Κυριακή 21 Ιουλίου 2024

Η Μουσική μας παράδοση - μια "αλυσοδεμένη" ιστορία.

 Επί την ευκαιρία της χθεσινής μουσικοχορευτικής παράστασης μας ήρθαν πάλι στην επιφάνεια μερικά ερωτήματα σε σχέση με την πορεία της μουσικής και χορευτικής μας παράδοσης και την θέση τους στην ζωή μας. 

Δεν κάνω καλές σκέψεις η αλήθεια είναι, γιατί όσο το σκέφτομαι, τόσο καταλήγω στο συμπέρασμα ότι η μουσική και ο χορός μας όχι απλά αγνοήθηκε αλλά εξ επίτηδες λοιδορήθηκε για να ξεχάσει ο λαός την φωνή του και τα βήματα του, να ξεχάσει την ταυτότητα του, με άλλα λόγια, να ξεχάσει το ποιος είναι. Και όσο πιο εύκολα ξεχνά κανείς το ποιος είναι, τόσο πιο εύκολα γίνεται όργανο εκείνου που του δίνει μια νέα ταυτότητα.

"Οι Γερμανοί είναι φίλοι μας" είπε η κυρία βουλευτίνα πριν μερικά χρόνια στην Ευρωβουλή και αυτή την φιλία μας την έδειξαν με την έλευση του Όθωνα και συνεχίστηκε μέσα στα χρόνια μέχρι και το Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο όπου ο Γκαίπελς -αυτός ο μέγας προπαγανδιστής- στήριξε όσο ποτέ την Ελληνική- αλλά όχι παραδοσιακή- μουσική.

Τις δεκαετίες μέχρι και τις αρχές του 80, η ελληνική παραδοσιακή μουσική περιοριζόταν μόνο για Εθνικές εορτές και ταυτιζόταν από το επίσημο κράτος με κάτι που έχει μπει κατά κάποιον τρόπο στο μουσείο. Υπήρχαν ωδεία αλλά δεν υπήρχε η παράδοση μας μέσα σε αυτά.

Δεν ήταν αρκετά καλή για τους μαθητές μουσικής η παραδοσιακή μας μουσική? Αυτόματα δεν περνούσε η εντύπωση ότι η Ελληνική Μουσική είναι υποδεέστερη κάθε άλλης? 

Αλήθεια,πως μπορούμε να εξηγήσουμε αυτή την προσπάθεια του επίσημου κράτους να σιωπήσει η φωνή του λαού του? Η μεσημεριανές εκπομπές του Μυλωνά στην ΕΡΤ αναπληρώνει το κενό και το λάθος? Ευτυχώς όμως η φωνή του λαού δεν σίγασε. Επέζησε μέσα από στόμα σε στόμα, ζωντάνευε στα πανηγύρια και στα χωριά, μεταδιδόταν στα προαύλια των εκκλησιών μετά τις λειτουργίες, αντιλαλούσε στις πλαγιές από περιπλανόμενους ερασιτέχνες μουσικούς μέχρι να έρθει ο Νικόλαος  Πολίτης, ο Σίμωνας Καράς και η μαθήτρια του η Δώρα Στράτου όπως και άλλοι σαν και αυτήν για να καταγράψουν, να μεταδώσουν, να κάνουν γνωστά τα τραγούδια και τους χορούς μας πέρα από επετειακές εκδηλώσεις και ψευτοπερήφανες δηλώσεις για την Μεγαλοσύνη του Ελληνισμού.

Η παραδοσιακή μουσική πήρε άδεια να μπει στα Ωδεία μόλις πρόσφατα. Μόλις πρόσφατα οι ΕΛΛΗΝΙΚΕΣ ΣΧΟΛΕΣ ΜΟΥΣΙΚΗΣ έχουν άδεια από το Ελληνικό κράτος να διδάξουν Ελληνική Μουσική. Δεν είναι τρομερά παράδοξο? 

Όλα είναι "πολιτική" τελικά, όλα είναι το πως εξυπηρετεί τι και ποιον. Και εμάς, τους κατοίκους, τους αυτόχθονες αυτής της Γης, εξυπηρετεί να ζωντανέψει και να δυναμώσει η ταυτότητα μας, η πολιτιστική μας κληρονομιά, να γίνει ζώσα δύναμη αντίστασης κάθε είδους "επιδρομής " ...

Διαβάζουμε μια συνέντευξη του Νίκου Σαραγούδα που έφυγε πρόσφατα από την ζωή για να καταλάβουμε το πως κατάφεραν αυτοί οι αγωνιστές της μουσικής να διασώσουν και να διαδώσουν τα όργανα.







"H Ενωση Ελλήνων Μουσουργών ιδρύθηκε στις 8 Ιουνίου του 1931, με σκοπό την προστασία και προαγωγή της ιδέας της ελληνικής μουσικής δημιουργίας, την ανάπτυξη της αλληλεγγύης μεταξύ των Ελλήνων Μουσουργών και την περιφρούρηση των ηθικών και υλικών συμφερόντων αυτών, σύμφωνα με το πρώτο καταστατικό της.

Το πρώτο Διοικητικό Συμβούλιο είχε για Πρόεδρο τον Διονύσιο Λαυράγκα και μέλη της τους: Δημήτριο Pόδιο, Μανώλη Kαλομοίρη, Μάριο Bάρβογλη, Σπύρο Kαίσαρη, Δημήτρη Mητρόπουλο, Αλέκο Kόντη, Γεώργιο Σκλάβο, Νίκος Xατζηαποστόλου, Νικόλαο Λάβδα και Προκοπίου.
Για την ελληνική κλασική μουσική, σημαντικές πληροφορίες μας παρέχει μια εργασία της Καίτης Ρωμανού για το Μανόλη Καλομοίρη (2).
Εκεί, μεταξύ άλλων, διαβάζουμε ότι «Η μεγαλύτερη από τις επιτυχίες αυτές πραγματοποιήθηκε στην Σαλ Εράρ, σε συναυλία της 26ης Νοεμβρίου 1937, αφιερωμένη στην ελληνική μουσική, που δόθηκε στα πλαίσια των πολιτιστικών εκδηλώσεων της Διεθνούς Εκθέσεως του Παρισιού. Παίχτηκαν έργα Καλομοίρη, Πονηρίδη, Μητρόπουλου, Παπαδόπουλου, Ριάδη, Νεζερίτη, Βάρβογλη, Ζώρα και Πετρίδη και μετείχαν η Σπεράντζα Καλό και ο μαθητής της τενόρος Σίμος Ξένος, η Κρινώ Καλομοίρη-Ζώρα, η Εντίθ Λανγκ-Λάσλο και ο ίδιος ο Καλομοίρης ως πιανίστες, τα μέλη του Κουαρτέτου Κρετλύ και ο κλαρινετίστας Μ. Βασελιέ. […]
Οι Γερμανοί σπάνια στην ιστορία τους κολάκευσαν τόσο τους Ελληνες όσο τη δεκαετία πριν το 2ο Π. Πόλεμο και σπάνια επέδειξαν τόσο αναπτυγμένη και επωφελή για αυτούς ελληνολατρεία. Χρηματοδοτήθηκαν με μεγάλα ποσά οι ανασκαφές στην Ολυμπία επί τρία χρόνια.
Τον Σεπτέμβριο του 1936 επισκέφθηκε την Αθήνα ο Γκαίμπελς και έδωσε χρήματα για φιλανθρωπικούς σκοπούς, για γερμανικές σχολές, εκθέσεις γερμανικής τέχνης, γερμανικής βιομηχανίας και βιοτεχνίας. Την ίδια χρονιά ήρθε η Τελεφούνκεν (χάρη στην οποία τον Δεκέμβριο του 1938 ιδρύθηκε ο πρώτος ελληνικός ραδιοφωνικός σταθμός) και η Λουφτχάνσα, που εγκαινίασε την πρώτη αεροπορική πτήση στην Ελλάδα (Αθήνας – Θεσσαλονίκης).
Το 1937 δωρήθηκαν μεγάλες βιβλιοθήκες στο Πολυτεχνείο και το Πανεπιστήμιο της Αθήνας και δόθηκαν πολλές υποτροφίες σε Ελληνες, ενώ περί τους 100 σπουδαστές και καλλιτέχνες προσκλήθηκαν στο Μόναχο και έγιναν δεκτοί από τον Χίτλερ.
Το Νοέμβριο του 1938 η Κρατική Οπερα της Φραγκφούρτης έδωσε στην Αθήνα ολόκληρη την τετραλογία του Βάγκνερ και προσκλήθηκαν στο Βερολίνο, με δαπάνες της γερμανικής κυβερνήσεως, το Βασιλικό θέατρο, όπως και ο Φ. Οικονομίδης, διευθυντής τότε του Ωδείου Αθηνών, για να διευθύνει συναυλία ελληνικής μουσικής.
Εμμεσα δε, η οικονομική βοήθεια των Γερμανών συντελεί στη μονιμοποίηση της Ορχήστρας του Ωδείου Αθηνών, από τον Οκτώβριο του 1938.
Σε συνέντευξη Τύπου για το γεγονός, που έδωσε στις 2.10.1938 ο διευθυντής Γραμμάτων και Τεχνών Κ. Μπαστιάς, ο διευθυντής του Ωδείου Φ. Οικονομίδης είπε πως «εκεί που η κυβέρνηση είχε αποφασίσει να καταργήσει την επιχορήγηση των 600.000 δρχ. στην ορχήστρα, δίνει 2.050.000 δρχ[…]».
Κατά την περίοδο που εξετάζουμε, πρωτοεμφανίζεται στο χώρο της ελληνικής μουσικής, αν και σε πρωτοεφηβική ηλικία, μια σημαντική, τα επόμενα χρόνια, φυσιογνωμία."

Νίκος Σαραγούδας: «Ό,τι έκανα το έκανα για να μείνει το ούτι»

6 Μαρτίου 2014

Ο Νίκος Σαραγούδας αποτελεί σίγουρα μια ειδική περίπτωση στο χώρο της παραδοσιακής μουσικής. Αρβανίτικης καταγωγής (γεννήθηκε το 1933 στα Σπάτα), ξεκίνησε τη σταδιοδρομία του στη μουσική παίζοντας κιθάρα και τραγουδώντας το νεοδημοτικό ρεπερτόριο της εποχής. Η πρώτη του επαφή με το ούτι έγινε στο καφενείο των μουσικών στα τέλη του ’60, μια εποχή που το όργανο αυτό είχε σχεδόν εξαφανιστεί. Η περίφημη σμυρναίικη σχολή ήταν πλέον μια μακρινή ανάμνηση και το ρεπερτόριο της «καθ’ ημάς ανατολής» ζούσε μόνο στις μνήμες των παλαιοτέρων. Τότε ήταν που ο Σαραγούδας ερωτεύτηκε το ούτι. Αγόρασε ένα όργανο και ξεκίνησε ένα δρόμο μοναχικό, στο πείσμα των καιρών και της «μόδας».

Οι δίσκοι του αυτοί, που κυκλοφόρησαν στις αρχές της δεκαετίας του ’80, μπορούμε να πούμε ότι ήταν ένας προάγγελος της γενικότερης στροφής στον παραδοσιακό ήχο, που παρατηρήθηκε από τη δεκαετία του ’80 έως τις μέρες μας. Σε αυτό το μουσικό κλίμα, ο Σαραγούδας ήταν από τους πρώτους που έφεραν στην επιφάνεια ένα όργανο κι ένα ρεπερτόριο ξεχασμένο και -όχι σπάνια- συκοφαντημένο. Γνώρισε στο κοινό τις εκφραστικές δυνατότητες του οργάνου και αποτέλεσε πηγή έμπνευσης για πολλούς.

saragoudas2

Είχαμε την ευκαιρία να τον συναντήσουμε στο σπίτι του στα Σπάτα και να συζητήσουμε μαζί του.

Πεμπτουσία: Πως ανακαλύψατε και πως αγαπήσατε το ούτι;

Νίκος Σαραγούδας: Το ούτι στα 40 μου χρόνια το έπιασα στα χέρια μου γιατί παλιά οι τραγουδιστές έπρεπε να βαστούν ένα όργανο. Το άκουγα και μου άρεσε. Έπαιζε ένα γεροντάκι στο  «καφενείο μουσικών»  και εκεί το άκουσα και μου άρεσε.

Αν αγαπάς κάτι έτσι ξεκινάει και ριζώνει σιγά-σιγά, το ερωτεύεσαι. Μετά από ένα χρόνο ζήτησα από εκείνον το όργανό του και το αγόρασα.

Το έφερα στο σπίτι, αλλά δεν ήξερα ούτε καν να το κουρδίζω… Έμαθα με την πρακτική, σχεδόν αβοήθητος…Δεν το έβαλα κάτω και σταδιακά πάλευα. Πέρασαν κάποια χρόνια έτσι μες στη φτώχεια και έπειτα άρχισα να παίζω σε κάποιες εκπομπές και με μερικούς τραγουδιστές. Σκαλοπάτι, σκαλοπάτι έγινε ό, τι έγινε…

Π.: Κι όλα αυτά χωρίς βοήθεια, από κανένα;

Ν.Σ.: «Στο ούτι με βοήθησε η γυναικούλα μου η Γιασεμή γιατί είχε καλό αυτί, της άρεσε πολύ η μουσική . Μαζί κάναμε ένα ρεπερτόριο κυρίως με τραγούδια της Μικράς Ασίας που τότε δεν ήταν τόσο γνωστά και διαδεδομένα στον κόσμο. Ξεκινήσαμε σε ένα μαγαζί στο Αλάβαστρον χωρίς μικρόφωνα, ήρεμα με νέους μουσικούς και καταφέραμε και συνεχίσαμε και είχαμε μια πολύ καλή πορεία.»

Του ζητήσαμε να μας πει μερικά λόγια για το ούτι. «Είναι αγάπη» ήταν η πρώτη του κουβέντα. Και στη συνέχεια, άρχισε να εξηγεί:

«Είναι ξύλινο όργανο και πολύ ευαίσθητο. Ξεκίνησε με μια χορδή, άλλος έβαλε μια δεύτερη και κατέληξε σε αυτό που έχουμε σήμερα. Είναι τυφλό όργανο, δεν έχει τάστα .Είναι βυζαντινό όργανο με μόρια.

Στην Ελλάδα ήρθε από την Μικρά Ασία ,από τους Μικρασιάτες. Ως ερασιτέχνες έπαιζαν σε σπίτια και ταβέρνες  σε περιοχές που είχαν εγκατασταθεί αρχικά  όπως η Νέα Ιωνία και η Κοκκινιά.

Όταν εκείνοι έφυγαν πια από τη ζωή έτυχε να συνεχίσει το ούτι με εμένα. Είχα μαθητές, τους έδειξα ό,τι ήξερα. Δίδαξα στην σχολή του Αριστείδη Μόσχου, στη Σχολή του Σίμωνα Καρρά και αλλού γιατί σκοπός μου ήταν να προωθήσω το ούτι και να το αναδείξω.

Μετά ο δρόμος έγινε πιο εύκολος. Πήρα θάρρος σιγά-σιγά. Έλεγα πάντα ότι αν ένας μαθητής καταλάβει το ούτι θα πάρει από μένα ένα ούτι. Ό,τι έκανα το έκανα για να μείνει το ούτι.

Ευχαριστιέμαι τώρα που βλέπω νέα παιδιά να ασχολούνται με το ούτι και να παίζουν καλά. Είναι τα παιδιά αυτά που ασχολούνται με τα παραδοσιακά όργανα με πολλές ευαισθησίες. Δεν γίνεται να αποδώσεις τα μόρια που έχουν τα όργανα αυτά αν δεν έχεις ευαίσθητη καρδιά και λεπτότητα.

Π.: Πώς βλέπετε την κατάσταση για τους σημερινούς μουσικούς; Είναι πιο εύκολα από ό,τι ήταν για εσάς;

Ν.Σ.: «Τα παιδιά σήμερα μαθαίνουν πιο εύκολα από ό, τι μπορούσαμε εμείς. Όλα τα όργανα έχουν μια εξέλιξη ωραία.

Εγώ έμαθα από δίσκους κυρίως. Πήγα δύο φορές και στην Τουρκία να ακούσω τους οργανοπαίχτες εκεί. Δεν είχαμε τότε, βλέπεις, δασκάλους να σου δείξουν τι να παίξεις και πώς να το παίξεις όπως γίνεται σήμερα. Μελετούσα μόνος μου τις νύχτες στο πλυσταριό γιατί δεν υπήρχε χρόνος από τη στιγμή που είχα οικογένεια, άκουγα δίσκους και έκλεβα. Τους δρόμους όμως τους έμαθα από τους ψάλτες και την βυζαντινή μουσική.  Πρέπει να γνωρίζει άλλωστε κανείς τα μακάμια, τους ήχους και πάνω σε αυτά να στηρίζει τους αυτοσχεδιασμούς.»

Π.: Ποια είναι η γνώμη σας για την παραδοσιακή μουσική στην Ελλάδα, σήμερα;

Ν.Σ.: «Παντού έχει γίνει τώρα ζημιά. Την παραδοσιακή μουσική έχουμε μια τάση να τη χαλάμε. Όλοι προσπαθούν να πουν ένα τσιφτετέλι για να αρέσει και να κάνει εντύπωση. Βεβαίως και υπήρχαν και τα τσιφτετέλια, πάντοτε, αλλά δεν είναι μόνο αυτό.

Η παράδοση είναι ωραία όμως δεν υπάρχουν πολλοί άνθρωποι να την υποστηρίξουν. Έχω να ακούσω πολύ καιρό ειδικά μετά το κλείσιμο της ΕΡΤ στην τηλεόραση και το ραδιόφωνο παραδοσιακή μουσική. Πάντα όμως υποστηριζόταν περισσότερο το ευρωπαϊκό τραγούδι πιο πολύ γιατί και οι υπεύθυνοι στα Μέσα δεν γνωρίζουν, δεν έχουν καμία σχέση με αυτό το κομμάτι του πολιτισμού.»

Του ζητήσαμε και μια συμβουλή για τους νέους. Απάντησε με τρεις λέξεις: «μουσική και αγάπη …»

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Που είναι οι 30- 50?

Σεμινάριο για τις πρώτες βοήθειες από την Αδελφότητα Καρυστίων την Κυριακή 10/11 Εδώ και πάρα πολλά χρόνια λέμε ότι ο κόσμος δεν συμμετέχει ...