Καρύστου  και προ ημερών είχε έρθει νε άλλους πρόκριτους να υποβάλει τα σέβη του στον Φρούραρχο. Εν τούτοις ο Μπροντζέτι  συγκινήθηκε από τα δάκρυα της χήρας και έστειλε έναν λοχία και τον κάλεσε.

Ύστερα από λίγη ώρα άνοιξε η πόρτα και του παρουσιάσθηκε ένας σαραντάρης , σωματώδης καλοντυμένος με φέσι. Ήταν ο Μουσταφάς-αφέντης, πλησίασε με πολύ αξιοπρέπεια τον Φρούραρχο και τον χαιρέτησε με τεμενά. Ο Φρούραρχος του εξήγησε με τον διερμηνέα την κατηγορία της χήρας και απαίτησε να της ξαναδώσει την κόρη της. "Στην Ελλάδα" είπε, "δεν υπάρχει δουλεία και όλοι άνδρες και γυναίκες είναι ελεύθεροι , η δε μητέρα της, έχει φυσικό δικαίωμα στην θυγατέρα της.

Ο Μουσταφά αρνήθηκε ότι την είχε πάρει με την βία και μετά από μια μικρή διαδικασία  κατά πρόταση του παπά-Αναστάση, αποφασίσθηκε να σταλεί ένα απόσπασμα μαζί με τον Κερκυραίο  και την κυρά -Σοφία , την μάνα της, να φέρει την Ελένη να διηγηθεί την ιστορία μόνη της.

Όταν το απόσπασμα έφθασε στο σπίτι του Μουσταφά, το βρήκε κλειστό και αμπαρωμένο, όπως όλα τα άλλα Τούρκικα σπίτια. Κρούσανε την εξώπορτα, αλλά δεν φάνηκε κανένας και το σεράι έμοιαζε ακατοίκητο. Ένας σκαπανέας κτύπησε μια δυνατή με το τσεκούρι και τότε ακούστηκαν βήματα πίσω από την πόρτα. Ένας μεγάλος σύρτης τραβήχτηκε προσεχτικά και η μεγάλη πόρτα , η καπλαντισμένη με μπρούτζο, ανοίχθηκε λίγο και φάνηκε ένας γέρος Τούρκος , ψηλόλιγνος με πράσινο σαρίκι , μακριά άσπρη γενειάδα και στην ζώνη του ολόκληρο οπλοστάσιο. Μόλις είδε τους στρατιώτες θέλησε να ξανακλείσει την πόρτα αλλά ο σκαπανέας είχε προχωρήσει ανάμεσα στην πόρτα και τον εμπόδισε.  Ο γέρο Τούρκος βλασφημώντας έβγαλε μια πιστόλα και πυροβόλησε. Η σφαίρα πέρασε μπροστά από το αυτί του σκαπανέα και ο Τούρκος φύλακας χώθηκε πάλι μέσα, διέσχισε τρέχοντας την αυλή και μπήκε σε μια πορτούλα του βάθους και την έκλεισε. Αλλά η εξώπορτα του σπιτιού ήταν ανοιχτή πια και μπήκαν όλοι μέσα. Η αυλή του σεραγιού παρουσίαζε ένα τερπότατο θέαμα. Στην μέση ήταν μια μικρή στέρνα με συντριβάνι που το νερό σκορπιόταν γύρω γύρω γάργαρο. Στα πεζούλια γύρω, άφθονα λουλούδια και προ πάντων άσπρα τριαντάφυλλα που αρωμάτιζαν τον αέρα. Δυο τεράστια πλατάνια έριχναν γύρω την ευεργετική τους δροσιά και οι τοίχοι της αυλής και του σπιτιού ήταν σκεπασμένοι με αγιόκλημα.

 Όταν το απόσπασμα μπήκε στην αυλή, ο επικεφαλής Βαυαρός ανθυπολοχαγός έβαλε πρώτα τρεις από τους στρατιώτες του να φρουρούν την εξώπορτα και να μην επιτρέψουν  σε κανέναν την είσοδο η την έξοδο, και δυο άλλους , στην εσωτερική πόρτα. Έπειτα αυτός, και οι άλλοι, προχώρησαν , ανέβηκαν μια πλατιά μαρμάρινη σκάλα που έφερνε σε ευρύχωρο θάλαμο με ντιβάνια γύρω γύρω και χαλιά στο πάτωμα, Εδώ, τοποθετήθηκε άλλος στρατιώτης , επειδή η κυρά Σοφία  τους πληροφόρησε ότι ο μεν ανδρωνίτης -σελασλίκι-βρίσκεται δεξιά, ο δε γυναικωνίτης -χαρεμλίκι- αριστερά. Ο αξιωματικός και οι συνοδοί του προχώρησαν αριστερά , πέρασαν ένα μεγάλο δωμάτιο με περσικά χαλιά, και στολισμένο στις τρεις πλευρές του με πολυτελέστατα μεντέρια, πάνω στα οποία ήταν ένα πλήθος μαξιλάρια , γαλάζια, κόκκινα και πράσινα, βελούδινα η μεταξωτά χρυσοκέντητα .


Πλάϊ υπήρχε μια μεγάλη πόρτα. Την άνοιξαν και μπήκαν σε ένα άλλο δωμάτιο, πίσω από το οποίο άκουσαν διαπεραστικές κραυγές γυναικών. Κάτι έκτακτο συνέβαινε..!! Η μητέρα έτρεμε σύγκορμη από την συγκίνηση της. Κατευθύνθηκαν προς τον θόρυβο εκείνο και μπήκαν σε άλλη κάμαρα μικρότερη, που θύμιζε παραμυθένιες σάλες της Χαλιμάς.  Όλα αυτά όμως, δεν μπόρεσαν να προκαλέσουν ζωηρή εντύπωση εκείνων που μπήκαν μέσα γιατί οι κραυγές των γυναικών είχαν φθάσει τώρα στο απροχώρητο πίσω από μια βαριά περσική πορτιέρα. «Για τον Θεό!! « φώναξε η μητέρα, «κάνετε γρήγορα! Μου σκοτώνουν την κόρη μου!» Ο Βαυαρός αξιωματικός τράβηξε το σπαθί με το ένα χέρι και με το άλλο, παραμέρισε την πορτιέρα. Το θέαμα που παρουσιάστηκε τότε, ήταν περίεργο. Μέσα στον θάλαμο είδαν σε μια γωνιά ένα πλατύ ντιβάνι, όπου επτά γυναίκες κουβαριασμένες  η μια με την άλλη, έτσι ώστε σχημάτιζαν έναν  όγκο και έβγαζαν φωνές, στριγγλιές που ξεκούφαιναν , τραβούσαν τα μαλλιά τους, κλαίγανε και αγκάλιαζαν μια νεαρή κοπέλα ντυμένη με βελούδινο πολκάκι και ποικιλόχρωμο μεταξωτό σαλβάρι. Οι χανούμισσες προσπαθούσαν να την σκεπάσουν με τα κορμιά τους  και να την κρύψουν, αλλά εκείνη τέντωνε τα χέρια της και με τα δάκτυλα που ήταν σκεπασμένα με δακτυλίδια , μούτζωνε τους Βαυαρούς. Η κυρά –Σοφία όρμησε στο γυναικείο εκείνο κουβάρι κράζοντας με μητρική λαχτάρα. «Κόρη μου, Ελένη μου!!» Αλλά η αλλαξόπιστη φώναζε. « Δεν με λένε Ελένη! Με λένε Φατμέ! Δεν σε θέλω! Φύγε! Είμαι Τούρκισσα» . Μέσα στα ξεφωνητό εκείνο, μια γριά Αραπίνα, άσχημη σαν τον διάβολο , έσπρωξε δυνατά την δυστυχισμένη μάννα και οι άλλες γυναίκες διπλασίασαν τις φωνές τους και τις κατάρες τους.

Ο Βαυαρός χάνοντας πια την υπομονή , διέταξε την κόρη της Αραχωβίτισσας να τον ακολουθήσει αμέσως στο Φρουραρχείο. Όταν έφθασαν στο Φρουραρχείο , ο Φρούραρχος σύστησε στην κόρη ότι πρέπει να γυρίσει στην μητέρα της χωρίς να φοβάται τίποτα, αλλά εκείνη αρνήθηκε λέγοντας  ότι είναι γυναίκα του Μουσταφά και ότι δεν θέλει να γυρίσει πίσω στην μητέρα της.

Ο Μπροντζέτι είδε πως δεν έχει το δικαίωμα να την εξαναγκάσει και έμεινε συλλογισμένος. Πήρε τον λόγο ο παπά-Αναστάσης και δήλωσε ότι η κόρη είναι ανήλικη , μόλις 17 χρονών, και πρέπει να τεθεί υπό την προστασία άλλου και το καλύτερο είναι, είπε, να την στείλουμε στην Χαλκίδα, στον Επίσκοπο Ιωακείμ , και εκεί μπορεί να αναλάβει την φύλαξη της η μητέρα του Επισκόπου, αξιοσέβαστη γυναίκα, μέχρι ότου η Κυβέρνηση αποφασίσει για την υπόθεση αυτή. Την γνώμη του την ασπάσθηκε και ο Φρούραρχος.

Το άλλο πρωί, η Ελένη με τον παπά –Αναστάση, και την μαύρη υπηρέτρια που πήρε μαζί της, μπήκανε σε ένα Υδράικο πλοίο  και ακολουθώντας το ρεύμα του πορθμού φθάσανε στην Χαλκίδα και πήγανε στο σπίτι του Επισκόπου Ιωακείμ.

Ύστερα από ένα χρόνο, ο Ελβετός Φιλέλληνας Χάν , λοχαγός , έγραφε σε ένα φίλο του Βαυαρό αξιωματικό. «Κατά τον Οκτώβριο, περαστικός από την Χαλκίδα, γνώρισα την ωραία Φατμέ, όπως την έλεγαν ακόμη οι Χαλκιδαίοι στο σπίτι ενός φίλου μου με την γυναίκα  του οποίου είχε πιάσει στενές σχέσεις. Είδα και την υπηρέτρια της Αραπίνα Λόλια. Είχαν και οι δύο βγάλει το Τούρκικο γιασμάκι και όλη η Χαλκίδα ήξερε ότι η Φατμέ και η γριά υπηρέτρια επρόκειτο να βαπτισθούν Χριστιανές.  Στις γιορτές των Χριστουγέννων έγινε πράγματι το βάπτισμα και νονά ήταν η μητέρα του Επίσκοπου που της έδωσε το πρώτο της όνομα, της Ελένης.  Ήταν αβρή και χαριτωμένη κόρη.  Στα κατάμαυρα και γυαλιστερά μαλλιά της φορούσε το Ελληνικό φέσι με μια μακριά γαλάζια μεταξωτή φούντα και με ένα ευγενικό καμάρωμα, γιατί πάντα κρατούσε σοβαρή στάση. Πολλά παλικάρια, παιδιά των καλύτερων οικογενειών, θαμπωμένα από την ηγεμονική ομορφιά της, την ζήτησαν για γυναίκα, αλλά η Ελένη δεν θέλησε ακόμα να παντρευτεί.

Κατά την Μεγάλη Βδομάδα, ο πρώην σύζυγος της Μουσταφάς, ήρθε στην Χαλκίδα από την Κάρυστο για να κάνει ένα πωλητήριο συμβόλαιο επειδή είχε πουλήσει σε ντόπιο όλα του τα κτήματα του στην Κάρυστο και μάλιστα σε τιμή εξευτελιστική. Ο ερχομός του στην Χαλκίδα δεν κίνησε την περιέργεια σε κανέναν γιατί περνούσε ήσυχα και ούτε μια φορά δεν φάνηκε στο σπίτι του Επισκόπου, όπου ζούσε η Ελένη.  Όλη την ημέρα την περνούσε στο καφενείο της αγοράς και τη νύχτα στο ξενοδοχείο που ήταν από πάνω.

Στο Επισκοπείο ο Αρχιερέας το μόνο που ήξερε ήταν  ο Μουσταφάς βρισκόταν στην πόλη, όλοι οι άλλοι αγνοούσαν την παρουσία του. Την βδομάδα εκείνη η Ελένη μια φορά μόνο βγήκε για να πάει στην εκκλησία με την μητέρα του Επισκόπου. Κατά το βράδυ του Μ.Σαββάτου ο Μουσταφάς μπήκε στο Σαμιώτικο καράβι με το οποίο είχε έρθει από την Κάρυστο για να φύγει για την Κρήτη.

Όπως είναι γνωστό, κατά τα μεσάνυχτα του Μ.Σαββάτου γιορτάζεται η Ανάσταση και η νεοφώτιστη Ελένη πήγε στην εκκλησία με την γριά μητέρα του Επισκόπου και την αραπίνα Λόλια που ονομαζόταν τώρα Αικατερίνα. Κατά τις τρεις το πρωί, που τελείωσε η λειτουργία της Ανάστασης, οι τρεις γυναίκες γύρισαν σπίτι , γευμάτισαν και πλάγιασαν . Η Ελένη με την Αραπίνα κοιμώτανε στο ίδιο δωμάτιο που συγκοινωνούσε με την κρεβατοκάμαρα της μητέρας του Επισκόπου. Η πόρτα του δωματίου εκείνου, έμενε πάντα ανοιχτή. Στις οχτώ το πρωί, η μητέρα του Επισκόπου ξύπνησε και είδε ότι η πόρτα ήταν κλειστή. Φώναξε την Ελένη με το όνομα της, φώναξε την αραπίνα αλλά δεν έλαβε καμιά απάντηση. Νεκρική σιγή.

Τότε σηκώθηκε ανήσυχη, άνοιξε την πόρτα και βρήκε την δυστυχισμένη Ελένη νεκρή στο κρεβάτι της με πρόσωπο μελανιασμένο και ήταν φανερό ότι είχε δηλητηριασθεί . Βέβαια η Ελένη είχε δηλητηριασθεί μετά από εντολή του Μουσταφά από την Αραπίνα που μετά το έγκλημα της κατέφυγε στο καράβι. Αλλά ούτε αυτήν , ούτε τον κύριο της κατόρθωσε να συλλάβει η Ελληνική δικαιοσύνη. 

Σημείωση. Ο φόνος της Ελένης έγινε το Πάσχα του 1834.

 ΠΗΓΗ

ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΚΑΡΥΣΤΟΥ

ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ Κ.ΧΑΤΖΗΚΩΣΤΑΝΤΗ.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Μουσικό Οδοιπορικό της Χρυσούλας Παλιούρη.

  Η Χρυσούλα Παλιούρη παίζει Καρυστινή Λύρα, έχει μάθει τσαμπούνα με δάσκαλο τον Γιάννη Μαμά, και με μεγάλη προσήλωση και ενθουσιασμό, προσπ...