Δεκέμβρης 2008- ΤΟ ΤΣΙΛΙΚΡΟΤΟ
«Ή έρμη και
η σκότεινη!!
Η Παγώνα από
τα Αντιά σκέφτηκε με σκάση την αξαδέλφη της
πέρα στα Ματσουκέικα που θα πέρναγε μονάχη της τα Χριστούγεννα.
Είχε χηρέψει
από τρείς μήνες τώρα και από τότε μάτι δεν την είχε δει στη πόρτα της. Βέβαια,
τσείνος ήτανε μεγάλος. Πες γέρος για την Μαριγώ, αλλά να την αφήσει και χήρα
μετά από ένα χρόνο γάμου , πάει πολύ.
Στο κάτου
κάτου ήτανε ανάγκη να φάει από κείνα τα φαρμακόχορτα μαζί με τα βλίτα και να
τεζάρει στο πι και φι!? Τώρα τι θα κάνει η χήρα του, νέα γυναίκα!?
Δωνά, που τα
λέμε, κείνα τα φαρμακόχορτα, κείνη τα μάζεψε κείνη του τα μαγείρεψε! Λες μωρέ? Ας
μην κολαστώ μέρες πούναι , σκέφτηκε.
Ανήμερα
Χριστούγεννα, το μεσημεράκι, έβαλε στο ταγάρι της ένα λοκάνικο , μερικές χοιρινές
μπριτζόλες και ένα καρβέλι και ξεκίνησε για την ξαδέλφη της.
Όταν ζύγωσε
ξαφνιάστηκε. Τι κάκανα ήτανε τούτα που ακούονταν από την κάμαρα της καψερής και
τι μυρουδιές από ψημένα κρέατα!?
Μήπως
λωλάθηκε από την στενοχώρια? Ήμαρτον
Κύριε!
Άνοιξε με
θάρρος την ξεκλείδωτη πόρτα και μπήκε. Η ξαδέλφη της με το μεσοφούστανο γερμένη
πάνου στο κρεβάτι και ένας νέος άντρας που θυμήθηκε ότι τον είχε δει στο
πανηγύρι του Κομήτου το περασμένο Καλοκαίρι , πότε γύριζε τις μπριτζόλες να
ψηθούν στη χόβολη, πότε ζύγωνε τη χήρα με ένα ποτήρι κρασί στο χέρι.
Κοκκαλώσανε
μόλις την είδανε, αλλά η Παγώνα ζάβωσε .
Τι είναι
τούτα μωρή? Ρώτησε.
Θαρρετά η
άλλη την αποπήρε. Σουτ ! μωρή! Είναι αερικό, τσιλικροτό! Μη λες πολλά γιατί θα
σου πάρει τη λαλιά! Κάτσε να σου πω τι έγινε! Τι λαχτάρα έπαθα η έρμη! Ψες,
είπα , μέρες πούνε να λουστώ τσε να αλλάξω , παρά την ώρα που έσαγνα τη κοτσίδα
μου στο γυαλί, ακώ μια φωνή να λέει. « Λούζεσαι χτενίζεσαι και στο γυαλί
γυαλίζεσαι! Πόθανε ο Χρήστος του άλλονε θα πάρεις!»
Μούρθε ζάλη
σαν τ’ άκουσα . Τηράω τσε τι να δω!
Τούτο το πράμα που λιέπεις μόλις κατέβαινε από το τζάκι. Βαστάω τον νταβλό τσε
τόκαψα. Τι μ΄έβαλε? Θα ξέρεις βέβαια ότι άμα κάψεις καλικατζαράκι με τον νταβλό
τσείνο μένει πια μαζί του τσε το κάνει ότι θέλει.
Είπα και γω,
μια και έγινε έτσι, ας το κρατήσω για τις οξωδουλειές. Για τίβοτα άλλο δεν
κάνει. Ακούς? Κατάλαβες? Για τίβοτα άλλο. Τσε μη πάει ο νους σου πουθενά! Μόνο
μη πεις κουβέντα πουθενά γιατί θα σου πάρει τη μιλιά! Ξέρεις τι αφορεσμένα
είναι ούλα τα καλικατζάρια.!
Η Παγώνα έκανε πως τα πίστεψε όλα τούτα και
έφυγε σίγουρη ότι τα φαρμακωμένα χόρτα μαγειρευτήκανε από σκοπού. Και όταν
έκλεισε ο χρόνος από τον ποθαμό του
μακαρίτη και ακούστηκε ότι η ξαδέλφη της ξαναπαντρευότανε ήξερε πολύ καλά ποιος
θα ήταν ο γαμπρός!
«Ή έρμη και
η σκότεινη!!
Η Παγώνα από
τα Αντιά σκέφτηκε με σκάση την αξαδέλφη της
πέρα στα Ματσουκέικα που θα πέρναγε μονάχη της τα Χριστούγεννα.
Είχε χηρέψει
από τρείς μήνες τώρα και από τότε μάτι δεν την είχε δει στη πόρτα της. Βέβαια,
τσείνος ήτανε μεγάλος. Πες γέρος για την Μαριγώ, αλλά να την αφήσει και χήρα
μετά από ένα χρόνο γάμου , πάει πολύ.
Στο κάτου
κάτου ήτανε ανάγκη να φάει από κείνα τα φαρμακόχορτα μαζί με τα βλίτα και να
τεζάρει στο πι και φι!? Τώρα τι θα κάνει η χήρα του, νέα γυναίκα!?
Δωνά, που τα
λέμε, κείνα τα φαρμακόχορτα, κείνη τα μάζεψε κείνη του τα μαγείρεψε! Λες μωρέ? Ας
μην κολαστώ μέρες πούναι , σκέφτηκε.
Ανήμερα
Χριστούγεννα, το μεσημεράκι, έβαλε στο ταγάρι της ένα λοκάνικο , μερικές χοιρινές
μπριτζόλες και ένα καρβέλι και ξεκίνησε για την ξαδέλφη της.
Όταν ζύγωσε
ξαφνιάστηκε. Τι κάκανα ήτανε τούτα που ακούονταν από την κάμαρα της καψερής και
τι μυρουδιές από ψημένα κρέατα!?
Μήπως
λωλάθηκε από την στενοχώρια? Ήμαρτον
Κύριε!
Άνοιξε με
θάρρος την ξεκλείδωτη πόρτα και μπήκε. Η ξαδέλφη της με το μεσοφούστανο γερμένη
πάνου στο κρεβάτι και ένας νέος άντρας που θυμήθηκε ότι τον είχε δει στο
πανηγύρι του Κομήτου το περασμένο Καλοκαίρι , πότε γύριζε τις μπριτζόλες να
ψηθούν στη χόβολη, πότε ζύγωνε τη χήρα με ένα ποτήρι κρασί στο χέρι.
Κοκκαλώσανε
μόλις την είδανε, αλλά η Παγώνα ζάβωσε .
Τι είναι
τούτα μωρή? Ρώτησε.
Θαρρετά η
άλλη την αποπήρε. Σουτ ! μωρή! Είναι αερικό, τσιλικροτό! Μη λες πολλά γιατί θα
σου πάρει τη λαλιά! Κάτσε να σου πω τι έγινε! Τι λαχτάρα έπαθα η έρμη! Ψες,
είπα , μέρες πούνε να λουστώ τσε να αλλάξω , παρά την ώρα που έσαγνα τη κοτσίδα
μου στο γυαλί, ακώ μια φωνή να λέει. « Λούζεσαι χτενίζεσαι και στο γυαλί
γυαλίζεσαι! Πόθανε ο Χρήστος του άλλονε θα πάρεις!»
Μούρθε ζάλη
σαν τ’ άκουσα . Τηράω τσε τι να δω!
Τούτο το πράμα που λιέπεις μόλις κατέβαινε από το τζάκι. Βαστάω τον νταβλό τσε
τόκαψα. Τι μ΄έβαλε? Θα ξέρεις βέβαια ότι άμα κάψεις καλικατζαράκι με τον νταβλό
τσείνο μένει πια μαζί του τσε το κάνει ότι θέλει.
Είπα και γω,
μια και έγινε έτσι, ας το κρατήσω για τις οξωδουλειές. Για τίβοτα άλλο δεν
κάνει. Ακούς? Κατάλαβες? Για τίβοτα άλλο. Τσε μη πάει ο νους σου πουθενά! Μόνο
μη πεις κουβέντα πουθενά γιατί θα σου πάρει τη μιλιά! Ξέρεις τι αφορεσμένα
είναι ούλα τα καλικατζάρια.!
Η Παγώνα έκανε πως τα πίστεψε όλα τούτα και
έφυγε σίγουρη ότι τα φαρμακωμένα χόρτα μαγειρευτήκανε από σκοπού. Και όταν
έκλεισε ο χρόνος από τον ποθαμό του
μακαρίτη και ακούστηκε ότι η ξαδέλφη της ξαναπαντρευότανε ήξερε πολύ καλά ποιος
θα ήταν ο γαμπρός!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου