Ο Κωστής μου
Της Σπυριδούλας Καλαβρή
Ο ΚΩΣΤΗΣ, ΤΟ ΑΓΑΠΗΜΕΝΟ ΠΑΙΔΙ της γιαγιάς, είναι ο πατέρας μου. Πατέρας που
δίδαξε, σε παιδιά κι εγγόνια, όσα χρειάζονται σ’ έναν άνθρωπο για να ζήσει με αξιοπρέπεια
και κατ’ ουσίαν τη ζωή του. Το χιούμορ του, πότε περιπαιχτικό και πότε καυστικό,
νουθέτησε κι έμεινε στις ψυχές όλων μας, σαν απόλυτη αλήθεια. Τα λόγια του, μετρημένα
και στην κατάλληλη στιγμή. Οι πράξεις του όμως μιλούσαν δυνατά κάνοντας πάντα
θόρυβο.
Εκείνη τη χρονιά του 1947, η μάνα του,ανήμερα του Αγίου Κωνσταντίνου,γιόρταζε όπως
κάθε χρόνο τον Κωστή της. Τι και αν αυτός πολεμούσε στον Γράμμο; Τι και αν πολεμούσε
απέναντι στο άλλο παιδί της, που ήταν στο πλευρό του Δημοκρατικού Στρατού; Εκείνη
πήγε το πρόσφορο στην Παναγιά για την υγεία του Κωστή της. Παρακάλεσε να φυλάει και
τα δύο παλικάρια της από το κακό. Έπειτα γύρισε να τρατάρει γλυκό σε νύφες, γιους,
συννυφάδες, γειτόνισσες. Από το χάραμα έβλεπε νεύματα παράξενα γύρω της. Ώσπου
εκεί που πήγαινε να φέρει νερό για την Καλλιόπη, την άκουσε πίσω της να λέει: «Βρε την
κακομοίρα, αυτή τρατάρει και ο γιος της είναι σκοτωμένος…». «Ποιος θα της το πει;». Δεν
ήθελε άλλο ν’ ακούσει. Έπεσε αναίσθητη κάτω. Άργησε να συνέλθει. Κόντεψε να
ξεψυχήσει, για ένα λάθος. Γιατί λάθος ήταν και ήρθε η ώρα που ο Κωστής γύρισε, μετά
τεσσεράμισι χρόνια θητείας. Γερός, δυνατός και συνειδητοποιημένος, γιατο τι θα πει ζωή,
θάνατος, κοινωνία, πολιτική...
Λίγους μήνες πριν ταξιδέψει, για να πάει κοντά στον μπαρμπα-Μιχάλη, όπως έλεγε
χαριτολογώντας, εννοώντας τον Αρχάγγελο Μιχαήλ, προσπάθησα να τον βοηθήσω να
βάλει το σακάκι του σε μια οικογενειακή μάζωξη. Νευρίασε πολύ. Δεν ήθελε να τον
θεωρούν αδύναμο. Αισθάνθηκε μειωμένος. Πήρε με θυμό το σακάκι από τα χέρια μου. Το
φόρεσε, όρθωσε το γέρικο κορμί και περπάτησε όπως πάντα ορθός, στητός, λεβέντικα.
Νομίζαμε ότι η πιο γενναία πράξη του ήταν όταν γύρισε στη δουλειά του, σε ενάμιση μόλις
μήνα, έπειτα από σοβαρό τροχαίο. Πενηντάρης σχεδόν. Εκείνο το βράδυ έκλεισε το
μαγαζί, ραφτάδικο είχε, και γυρνούσε στο σπίτι. Ένα μηχανάκι, ένας μεθυσμένος οδηγός,
έπεσε πάνω του με αποτέλεσμα να βρεθεί στην εντατική. Μόλις άρχισε να σηκώνεται από
το κρεβάτι, άνοιξε ξανά το μαγαζί. Είχε το ένα πόδι στον γύψο κι ένα μόνιμο ωχ στα χείλη.
Δεν λύγισε και, το κυριότερο,δεν πείνασαν τα παιδιά του. Μερικές φορές έβλεπα ιδρώτα
στο μέτωπό του. «Γιατί ίδρωσες;». «Δεν είναι τίποτα, καλά είμαι», μου έλεγε.
Σε κάθε ευκαιρία, όταν τα εγγόνια ήταν κοντά του, προσπαθούσε να τα ετοιμάσει για τη
ζωή. «Ξέρετε τι σας ζητάω εγώ;», τους έλεγε. «Τι,τι;»,τιτίβιζαν αυτά όλα μαζί. «Να μου
φέρετε, όλοι σας φυλλάδα». Κι εννοούσε κάποιο πτυχίο από ανώτερη σχολή. «Μόνον ο
μορφωμένος άνθρωπος έχει αξία…». Τα παιδιά τον άκουγαν εκστασιασμένα. Ένα, ένα,
όταν ερχόταν η ώρα, έφερναν στον παππού το πτυχίο τους. Εκείνος τα κορνιζάριζε και τα
κρεμούσε πάνω από το κρεβάτι του. «Να η ζωή μου, να η αξία μου», έλεγε δείχνοντάς τα
σε φίλους και γνωστούς.
Τη διδαχή θεωρούσε τη μεγαλύτερη υποχρέωσή του. Όταν ήμασταν μικρά και κατόπιν τα
εγγόνια του, δεν κατανοούσαμε έννοιες και καταστάσεις... Επινοούσε διάφορα
παραδείγματα. Προς επιβεβαίωσή του, έλεγε: «Το γράφει μέσα το βιβλίο του Μπίτσικου».
Κατά τα λεγόμενά του, ήταν ένα πολυσέλιδο βιβλίο που περιελάμβανε όλες τις σοφίες του
κόσμου. Ο Μπίτσικος ήταν μαθηματικός, φίλος του. Του άρεσε να τον κάνει παρέα. Ο
Μπίτσικος είχε την ικανότητα να μεταφέρει στον λόγο ό,τι είχε μέσα στην καρδιά και στο
μυαλό του ο πατέρας.
Πέθανε ένα απομεσήμερο, όπως λέει ο Μητροπάνος: «Όσοι με τον Χάρο γίναν φίλοι, με
τσιγάρο έφυγαν στα χείλη». Ενενήντα τριών χρόνων. Έφαγε, μίλησε με την κόρη του,
άναψε τσιγάρο, τράβηξε μια γερή ρουφηξιά κι έφυγε για το μεγάλο ταξίδι... Τρεις λεβέντες,
ψηλοί, λυγερόκορμοι σαν τον ίδιο, και μια κοπελιά ίσια στο μπόι και στην καρδιά με τους
υπόλοιπους, μ’ ένα νεύμα μεταξύ τους σήκωσαν το φέρετρο έως την εκκλησία. Όλοι οι
παρευρισκόμενοι σιγομουρμούριζαν: «Κοίτα τιμή ο μπαρμπα-Κώστας από τ’ αγγόνια».
Κοίταξα τον ουρανό, σε άκουσα μπαμπά: «Να η ζωή μου, να η τιμή μου…», ώσπου να
φθάσουμε στην εκκλησία. Είχες δίκιο!
ΥΓ.:Στην κηδεία, ο Φάνης, ο επιστήθιος φίλος και συναγωνιστής του, από εκείνες τις
μαύρες μέρες του Εμφυλίου, διάβασε συγκινημένος ένα ποίημα που έγραψε γι’ αυτόν αντί
επικηδείου. Τον ονόμαζε ήρωα γιατί είχε σώσει πολλές ζωές σαν νοσοκόμος που ήταν.
«Τον αγαπούσες τον πατέρα μου, μπαρμπα-Φάνη», του είπα. «Εσείς δεν ξέρετε», μου
απάντησε,«και λίγα είπα».«Ριχνόταν στη φωτιά, δεν διέκρινε δικούς μας και δικούς σας.
Ανάμεσα σ’ άλλους, θυμάμαι, ένα παιδί, γύρω στα δεκάεξι, πέθανε μέσα στα χέρια του.
Αυτό του στοίχισε. «Αχ, αν ήμουν γιατρός, τώρα θα ζούσε», έλεγε και ξανάλεγε, και για
ημέρες δεν κοιμόταν. Έτσι του κόλλησε η πετριά με τη γνώση. Γύρισε και με κοίταξε
απορημένος: «Δεν το ξέρατε, ε;».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου