ΚΑΡΥΣΤΙΝΟ ΛΕΞΙΚΟ -επιμέλεια Μαρία Ανδρέλλου.
αβάρετος = ακούραστος |
Αγκοριτσά = άγρια αχλαδιά |
Άζα = η μουτζούρα του τζακιού |
Ακουσμένη = παντρεμένη γυναίκα που έχει συζητηθεί για εξωσυζυγικές σχέσεις |
Αλλαξιά, αλλαξά = Η δεύτερη φορεσιά (Πάρε μια αλλαξά μαζί σου, μπορεί να κατουρηθείς στο δρόμο) |
Ανακούκουρδα = ανακατεμένα |
Αντέτι Μουχαμέτι = Τα ίδια και τα ίδια επαναλαμβάνεις. ( Μάλλον Τούρκικο ) |
απαστριά = ποντίκι |
απονοικοτσυρά = γυναίκα ανοικοκύρευτη |
αρτυμή = το μη νηστήσιμο |
Αστοχιά = κακοκεφιά |
Αστρίτης το μάτι = αστραφτερό, χρησιμοποιείται όταν δεν κλείνει για ύπνο |
Αυτά είναι τους παιδιούνες= αυτά είναι των παιδιών Αντέτι = ξεμάτιασμα |
Αυτοί σούρνουν πανί = αυτοί πηγαινοέρχονται άσκοπα |
Βαρυγκομάω = δυσφορώ , δυσανασχετώ |
βάτρα = σπιτι |
Βετούλι = χρονιάρικο κατσίκι |
Βοϊδοτσεντρίτης = άντρας βλάκας |
βραγιά = ο μπαξες |
Βρωμοστήλα χάμου= κάτσε κάτω,παλουκώσου |
Βρωμοστύλα = Κάτσε φρόνιμα |
Γάλικας = μεγάλο ξύλινο κοφίνι |
Γάνα = η μαυρίλα που βγάζουν τα χαλκόματα |
γάνιασα = κουράστηκα |
γιουρντάρω = ορμάω |
γλαντί = το αδύνατο παιδί |
Γλάρα = πρωινή υγρασία |
Γλωσσοκοπάνα = γυναίκα πολυλογού και ετοιμόλογη |
Γοργόνια = Ζωηρά παιδιά |
Γυφτοκόνισμα = πολύ αδύνατη γυναίκα |
Διάφορο = το κέδρος, το όφελος (Νικάει η ζημιά το διάφορο. (παροιμία)) |
Δρόλαπας = δυνατή βροχή |
Έγινα άμουρος=εξαφανίστηκα |
Εγώ φέγω τώρα = Εγώ φεύγω τώρα |
Ειναι παράωρα = είναι περασμένη η ώρα |
Ζαγάρι = σκύλος ανεπιθύμητος |
Ζαμάνια = Πολλά χρόνια ( Συνήθως λέμε για κάποιον που έχουμε πολύ καιρό να τον δούμε) |
Ζέκες = τύφλες συνοδεύονται με μούτρα (Που νάχεις ζέκες) |
Ζερζεβούλης = σατανάς |
Ήρχα = ήρθαΈχω έρχει = έχω έλθει |
Ισικιωμένη = Η γυναίκα με φυσική χάρη και ήθος,επιθετικός προσδιορισμός ανώτερος της όμορφης |
Και στα επίλοιπα = Ευχή που δίνεται στα τελειώματα, δηλαδή και στις χαρές των υπολοίπων |
Καλά δεξίματα = με το καλό να υποδεχθείτε αυτούς που περιμένετε |
Καλά κρασά = Στο μάζεμα των σταφυλιών |
Καναπελίκι = το κάλυμμα του καναπέ,άσπρο ουγίτικο με δαντέλα τις σχόλες και εμπριμέ απλό τις καθημερινές |
Καούνι = πολύ κρύο, παγωνιά |
Καραμελάτη κουβέρτα = Κουβέρτα φτιαγμένη στον αργαλειό με ρίγες σε όλο το μήκος της |
Καρκαλέτσι= σαμιαμίδιΓκουρτζέλι = το νεογέννητο γουρουνάκι |
Καρυστινή παροιμία: Σηκώθηκεν η όμορφη να κάτσει η ισκιωμένη χάφτας = αγαθιάρης βλακέντιος = βλάκας κουμπάνια =τα τρόφιμα που έπαιρναν οι τσομπάνηδες μαζί τους για να έχουν στο μαντρί να τρώνε συ πού ήστανε; - ήμανε πέρα =εσύ πού ήσουν; - ήμουν πέρα Στο βγάλσιμο ήλιου = ανατολικά Στο χάσιμο ήλιου = δυτικά |
Κάτοικας = το κοτέτσι |
Κατσούλα = η σκούφια, η κουκούλα |
Κατώϊ = αποθήκη στο υπόγειο |
Κεσέμι = το κριάρι ή ο τράγος που οδηγεί το κοπάδι, ο μπροστάρης |
κιοτεύω=δειλιάζω |
κουσελεύω=κουτσομπολεύω |
Κουσέλι=κουτσομπολιό |
Κουσελιάρης ή κουσέλας = κουτσομπόλης |
Κουταλάφι= μεγάλη ακρίδα |
Κουτσαφιές = το φυτό που κάνει κουκιά |
κρεββατίνα = ο αργαλειός |
λιακός = στέγη σπιτιού με χώμα |
Λιγούνα= βέργα |
Λολάδες του Μουτζουρογιάννη (προφανώς παλιός Καρυστινός λωλός που έμεινει στην αιωνιότητα ) |
Λοστάρι = χοντρό και παχύ υφαντό σκέπασμα |
Λούβερη έκανες τον καφέ = Πικρό έφτιαξες τον καφέ |
Μαντζούνι = πρακτικό θεραπευτικό ρόφημα, γιατροσόφι |
Με τους λωλούς λωλαίνομα = παρασύρομαι εύκολα από αστεϊσμούς και πλάκες που κάνουν οι άλλοι και μπαίνω κι εγώ στο κλίμα Γεννήκαμε σεργούνι ή σουργούνι = γίναμε ρεζίλι, βγήκαν στη φόρα οι πομπές μας Κουβεντιασμένη = Γυναίκα που έχει συζητηθεί για ασταθή ερωτικό βίο Βγήκε στη τρυφερίτσα = έκφραση για το κορίτσι που μεγάλωσε και ξεκίνησε τις βόλτες και τα φλερτ δειξάμενη = η εντυπωσιακή γυναίκα |
Μη με κρένεις = Μη μου μουρμουράς |
Μισοκούτρουλος= βλαμμένος |
μισόχλωρος = τρελλός |
Μολέρνω = Φεύγω (κυριολεκτικά και μεταφορικά) |
μπαϊλντισα = κουράστηκα |
Μπάκα = κοιλιά.( Γέμισε η μπάκα του) |
μπασά = πόρτα- πέρασμα |
Μπαστικό= αποθήκη |
μπινιώτα = το πυθάρι |
Μπουγιουρντί = κοινοποίηση δυσάρεστου εγγράφου |
μπουρδουκλώνομαι = μπερδεύομαι |
Μπούρμπερη = στάχτη, σκόνη (Να γίνει στάχτι και μπούλμπερη) |
Μπροστοποδιά = γυναικεία ποδιά κουζίνας |
Να χαίρεσαι τ΄ασκέρι σου = Να χαίρεσαι την οικογένειά σου |
Νιτερέσο = συμφέρον( Δεν έχω νιτερέσα μαζί τους) |
ντάλα μεσημέρι=καταμεσήμερο |
Νταλάκιασα = δίψασα πολύ |
Ντουγρού = ευθεία |
Ντράβαλα = περιπέτειες |
Ξαντάρι = ξάνεμο |
ξεποδαριάζομαι = κουράζομαι απ' το περπάτημα |
ξεργουτού = επί τούτου |
Ξόμπλι = κουτσομπολιό |
Ξομπλιάστρα = αυτή που τα παρατηρεί όλα,που δεν αφήνει τίποτα ασχολίαστο |
Ξοντώνω = εκτονώνομαιΔεν νογάει = δεν καταλαβαίνει, δεν σκαμπάζει |
Ουγίτικο πανί = το λεπτό άσπρο υφαντό με τις ρίγες |
Παδανά, παδαχάμου = Εδώ, εδώ κάτω |
Παίρνω κάποιον καλιακούσα = Τον παίρνω στους ώμους |
πανωγόμι = το επιπλέον φορτίο ενός ζώου, στο κέντρο του σαμαριού (μεταφορικά το πανωτόκι) |
παρδάσκελα = τρόπος καβαλικέματος στο ζώο (ανάποδα) |
πάω ζέβλα ζέβλα = πάω κούτσα -κούτσα |
Πάω μέσα =θα πάω στην Αθήνα |
Πέρνα πόθε=έλα απο 'δω |
Περπατά σα μπασταρδιασμένος, δηλαδή με ασταθή βήματα και άσχημη στάση |
Πέτος = κληματαριά |
Πήρα τα Ρουμάνια = Πήρα τους δρόμους |
πούντιασα = πάγωσα |
Πριπάσω = δεύτερη γυναίκα ,φθηνιάρα |
Προγκάω = διώχνω με φωνές |
σάζμα = στρωσίδι υφαντό φτιαγμένο με μαλλί |
Σερμπέτη έκανες τον καφέ = Έκανες γλυκό τον καφέ |
Σκαπετάω= φεύγω |
Σκατομισογέννης = έκφραση για το σατανά |
σοπάκι = μπερντάκι |
σοστάδα = το σωστό |
Σουρτουκεύω=είμαι συνέχεια έξω |
σοφράς = χαμηλό στρογγυλό τραπέζι |
Στρογέρα = απανεμιά |
Τααήλιου = Κακώς του κάκου |
ταμαχιάρης=αχόρταγος |
Ταμπλάς = Εγκεφαλικό (τούρθε ταμπλάς) |
Τζερεμές = Ο κακοπληρωτής |
Τι νόησες; = πώς την έχεις δει ; |
Τι ψάχεις να βρεις; = Τι ψάχνεις να βρεις; |
Τίβοτα = τίποτα |
Τίλους..(Ιδιωματική έκφραση π.χ. Τίλους δε μου είπες ότι θάρθεις) |
Τον έκανε νταούλι στο ξύλο - Τούδωσε πολύ ξύλο |
Του βέτιου = Κουτουρού |
Του δαιμόν οι κλήρες |
Του πειραντά την κλήρα, ζάφτι δε γίνεται= έκφραση για το άτακτο παιδί που δεν μπορούμε να το στρώσουμε |
Τούτη πάει κατά ήλιου και κατά καημάτου=έκφραση για την "ελαφριά"γυναίκα |
Τράβα = το μεσαίο ξύλο που κρατούσε τα ξύλα της σκεπής |
Τσάφι = πολύ κρύο ,παγωνιά |
Τσεμπέρι γυναικείο μαντήλι κεφαλιού |
Τσίτσα μου , πάνου πάνου ή φτσίτσα μου πάνου πάνου = να έχετε την ευχή μου ως ψηλά στον ουρανό( οι γιαγιάδες στα εγγόνια) |
Τσιφούρα = ψιλόβροχο |
Τσιφουρίζει = ψιλοβρέχει |
Τσούλινδρας = ο κύλινδρος που πατούσαν τις χωμάτινες ταράτσες |
τσουράπια=κάλτσες |
Τσουρούτικο = Στενό, στενόχωρο , μίζερο |
Φουρνοξύλα = κοροϊδευτικά η ψηλή και άχαρη γυναίκα |
Χαλασμένος = Βλαμμένος (αυστηρά Καρυστινή έκφραση) |
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου