ΔΟΚΙΜΙΟΝ ΤΟΥ ΓΛΩΣΣΙΚΟΥ ΙΔΙΩΜΑΤΟΣ ΚΑΡΥΣΤΟΥ ΚΑΙ ΤΩΝ ΠΕΡΙΞ.-ΕΥΑΓΓΕΛΟΣ ΠΑΠΑΧΑΤΖΗΣ-1915,
ΧΑΛΚΙΔΑ
Στίχοι
και τραγούδια της Χαλκίδας
Έχεις
τα μάτια του λαγού, τα φρύδια της καμήλας,
Έχεις
το κατοσάγωνο της παλιοπροβατίνας.
Τα
μάτια σ΄είναι σαν αυγά, η μύτη σαν αγκύστρι,
Σένα
που πρέπει φίλε μου, σαμάρι και καπίστρι.
Το
στρίβω το μουστάκι μου, χτυπώ και το πουγγί μου
Και
αυτό που σου χρειάζεται, τώχω μες΄το βρακί μου.
Το
στρίβεις το μουστάκι σου, το κάνεις σαν αγκίστρι,
Εγώ δε
σε χρειάζομαι του γαϊδουριού καπίστρι.
Ο
πλάτανος πίνει νερό, κι΄αποθυμεί τη βρύση,
Έτσι
αποθυμώ κ΄εγώ το όμορφο κορίτσι.
Η
Κατάρα. (Τραγούδι στα χωριά της Χαλκίδας)
Μάνα
του καταριέτανε του πικρο- Κωσταντάκη,
-Γιόκα
μ΄τάρκούδια να σε φάν΄μαζί με τα λιοντάρια.
Κι΄ο
Κωσταντής σαν τ΄άκουσε, πολύ του κακοφάνει.
Σηκώνεται
πολύ πρωί, διώρες να ξημερώσει,
Παίρνιε
νερό και νίβεται, τη μπόλια και σφυγγιέται.
Και
ζώνει τάλαφρό σπαθί και το βαρύ ντουφέκι
Και
παίρνει δίπλα τα βουνά, ψηλά τα κορφοβούνια.
Σαράντα
αρκούδια σκότωσε κ΄εξήντα δυο λιοντάρια.
Ούλο
της γλώσσας διάλεγε, στη χάρμπα της περνάει
Της
μάνας του της πήγαινε να πάρει την ευχή της.
Μ΄αυτή
τον καταριέτανε πικρά φαρμακεμένα,
-Γιόκα
μ΄τα΄αρκούδ΄που θα σε φάει , στραβό ΄ναι μ΄ένα μάτι.
Και
ζώνει το βαρύ σπαθί και τα΄λαφρό τουφέκι.
Και
παίρνει δίπλα τα βουνά, ψηλά τα κορφοβούνια,
Ακούει
τα πεύκια και βροντούν και τα έλατα που τρίζουν.
Το είδε
και ξαγνάντεψε σε μια ψηλή ραχούλα-
Εστήσανε
τον πόλεμο τρεις μέρες και τρεις νύχτες.
Πάει
τα΄αρκούδι για νερό, κι΄ο νιός για λίγο ύπνο.
Τα΄αρκούδι
πήγε , γύρισε, κι΄ο νιός αποκοιμήθει.
Το ΄να
του πόδι τούφαγε, και τ΄άλλο αρχινάει.
Τότε
ξυπνάει ο νιούτσικος και το δοξολογάει.
«Τρώγε
αρκούδι, τρώγε με, τρώγε με να με τρώεις,
Μήτε
απ΄το θειό είναι αυτό, μήτ΄απ΄τους αγίους όλους,
Γονιού
κατάρα είν΄αυτή, μ΄έχει καταραμένο»
Ο
αντρειωμένος Κωσταντής. ( Αυτό το τραγούδι επί Τουρκοκρατίας υπήρχε στα περίχωρα και χωριά της Χαλκίδας)
Καλόγρια
γκαστρώθηκε και έκαμ΄αντρειωμένο.
Στο
μήνα βγαίνει με σπαθί, στο χρόνο με ντουφέκι,
Και στα
εφτά και στα οχτώ, βγαίνει αντρειωμένος.
Κ΄η
μάνα του του έλεγε, κ΄η μάνα του του λέγει.
« Κάτσε
καλά , βρε Κωσταντή, κάτσε καλά βρε Κώτσο,
Να μη
το μάθ΄ο βασιλιάς και στείλει να σε πάρει.»
«Εγώ
μάνα μ΄το βασιλιά, γαϊδούρι τον φωνάζω.»
Σαν το
΄μαθε ο βασιλιάς, πολύ του κακοφάνει.
Ευθύς
ντελάλη έβγαλε σ΄όλα τα βιλαέτια –
Κανείς δεν
αποκρίθηκε από τα παλληκάρια.
Μόν΄έν
μικρό κλεφτόπουλο, μικρό διαβολεμένο.
-Εγώ
είμ΄άξιος , δυνατός τον Κωσταντή να φέρω.
Δώσε
μου χίλιους από΄μπρος και χίλιους από πίσω.
Βάνε
και στα πλευράκια μου όλο καπεταναίους.
Στον
δρόμο που πηγαίνανε το θειό παρακαλούσε.
«Θέ μου
να βρώ τον Κωσταντή στο σπίτι να κοιμάται»
Καθώς
τα ομιλούσανε , έτσι πήγαν και τον ηύραν.
-Ώρα
καλή σου Κωσταντή- Καλώς το παλληκάρι.
Μάνα
ψωμί, μάνα κρασί, δώσε στα παλληκάρια.
-Εμείς
εδώ δεν ήρθαμε να φάμε και να πιούμε,
Ο βασιλιάς
μας έστειλε, δεμένο να σε πάμε.
Τον
πιάσανε , τον δέσανε μ΄έξήντα παλαμάρια.
Του
ράψαν΄τα ματάκια του με σύρμα, με μπρισίμι.
Στον
δρόμο που πηγαίνανε τούτον τον λόγον είπε.
«Σ΄όλα
τα κάστρα σύρτε με, στην Κρήτης μη με πάτε.
Γιατ΄έχω
αρραβωνιαστική μην πέσει κι΄αποθάνει»
Ευτύς αυτοί
οι παράνομοι στην Κρήτη τονε πάνε.
Τούτος
είν΄ο Κωσταντής, ο δόλιος ΄παινεμένος,
Που παινευόταν
κι΄έλεγε, πως είν΄αντρειωμένος.
Σαν τα΄άκουσε
ο Κωσταντής, πολύ του κακοφάνει,
Αναταράζ’
ο Κωσταντής, κόβει τα παλαμάρια.
Στο
έμπα χίλιους έκοψε, στο έβγα δυο χιλιάδες,
Και στον
καλό του γυρισμό, κόβει εφτά χιλιάδες.
Πιάνει
και το κλεφτόπουλο, πισθάγκωνα το δένει,
Του κόβει
μύτη και αυτιά, στο βασιλιά το στέλνει.
«Σύρε
να πεις στον βασιλιά, αν έχ΄άλλους να στείλει.
Κι΄ο
Κωσταντής είν΄άξιος, κομμάτια να τους κάμει.»
Τραγούδι
από το Αφράτι Χαλκίδας.
Λεβέντης
εροβόλαε ‘ πο μια ψηλή ραχούλα,
Είχε το
φέσι του στραβά, τη γρούντα του σαρίκι,
Από τα
πρόβατ΄έρχεται, στο σπίτι του πηγαίνει.
Πάει να
πάρει το ψωμί, και πίσω να γυρίσει.
Κι΄ο
Χάρος τον αγνάντευε κάτου στο σταυροδρόμι.
Μάυρος
είναι, μαύρα ΄φόρει, μαύρα είν΄στα άλογα του.
Μαύρα
και τα σακκούλια του και ούλ΄η συντροφιά του.
-Ώρα
καλή , λεβέντη μου. –Καλώς το Χάρο πούρχε.
-Μέν΄ο
Θεός με έστειλε να πάρω την ψυχή σου.
-Άσε με
Χάρε μ ΄ άσεμε ΄κόμα πεντέξι χρόνια,
Τα΄έχω
παιδιά κ΄είναι μικρά, και στράτες δεν ηξέρουν
Έχω γυναίκα
κ΄έιναι νειά, και χήρεια δεν της πρέπει.
Αν
περβατήσει σιγανά, της λεν πως καμαρώνει,
Αν περβατήσει
γλήγορα, της λεν πως θέλει άντρα.
-Μέν΄ο
θεός με έστειλε ψυχή σου για να πάρω.
-Χωρίς
ανάγκη κι΄αρρωστιά, ψυχή δεν παραδίνω.
Μόν
΄έβγα να πηδήσωμε στα μαρμαρέν΄αλώνια,
Κι΄όποιος
περάς΄τον άλλονε, ας πάρει τη ψυχή του.
Πηδάει
ο χάρος τρεις φορές πάει εκατό ποδάρια.
Πηδάει
ο λεβέντης μια φορά, πάει εκατόπενήντα.
Του
χάρου ΄κακοφάνηκε, του Χάρου κακοφάνει.
Απ΄τα
μαλλιά τον έπιασε και χάμου τον τινάζει.
-Άσε με
Χάρ΄απ΄τα μαλλιά, και πιάσε μ΄από το χέρι.
-Αν
ίσως σ΄αφής΄απ΄τα μαλλιά, γένεσαι περιστέρι.
Τραγούδια
του χωριού Γούβες , βόρειας Εύβοιας
Ο Κωσταντίνος και το βουβάλι.
Τον
Κωσταντίνο ζέψανε με τα΄αγριο βουβάλι
Να κουβαλήσουν
μάρμαρα ΄πο το μαυροβούνι,
Να φκειάσουν
την Αγιά Σοφιά, το μέγα μοναστήρι,
Με τετρακόσα
δυο κελλιά, μ΄εξήντα δυο καμπάνες.
Κάθε
κελί και σήμαντρο, κάθε κελί και διάκος
Αγάλ΄αγάλι
Κωσταντή, μη σκάσεις το βουβάλι.
Τι το
βουβάλ΄έχει φλουριά, κ΄εσύ δεν έχεις γρόσα.
Όπου
λάσπες και νερά, να πάει το βουβάλι,
Κι΄όπου
΄ναι τόπος πετρωτός να πάει ο Κωσταντής.
Η Παλιοβάρκα.
Θελά κατέβω στο γιαλό, κάτω στο περιγιάλι,
Που κάνουν το μεσαφερέ, και την γλυκιά κουβέντα,
Κάϊκια ψάχνουν για να βρουν, πέρα για να περάσουν
Παίρνουν την άκρη το γιαλό, την άκρη το θαλάσσι,
Και βρίσκουν μια παλιόβαρκα και καλιοχαλασμένη.
Και όλοι μέσα μπήκανε, πέρα για να περάσουν
Στην μέση απ΄τη θάλασσα, στη μέση του πελάγου,
Τους παίρνει αέρας ΄πο μπροστά, σπιλάδα από πίσω,
Σπιλάδ΄από τα δυο πλευρά, μπαίνει το κύμα μέσα.
Γιομίζ΄η θάλασσα πανιά, κ΄η άκρη παλαμάρια,
Και όλα τα ριζόσπηλα γιομίζουν παλληκάρια.
Η Δήμαινα
Βουνά να μη χιονίσετε, κάμποι μη παχνισθήτε
Και σεις κρυοβρυσούλες μου, να μη κρουσταλλιαστείτε
Και σεις παλληκαράκια μου, ζωστήτ΄αρματωθήτε.
Βάλτε τα φέσια ρούχινα και τα σπαθιά ΄σημένια,
Να πάμε να πατήσουμε το Δήμο τον Τσελέπη.
Να πάρουμ΄άσπρ΄αμέτρητα, φλουριά με το λιτσέκι.
Δήμαινα, πουν ο άντρας σου και πουν ο καπετάνιος?
Δήμος, παιδιάμ, δεν είν΄εδώ , πάει να τραγομαζώξει.
Βάλε τα ξύλα στην φωτιά, το λάζο στο τηγάνι,
Να κάψωμε τη Δήμαινα να μαρτυρής΄το Δήμο.
Τ΄αντρειοχόρταρο.
Όντας να βρέξει την αυγή, χορτάρι δε φυτρώνει,
Φωτρώνει τ΄αντρειοχόρταρο, το τρων αντρειωμένοι,
Το τρων τα ΄λάφια και ψοφούν, τ΄αρκούδια και ΄μερεύουν
Και όσες μανάδες τώφαγαν, καμιά παιδί δεν κάνει.
Αν τώτρωε κ΄η μάνα μου ήθελε μη με κάνει.
Σα μ΄ έκανε τι μ΄ήθελε? Σαν μ΄έχει τι με θέλει?
Ξένοι πλένουν τα ρούχα μου ξένοι τη φορεσιά μου,
Τα πλένουν μια, τα πλένουν δυο, τα πλένουν τρεις και πέντε,
Από τις πέντε κι΄ύστερα τα ρίχνουν στο σοκάκι.
Πάρε, ξένε μ΄τα ρούχα σου, πάρε τη φορεσιά σου.
Ο Γιάννης.
Γιάννης φυλάει τα πρόβατα, Γιάννης φυλάει τα γίδια,
Κ΄εκεί π΄τα καλοβόσκαε σ΄ένα κοντό λακκάκι
Οι κλέφτες τον εβίγλαιναν από το καραούλι
Ψιλή φωνή του δώκανε όσο κι΄αν εμπορούσαν.
Γιάννη μου, δέσε τα σκυλιά και δέσε τα λιοντάρια.
Μα ο Γιάννης επιστεύτηκε σαν Χριστιανός οπούνε.
Πιάνει και δένει τα σκυλιά, δένει και τα λιοντάρια,
Κ΄οι κλέφτες τον επιάσανε, στη γης τον γονατίζουν,
Γιάννη , μαρτύρα τα φλουριά, Γιάννη μαρτύρα τα΄άστρα.
Ο Δήμος.
Αυτά τα μάτια σ΄όμορφα, μωρ’ Δήμο μου,
Τα φρύδια τα γραμμένα,
Αυτά με κάνουν κι΄αρρωστώ, μωρ Δήμο μου,
Με κάνουν και πεθαίνω,
Πάρε το τουφεκάκι σου μωρ΄Δήμο μου,
Και σύρε στο κυνήγι
Κι΄αν βρεις περδίκια σκότως΄τα , μωρ Δήμο μου,
Τρυγόνια βάρεσε τα.
Αν εύρεις και τον άντρα μου, μωρ Δήμο μου,
Ρίξε και σκότωσε τον.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου