Η πρώτη αγάπη...
Της Μαρίας Βουλή
Όταν έγινε ο πολεμος του 40 .Οι Ιταλοι που ήρθαν στην Κάρυστο πήραν υπό την κατοχή τους ένα από τα καλύτερα αρχοντικά της.Και το έκαναν κυβερνείο.Διπλα από αυτό υπήρχε ένα μικρό νοικοκυρεμενο σπιτάκι που ένας μόνον τοιχος το χώριζε από το κυβερνείο των Ιταλών.Εκει ζούσαν ο πατέρας η μητέρα και τα τέσσερα παιδιά τους.Δυο αγόρια και δύο κορίτσια.Το μεγαλύτερο ήταν μια 16χρονη όμορφη κοπελιά η Μαρίτσα.Αποτον πρώτο κιόλας καιρό ανάμεσα στους Ιταλούς και την οικογένειά αυτή αναπτύχθηκε μια συμπάθεια κι ένας σεβασμός.Γι αυτούς ο πολεμος ήταν σαν να μην υπήρχε.Ειχαν θαυμάσιες σχέσεις .Οι Ιταλοι μάλιστα τους βοηθούσαν με τον τροπο τους.Τους έδιναν κονσέρβες μπισκότα καμμία σοκολάτα.Παντα τους φιλευαν σαν αμοιβή που η νοικοκυρά του σπιτιού τους μπαλωνε καμμία κάλτσα τους έραβε κανένα κουμπί.....Ο Μιχάλης ο Αρτσιολο ένας όμορφος 26χρονος Ιταλός ένοιωσε ένα τρυφερό συναίσθημα για την όμορφη Ελληνόπουλα που από την πλευρά της ήταν αμοιβαίο....Έτσι οι καρδιές τους σκιρτησαν σ έναν έρωτα αγνό αλλά ανεκπλήρωτο.Οι μέρες περνούσαν και τις νύχτες το Μαντολίνο του Αρτσιολο έπαιζε ασταμάτητα για τη μικρή του αγαπημένη .Μέσα από τη μελωδία του της έλεγε όλ αυτά που δεν μπορούσε να της τα πει με λόγια.Το Μαντολίνο του ράγιζε καρδιές και μόνον η Κουνιω ας μου επιτραπεί η έκφραση όνομα και πραμα η αρχικουσελου της γειτονιάς που τριγυρνούσε σαν το λαγωνικό τι να δει για να το σχολιάσει...έμενε ασυγκίνητη .Και από το πονηρό της το μυαλό περνούσαν χίλιες δυο σκέψεις....Κάθε βράδυ σκαρφάλωνε στο φεγγίτη της πόρτας της μπας και δει τη μικρούλα να ερωτοτροπεί με τον Ιταλό.Ενα βράδυ που είχε στήσει καρτέρι την είδε ο άντρας της.Και αφού την εστολισε δεόντως με τα πιο κατάλληλα κοσμητικά επίθετα....Υπόσχεση έδωσε στον εαυτό της και σε εκείνον να μην το ξανακάνει.Αυτη όμως δυστυχώς δεν ηρεμούσε
Τώρα που δεν μπορούσε να στήσει καρτέρι από το φεγγίτη όλη την ημέρα παραμόνευε σαν την αλεπού ..Κάποια φορά είδε τον Αρτσιολο να δίνει μια σοκολάτα στη Μαρίτσα.Και πήρε φούσκα να τρέχει για να τους πιάσει δήθεν επ αυτοφόρω.Πηδηξε τους φράχτες για να τους συλλάβει την ώρα που θα της έδινε το ραβασάκι.Μολις είδε τη σοκολάτα ζήτησε κι αυτή λίγη.Και το κορίτσι της την έδωσε ολόκληρη.Σαν πήγε όμως στο σπίτι της την έψαχνε από χίλιες μεριές μήπως μέσα στο περιτύλιγμα τηςειχε κανένα ραβασάκι.....Οι μήνες πέρασαν ο πόλεμος σταμάτησε.Οι Ιταλοί καταδιωκόμενοι από τους Γερμανούς έφυγαν προσπαθώντας με χίλιους δυο τρόπους να σωθούν από τη λαίλαπα τους.Μαλιστα ο πατέρας της κοπέλας βοήθησε τον Αρτσιολονα φύγει για να σωθεί.Την τελευταία βραδυα πριν να φύγει το Μαντολίνο του Μιχάλη του Αρτσιολο ακουγοταν σαν ένα κλάμα μέσα στη νύκτα.Σαν ένας λυγμος. .που σήμαινε το χωρισμό τους.....Την άλλη μέρα ο τόπος ήταν άδειος.Ησυχια παντού.Μοναχα ο απόηχος από το κουτσομπολιό της Κουνιος ακουγόταν μέσα στη γειτονιά.Που φορώντας την άσπρη της προστοποδια για να δείξει την πάστρα της αλωνιζε τον τόπο και πέταγε συνέχεια καμπανιες.....Τι θα απογινουν άραγε κάτι ξεσηκωμενα φιλικά τώρα που φύγανε οι Ιταλοί.Ωσπου μια μερα την άκουσε ο άντρας της.Και φού την έβαλε στη θέση της Της επέβαλε και τρεις ημέρες κατά οίκον περιορισμό.Αυτο ήταν Από τότε λουφαξε και δεν ξσνακουστηκε...Οι ημέρες κυλούσαν.Οι μήνες τα χρόνια.Ο χρόνος που είναι ο μεγαλύτερος γιατρός πήρε στο διάβα του όλες τις όμορφες στιγμές και τις έκανε αναμνήσεις για τη Μαρίτσα.για να τη συντροφεύουν....Όντως τη γιάτρεψε ο χρόνος κι ερωτεύτηκε ένα καλό παλληκάρι και έκαναν μια όμορφη οικογένεια.....Τώρα πια δε σκεφτόταν το Μιχάλη.Καμμια φορά έτσι φευγαλέα περνούσε από το μυαλό της....Όμως αυτός που είπε πως η πρώτη αγάπη δε λησμονείται είχε μεγάλο δικηο....Νοιαζόταν για κείνον
Άραγε ζει η πέθανε ;Αναρωτιόταν πάντα.Οταν άκουγε για σεισμούς η πλημμύρες που γίνονταν στην Ιταλία πάντα αγωνιούσε....Λες να ήταν κι ο Μιχάλης σ αυτή την πολη;Ρωτούσε και ξαναρρωτουσε....Μια ακρουλα λοιπόν της καρδιάς της ήταν δοσμένη σ' αυτόν.Κσποια στιγμή πίστεψε πως είχε πεθάνει.Γι αυτό τον μνημόνευσε στο ψυχοχαρτη μαζί με τους δικούς της ανθρώπους που είχαν φύγει.Ο Μιχάλης όμως ζούσε.Και στη δική του την καρδιά όπως και στη δική της μια θέση ήταν φυλαγμένη για εκείνη..
Γι αυτό ύστερα από 50 χρόνια ήρθε στην Κάρυστο για να την συναντήσει.!!!!Ήρθε πια μαζί με τη γυναίκα του.Και έψαξε να τη βρει.Να τη συναντήσει.Πως τα φέρνει η ζωή.Δυο παιδιά τότε γεμάτα νειατα που αγαπήθηκαν πραγματικά...Ανταμωναν μετά από 50 Χρόνια..Φυσικά τα χρόνια αφήνουν τα ίχνη τους στον καθένα.Η καρδιά όμως μενει η ίδια.Αυτη λοιπόν η καρδιά δεν τον άφησε να ξεχάσει..αλλά του έδωσε το θάρρος να έρθει να την ανταμώσει.εστω για τελευταία φορά.....Όταν λοιπόν αντάμωσαν κανείς ποτε δεν έμαθε πως ένιωσαν σαν έσμιξαν τα χέρια τους.Ομως σ αυτές τις περιπτώσεις η χαρά της αντάμωση μετά από τόσα χρόνια είναι ανάμεικτη με τη συγκίνηση και με μια γλυκειά πικρία για αυτό που χάθηκε...Που δεν εκπληρώθηκε.Και που ο χρόνος δεν το έσβησε....Έφαγαν ήπιαν στο σπιτικό της.θυμηθηκαν..πολλα.....Μαλιστα όταν Ο Αρτσιολο αντίκρυσε τη φωτογραφία του πατέρα της που από χρόνια είχε πεθάνει.Γονατιδε εμπρός της έβγαλε το κασκετο του και δακρυσμένος είπε...Σε αυτόν τον άνθρωπο χρωστάω τη ζωή μου.Οσοι έμαθαν για το ν ερχομό του Μιχάλη συγκινήθηκαν .Ακόμα και η Κουνιω .Χηρα πια παρηληξ ενενηκοντουτης .Που όλη την ημέρα σταυροκοπιοταν και παρακαλούσε να της συχωρεθουν οι αμαρτίες της .Συγκινήθηκε και αυτή σαν τομαθε αλλά μέσα στην ψυχη της είχε την αμφιβολία ...Και με αυτή έκλεισε τα μάτια της.Οι ημέρες πέρασαν και ήρθε η στιγμή του αποχωρισμού τους.Αυτη τη φορά θα χωριζοντουσαν για πάντα.....Σαν ξεμακραινε από το σπίτι της γυρνούσε πίσω και ξσναγυρνουσε και τη χαιρετούσε ξανά και ξανά.....Μπορεί ο Αρτσιολο να ήταν η πρώτη της αγάπη.Ο άντρας της όμως ήταν η τελευταία.....Τον Μιχάλη δεν τον ξέχασε ποτέ.Τον μελετούσε πάντα.Μεχρι που πέθανε.Οταν μηλουσε για κείνον το πρόσωπο της φωτιζόταν...Κι όταν της δινόταν η ευκαιρία ...έλεγε πάντα με νόημα...Η πρώτη αγάπη δε λησμονιεται..
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου