Το χρονικό της Καρυστινής αλιείας.(Ι)
Αυτή την ανάρτηση την αποτίω φόρο τιμής στον εκλιπόντα Γεώργιο Κοκοκύρη,πρεσβύτερο των αδελφών Κοκοκύρη,αυτής της εμβληματικής οικογένειας "Καρυστινών" αλιέων..
Προσωπικά ,έχω έναν ιδιαίτερο λόγο να τιμώ τους αλιείς μας,μια και στα χρόνια της επαγγελματικής δραστηριότητας του αείμνηστου πατέρα μου,το βιος τους,που δεν ήταν τίποτε άλλο από τα αλιεύματα που έφεραν στον κόλπο της Καρύστου,μεταφέραμε με τα φορτηγά μας στις Ιχθυαγορές της Αττικής και η συνεργασία μας ήταν εξασφάλιση του ψωμιού όλων μας..Ο Γεώργιος Κοκοκύρης,γυιος του Μιχάλη και της Κατίνας Κοκοκύρη γεννήθηκε στη Χίο,όπου νεαρά παιδιά ,πρόσφυγες από την Αγία Παρασκευή του Τσεσμέ είχαν καταφύγει οι γονείς του...Ο πατέρας Κοκοκύρης κουβαλούσε την αλιευτική παράδοση της Αγίας Παρασκευής και αυτή μεταλαμπάδευσε στους γυιούς του,οι οποίο διέπρεψαν για δεκαετίς στην αλιεία...Τα στοιχεία της Αλιευτικής παράδοσης της Αγίας Παρασκευής προσπαθώ να αποτυπώσω στο παρακάτω κείμενο...
Αλλά ας πιάσουμε να ξετυλίξουμε το κουβάρι από την αρχή ,να δούμε τις ρίζες της νεώτερης ελληνικής αλιείας,μέσα από την οικογενειακή διαδρομή των Κοκοκυραίων...
Ένα ορόσημο για την ελληνική ψαροσύνη ήταν η μικρασιατική καταστροφή: Σημαίνει το πέρασμα των ψαράδων από τον αλιευτικό μεσαίωνα στην μοντέρνα εποχή. ..Για πολλούς αιώνες πριν η πλούσια κληρονομιά της Ελληνορωμαϊκής περιόδου σε αλιευτικές τεχνικές και βιβλιογραφία είχε επισκοτισθεί. ..Όπως δείχνουν τα αρχεία των μονών του Αγίου Όρους, το ψάρεμα με την κατάρρευση της Βυζαντινής αυτοκρατορίας σημείωσε καθυστέρηση. ..Ακόμα και μετά την εθνική απελευθέρωση διατήρησε την πρωτόγονη μορφή αναιμικής βιοτεχνίας με πενιχρή απόδοση... Ξένοι περιηγητές που επισκέπτονται τα νησιά του Αρχιπελάγους μένουν έκπληκτοι απ’ την εντυπωσιακή έλλειψη ψαριών στο διαιτολόγιο των νησιωτών. ..Αρκετοί θα θεωρήσουν τη θάλασσα του Αιγαίου «ολιγοτροφική» σε αντίθεση με τις τουρκικές ακτές που οι ντόπιοι τούς λένε πως είναι πλούσιες..
Τι ήταν το ψάρεμα πριν τον ερχομό των ψαράδων από απέναντι; Ήταν θέμα ζωτικής σημασίας για τον Έλληνα ακτήμονα, τον Έλληνα που δεν διέθετε γη, να σκέφτεται τον γιαλό σαν πόρο που θα μπορούσε να τον ανακουφίσει απ’ το φάσμα της λιμοκτονίας, έστω και προσωρινά. ..Στο γυαλό στην Κάρυστο,τα χρόνια της Τουρκοκρατίας ,κατέβαιναν οι..άποροι να μαζέψουν κανα χταπόδι , να ρίξουν τις πετονιές για κάνα μουγκρί, να ξεκολλήσουν καμιά πεταλίδα, κάνα αχινό για να βγάλουν τον επιούσιο...Κανα δυο σακάτηδες σακατεύτηκαν προσπαθώντας να βγάλουν κανα ψάρι με δυναμίτη κι αυτό ήταν όλο...
Ο Τάσος Ζάππας, ο σπουδαίος συμπατριώτης μας, μνήμων των «Ψαράδων»(1972) αναφέρει:«Στις αρχές του αιώνα στον Ευβοϊκό, οι λιγοστοί ψαράδες του τόπου δεν είχανε μεγάλη ψαράδικη πείρα, μήτε σπουδαία σιρμαγιά. Ήταν εκείνο τον καιρό, πολύ καθυστερημένη η ψαράδικη τέχνη. Επόμενο να χρειαζόταν πολύ ιδροκόπι για να βγει το καρβέλι κι ας είχε πλούτος τούτος ο κόρφος» Το σύνολο των ψαράδων στην Ηπειρωτική Ελλάδα μιλούσε την αρβανίτικη διάλεκτο όπως μνημειώνει στους διαλόγους των «χταποδάδων» ο Ευβοιώτης λογοτέχνης σε κείμενό του στο περιοδικό αλιεία (1970) ..Στο «αλιευτικό χρονικό του Ευβοϊκού» (1968) ο Ζάππας σκιαγραφεί την σιωπηρή επανάσταση που σημειώθηκε με την είσοδο των ψαράδων από την Αγία Παρασκευή. .Δεν φέρανε μόνο νέα εργαλεία αλλά ένα καινούργιο φαντασιακό για τη θάλασσα: Ως τότε όλοι ψάρευαν στα «κατάγιαλα», δίπλα στην ακτή... Στον πρώτο διωγμό που υπέστη το χωριό της Αγίας Παρασκευής, το 1916-18, οι ανεμοτρατάρηδες Νίκος Ποδαράς και Ευάγγελος Κούτουκας φέρνουν την πρωτοποριακή ανεμότρατα... Οι Τσεσμελίδες, για δεκαετίες στάθηκαν, αναγνωρίζει ο συγγραφέας, οι πιο φημισμένοι ανεμοτρατάρηδες με τη μακριά τους παράδοση και πείρα. Όπως και στη Χίο, έτσι και στην Ερέτρια εγκαθίστανται οικογένειες που ανέλαβαν τα δύσκολα χρόνια μετά τη Μικρασιατική καταστροφή να ταΐσουν με τις άφθονες ψαριές τους τα πεινασμένα στόματα των προσφύγων. Ο Ζάππας μνημειώνει την συμβολή των ανεμοτρατάδικων οικογενειών της Ερέτριας Ορφανού, Μανίκα, Ξυλά, Γιαγκουδάκη, Υψηλάντη, Καριόλακα, Οικονόμου. Κάποια επώνυμα τα αναγνωρίζουμε και ως Χιώτικα! Τα καΐκια δούλευαν πάντα ζυγά. Εκείνες οι ανεμότρατες έριχναν την τράτα τους στο βυθό και τις δύο άκρες του συρματόσκοινου τις έδεναν στην πρύμνη-από μια σε κάθε καΐκι.
Μαζί με τις ανεμότρατες έκαναν για πρώτη φορά την εμφάνισή τους και τα γρι-γρι. Η ίδια η λέξη, παραφθορά ίσως από το «γυρί-γυρί», τον κύκλο των διχτυών, εννοιολογεί μια σειρά τεχνικών οι οποίες κοινό έχουν ένακυκλικό δίχτυ που καλάρεται γρήγορα από ένα μεγάλο καΐκι (ψαροπούλα) με γερή μηχανή. Η εμφάνιση του γρι-γρι έλυσε και το σοβαρό πρόβλημα εξεύρεσης δολώματος για τα παραγαδιάρικα που λυνόταν δυστυχώς πριν το 1922 μόνο με χρήση δυναμίτη. Από τότε ξεκινά η συνεργασία των παράκτιων ψαράδων με τη μέση αλιεία: Oι ψαράδες θα περιμένουν έκτοτε την πρώτη καλάδα του γρι-γρι για να προμηθευτούν ένα κασάκι γαύρο ή σαρδέλα για να δολώσουν τα μέτζα / σκαθαρωτά παραγάδια τους και να τα ρίξουν νωρίς το πρωί...
Οι Μικρασιάτες ψαράδες, με τον προσανατολισμό τους στην ανοιχτή θάλασσα εκσυγχρόνισαν τα παλιά αλιευτικά ήθη τα οποία κατέληγαν σε βίαιες αυτοδικίες, θύμα των οποίων υπήρξε ο πατέρας του σπουδαίου θαλασσογράφου. ..«Οι παλιοί μικροψαράδες με τα δίχτυα κάνανε το λάθος να πιστεύουνε, γράφει ο Ζάππας, πως οι ψαρομεριές, τα «καρτέρια», αποτελούνε χτήμα τους, λες και το είχανε με συμβόλαιο στην κατοχή τους, όπου κανείς άλλος διχτάς δεν είχε δικαίωμα να πάγει να ρίξει δίχτυα. Αν κάποιος παράβαινε τον αυθαίρετο νόμο της νομιζόμενης ιδιοκτησίας τους, που μονάχοι τους τον είχαν σοφιστεί, πήγαιναν και του ρίχναν μπροστά, κολλητά, άλλο δίχτυ να τού το φράξουν. Τον ξένο ψαρά τον τρομοκρατούσαν με πράξεις βίας, με ξυλοδαρμό, με εμβολισμό και με ποινές ακόμα βαρύτερες και κολάσιμες.»
Η Μικρασιατική καταστροφή (1922) υπήρξε σταθμός για την ελληνική αλιεία. Σημαντικός αριθμός ομογενών αλιευτικών πληθυσμών που μέχρι τότε κατοικούσαν στα παράλια του κόλπου της Ερυθραίας, ρίφθηκε στις ελληνικές ακτές. Ο πληθυσμός αυτός, δραστήριος, δημιουργικός και εργατικός, εισήγαγε μια σειρά από τεχνικές και νοοτροπίες που άλλαξαν τον τρόπο που οι ψαράδες έβλεπαν την θάλασσα. Οι αλλαγές περιλάμβαναν και την ψυχοσύνθεση: O ψαράς μέχρι τότε ήταν ο παράκτιος ψαράς. Σπάνια ανοιγόταν στο πέλαγος. Δεν είχε επαγγελματική περηφάνεια και αυτοπεποίθηση. Τα παραπάνω αντανακλούσαν ανθεκτικές πολιτισμικές πεποιθήσεις, ήδη παρούσες στα Ομηρικά έπη. Η ελληνική λογοτεχνία, στις αρχές του 20ου αιώνα, συνέχιζε να καλλιεργεί το στερεότυπο του βασανισμένου ψαρά. Ο Λάμπρος Πορφύρας στο ποίημα του «Φωνές της θάλασσας» μας καλεί να πιούμε το κρασί μας μαζί με «σκυφτούς ψαράδες, μ’ ανθρώπους που βασάνισε κι η θάλασσα κι η φτώχεια» ενώ ο Γιάννης Περγιαλίτης στις «Γραμμές στην αμμουδιά» μας μιλά για «τον γέρο-ψαρά, που με το ξεροβόρι ή με το λιοπύρι, ως το μεσημέρι πάνω στις ξέρες, ώρες σκυμμένος, ασάλευτος, εψάρευε, και ξεπαγιασμένος, ξυλιασμένος ή μουσκεμένος στον τίμιο ιδρώτα του γύριζε τις απόκεντρες γειτονιές του νησιού για να οικονομήσει το καθημερινό ψαράκι της ψαροφαμίλιας του.
Με την εμφάνιση των Μικρασιατών στον χάρτη της ελλαδικής αλιείας το στερεότυπο αναδιοργανώνεται. Ο απομονωμένος και παρίας ψαράς αντικαθίσταται από την εξωστρεφή κοινότητα ψαράδων όπου εντός της ενθαρρύνονται η πρωτοβουλία, η παραγωγή καινοτομιών, η καλλιέργεια μιας αισιόδοξης κουλτούρας. Η περηφάνια του ψαρά, τόσο διθυραμβική στο δημοφιλές άσμα για τον καπετάν Ανδρέα Ζέπο, εδράζεται στην επιτυχία αυτής της επαγγελματικής ομάδας να ταΐσει με τα ψάρια της χιλιάδες πρόσφυγες την κρίσιμη περίοδο των πρώτων χρόνων. Σύμφωνα με τις μαρτυρίες της εποχής, η αφθονία των ψαριών ήταν παροιμιώδης και οι ψαράδες τροφοδοτούσαν τον κόσμο με τα πιο εκλεκτά ψάρια σε ποσότητες που ουδέποτε είχαν εμφανιστεί στο παρελθόν. Τα καινούργια εργαλεία που έφεραν οι Μικρασιάτες εκμεταλλεύτηκαν παρθένους αλιευτικούς θύλακες αλλά και είδη ψαριών τα οποία αν και ενδημούσαν στην ελληνική επικράτεια, εντούτοις δεν είχε καταστεί δυνατόν να αλιευτούν σε σοβαρές ποσότητες λόγω ακατάλληλων τεχνικών. Γρήγορα τα νέα διαδόθηκαν και στους ντόπιους και τους έδωσαν τη δυνατότητα να κερδίσουν πιο άνετα το ψωμί τους...
Αρκετοί ψαράδες του Σαρωνικού έθρεψαν τις οικογένειές τους μετά το 1922 με καινότροπα θαυματουργά εργαλεία που έφεραν οι Τσεσμελίδες ψαράδες. Μια ωραία περιγραφή ενός τέτοιου εργαλείου, της ζόκας, τη χρωστάμε σε κείμενο του Σαματούρα, έναν πρώιμο sportman της ερασιτεχνικής αλιείας: «Τα άλλα εργαλεία ήταν γι’ αυτόν μόνο για πλάκα. Όταν τέλειωνε με το αρμάτωμα της ζόκας του πήγαινε με την τραγίνα (καλαμαριέρα) να πιάσει δόλωμα, χταπόδια μεγάλα και μικρά στο Ρηχό. Κάθονταν και τα ξεπέτσιαζε μαστορικά για να δολώνει τις ζόκες του μ’ αυτά. Μετά έπαιρνε τα εργαλεία του, σήκωνε το λατίνι και αρμένιζε για τα γνωστά του σημάδια. Όταν κοντοζύγωνε έκανε τον σταυρό του γυρίζοντας τα μάτια του κατά τον ουρανό. Άναψε το τσιγάρο του και με λίγες κουπιές έφτασε γιομάτος ελπίδες στα σημάδια του. Πάτωσε τη ζόκα του μέσα στην απόλυτη ησυχία της νύχτας. Σκαντζάρει τραβώντας λίγες κουπιές. Την ξαναπατώνει και κάνοντας τον σταυρό του παρακαλάει τον Άη- Νικόλα να κάνει κουμάντο. Το θαύμα δεν άργησε να γίνει. Μόλις η ζόκα του με τους 4 κλέφτες άγγιξε το βυθό, όρμισαν τα ψάρια να τη φάνε. Τραντάχτηκε ολάκερος απ’ τα τσιμπήματα. Άρχισε να λεβάρει τα μπόσικα στην αρχή κι ύστερα την ασήκωτη πια ζόκα του. Όταν καμιά φορά ξενέρισε τη ζόκα, άπλωσε τη φαρδύστομη και βαθυσάκουλη απόχη του και κουκούλωσε μ’ αυτήν το τσαμπί με τις σφυρίδες που ήταν καρφωμένες στη ζόκα και στους κλέφτες της. Ξαγκίστρωσε μάνι μάνι τα ψάρια και τα’ ριξε στα πανιόλα της πλώρης. Ίσιωσε τα στραβωμένα αγκίστρια, τα νετάρισε και τα ξαναδόλωσε με χταπόδι, προσεκτικά και όλα τούτα με ταχύτητα αστραπής». Ο παραπάνω πρόσφυγας κατάφερε και βιοπορίστηκε με την πολύτεκνη φαμελιά του από την μικρασιάτικη ζό(γ)κα.
Οι μικρασιάτες έφεραν επίσης στην Ελλάδα την καλαμαριέρα (καυτερό ή τραγίνα), ένα μικρό μολυβένιο αδράχτι το οποίο στο κάτω μέρος φέρει ένα στεφάνι από μυτερές βελόνες, συνήθως από στραβωμένα τσαπαρίσια αγκίστρια,στραμμένες προς τα πάνω. Γύρω απ’ τον κορμό της καλαμαριέρας συνήθιζαν να τυλίγουν λευκό πανί. Οι ψαράδες που εξορμούσαν κατά τις φεγγαρόφωτες νύχτες του φθινοπώρου άφηναν την καλαμαριέρα να φτάσει μέχρι το βυθό κι έπειτα τραβούσαν κι άφηναν εναλλάξ το νήμα μέχρι τη στιγμή που το αυξημένο βάρος στο νήμα σήμαινε ότι έχει προσκολληθεί καλαμάρι. Με το απότομο τράβηγμα του ψαρά, τα βελόνια διαπερνούσαν και συγκρατούσαν το καλαμάρι και ο ψαράς το ανέσυρε στην επιφάνεια. Μέχρι το 1930 υπήρχε τέτοια πλησμονή κεφαλόποδων που σύμφωνα με τις μαρτυρίες προκαλούσαν την απελπισία των καθετατζήδων. Οι σουπιές και τα καλαμάρια που καιροφυλακτούσαν λίγα μέτρα απ’ τον πυθμένα δεν άφηναν να πατώσουν οι καθετές και αρπάζοντας τα δολώματα κόβανε και τις πετονιές! Οι λίγοι που κάτεχαν αυτό το άγνωστο εργαλείο εκτός από το γέμισμα μέσα σε λίγη ώρα του πανεριού τους με μισόκιλα καλαμάρια εισέπρατταν και τις ευχαριστίες επειδή καθάριζαν τον βυθό απ’ τα θρασύτατα κεφαλόποδα.
Το χωριό της Αγίας Παρασκευής του Τσεσμέ (Κιόστε), σε απόσταση τριών χιλιομέτρων από την πόλη, ήταν ακμαιότατο παραλιακό ναυτοχώρι, με ξεχωριστή δράση, καθώς ήταν το μόνο χωριό στα παράλια της Μικρασίας που διέθετε συγκροτημένο αλιευτικό στόλο. Το μέρος αποτελούσε έναν εξαιρετικά αποδοτικό ψαρότοπο, τουλάχιστον μέχρι τη δεκαετία του ’80, σύμφωνα με τον Ιωάννη Κάλιτς, υποβρύχιο κυνηγό από την Πόλη. Γινόταν εξαγωγή στο λιαστό χταπόδι. Σύμφωνα με τα αρχεία πριν από τον διωγμό, μόνο η Βουλγαρία απορροφούσε 500 τόνους. Οι Μικρασιάτες είχαν έναν ιδιαίτερο τρόπο ψαρέματος για τους τόνους τα ρίκια και τις παλαμίδες, κοντολογής για τα μεταναστευτικά αφρόψαρα. Κάποιος που βρισκόταν στο λόφο αμέσως μόλις διέκρινε το ριπίδισμα της θάλασσας που έκαναν τα κοπάδια των ψαριών έκανε σινιάλο στη βάρκα που ήταν στα ανοιχτά και αυτοί έσπρωχναν το κοπάδι στο Ταλιάνι. Το (ν)ταλιάνι της Αγίας Παρασκευής ήταν ένας χώρος μέσα στη θάλασσα με κλείσιμο την παραλία και περιτριγυρισμένος με δίχτυ, καρφωμένο με πασσάλους στο βυθό. Άφηναν ένα άνοιγμα όπου έμπαινε το κοπάδι και στη συνέχεια έκλειναν την πόρτα. Μεταξύ του κόλπου του Αγίου Γεωργίου και της Αγίας Παρασκευής, στις αρχές του 20ου αιώνα, η ετήσια αλιεία τόνου ήταν περίπου 500.000 οκάδες. Είναι γεγονός ότι την γαστρονομική κουλτούρα κατανάλωσης αλιπάστων την καλλιέργησαν και τη διέδωσαν οι Μικρασιάτες (επικοινωνία με αείμνηστη Τσεσμελιά): «-Τρώγαν πολλά παστά, κολιούς, σαρδέλες, λακέρδα για μεζεδάκια για το ούζο οι άνδρες. Μαγειρεύανε πολλά χταπόδια. Η μητέρα μου τα διατηρούσε στη γυάλα με ξύδι. Οι ψαρόσουπές τους ήταν ανεπανάληπτες.» Η Γ.Λ, 85 χρονών, από πιο χαμηλή εισοδηματικά τάξη θυμάται: «-Τρώγαμε ψάρια βεβαίως. Επί το πλείστον ψιλά ψάρια γιατί ήταν φτωχοί άνθρωποι οι γονείς μου. Ιδιαίτερα σμαρίδες. Τις κάνανε πλακί και μαρινάτες, βάζανε και δεντρολίβανο μέσα..» Τα παράκτια καΐκια συνέχιζαν να εργάζονται και το χειμώνα με μπαρμπουνόδιχτα καθώς ο διαμελισμός των ακτών και οι κλειστοί κόλποι επέτρεπαν στα υπήνεμα μέρη την αλιεία ιδιαίτερα στον κόλπο των Λίτζιων όπου τα μπαρμπούνια ήταν άφθονα. Οι τρατάρηδες πάλι, έλειπαν πολλούς μήνες. Οι καπετάνιοι έκαναν συμφωνίες τα πληρώματα να είναι εξάμηνα. Έφευγαν για να ψαρέψουν σε Θεσσαλονίκη, Καβάλα, Βόλο, Σμύρνη και αλλού. Την βιωματική σχέση που είχαν οι κάτοικοι της Αγίας Παρασκευής με την ψαροσύνη διέσωσαν λαογράφοι που μνημονεύουν το τραγούδι με το οποίο συνόδευαν τασχολιαρόπαιδα το σβύσιμο με υγρό σφουγγάρι της μαύρης πλάκας όταν μάθαιναν να γράφουν:
Προσωπικά ,έχω έναν ιδιαίτερο λόγο να τιμώ τους αλιείς μας,μια και στα χρόνια της επαγγελματικής δραστηριότητας του αείμνηστου πατέρα μου,το βιος τους,που δεν ήταν τίποτε άλλο από τα αλιεύματα που έφεραν στον κόλπο της Καρύστου,μεταφέραμε με τα φορτηγά μας στις Ιχθυαγορές της Αττικής και η συνεργασία μας ήταν εξασφάλιση του ψωμιού όλων μας..Ο Γεώργιος Κοκοκύρης,γυιος του Μιχάλη και της Κατίνας Κοκοκύρη γεννήθηκε στη Χίο,όπου νεαρά παιδιά ,πρόσφυγες από την Αγία Παρασκευή του Τσεσμέ είχαν καταφύγει οι γονείς του...Ο πατέρας Κοκοκύρης κουβαλούσε την αλιευτική παράδοση της Αγίας Παρασκευής και αυτή μεταλαμπάδευσε στους γυιούς του,οι οποίο διέπρεψαν για δεκαετίς στην αλιεία...Τα στοιχεία της Αλιευτικής παράδοσης της Αγίας Παρασκευής προσπαθώ να αποτυπώσω στο παρακάτω κείμενο...
Αλλά ας πιάσουμε να ξετυλίξουμε το κουβάρι από την αρχή ,να δούμε τις ρίζες της νεώτερης ελληνικής αλιείας,μέσα από την οικογενειακή διαδρομή των Κοκοκυραίων...
Ένα ορόσημο για την ελληνική ψαροσύνη ήταν η μικρασιατική καταστροφή: Σημαίνει το πέρασμα των ψαράδων από τον αλιευτικό μεσαίωνα στην μοντέρνα εποχή. ..Για πολλούς αιώνες πριν η πλούσια κληρονομιά της Ελληνορωμαϊκής περιόδου σε αλιευτικές τεχνικές και βιβλιογραφία είχε επισκοτισθεί. ..Όπως δείχνουν τα αρχεία των μονών του Αγίου Όρους, το ψάρεμα με την κατάρρευση της Βυζαντινής αυτοκρατορίας σημείωσε καθυστέρηση. ..Ακόμα και μετά την εθνική απελευθέρωση διατήρησε την πρωτόγονη μορφή αναιμικής βιοτεχνίας με πενιχρή απόδοση... Ξένοι περιηγητές που επισκέπτονται τα νησιά του Αρχιπελάγους μένουν έκπληκτοι απ’ την εντυπωσιακή έλλειψη ψαριών στο διαιτολόγιο των νησιωτών. ..Αρκετοί θα θεωρήσουν τη θάλασσα του Αιγαίου «ολιγοτροφική» σε αντίθεση με τις τουρκικές ακτές που οι ντόπιοι τούς λένε πως είναι πλούσιες..
Τι ήταν το ψάρεμα πριν τον ερχομό των ψαράδων από απέναντι; Ήταν θέμα ζωτικής σημασίας για τον Έλληνα ακτήμονα, τον Έλληνα που δεν διέθετε γη, να σκέφτεται τον γιαλό σαν πόρο που θα μπορούσε να τον ανακουφίσει απ’ το φάσμα της λιμοκτονίας, έστω και προσωρινά. ..Στο γυαλό στην Κάρυστο,τα χρόνια της Τουρκοκρατίας ,κατέβαιναν οι..άποροι να μαζέψουν κανα χταπόδι , να ρίξουν τις πετονιές για κάνα μουγκρί, να ξεκολλήσουν καμιά πεταλίδα, κάνα αχινό για να βγάλουν τον επιούσιο...Κανα δυο σακάτηδες σακατεύτηκαν προσπαθώντας να βγάλουν κανα ψάρι με δυναμίτη κι αυτό ήταν όλο...
Ο Τάσος Ζάππας, ο σπουδαίος συμπατριώτης μας, μνήμων των «Ψαράδων»(1972) αναφέρει:«Στις αρχές του αιώνα στον Ευβοϊκό, οι λιγοστοί ψαράδες του τόπου δεν είχανε μεγάλη ψαράδικη πείρα, μήτε σπουδαία σιρμαγιά. Ήταν εκείνο τον καιρό, πολύ καθυστερημένη η ψαράδικη τέχνη. Επόμενο να χρειαζόταν πολύ ιδροκόπι για να βγει το καρβέλι κι ας είχε πλούτος τούτος ο κόρφος» Το σύνολο των ψαράδων στην Ηπειρωτική Ελλάδα μιλούσε την αρβανίτικη διάλεκτο όπως μνημειώνει στους διαλόγους των «χταποδάδων» ο Ευβοιώτης λογοτέχνης σε κείμενό του στο περιοδικό αλιεία (1970) ..Στο «αλιευτικό χρονικό του Ευβοϊκού» (1968) ο Ζάππας σκιαγραφεί την σιωπηρή επανάσταση που σημειώθηκε με την είσοδο των ψαράδων από την Αγία Παρασκευή. .Δεν φέρανε μόνο νέα εργαλεία αλλά ένα καινούργιο φαντασιακό για τη θάλασσα: Ως τότε όλοι ψάρευαν στα «κατάγιαλα», δίπλα στην ακτή... Στον πρώτο διωγμό που υπέστη το χωριό της Αγίας Παρασκευής, το 1916-18, οι ανεμοτρατάρηδες Νίκος Ποδαράς και Ευάγγελος Κούτουκας φέρνουν την πρωτοποριακή ανεμότρατα... Οι Τσεσμελίδες, για δεκαετίες στάθηκαν, αναγνωρίζει ο συγγραφέας, οι πιο φημισμένοι ανεμοτρατάρηδες με τη μακριά τους παράδοση και πείρα. Όπως και στη Χίο, έτσι και στην Ερέτρια εγκαθίστανται οικογένειες που ανέλαβαν τα δύσκολα χρόνια μετά τη Μικρασιατική καταστροφή να ταΐσουν με τις άφθονες ψαριές τους τα πεινασμένα στόματα των προσφύγων. Ο Ζάππας μνημειώνει την συμβολή των ανεμοτρατάδικων οικογενειών της Ερέτριας Ορφανού, Μανίκα, Ξυλά, Γιαγκουδάκη, Υψηλάντη, Καριόλακα, Οικονόμου. Κάποια επώνυμα τα αναγνωρίζουμε και ως Χιώτικα! Τα καΐκια δούλευαν πάντα ζυγά. Εκείνες οι ανεμότρατες έριχναν την τράτα τους στο βυθό και τις δύο άκρες του συρματόσκοινου τις έδεναν στην πρύμνη-από μια σε κάθε καΐκι.
Μαζί με τις ανεμότρατες έκαναν για πρώτη φορά την εμφάνισή τους και τα γρι-γρι. Η ίδια η λέξη, παραφθορά ίσως από το «γυρί-γυρί», τον κύκλο των διχτυών, εννοιολογεί μια σειρά τεχνικών οι οποίες κοινό έχουν ένακυκλικό δίχτυ που καλάρεται γρήγορα από ένα μεγάλο καΐκι (ψαροπούλα) με γερή μηχανή. Η εμφάνιση του γρι-γρι έλυσε και το σοβαρό πρόβλημα εξεύρεσης δολώματος για τα παραγαδιάρικα που λυνόταν δυστυχώς πριν το 1922 μόνο με χρήση δυναμίτη. Από τότε ξεκινά η συνεργασία των παράκτιων ψαράδων με τη μέση αλιεία: Oι ψαράδες θα περιμένουν έκτοτε την πρώτη καλάδα του γρι-γρι για να προμηθευτούν ένα κασάκι γαύρο ή σαρδέλα για να δολώσουν τα μέτζα / σκαθαρωτά παραγάδια τους και να τα ρίξουν νωρίς το πρωί...
Οι Μικρασιάτες ψαράδες, με τον προσανατολισμό τους στην ανοιχτή θάλασσα εκσυγχρόνισαν τα παλιά αλιευτικά ήθη τα οποία κατέληγαν σε βίαιες αυτοδικίες, θύμα των οποίων υπήρξε ο πατέρας του σπουδαίου θαλασσογράφου. ..«Οι παλιοί μικροψαράδες με τα δίχτυα κάνανε το λάθος να πιστεύουνε, γράφει ο Ζάππας, πως οι ψαρομεριές, τα «καρτέρια», αποτελούνε χτήμα τους, λες και το είχανε με συμβόλαιο στην κατοχή τους, όπου κανείς άλλος διχτάς δεν είχε δικαίωμα να πάγει να ρίξει δίχτυα. Αν κάποιος παράβαινε τον αυθαίρετο νόμο της νομιζόμενης ιδιοκτησίας τους, που μονάχοι τους τον είχαν σοφιστεί, πήγαιναν και του ρίχναν μπροστά, κολλητά, άλλο δίχτυ να τού το φράξουν. Τον ξένο ψαρά τον τρομοκρατούσαν με πράξεις βίας, με ξυλοδαρμό, με εμβολισμό και με ποινές ακόμα βαρύτερες και κολάσιμες.»
Η Μικρασιατική καταστροφή (1922) υπήρξε σταθμός για την ελληνική αλιεία. Σημαντικός αριθμός ομογενών αλιευτικών πληθυσμών που μέχρι τότε κατοικούσαν στα παράλια του κόλπου της Ερυθραίας, ρίφθηκε στις ελληνικές ακτές. Ο πληθυσμός αυτός, δραστήριος, δημιουργικός και εργατικός, εισήγαγε μια σειρά από τεχνικές και νοοτροπίες που άλλαξαν τον τρόπο που οι ψαράδες έβλεπαν την θάλασσα. Οι αλλαγές περιλάμβαναν και την ψυχοσύνθεση: O ψαράς μέχρι τότε ήταν ο παράκτιος ψαράς. Σπάνια ανοιγόταν στο πέλαγος. Δεν είχε επαγγελματική περηφάνεια και αυτοπεποίθηση. Τα παραπάνω αντανακλούσαν ανθεκτικές πολιτισμικές πεποιθήσεις, ήδη παρούσες στα Ομηρικά έπη. Η ελληνική λογοτεχνία, στις αρχές του 20ου αιώνα, συνέχιζε να καλλιεργεί το στερεότυπο του βασανισμένου ψαρά. Ο Λάμπρος Πορφύρας στο ποίημα του «Φωνές της θάλασσας» μας καλεί να πιούμε το κρασί μας μαζί με «σκυφτούς ψαράδες, μ’ ανθρώπους που βασάνισε κι η θάλασσα κι η φτώχεια» ενώ ο Γιάννης Περγιαλίτης στις «Γραμμές στην αμμουδιά» μας μιλά για «τον γέρο-ψαρά, που με το ξεροβόρι ή με το λιοπύρι, ως το μεσημέρι πάνω στις ξέρες, ώρες σκυμμένος, ασάλευτος, εψάρευε, και ξεπαγιασμένος, ξυλιασμένος ή μουσκεμένος στον τίμιο ιδρώτα του γύριζε τις απόκεντρες γειτονιές του νησιού για να οικονομήσει το καθημερινό ψαράκι της ψαροφαμίλιας του.
Με την εμφάνιση των Μικρασιατών στον χάρτη της ελλαδικής αλιείας το στερεότυπο αναδιοργανώνεται. Ο απομονωμένος και παρίας ψαράς αντικαθίσταται από την εξωστρεφή κοινότητα ψαράδων όπου εντός της ενθαρρύνονται η πρωτοβουλία, η παραγωγή καινοτομιών, η καλλιέργεια μιας αισιόδοξης κουλτούρας. Η περηφάνια του ψαρά, τόσο διθυραμβική στο δημοφιλές άσμα για τον καπετάν Ανδρέα Ζέπο, εδράζεται στην επιτυχία αυτής της επαγγελματικής ομάδας να ταΐσει με τα ψάρια της χιλιάδες πρόσφυγες την κρίσιμη περίοδο των πρώτων χρόνων. Σύμφωνα με τις μαρτυρίες της εποχής, η αφθονία των ψαριών ήταν παροιμιώδης και οι ψαράδες τροφοδοτούσαν τον κόσμο με τα πιο εκλεκτά ψάρια σε ποσότητες που ουδέποτε είχαν εμφανιστεί στο παρελθόν. Τα καινούργια εργαλεία που έφεραν οι Μικρασιάτες εκμεταλλεύτηκαν παρθένους αλιευτικούς θύλακες αλλά και είδη ψαριών τα οποία αν και ενδημούσαν στην ελληνική επικράτεια, εντούτοις δεν είχε καταστεί δυνατόν να αλιευτούν σε σοβαρές ποσότητες λόγω ακατάλληλων τεχνικών. Γρήγορα τα νέα διαδόθηκαν και στους ντόπιους και τους έδωσαν τη δυνατότητα να κερδίσουν πιο άνετα το ψωμί τους...
Αρκετοί ψαράδες του Σαρωνικού έθρεψαν τις οικογένειές τους μετά το 1922 με καινότροπα θαυματουργά εργαλεία που έφεραν οι Τσεσμελίδες ψαράδες. Μια ωραία περιγραφή ενός τέτοιου εργαλείου, της ζόκας, τη χρωστάμε σε κείμενο του Σαματούρα, έναν πρώιμο sportman της ερασιτεχνικής αλιείας: «Τα άλλα εργαλεία ήταν γι’ αυτόν μόνο για πλάκα. Όταν τέλειωνε με το αρμάτωμα της ζόκας του πήγαινε με την τραγίνα (καλαμαριέρα) να πιάσει δόλωμα, χταπόδια μεγάλα και μικρά στο Ρηχό. Κάθονταν και τα ξεπέτσιαζε μαστορικά για να δολώνει τις ζόκες του μ’ αυτά. Μετά έπαιρνε τα εργαλεία του, σήκωνε το λατίνι και αρμένιζε για τα γνωστά του σημάδια. Όταν κοντοζύγωνε έκανε τον σταυρό του γυρίζοντας τα μάτια του κατά τον ουρανό. Άναψε το τσιγάρο του και με λίγες κουπιές έφτασε γιομάτος ελπίδες στα σημάδια του. Πάτωσε τη ζόκα του μέσα στην απόλυτη ησυχία της νύχτας. Σκαντζάρει τραβώντας λίγες κουπιές. Την ξαναπατώνει και κάνοντας τον σταυρό του παρακαλάει τον Άη- Νικόλα να κάνει κουμάντο. Το θαύμα δεν άργησε να γίνει. Μόλις η ζόκα του με τους 4 κλέφτες άγγιξε το βυθό, όρμισαν τα ψάρια να τη φάνε. Τραντάχτηκε ολάκερος απ’ τα τσιμπήματα. Άρχισε να λεβάρει τα μπόσικα στην αρχή κι ύστερα την ασήκωτη πια ζόκα του. Όταν καμιά φορά ξενέρισε τη ζόκα, άπλωσε τη φαρδύστομη και βαθυσάκουλη απόχη του και κουκούλωσε μ’ αυτήν το τσαμπί με τις σφυρίδες που ήταν καρφωμένες στη ζόκα και στους κλέφτες της. Ξαγκίστρωσε μάνι μάνι τα ψάρια και τα’ ριξε στα πανιόλα της πλώρης. Ίσιωσε τα στραβωμένα αγκίστρια, τα νετάρισε και τα ξαναδόλωσε με χταπόδι, προσεκτικά και όλα τούτα με ταχύτητα αστραπής». Ο παραπάνω πρόσφυγας κατάφερε και βιοπορίστηκε με την πολύτεκνη φαμελιά του από την μικρασιάτικη ζό(γ)κα.
Οι μικρασιάτες έφεραν επίσης στην Ελλάδα την καλαμαριέρα (καυτερό ή τραγίνα), ένα μικρό μολυβένιο αδράχτι το οποίο στο κάτω μέρος φέρει ένα στεφάνι από μυτερές βελόνες, συνήθως από στραβωμένα τσαπαρίσια αγκίστρια,στραμμένες προς τα πάνω. Γύρω απ’ τον κορμό της καλαμαριέρας συνήθιζαν να τυλίγουν λευκό πανί. Οι ψαράδες που εξορμούσαν κατά τις φεγγαρόφωτες νύχτες του φθινοπώρου άφηναν την καλαμαριέρα να φτάσει μέχρι το βυθό κι έπειτα τραβούσαν κι άφηναν εναλλάξ το νήμα μέχρι τη στιγμή που το αυξημένο βάρος στο νήμα σήμαινε ότι έχει προσκολληθεί καλαμάρι. Με το απότομο τράβηγμα του ψαρά, τα βελόνια διαπερνούσαν και συγκρατούσαν το καλαμάρι και ο ψαράς το ανέσυρε στην επιφάνεια. Μέχρι το 1930 υπήρχε τέτοια πλησμονή κεφαλόποδων που σύμφωνα με τις μαρτυρίες προκαλούσαν την απελπισία των καθετατζήδων. Οι σουπιές και τα καλαμάρια που καιροφυλακτούσαν λίγα μέτρα απ’ τον πυθμένα δεν άφηναν να πατώσουν οι καθετές και αρπάζοντας τα δολώματα κόβανε και τις πετονιές! Οι λίγοι που κάτεχαν αυτό το άγνωστο εργαλείο εκτός από το γέμισμα μέσα σε λίγη ώρα του πανεριού τους με μισόκιλα καλαμάρια εισέπρατταν και τις ευχαριστίες επειδή καθάριζαν τον βυθό απ’ τα θρασύτατα κεφαλόποδα.
Το χωριό της Αγίας Παρασκευής του Τσεσμέ (Κιόστε), σε απόσταση τριών χιλιομέτρων από την πόλη, ήταν ακμαιότατο παραλιακό ναυτοχώρι, με ξεχωριστή δράση, καθώς ήταν το μόνο χωριό στα παράλια της Μικρασίας που διέθετε συγκροτημένο αλιευτικό στόλο. Το μέρος αποτελούσε έναν εξαιρετικά αποδοτικό ψαρότοπο, τουλάχιστον μέχρι τη δεκαετία του ’80, σύμφωνα με τον Ιωάννη Κάλιτς, υποβρύχιο κυνηγό από την Πόλη. Γινόταν εξαγωγή στο λιαστό χταπόδι. Σύμφωνα με τα αρχεία πριν από τον διωγμό, μόνο η Βουλγαρία απορροφούσε 500 τόνους. Οι Μικρασιάτες είχαν έναν ιδιαίτερο τρόπο ψαρέματος για τους τόνους τα ρίκια και τις παλαμίδες, κοντολογής για τα μεταναστευτικά αφρόψαρα. Κάποιος που βρισκόταν στο λόφο αμέσως μόλις διέκρινε το ριπίδισμα της θάλασσας που έκαναν τα κοπάδια των ψαριών έκανε σινιάλο στη βάρκα που ήταν στα ανοιχτά και αυτοί έσπρωχναν το κοπάδι στο Ταλιάνι. Το (ν)ταλιάνι της Αγίας Παρασκευής ήταν ένας χώρος μέσα στη θάλασσα με κλείσιμο την παραλία και περιτριγυρισμένος με δίχτυ, καρφωμένο με πασσάλους στο βυθό. Άφηναν ένα άνοιγμα όπου έμπαινε το κοπάδι και στη συνέχεια έκλειναν την πόρτα. Μεταξύ του κόλπου του Αγίου Γεωργίου και της Αγίας Παρασκευής, στις αρχές του 20ου αιώνα, η ετήσια αλιεία τόνου ήταν περίπου 500.000 οκάδες. Είναι γεγονός ότι την γαστρονομική κουλτούρα κατανάλωσης αλιπάστων την καλλιέργησαν και τη διέδωσαν οι Μικρασιάτες (επικοινωνία με αείμνηστη Τσεσμελιά): «-Τρώγαν πολλά παστά, κολιούς, σαρδέλες, λακέρδα για μεζεδάκια για το ούζο οι άνδρες. Μαγειρεύανε πολλά χταπόδια. Η μητέρα μου τα διατηρούσε στη γυάλα με ξύδι. Οι ψαρόσουπές τους ήταν ανεπανάληπτες.» Η Γ.Λ, 85 χρονών, από πιο χαμηλή εισοδηματικά τάξη θυμάται: «-Τρώγαμε ψάρια βεβαίως. Επί το πλείστον ψιλά ψάρια γιατί ήταν φτωχοί άνθρωποι οι γονείς μου. Ιδιαίτερα σμαρίδες. Τις κάνανε πλακί και μαρινάτες, βάζανε και δεντρολίβανο μέσα..» Τα παράκτια καΐκια συνέχιζαν να εργάζονται και το χειμώνα με μπαρμπουνόδιχτα καθώς ο διαμελισμός των ακτών και οι κλειστοί κόλποι επέτρεπαν στα υπήνεμα μέρη την αλιεία ιδιαίτερα στον κόλπο των Λίτζιων όπου τα μπαρμπούνια ήταν άφθονα. Οι τρατάρηδες πάλι, έλειπαν πολλούς μήνες. Οι καπετάνιοι έκαναν συμφωνίες τα πληρώματα να είναι εξάμηνα. Έφευγαν για να ψαρέψουν σε Θεσσαλονίκη, Καβάλα, Βόλο, Σμύρνη και αλλού. Την βιωματική σχέση που είχαν οι κάτοικοι της Αγίας Παρασκευής με την ψαροσύνη διέσωσαν λαογράφοι που μνημονεύουν το τραγούδι με το οποίο συνόδευαν τασχολιαρόπαιδα το σβύσιμο με υγρό σφουγγάρι της μαύρης πλάκας όταν μάθαιναν να γράφουν:
«Στέγνωσε πλακίτσα μου να μη σε ρίξω στο γιαλό
Και σε φαν τα ψάρια και τα καλαμάρια
Ανέβα, κατέβα, ριξ’ ένα κουμάρι αίμα
Να κοκκινίσ’ η θάλασσα,
Να φοβηθούν τα ψάρια και τα καλαμάρια
Μαρία Π.Ανδρέλλου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου