Επειδή τον παρουσίασαν σαν στουμφάκι στο πιάτο, ας θυμηθούμε τον Διόνυσο.
Φιλολογικές πηγές
Ο χαρακτήρας της λατρείας στη Μακεδονία, όπως στη Θράκη, το ΒΑ Αιγαίο, τη Βοιωτία, είναι διονυσιακός και οργιαστικός. Αυτό μπορεί να συνδεθεί και με τη δράση του Διόνυσου στον χώρο.
i. Ο Ευριπίδης στην τραγωδία Βάκχες, την οποία γράφει κατά τη δεκαοκτάμηνη παραμονή του στη Μακεδονία, δίνει μιαν άλλην εκδοχή του μύθου, που θέλει τον Διόνυσο να γεννιέται από τον μηρό του Δία, και τοποθετεί τη γέννησή του στον Όλυμπο (στ. 287-296):
Όταν ο Ζευς τον άρπαξε από το πυρ του κεραυνού
και ανέβασε το τρυφερό βρέφος στον Όλυμπο,
η Ήρα ήθελε να τον πετάξει από τον ουρανό.
Ο Ζευς, καθ’ ο θεός, ιδού τι μηχανεύτηκε:
Απέσπασε ένα κομμάτι από τον αιθέρα που ζώνει τη γη,
έπλασε ομοίωμα του θεού, έδωσε αυτό ως όμηρο
και προστάτευσε τον Διόνυσο από τον πόλεμο της Ήρας.
Με τον καιρό οι θνητοί παρήλλαξαν τη λέξη
και είπαν ότι ερράφη στου Διός τον μηρό·
επινόησαν την ιστορία, επειδή τον θεό η θεά τον κράτησε όμηρο.
[Mετ. Θ. Στεφανόπουλος]Χρειάζεται Flash player
ii. Όταν ο Διόνυσος ενηλικιώνεται δίπλα στις Υάδες, η Ήρα τον ανακαλύπτει ξανά. Τρελαμένος εκείνος, θα φύγει στην Αίγυπτο παίρνοντας και το μυστικό του κρασιού. Εκεί θα τον δεχτεί ο βασιλιάς Πρωτέας, θα πολεμήσει τους Τιτάνες με τη βοήθεια των Αμαζόνων, θα αποκαταστήσει στον θρόνο τον βασιλιά Άμμωνα και θα ιδρύσει μαντείο του. Μετά πηγαίνει στη Συρία, όπου εκτείνει γέφυρα πάνω από τον ποταμό Ευφράτη πλέκοντας κομμάτια κισσού και αμπελιού. Όταν φτάνει στην Ινδία, την καταλαμβάνει σχεδόν στο σύνολό της και ιδρύει σημαντικές πόλεις, διαδίδοντας στο πέρασμά του το μυστικό της παρασκευής του κρασιού. Κατά την επιστροφή του πολεμά μια αρκετά μεγάλη ομάδα Αμαζόνων, οι οποίες αναζητούν καταφύγιο στην Έφεσο και τη Σάμο. Φτάνοντας στη Φρυγία, δέχεται την κάθαρση από τη Ρέα και μυείται στα μυστήριά της. Τέλος, όταν αποβιβάζεται στη Θράκη, κοντά στις εκβολές του Στρυμόνα, αντιμετωπίζει την εχθρότητα του βασιλιά Λυκούργου που αιχμαλωτίζει όλο τον θίασο των Μαινάδων και των Σατύρων. Ο Διόνυσος αναζητά καταφύγιο στη θάλασσα, κοντά στη Νηρηίδα Θέτιδα. Λίγο αργότερα, οι Μαινάδες δραπετεύουν και τρελαίνουν τον Λυκούργο, ο οποίος σκοτώνει με ένα τσεκούρι τον γιο του Δρύαντα νομίζοντας ότι έκοβε παρακλάδι αμπελιού.
Έργα των τεχνών
Πολύ συχνή είναι η απεικόνιση του Διόνυσου, η οποία δικαιολογείται απόλυτα από τη δράση του θεού στην περιοχή και από τη λατρεία που είναι διονυσιακού περιεχομένου και χαρακτήρα. Οι παραστάσεις του αποκαλύπτουν ότι οι κάτοικοι της Μακεδονίας, αριστοκράτες και λαϊκά στρώματα, γνώριζαν τη διονυσιακή μυθολογία, καθώς και την αντίληψη που είχαν για την ουσία του θεού και τον διττό του χαρακτήρα, τον χθόνιο και τον κοσμικό, αγροτικού χαρακτήρα, αλλά και τη σχέση του με το θέατρο, καθώς η μορφή του κοσμεί γραπτές παραστάσεις σε τάφους ή ταφικά αγγεία, σε οικίες, σε θέατρα, σε λατρευτικούς χώρους. Πιο συγκεκριμένα:
Γνωστά είναι η αρπαγή της Αριάδνης από τον Διόνυσο στη Νάξο και ο γάμος με αυτήν (επανέρχεται εδώ το θέμα της αρπαγής και του ιερού γάμου [βλ. Αρπαγές κοριτσιών]), οι μαιναδικές εξάρσεις, με τον χορό, την έκσταση, τον σπαραγμό, οι φόνοι, που κάποιες φορές συνοδεύουν τη λατρεία του Διόνυσου στους μύθους, το ιερό ζώο του θεού, ο πάνθηρας, όπως αυτό εμφανίζεται λ.χ. στον κρατήρα του Δερβενίου ή σε ψηφιδωτό δάπεδο ανδρώνα σε σπίτι στην Πέλλα. Γνωστοί είναι και οι μύθοι του Λυκούργου ή και του βασιλιά των Θηβών Πενθέα και ο συμποτικός χαρακτήρας του θεού με την έξαρση του γλεντιού, της χαράς, του έρωτα (σπίτι στην Πέλλα, έπαυλη του Διόνυσου στο Δίον), αλλά και ως εγγύηση για μια συνεύρεση του νεκρού με τον θεό σε ένα διαρκές συμπόσιο (δεύτερος τάφος του αγροκτήματος Μπέλλα, μακεδονικός τάφος Ποτίδαιας). Τη γνώση αυτή τεκμηριώνουν τα αρχαιολογικά ευρήματα, σε μερικά από τα οποία θα σταθούμε και θα περιγράψουμε, ώστε να αναδυθεί η ουσία του θεού, καταρχάς η χθόνια και μετά η κοσμική.
i. Ο κρατήρας του Δερβενίου (330 π.Χ.), [Δερβένι, 20] οστεοφυλάκιο και τεφροδόχο σκεύος, μπορεί να χαρακτηριστεί ως ένα εικαστικό μυθολογικό βιβλίο. Εδώ θα συνοψίσουμε την εικονογραφία και μέσα από αυτή τη διονυσιακή θεολογία και μυθολογία. Θυμίζουμε μόνο ότι ο μαιναδισμός περιλαμβάνει: ορειβασία, κράτημα φιδιών, αντοχή στο κρύο, στη φωτιά (φωτιά καίει τα μαλλιά των βακχευτών χωρίς οι ίδιοι να νιώθουν κάψιμο).
Η κεντρική σκηνή του κρατήρα καλύπτεται από το ζευγάρι Διόνυσος - Αριάδνη σε μια στιγμή χαλάρωσης του ζεύγους αλλά και σε μια χαρακτηριστική στάση που αποκαλύπτει την ερωτική στιγμή που είχε προηγηθεί. Ο αγένειος Διόνυσος ακουμπά το δεξί του πόδι πάνω στο αριστερό της Αριάδνης, τη στιγμή που η εγκαταλειμμένη από τον Θησέα βασιλικόρη της Κρήτης κάνει τη χαρακτηριστική κίνηση της αποκάλυψης του προσώπου της. Πάνω ακριβώς από το ανάγλυφο ζεύγος στέκονται δύο ολόγλυφες ένθετες φιγούρες, μία γυναικεία παραδομένη σε ύπνο και μία αγένεια ημίγυμνη ανδρική που στηρίζει το βάρος του στο αριστερό χέρι, ενώ τείνει το δεξί προς τη γυναίκα που κοιμάται. Οι δύο ένθετες μορφές στέκονται χιαστί με το θεϊκό ζευγάρι στο σώμα του κρατήρα. Ποιες είναι αυτές οι ένθετες φιγούρες; Αναρωτιέται κανείς αν πρόκειται για το ίδιο θεϊκό ζευγάρι σε μια προγενέστερη στιγμή. Όταν δηλαδή ο αθηναίος βασιλόπαις Θησέας εγκαταλείπει κοιμισμένη την Αριάδνη στην παραλία της Νάξου, ύστερα από εντολή των θεών, και φεύγει με το καράβι του, τη στιγμή που πλησιάζει ο θεός Διόνυσος για τον οποίο προορίζεται η Αριάδνη, πάνω σε άρμα ζεμένο με πάνθηρες –ένας στέκεται δίπλα στον θεό, άλλοι, ανάγλυφοι, τριγυρνούν κάτω από το χείλος του κρατήρα, υπόμνηση του τρόπου και του τόπου έλευσης του θεού. [Δερβένι 7, 29α2] Βρισκόμαστε μπροστά σε παράσταση ενός ιερού γάμου, όπως προφανώς και στην περίπτωση της αρπαγής της Περσεφόνης από τον Πλούτωνα.
Αριστερά από την ανάγλυφη Αριάδνη δύο Μαινάδες βρίσκονται σε έκσταση όπως φανερώνουν τα κεφάλια τους που είναι ριγμένα προς τα πίσω. Οι δυο τους κρατούν από κοινού ένα ζώο, από τα μπροστινά του πόδια η μια, από τα πίσω η άλλη. Μοιάζουν έτοιμες να το διαμελίσουν, παραπέμποντας στους στ. 734-745 από τις Βάκχες του Ευριπίδη. [Δερβένι, 5]
Δίπλα τους ακριβώς στέκονται τρεις άλλες γυναικείες φιγούρες, τρεις μαινάδες, χαρακτηριστικοί τύποι των γυναικών που ακολουθούν τον Διόνυσο και καθαρά αναφέρονται στις Βάκχες ως νέαι παλαιαί παρθένοι τ’ έτι άζυγες (στ. 694). [Δερβένι, 29α] Η ακριανή που έχει καθίσει και συγκρατεί μιαν άλλη είναι προφανώς η «παλαιά», αυτή δηλαδή που είναι μυημένη και βοηθά μιαν άπειρη «άζυγον παρθένον» στον χορό της· το κορίτσι έχει πέσει σχεδόν ημιλιπόθυμο από την πρωτόγνωρη εμπειρία της έκστασης, ενώ το ρούχο της έχει πέσει αφήνοντας ημίγυμνο και το κορμί. Αντίθετα, η τρίτη, που ακουμπά με τα ακροδάχτυλα του αριστερού χεριού τα δάχτυλα του δεξιού χεριού της νεαρής άπειρης, είναι προφανώς μια «νέα» που ήδη γνωρίζει τον εκστατικό χορό. Δίπλα της στέκεται ο Σιληνός που, σε ιθυφαλλική κατάσταση και όρθιος, με το αριστερό του χέρι συγκρατεί το κλαδί του αμπελιού που περιβάλλει τον κρατήρα πάνω ακριβώς από τα κεφάλια των μορφών [Δερβένι, 41α]. Πάνω ακριβώς κάθεται ένθετος Σάτυρος που κρατά ασκό στα χέρια του και κοιμάται, προφανώς μεθυσμένος. [Δερβένι, 36]
Η τέταρτη ένθετη μορφή στον λαιμό του κρατήρα είναι μια μαινάδα που επίσης έχει αποκοιμηθεί, προφανώς ύστερα από το τέλος της εκστατικής μύησης, υποδεικνύοντας μια μεταγενέστερη στιγμή από αυτή που παρακολουθεί ο θεατής στο σώμα του κρατήρα. [Δερβένι, 29β] Οι δύο ένθετες φιγούρες στον λαιμό του κρατήρα, ο Σιληνός με τον ασκό και η αποκοιμισμένη Μαινάδα, στέκονται σε μια κατάσταση ησυχίας που αντιδιαστέλλεται με τη γεμάτη κίνηση σκηνή που συντελείται ακριβώς από κάτω τους (με τις τρεις Μαινάδες και τον Σιληνό) και στην οποία πιθανόν είχαν συμμετάσχει νωρίτερα και οι δυο.
Αντιστικτικά σε αυτόν και με τελείως διαφορετική κίνηση, βίαιη, στέκεται ένας άνδρας γενειοφόρος, μονοσάνδαλος, με τον χιτώνα του να ανεμίζει, υποδηλώνοντας τη βίαιη κίνηση του σπαθιού στο δεξί του χέρι. [Δερβένι, 34α] Ζευγάρι με αυτόν σχηματίζει μια γυναίκα, η οποία έχει ρίξει το κεφάλι προς τα πίσω και με το αριστερό της χέρι κρατά από το πόδι στον ώμο της ένα μωρό, ριγμένο προς τα πίσω. [Δερβένι, 24α] Αντιστικτικά επίσης σχηματίζει ζευγάρι με τον Διόνυσο. Αν δούμε αυτή τη γυναίκα ως μεμονωμένη φιγούρα, θα μπορούσαμε και πάλι να σκεφτούμε τους στ. από τις Βάκχες που αναφέρουν ότι οι Μαινάδες «άρπαζαν παιδιά από τα σπίτια. / Κι ό,τι έβαζαν στον ώμο τους έστεκε χωρίς να το δέσουν·» (στ. 754-755). Αν όμως δούμε τις δύο μορφές μαζί, τότε ίσως θα πρέπει να σκεφτούμε ένα άλλο επεισόδιο από τη διονυσιακή θεολογία. Όταν ο Διόνυσος αποβιβάστηκε στη Θράκη, κοντά στις εκβολές του Στρυμόνα, αντιμετώπισε την εχθρότητα του βασιλιά Λυκούργου που αιχμαλώτισε όλο τον θίασο των Μαινάδων και των Σατύρων. Ο Διόνυσος αναζήτησε καταφύγιο στη θάλασσα, κοντά στη Θέτιδα. Λίγο αργότερα, οι Μαινάδες δραπετεύουν και τρελαίνουν τον Λυκούργο, ο οποίος σκοτώνει με ένα τσεκούρι τον γιο του Δρύαντα νομίζοντας ότι έκοβε παρακλάδι αμπελιού. Τότε ο Διόνυσος εξέθεσε τον Λυκούργο στους πάνθηρες πάνω στη Ροδόπη, που πιθανόν τον κατασπάραξαν. Ένας τέτοιος πάνθηρας στέκεται δίπλα στη γυναίκα, με το πρόσωπο προς τον Διόνυσο, υπενθυμίζοντας όχι μόνο το τέλος του Λυκούργου αλλά και τη θριαμβική έλευση του Διόνυσου στη Νάξο πάνω σε άρμα που το έσερναν πάνθηρες. Σύμφωνα με άλλη εκδοχή η ανδρική φιγούρα δεν είναι ο Λυκούργος αλλά ο Πενθέας. Ωστόσο, ο Πενθέας στην τραγωδία είναι νεότερος, μεταμφιέζεται σε Μαινάδα και πουθενά στο κείμενο δεν γίνεται υπαινιγμός για γενειάδα.[1]
Ο λαιμός του κρατήρα χωρίζεται σε δύο μέρη. Στο κάτω τον περιβάλλει κισσός, ενώ στο επάνω εμφανίζονται δώδεκα ένθετα ανάγλυφα ζώα που κυνηγούν, λιοντάρια που κυνηγούν ελάφια ή κουβαλούν επάνω τους νεκρά ζώα, γρύπες, πάνθηρες κτλ. [Δερβένι, 29α, 14α]
Οι λαβές του κοσμούνται από τέσσερα κεφαλάκια που περιβάλλονται από φίδια. [Δερβένι, 4] Ποια είναι η σημασία των φιδιών στον μαιναδισμό το λέει ο Ευριπίδης και πάλι στις Βάκχες: «έσφιξαν [οι Μαινάδες] τα κατάστικτα δέρματα ελαφιών / […] / και τα έζωσαν με φίδια που τους έγλειφαν το μάγουλο» (στ. 696-698)· οι Μαινάδες «ξέπλυναν το αίμα· / τις σταγόνες στα μάγουλά τους τις έγλειφαν με τη γλώσσα τους φίδια» (στ. 767-768).
Με ποιους όμως μπορούμε να ταυτίσουμε τα τέσσερα πρόσωπα στα λαβές του κρατήρα; Όποια απάντηση κι αν δώσουμε, αυτή δεν μπορεί να είναι άσχετη με τη διονυσιακή θεολογία. Ένα από τα πρόσωπα/προσωπεία που στολίζουν τον οφθαλμό της ελικωτής λαβής στην Α όψη με την κεντρική σκηνή του Διόνυσου και της Αριάδνης είναι του «ταυρόκερω θεού», πάνω από την ανάγλυφη Αριάδνη και την ένθετη ολόγλυφη ημίγυμνη ανδρική φιγούρα του λαιμού. Δύο μικρά κέρατα και δύο μεγάλα ζωόμορφα αυτιά το χαρακτηρίζουν, ενώ το πρόσωπο πλαισιώνεται από «κοντά φλογωτά βοστρυχίδια» για μαλλιά και από γένι με «κυματιστές φωτοσκιασμένες εγχαράξεις που δημιουργούν την εντύπωση της υγρότητας», σημειώνει η Ευγενία Γιούρη στη μελέτη της για τον κρατήρα. Ο γερμανός μελετητής H.P. Isler, στη μονογραφία του για τον Αχελώο και τους εικονογραφικούς τύπους του θεού-ποταμού ταύτισε το συγκεκριμένο προσωπείο με του Αχελώου και τον συσχέτισε με τον Ηρακλή, που αναγνωρίζεται στο προσωπείο με τη λεοντοκεφαλή, και τον μύθο της πάλης του ήρωα με τον ποταμό ( Ηρακλής - «ήρως θεός» του κάτω κόσμου). Σε κάθε περίπτωση οι τέσσερις κεφαλές θα πρέπει να σχετίζονται με το ευρύτερο εικονογραφικό πλαίσιο στο οποίο εντάσσονται και τη χρήση του κρατήρα.
Καταρχάς θυμίζουμε ότι ο κρατήρας βρέθηκε σε τάφο (τάφος Β’ Δερβενίου, 330-310 π.Χ.) και ότι χρησιμοποιήθηκε «ως οστεοφυλάκιο και τεφροδόχο σκεύος μετά την καύση του νεκρού σε κιβωτιόσχημο τάφο στο νεκροταφείο που αποδίδεται στην αρχαία Λητή» (Σουέρεφ, 2001, 64). Αλλά ποια είναι η ιδέα που λειτουργεί ενοποιητικά στις επιμέρους παραστάσεις; «Οι σκηνές από το ιερό μυθολόγιο του Διόνυσου […] κρυσταλλώνουν ολόκληρη θεολογική εσχατολογία. Ο Διόνυσος κομματιάστηκε αλλά επανήλθε στη μέθη της ζωής και της φύσης, αενάως ερωτεύεται και ζευγαρώνει διαιωνίζοντας τον σπόρο του. Ο θεός εκφράζει τη λυτρωτική ελπίδα του ανθρώπου και τη δυναμική της ζωής» (ό.π.). Μέσα σε αυτό το πλαίσιο θα πρέπει να αναγνωρίσουμε τις τέσσερις μορφές. Δεχόμαστε καταρχάς ως σωστή την ταύτιση του Isler. Εις επίρρωσιν των ισχυρισμών του, θα αναφερθούμε σε έναν μύθο που συνδέει τον Αχελώο με τον Διόνυσο –η ταύτιση δεν είναι μόνο εικονογραφική. Λέγεται ότι ο Διόνυσος έκανε δώρο στον Οινέα την πρώτη ρίζα αμπέλου που φύτρωσε στην Ελλάδα και ότι ένας δούλος του βασιλιά πρόσεξε ότι ένας τράγος από το κοπάδι έτρωγε τους καρπούς του φυτού που ο ίδιος δεν γνώριζε. Ο βοσκός μάζεψε μερικούς από αυτούς του καρπούς, έστυψε τον χυμό τους που τον ανακάτεψε με το νερό του ποταμού Αχελώου. Αλλά και από άλλη άποψη δικαιολογείται η παρουσία του Αχελώου στον κρατήρα: ο Αχελώος με τα νερά του γονιμοποιεί τη γη, είναι όμως συνδεδεμένος και με τον κάτω κόσμο, όπως θα δούμε και παρακάτω. Ωστόσο, η Γιούρη, λαμβάνοντας υπόψη τους στ. 100-102 των Βακχών του Ευριπίδη – «ταυρόκερων θεόν / στεφάνωσέν τε δρακόντων / στεφάνος» –, θεωρεί ότι δεν είναι λιγότερο πιθανό να παριστάνεται ο ίδιος ο Διόνυσος. Όσο για τα άλλα τρία πορτραίτα η Γιούρη ταυτίζει το ένα με του Ηρακλή, λόγω της λεοντοκεφαλής. Από την άποψη της ουσίας, εμείς θα δικαιολογούσαμε την παρουσία του Ηρακλή στον κρατήρα, γιατί η λατρεία του συνδέθηκε με τη γονιμότητα, καθώς μετά τον θάνατό του λατρεύτηκε ως «ήρως θεός» του κάτω κόσμου (Πίνδ. Νέμεα 3,22). Στα άλλα δύο η ερευνήτρια αναγνωρίζει τη μορφή του Πλούτωνα, ενός θεού που παίρνει ζωή, είναι όμως και πλουτοδότης. Γιατί όμως να αποδώσουμε τα δύο σε μία μόνο μορφή; Πράγματι, από άποψη εικονογραφική μοιάζουν πολύ, το ίδιο όμως μοιάζουν και τα τέσσερα μεταξύ τους με ελάχιστες διαφορές. Θα λέγαμε, δηλαδή, ότι αποτελούν μια παραλλαγή του ίδιου, μιας και μόνο μορφής σε διάφορες εκφάνσεις. Θεωρούμε ότι το ζήτημα των ταυτίσεων παραμένει ανοιχτό και ότι θα πρέπει να διερευνηθούν, μέχρι να αποκλειστούν, διάφορες περιπτώσεις που συνδέονται με τον διονυσιακό κύκλο, όπως λ.χ. ο Ερμής, ή με τη μετά θάνατο ζωή, όπως είναι ο γίγαντας κυνηγός Ωρίωνας, γιος της παμμήτειρας Γης, σε σχέση, όπως φανερώνει το όνομά του, με τους καιρούς και τις εποχές. Όπως επίσης θα πρέπει να διερευνηθεί κατά πόσο οι κεφαλές στους λαβωτούς έλικες του κρατήρα θα πρέπει να ταυτιστούν με μεγάλους ή μικρότερους θεούς. Η κάθε πρόταση νομίζουμε ότι θα πρέπει να εντάσσεται στο πλαίσιο της «θεολογικής εσχατολογίας» που μαρτυρά ο κρατήρας.
ii. Σε ερυθρόμορφη αττική πελίκη του τρίτου τέταρτου του 4ου αι. π.Χ. από την Πέλλα, ανατολικό νεκροταφείο, στην κύρια όψη εικονίζονται ο Διόνυσος και η Αριάδνη, πλαισιωμένοι από τρεις Μαινάδες σε χορευτική κίνηση και δύο ερωτιδείς· στην άλλη όψη υπάρχει σκηνή γαμήλιας τελετής. Οι δύο σκηνές είναι στενά δεμένες. Τόσο η αρπαγή, όσο και ο γάμος, έργα της Αφροδίτης και του Έρωτα, που εικονίζονται στη σκηνή του γάμου, παραπέμπουν στον μυθικό γάμο της θεάς του κάτω κόσμου, που γίνεται δωρήτρια της ζωής, καθώς ενώνεται με τον άρχοντα του κάτω κόσμου. Οι σκηνές, καθώς απεικονίζονται σε αγγείο νεκροταφείου, απηχούν την αντίληψη για τον θρίαμβο της ζωής επί του θανάτου με την κυριαρχία του έρωτα.
iii. Μια αττική υδρία του τέλους του 5ου αι. π.Χ. ήταν τοποθετημένη στον τάφο άγνωστου, επιφανούς ανδρός στην Πέλλα. [Θεοί 15] Διόνυσος, Απόλλωνας, Νίκη, Ειρήνη, Αθηνά, Ποσειδώνας συνυπάρχουν σε μια παράσταση που αφηγείται τη νίκη της Αθηνάς επί του Ποσειδώνα αλλά και της δημοκρατίας. Ο Διόνυσος, κισσοστεφής όπως και ο Απόλλωνας που στέκεται δίπλα του, κρατά θύρσο και φορά δέρμα ζώου και ψηλά υποδήματα που θυμίζουν τη θρακική καταγωγή του. Η μικρή φτερωτή Νίκη ετοιμάζεται να στεφανώσει τον θεό, που ιππεύει μεγάλο λευκό γρύπα. Η θεά Ειρήνη, που ήλθε στην Αθήνα με απόφαση του Δία προς βοήθεια του Διόνυσου, φορά πάνω από τον χιτώνα δορά ζώου και κρατά δάδα θυμίζοντας Μαινάδα.
Η θεματική της υδρίας παραπέμπει στον τόπο προέλευσης του αγγείου, την Αθήνα, είναι όμως σχεδόν βέβαιο ότι ο αγοραστής επέλεξε το συγκεκριμένο αγγείο για την κυρίαρχη μορφή του Διόνυσου, πρωτεύοντα θεού του μακεδονικού χώρου και με την πολιτική του διάσταση, προφανώς όχι με το ίδιο περιεχόμενο, δηλαδή ως εγγυητής της δημοκρατίας, αλλά ως εγγυητής του πολιτικού συστήματος γενικά.
iv. Στον δεύτερο τάφο του αγροκτήματος Μπέλλα ξεχωρίζουν μικρογραφικές παραστάσεις στο μέτωπο με διονυσιακά θέματα. Ο Διόνυσος απεικονίζεται ανακεκλιμένος, ενώ μια λεοπάρδαλη τον πλησιάζει μαλακά.
v. Σε μαρμάρινη κλίνη με ζωγραφιστή διακόσμηση από μακεδονικό τάφο της Ποτίδαιας, η άνω από τις τρεις ζωφόρους παριστάνει σκηνή από υπαίθριο ιερό με κεντρική μορφή αυτή του Διόνυσου. [Σάτυροι – Σιληνοί, 4]
vi. Ο τάφος του Αγίου Αθανασίου ελληνιστικών χρόνων, κοσμείται με εξαιρετικά σημαντική παράσταση συμποσίου.
vii. Ψηφιδωτό δάπεδο με τον θεό Διόνυσο πάνω σε πάνθηρα (325-300 π.Χ.) σε σπίτι στην Πέλλα διακοσμούσε δάπεδο ανδρώνα, ταιριαστό θέμα για τα συμπόσια που θα τελούνταν εκεί. [Διόνυσος, 6] Εξαίρετη είναι και η πήλινη προτομή του θεού ελληνιστικών χρόνων στο Μουσείο της Πέλλας.
viii. Έντονη είναι η παρουσία του Διόνυσου και στο Δίον με παραστάσεις περισσότερο συμποτικού-κοσμικού χαρακτήρα:
α) Στις Θέρμες του Δίου, στα χαλάσματα της αίθουσας για το κρύο νερό βρέθηκε άγαλμα του Διόνυσου του 2ου αι. μ.Χ.
β) Στον χώρο λατρείας του θεού, στην ομώνυμη έπαυλη, ο θεός παριστάνεται σε ψηφιδωτό στεφανωμένος πάνω σε άρμα με το κέρας για το κρασί στο δεξί και θύρσο με ταινίες στο αριστερό. [Διόνυσος, 7] Ηνίοχος και στήριγμά του είναι ο παπποσιληνός. Το άρμα βγαίνει από νερά, οι πάνθηρες που το σέρνουν έχουν ουρά θαλάσσιου κήτους, ενώ τους πάνθηρες οδηγούν από τα χαλινάρια θαλάσσιοι Κένταυροι. Ο γενειοφόρος έχει στον ώμο καλυκωτό κρατήρα για τη μίξη του κρασιού, ο άλλος κλειστό αγγείο με (μάλλον) τα μυστικά σύμβολα της λατρείας του θεού. Έξι θεατρικά προσωπεία πλαισιώνουν τη σκηνή (πάνω και κάτω). Εικάζεται ότι το κεντρικό στην ανατολική πλευρά παριστάνει τον Διόνυσο που πλαισιώνεται από σάτυρο και γενειοφόρο άνδρα με βαρβαρική όψη και διαπεραστικό βλέμμα –αυτός ο δεύτερος εικάζεται ότι είναι ο Λυκούργος της Θράκης. Στην άλλη πλευρά το προσωπείο μοιάζει γυναικείο, ίσως να είναι η Αριάδνη ανάμεσα σε Σάτυρο και Σιληνό (2ος αι. μ.Χ.). Αν οι εικασίες αυτές ευσταθούν, τότε η θεματολογία προσομοιάζει του κρατήρα του Δερβενίου, και το υδάτινο τοπίο παραπέμπει στην έλευση του Διόνυσου στο νησί, όπου εγκαταλείφθηκε η Αριάδνη από τον Θησέα.
γ) Από το μεγάλο αίθριο στα νότια της αίθουσας των συμποσίων στο Δίον περνάει ο επισκέπτης σε επιμήκη προθάλαμο που οδηγούσε σε δύο συνεχόμενα δωμάτια και σε αίθουσα με αψίδα στην ανατολική πλευρά. Η αίθουσα ήταν χώρος λατρείας όπως προκύπτει από το ψηφιδωτό με τον ένθρονο κισσοστεφανωμένο Διόνυσο – στο δεξί σκήπτρο σαν ηγεμόνας – και το άγαλμα του θεού στην κόγχη.
δ) Στο σπίτι της Λήδας βρέθηκε τραπεζοφόρος με Διόνυσο, κληματαριά και πάνθηρα (2ος αι. μ.Χ.).
ix. Κοντά σε ταφικό κτίσμα 1,5 χλμ. Ν-ΝΑ από την Κύρρο βρέθηκε ασβεστολιθικό σύμπλεγμα με την παράδοση του Διόνυσου στον Παπποσειληνό, τον Πάνα και τις Νύμφες. Ο Παπποσειληνός στέκεται κατενώπιον, όρθιος στα αριστερά, με τον μικρό Διόνυσο ήδη στα χέρια του. Ψηλότερα κάθεται ο Πάνας με σταυρωμένα πόδια, ενώ όρθιος δεξιότερα στέκεται ο Ερμής κατενώπιον. Πώς μπορεί να ερμηνευθεί το συγκεκριμένο σύμπλεγμα μέσα στο πλαίσιο εύρεσής του, του ιερού δηλαδή της Κύρρου, των μέσων του 3ου αι. μ.Χ., όπου υπάρχουν και παιδικές ταφές; Αναπόφευκτα αναρωτιέται κανείς αν ο μύθος της ανατροφής του Διόνυσου σχετίζεται με την εισδοχή των παίδων στα διονυσιακά μυστήρια. Ή αν ο θάνατός τους εκλαμβάνεται ως μύηση στα μυστήρια ενός θεού που εγγυάται μια συμποτική μετά θάνατον ζωή.
x. Σε τμήματα κτιρίων από τους πρώιμους ρωμαϊκούς χρόνους μέχρι και τους παλαιοχριστιανικούς χρόνους, βρέθηκε ψηφιδωτό από το οποίο σώζεται τμήμα του μεγάλου πίνακα που σχετίζεται με τη λατρεία του Διόνυσου. Σε χορευτική κίνηση, γυναικεία μορφή, προφανώς μαινάδα, κρατά με το αριστερό της χέρι τύμπανο, που το αγγίζουν ελαφρά τα δάχτυλα του δεξιού.
xi. Γνωστή στη Θεσσαλονίκη είναι η λεγόμενη Στοά των Ειδώλων ή των Μαγεμένων ή των Incantadas, στη σεφαραδίτικη γλώσσα, διάλεκτο των Ισπανοεβραίων, της ύστερης ελληνιστικής περιόδου.[2]
Στους αμφίπλευρους ανάγλυφους πεσσούς αναγνωρίζονται (σύμφωνα με την αναπαράσταση του αρχαιολόγου, αρχιτέκτονα, ζωγράφου Stuart, 1713-1788, και του αρχαιολόγου και αρχιτέκτονα Revett, 1720-1804) στη μια πλευρά οι μορφές μιας Νίκης, της Αύρας, ενός από τους Διοσκούρους, του Γανυμήδη με τον Αετό-Δία · στην άλλη πλευρά γοητεύουν οι παραστάσεις μιας Μαινάδας, του Διόνυσου, της Αριάδνης και της Λήδας με τον Κύκνο-Δία. Ποιον ακριβώς μύθο αφηγούνταν οι μορφές αυτές που κοσμούσαν, προφανώς, ένα από τα πιο σημαντικά δημόσια κτήρια της πόλης, παραμένει άγνωστο. Έπειτα, μήπως δεν πρόκειται για την αφήγηση ενός μόνο μύθου; Μήπως πρόκειται για υπαινικτική αναφορά σε περισσότερους; Ωστόσο, δεν μπορούμε να μην υποψιαστούμε, τουλάχιστον για τις φιγούρες της Αριάδνης, του Διόνυσου και της Μαινάδας, τον πολύ γνωστό στον μακεδονικό χώρο μύθο του ιερού γάμου του θεού με την κόρη του Μίνωα και τον οργιαστικό χαρακτήρα της λατρείας του. Εξάλλου, στα νομίσματα που έκοβε η πόλη κυριαρχούσαν οι απεικονίσεις του Διόνυσου, του Κάβειρου, της Νίκης. Επισημαίνουμε ακόμη τη διπλή παρουσία του Δία με τη μορφή του αετού και του κύκνου. Στην πρώτη περίπτωση, ανακαλούμε στη μνήμη μας τον γνωστό μύθο της αρπαγής του νεαρού βοσκού στην Τροία, του «ωραιότερου των θνητών», τον οποίο ο θεός μετέφερε στον Όλυμπο, όπου υπηρέτησε ως οινοχόος των θεών. Η ανάκληση σκηνής συμποσίου σ’ έναν άλλον κόσμο, όχι των θνητών, παραπέμπει στην υπόσχεση για διαρκή συμποτική ζωή μετά θάνατον μέσα στα πλαίσια της διονυσιακής μύησης. Όσο για την ένωση της Λήδας με τον Κύκνο-Δία, σε μία από τις εκδοχές του μύθου το ζεύγος Κλυταιμνήστρα - Πολυδεύκης (ένας από τους Διόσκουρους) είναι παιδιά της Λήδας και του Τυνδάρεου, ενώ το ζεύγος Ελένη - Κάστορας (ο άλλος Διόσκουρος) προήλθε από την ένωση της Λήδας με τον Δία. Ένας από τους Διόσκουρους κοσμεί τη στοά. Αν, μάλιστα, λάβουμε υπόψη μας ότι οι Διόσκουροι εμπλέκονται ως συνοδοί θεοί στη λατρεία των Μεγάλων Θεών της Σαμοθράκης, τότε θα μπορούσε κανείς να βρει τους λεπτούς δεσμούς στις έξι από τις οκτώ ανάγλυφες μορφές των πεσσών. Μένουν η Νίκη και η Αύρα. Όμως και αυτή η τελευταία συνδέεται με τον Διόνυσο. Και όχι μόνο αυτό, αλλά υπαινίσσεται και φρυγικές καταβολές στη μυθολογία της Μακεδονίας. Η Αύρα ήταν κόρη της Περίβοιας από τη Φρυγία και του Τιτάνα Λέλαντα. Ανήκε στον κύκλο της Άρτεμης και μοιραζόταν με τις συντρόφισσές της την εμπειρία του κυνηγιού. Την ερωτεύτηκε ο Διόνυσος, εκείνη όμως, πιο ανάλαφρη, είχε το πλεονέκτημα να τρέχει σαν τον άνεμο και να του ξεφεύγει, μέχρι που η Αφροδίτη την έκαμε, ύστερα από παράκληση του ίδιου του Διόνυσου, να χάσει τα λογικά της και να του παραδοθεί. Από την ένωσή τους προέκυψαν δίδυμα, τα οποία όμως η ίδια η μάνα τα κομμάτιασε μέσα στην τρέλα της. Ύστερα, έπεσε στον ποταμό Σαγγάριο. Ο Δίας –διπλή η παρουσία του στη στοά– τη μεταμόρφωσε σε πηγή (Νόνν., Διον. 48.242 κ.ε. Πρβ. Μέγα Ετυμ., λ. Δίνδυμον). Και πάντως, δεν μπορούμε να παραβλέψουμε τη σχέση ανάμεσα στις τρεις ανδρικές φιγούρες: Δίας, Διόνυσος, Διόσκουρος. Ο Δίας πατέρας του Διόνυσου και του Διόσκουρου από διαφορετικές γυναίκες, ο Διόσκουρος, διαπλεκόμενος με τα μυστήρια της Σαμοθράκης διονυσιακού χαρακτήρα, γιος της Λήδας που παρίσταται στη στιγμή της ένωσής της με τον Δία σε άλλο πεσσό. Τρεις ακόμη γυναικείες φιγούρες, η Αύρα, η Αριάδνη, η Μαινάδα, αυτές με κάθε βεβαιότητα συμπλέκονται με τον Διόνυσο. Όσο για την παρουσία της Νίκης, μήπως θα πρέπει να την εκλάβουμε ως τον θρίαμβο του Διονύσου;[3]
xii. Στα νομίσματα της Μένδης παριστάνεται ο Μενδαίος όνος, που κουβαλά κρασί, άλλα εμπορεύματα, πράγματα, ανθρώπους αλλά και τον Διόνυσο, εν είδει ανακλίνδρου. Ο γνωστός στις αρχαϊκές και κλασικές αγορές Μενδαίος οίνος συνέβαλε στη διάδοση του νομίσματος με την παράσταση του Μενδαίου όνου, και αυτός με τη σειρά του ονόμασε το γνωστό μας γαϊδουράκι της λαϊκής παράδοσης: Μενδαίος, Μένδιος, Μέντιος (Μακεδονία, 1994, 74· Σουέρεφ, 2001, 92).
Απ’ όλες αυτές τις παραστάσεις ανακύπτει η ιδιομορφία του Διόνυσου. Διαφέρει από τους αθάνατους θεούς, γιατί πεθαίνει, αλλά διαφέρει και από τους θνητούς, γιατί πεθαίνει πολλές φορές, όπως επίσης γεννιέται και πολλές φορές. Αυτή η ιδιότυπη σχέση του με την αθανασία καθορίζει και τη (μη) θέση του στον Όλυμπο. Είναι κύριος του υγρού στοιχείου, θεός ναυτικός και θεός συμποσιαστής. Αλλά οι οδοί του νερού και του κρασιού συνδέουν τους δύο κόσμους, τον πάνω και τον κάτω, και ο Διόνυσος εμφανίζεται ως ο κύριος αυτής επικοινωνίας. «Ο Διόνυσος και ο Άδης είναι ένας και ο αυτός θεός», έλεγε ο Ηράκλειτος (απ. 15). Το συμπόσιο των νεκρών συνιστά την ελπίδα της άλλης ζωής, όπου οι εκλεκτοί θα επαναλαμβάνουν την ιεροτελεστία της συνεύρεσης με τον Διόνυσο του Κάτω Κόσμου. Οι αντιλήψεις για μια συμποτική ζωή μετά θάνατο αναδεικνύονται και με την αρχιτεκτονική των τάφων.
[1] Στη νότια στοά του θεάτρου των Φιλίππων (ρωμαϊκοί χρόνοι), θέατρο με ανοιχτή τη θέα του στο Παγγαίο, η ανάγλυφη διακόσμηση απεικονίζει τον μύθο της καταδίωξης και του θριάμβου της διονυσιακής λατρείας. Σώθηκαν τέσσερις μορφές μαινάδων σε εκστατική χορευτική κίνηση και μια ανδρική μορφή με κοντά χιτώνα και ανεμιζόμενο ιμάτιο να τρέχει προς τα δεξιά με υψωμένα τα δύο χέρια προς τα εμπρός, κατά πάσα πιθανότητα ο μυθικός βασιλιάς της Θήβας Πενθέας ή ο μυθικός βασιλιάς των Ηδωνών Λυκούργος, διώκτες και οι δυο της διονυσιακής λατρείας.
[2] Για τη θέση της στοάς βλ. Μέντζος (1997, 379-392). Για το πού βρίσκονται σήμερα και για την ιστορία της μεταφοράς τους βλ. Αδάμ-Βελένη (2001, 138-142).
[3] Ο επιμελητής του ημερολογίου Η Στοά των Ειδώλων στην Αρχαία Αγορά της Θεσσαλονίκης, που εκδόθηκε στη Θεσσαλονίκη το 1997 στα πλαίσια του θεσμού των Πολιτιστικών Πρωτευουσών, σημειώνει: «Η επιλογή θεοτήτων, μυθικών ή συμβολικών μορφών εξυπηρετούσε διακοσμητικές ανάγκες, χωρίς να επιδιώκεται αφηγηματικός ή συμβολικός χαρακτήρας στις παραστάσεις.»
Ο ΘΕΟΣ ΔΙΟΝΥΣΟΣ
Ο Διόνυσος ή Βάκχος είναι ο Θεός της δημιουργού δυνάμεως η οποία γονιμοποιεί την φύσιν υπό την επίδρασιν της λατρείας του οποίου το ελληνικόν πνεύμα υπήρξε γονιμότατον εις παραγωγήν πνευματικών και καλλιτεχνικών προϊόντων.
Η παράδοσις μέσα από την στενόμυαλη ερμηνεία των διαφόρων “ειδικών” θέλει τον Διόνυσο σχετικά άγνωστον τον πρώτον Θεόν. Θεόν ο οποίος κατεξιώθη της θεότητος παρά των Ελλήνων πολύ αργότερον όλων των υπολοίπων Θεών.
Ο Θεός Διόνυσος πιστεύεται ότι είναι Θρακοφρυγικής προελεύσεως. Προφανώς οι ιστοριογράφοι δεν γνωρίζουν, αρνούμενοι να ασχοληθούν – με το αρχαιότατο γκρεκοπελασγικό φύλο των Βρυγών, οι οποίοι μετά τον εποικισμό της Μ. Ασίας μετωνομάσθησαν σε Φρύγες. Πολύ αρχαία φύλα που κατοικούσαν στην περιοχή των λιμνών της σύγχρονης Μακεδονίας (Μυγδονίας εκείνη την εποχή). Κάτοικοι του υγρού στοιχείου (ρίζα ΒΟ). Βλέπετε η ιστορία της Ελλάδος σε πείσμα του “Ελληνικού φύλου” δεν αρχίζει επι τη εμφανίσει των Ιώνων, αλλά προχωρά πολύ πίσω στον χρόνο και στην γνώση. Η δε άποψη των πολλών, ότι επι των ημερών των δημιουργείται και εξελίσσεται το γνωστικόν του ανθρώπου δεν παύει να είναι μία ψευδαίσθησις, αγνοούντες ότι δεν είναι δικό τους δημιούργημα αλλά μία ανασυρθείσα γνώσις από την λήθη του παρελθόντος.
Η ΓΕΝΝΗΣΙΣ ΤΟΥ ΔΙΟΝΥΣΟΥ
Κατά την παράδοσιν η κόρη του Κάδμου Σεμέλη, ερωμένη του Διός, η οποία είχε καταστεί έγκυος υπ’ αυτού, πείσθηκε από την ζηλόφθονη Ηρα να αξιώση την πάνδοξη και υπέρλαμπρα μεγαλειώδη εμφάνιση του Διός ενώπιον της. Ο Ζεύς μιάς και δεν μπόρεσε να μεταπείση την Σεμέλη από αυτή της την απαίτηση, ενεφανίσθει εμπρός της εν μέσω αστραπών και κεραυνών η ενέργεια των οποίων κατέκαυσε την Σεμέλη, αφήνοντας να βγη από τα σπλάγχνα της το έμβρυο της. Ο Δίας όμως φιλεύσπλαχνα το έκλεισε μέσα στον μηρό του έως ότου ολοκληρωθεί ο χρόνος του τοκετού. Λόγω αυτής της ιδιαιτέρου γεννήσεως του Διονύσου εκλήθη επίσης διμήτωρ και διθύραμβος (ως εκ δύο θυρών εξελθών). Ομοίως Ειραφιώτης (εκ του ερράφθαι) και μηροραφής και μηροτραφής .
Όμως το μηρό-ς = μηλο-ς. Το μήλο ως γνωστόν είναι αλληγορία του Λόγου. Επομένως η Σεμέλη αφομοιώθηκε από τον Δία, αφομοιώθηκε από τον θείο Λόγο, θεώθηκε. Αυτό ακριβώς σημαίνει και το κάψιμο από τον θεϊκό κεραυνό –το θεϊκό ΠΥΡ – την πλήρη αφομοίωση, την θέωση. Για τον ίδιο λόγο η μηρογέννησις του Διονύσου σημαίνει την Λογογέννησιν αυτού. Έπειδή το έμβρυο του Διονύσου αφομοιώθηκε με τον μηρό-μήλο-Λόγο. Άρα γεννήθηκε από τον Λόγο.
Ας σταματήσουμε σε αυτό το σημείο του μύθου και ας τον δούμε με μια διαφορετική και γνωστική ματιά. Και ξεκινάμε από το όνομα της μητρός του Διονύσου την Σεμέλη. Αυτή γίνεται Ζε-μέλη = Ζε-μερη οπότε τελικά έχουμε το Ζα-μηρος = μηρός του Διός (Ζα=Ζεύς=Πύρ). Το ότι καίγεται η Σεμέλη αυτό σημαίνει ότι η Σεμέλη πήρε όλη την διανόηση του Διός. Δηλαδή η Σεμέλη αφομοιώθηκε απολύτως με τον Θείο Λόγο. Επομένως ο Διόνυσος είναι γέννημα της θεϊκής διανοήσεως του Διός. (Ετράφη εντός της ζεούσης διανοήσεως του Διός). Είναι ο Νούς του Διός.
Συνεχίζοντας τον μύθο της γεννήσεως του Διονύσου, ο τελευταίος μόλις εγεννήθη παρεδόθη από τον Ερμή εις τα νύμφας της Νύσης – ενός όρους με αναρίθμητες πηγές και πυκνά δάση – όπου η Θεά Γαία προστάτευσε το έμβρυο καλύπτοντα το με σκιερά φύλα κισσού . Εκεί εμεγάλωσε ο Διόνυσος τροφοί του δε (σύμφωνα με τον Φερεκύδη) υπήρξαν οι νύμφες της Δωδώνης Υάδες – βροχεραί νύμφαι – .
Ο Διόνυσος είναι εκείνο το τέκνο που αγκαλιάσθηκε και προφυλάχθηκε από τον ουρανό (που αλληγορεί ο Δίας) αλλά και από την Γη (δηλαδή την Γαία), ενώ οδηγήθηκε να ανατραφεί όπως αρμόζει στην κάθε παιδική ηλικία μέσω του συναισθήματος (που αλληγορούν οι υγρές νύμφες και οι Υάδες). Ξέρουμε από προηγούμενη ανάλυση ότι το μωρό είναι συναισθηματική ροή μω (υγρή ρίζα μου) – ρο (ροή). Έτσι λοιπόν η ανθρωπότητα οδηγήθηκε σε μόνιμη πλέον εγκατάσταση, δεδομένης της σταθερής και συνεχούς πλέον εργασίας καθ’όλο τον χρόνο. Δεν ονομάσθηκε λοιπόν τυχαία Σωτήρ ο Διόνυσος. Μέσω αυτού του υπέροχου θεού μπόρεσε ο άνθρωπος να γνωρίση την μάνα Γη και τα οφέλη από την καλλιέργειαν της. Αυτός ήταν και ο λόγος για τον οποίο ο Διόνυσος είχε στοιχεία χθόνια – γήϊνα ……..
Άρθρο Διόνυσος-Ο Άρχων Του Υγρού Στοιχείου
Ά μέρος “Ο Θεός Διόνυσος -Γέννησις”
Νέαρχος Εμμ. Παπαδόπουλος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου