Απρίλιος 2010. Η ΜΠΟΥΓΑΔΑ.
Τούτη η ιστορία που θα πούμε σήμερα είναι πολύ παλιά. Είναι από τότε που ούτε το ξενοδοχείο Απόλλων ήτανε, ούτε το μπαρ Κοχύλι αλλά κάτου από το γιοφύρι κύλαγε ένα ολοκάθαρο νεράκι και γελαστό γελαστό, συναντιότανε με την αμμουδιά που κάτασπρη απλωνότανε μπροστά του.
Κειδά, στον τόπο της συνάντησης οι νοικοκυράδες της περιοχής είχανε κατασκευάσει με τα χέρια τους μια λακουβίτσα , την είχανε στρώσει με βοτσαλάκια και με το νερό που συγκεντρωνότανε κειδά μέσα κάνανε τη μπουγάδα τους όπως εκείνη τη μέρα που σειρά είχανε η κυρά Κούλα , η Σοφία, η Κοψονόμευα και η Σοφίτσα η μπεγλέρενα από τον πάνου δρόμο.
Τούτη ερχότανε πάντα μαζί με την μάνα της τη γριά Κουλιδέσα γνωστή σαν η πρώτη διάστρα όταν βάζανε πανί της κρεβατίνας.
Φέρνανε σε πάντα μαζί τους και το μύλο του καφέ, ώστε να έχουνε φρεσκοκομμένο το καφεδάκι που θα ψήνανε στην χόβολη, μισό καρβουδισμένο ρεβίθι για να φτουρήσει και μισό αληθινό καφέ. Σηκωθήκανε που λέτε οι νοικοκυράδες σούνταχα , φόρτωσαν στα παδιά τους που τότε ήτανε υπάκουα τη σιδεροστιά, το καζάνι με το ζέσταμα του νερού, τις ξύλινες σκάφες με τις πέτρινες πλύστρες και το γάλικα της μπουγάδας. Σαπούνι και λουλάκι αγορασμένα από τη Μαρίκα την Καραβολίνα και πριν βγει ο ήλιος είχανε ζεστάνει το νερό με την φωτιά από τα ξυλαράκια που είχανε μαζέψει γύρω τριγύρω και είχανε αρχίσει το πλύσιμο των ρούχων.
Ρίχνανε ούλες μαζί τα ασπρόρουχα στο γάλικα, καναπελίκια , πάντες του κρεβατιού ολοκέντητες , τραπεζομάντηλα και μαξιλάρια της σκόλης μονά διπλα και ακόμη εσώρουχα άσπρα του φορεμιού από την προίκα τους που είχανε για τις καλές ώρες.
Στοιβαχτήκανε ούλα τούτα στο γάλικα σειρά σειρά, απλώσανε από πάνου ένα πιο παλιό και πιο γερό άσπρο ρούχο, το σταχτόπανο, απλώσανε την στάχτη για να γίνει η αλυσίβα , σκορπίσανε ανάμεσα λεμονόφυλλα για να μοσκομυρίζουνε και αρχίσανε να ρίχνουνε ζεστό νερό με την Καρύκα για να λευκανθούνε. Στο μεταξύ απλώσανε τα σκούρα στις καναπίτσες για να στεγνώσουνε, διαλύσανε το λουλάκι να είναι έτοιμο για το ξέβγαλμα και ως τότε ψήσανε τον καφέ τον μοιράσανε στα πύλινα φλυτσάνια για να τον πιούνε , φέρανε και ένα αιγινίτικο σταμνάκι νερό από την βρύση κάτοι από την Ανεμώνη για να ξεδιψάσουνε και ξένοιστες πια περιμένανε λίγο ακόμη να λευκανθούνε με την αλισίβα τα ρούχα στο γάλικα και να τα λουλακιάσουνε και καλά ήτανε για σήμερα.
Τότε ακούστηκε η φωνή της μπεγλέρενας τρομαγμένη. "Τι έκανες βρε στρίγκλικο?" Σπασοχολιάσανε οι γυναίκες και μείνανε με το φλυτσάνι μισοάδειο. Τι είχε γίνει?
Ο μικρός της κυρά Κούλας είχε σηκώσει το μπατζάκι του ,είχε βγάλει όξω το πουλί του και τσουπ είχε μολάρει ούλη του την κατρούλα μέσα στο καθαρό νερό που είχανε συγκεντρώσει για το ξέβγαλμα.
Συγχιστήκανε οι γυναίκες -είπε η κυρά Κούλα- να δεις βρε γοργόνι που θα τα πω ούλα στον πατέρα σου!
Μετά κάνανε άνοιγμα της λακουβίτσας να βγει το κατουρημένο νερό και φτου από την αρχή, μαζέψανε καινούργιο που καμαρωτό καμαρωτό, ερχότανε από τη ρεματιά, ξεβγάλανε , λουλακιάσανε και φχαριστημένες με τον ήλιο ψηλά πια , πήρανε το δρόμο για τα σπίτια τους κουβαλώντας στους ώμους και τα συμπράγαλα τους.
Είχανε να ετοιμάσουνε και το μεσημεριανό φαγητό γιατί όπου νάτανε η καμπάνα του Αγίου ΝΙκόλα θα σήμαινε μεσημέρι!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου