Τρίτη 17 Αυγούστου 2021

"Ο ΓΑΜΟΣ" Ένα πραγματικό γεγονός από το 1880 στα χωριά μας. Χρονογράφημα του Α.Κ στην Καρυστινή.

 

Νοέμβρης 2007 -  Ο ΓΑΜΟΣ.

 

Την βρήκαμε να κάθεται στο τζάκι της κουζίνας  της ζεματίζοντας κουκιά ξερά για να κάνει στιφάδο.

« Καλώς τους! Καλώς τους! «ακούστηκε να λέει και άπλωσε ένα σκαμνάκι να καθίσει η μάνα μας.

«Σεις παιδάτσα, βρωμοστηλάτε τσει χάμου στο ντρομίδι» Είπε και στυλοίσα σηκώθηκε, παραμέρισε στην παραδίπλα καμαρίτσα που την είχα μπαστικό και γύρισε με την ποδιά γιομάτη καρύδια και ξερά σύκα.

Τάριξε πάνου στις πλάκες της κουζινίτσας της , έφερε και μια κοταρίδα για να σπάμε τα καρύδια και μίλησε.

«Σπάστε με τη κοταρίδα τα καρυδάτσα , δάτε τσε παύτε.»

Αμέσως γύρισε στην μάνα μας σαν νάθελε να τελειώσει μια κουβέντα που από καιρό  είχε αφήσει στη μέση.

«Έτσι που λιές Κούλα! Γω, ούτε που τον ήξερα τσίνονε. Από την πρώτη μέρα μούπε η μακαρίτισσα η μάνα μου. «Πάμε μωρή στο ρέμα να κοπανίσουμε  τη βελέτζα και το ντρομίδι που τάχω σαγμένα για σένα. «Την , το πρωί, έδιακε ο πατέρας μου πάνου στα Πηδουλέικα να φέρει κάποιονε , δεν ήξερα ποιόνε. Ήξερα όμως ότι η μάνα μου πέλεισε της νομάς του νάρχει το βραδάτσι για τσείνο που της είχε πει. Νόησα ότι κάτι γινότουνε για μένα γιατί όταν πήγαμε στο ρέμα ψες , μούπε.

«Βγάλε μωρή το συντρόφι σου τσε ρίξε λίγο νερό να πλύνεις τα ποδάρια σου ίσαμε πάνου στο ρημάδι» Γω, τότες θα μέτραγα χρόνους ίσαμε 16 η 17 λαμπάδες. Νωρίς το βράδυ, ήρχε η Μακαρούνενα η νονά μου, κρατώντας μέσα σε μια πανίτικη πετσέτα  δυο κουλουρίτσες από κληματόβεργες στολισμένες πο δω πο τσει με κάτι λουλουδάτσα από μουρτιά.

Ουλοίσα ουλοίσα ήρχε τσε ο παπάς τσε από κοντά ο μακαρίτης ο πατέρας μου  με το Γιώργη τσε τη Γιώργαινα από το Πουρναράκι τσε μαζί ο γιός τους.

Τούτος θα ήτανε τριανταρισμένος τσε πρώτη φορά τον έβλεπα. Χωρίς πολλά πολλά, βάλανε πάνου σε ένα σοφρά το βαγγέλιο που είχε ο παπάς μαζί του , φωνάξανε τσε μένα που με είχε ντυμένη η μάνα μου με την καλή μου φορεσά, στάθηκε τσε ο γιος του Γιώργη δίπλα τσε άρχισε ο παπάς να διαβάζει κάτι που γω δεν ήξερα τι έλεγε.

Σε λίγο ξεδίπλωσε την πετσέτα η Μακαρούνενα, έβγαλε τις κουλουρίτσες που τις είπε στέφανα και έβαλε ένα στη τσεφαλή τη δική μου τσε ένα στο γιο του Γιώργη, τσε ο παπάς είπε.

«Στεφανώνεται η δούλη του Θεού Σοφία, το δούλο του Θεού Δημήτριο..»’Ετσι τονε λέγανε τσείνονε.

Ύστερα μας είπανε ότι είμαστε παντρεμένοι τσε να ζήσομε. Είπανε ακόμη, καλούς απογόνους. Μένα κόπηκε η χολή μου από το φόβο, γιατί μούλεγε η μάνα μου ότι άντρες κάνουνε κάτι πολύ κακό στις κόρες άμα τις βρούνε μοναχές τους τσε γω δεν ήθελα να μου κάνουνε τσείνο το κακό.

Ύστερα, αφού φάγαμε γίδα βραστή, που είχε κανωμένη  η μάνα μου, είπιανε και κρασί οι άντρες, με πήρε τσείνος τσε με πήγε στο κονάκι του. Τσει πάνου με κατάφερε τσε μούκανε αυτό που φοβούμουνα τσε να σου πω ότι τσε τώρα που είμαι γριγιά, τσε τσείνος ποθαμένος από χρόνια, ούλο το θυμούμαι ακόμα τσε ώρες ώρες το λαχταράω. Δεν ήτανε δα τσε τόσο κακό. Μακάρι τσε πούντο! Ο γάμος τούτος που είπαμε, ήτανε γινωμένος το 1880.

 

 

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Που είναι οι 30- 50?

Σεμινάριο για τις πρώτες βοήθειες από την Αδελφότητα Καρυστίων την Κυριακή 10/11 Εδώ και πάρα πολλά χρόνια λέμε ότι ο κόσμος δεν συμμετέχει ...